Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή, Δόλος.
Περίληψη:
Καταδίκη του αναιρεσείοντος για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία. Όχι ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για το δόλο του αναιρεσείοντος. Όχι προβολή απ' αυτόν του ισχυρισμού περί παύσεως των πληρωμών του εκπροσ/νου εκ μέρους του συνεταιρισμού προ της εκδόσεως της επίμαχης επιταγής, ανεξαρτήτως του ότι το γεγονός τούτο δεν επηρεάζει το αξιόποινο της συμπεριφοράς του και δη δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα, ούτε εξαλείφει το αξιόποινο του άνω αδικήματος. Απορρίπτονται οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει.
Αριθμός 1008/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βησσαρίωνα Κωνσταντούλα, περί αναιρέσεως της 12067/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειο-δικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5.12.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2023/2006.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α' του ν. 2408/1996, εκείνος, ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνον ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορο αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας, που εκπροσωπείται απ' αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμής, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη, χωρίς να εξετάζεται το έγκυρο ή άκυρο ή υποστατό της υποκείμενης σχέσεως. Ειδικότερα, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Το αξιόποινο δε του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία εκδόσεως. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανύπαρκτου ή παράνομου της αιτίας. Αρκεί η επιταγή ως αξιόγραφο να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας. Εξάλλου, το άρθρο 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933 δεν παραπέμπει στο άρθρο 534 Εμπ.Ν., ούτε και κατ' άλλον τρόπο το τελευταίο αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933, οπότε, σε περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του άρθρου 534 Εμπ.Ν., να τίθεται ζήτημα εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933.
Συνεπώς, ούτε από την διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933, ούτε από κάποια άλλη, προκύπτει ότι, αν ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είχε, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, πτωχεύσει ή παύσει τις πληρωμές του, ως έμπορος, το γεγονός τούτο επιδρά στο κύρος της επιταγής ή στο αξιόποινο της συμπεριφοράς του και ειδικότερα ότι αίρει τον άδικο χαρακτήρα ή εξαλείφει το αξιόποινο αυτής. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτόν, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 12067/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 79 Ν. 5960/33, όπως αυτή, κατά τα συνιστώντα την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση πραγματικά περιστατικά, στο διατακτικό της παρούσας περιγράφεται. Ειδικότερα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του ΔΣ του Καταναλωτικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού με τον διακριτικό τίτλο "...", εξέδωσε στην ... στις ... την υπ' αριθ. ... τραπεζική επιταγή, ποσού 4.571,77 ευρώ, πληρωτέα από την Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα σε διαταγή της εγκαλούσης (εταιρείας) με την επωνυμία "...". Η τελευταία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής (ήτοι τελευταία κομίστρια), στις 18.2.2002, ήτοι εντός της νομίμου οκταημέρου προθεσμίας, εμφάνισε αυτή προς πληρωμή στην "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ", η οποία ενήργησε μετά από ρητή προς αυτήν εξουσιοδότηση της ως άνω πληρώτριας Τράπεζας ως αντιπρόσωπος αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 211 ΑΚ (βλ. ΑΠ 726/2006 ΠοινΔνη 2006.1104), γεγονός που βεβαιώνεται επί του αναγνωσθέντος σώματος της επιδίκου επιταγής, πλην όμως δεν πληρώθηκε, εξ αιτίας του ότι δεν υπήρχε στον σχετικό λογαριασμό, που αναφέρεται στο διατακτικό, υπόλοιπο. Το γεγονός αυτό, ο κατηγορούμενος γνώριζε και κατά την ως άνω ημερομηνία εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, αλλά και κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν κατηγορίας, με το ελαφρυντικό, όμως, του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, το οποίο και πρωτόδικα του αναγνωρίσθηκε". Ακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, ..., του ότι "στην ... στις ... εξέδωσε επιταγή μη πληρωθείσα από την πληρώτρια Τράπεζα, στην οποία δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της πληρωμής αυτής, και συγκεκριμένα εξέδωσε την υπ' αριθ. ...επιταγή, ποσού 4.571,77 ευρώ, σε διαταγή της (εταιρείας) "..." προς την Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα (Υποκατάστημα ...), η οποία εμφανίσθηκε προς πληρωμή στις ... και δεν πληρώθηκε, γιατί στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του κατηγορουμένου δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια". Στη συνέχεια δε, το άνω Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β' ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 ΠΚ και άρθρου79 του ν. 5960/1933, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρας, έγγραφο και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Σε σχέση δε με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφορικά με το υποκειμενικό στοιχείο της πιο πάνω πράξεως, δηλαδή τον δόλο, δεν υπήρχε ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση και εξυπακούεται η ύπαρξή του από την πραγμάτωση αυτών, και β) δεν ενέχει το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ασάφεια ή αντίφαση, εξαιτίας του γεγονότος ότι αναφέρεται σ' αυτό η λήψη υπόψη και αξιολόγηση "των εγγράφων που διαβάστηκαν στο ακροατήριο", αν και αναγνώσθηκε στην πραγματικότητα ένα μόνον έγγραφο, και συγκεκριμένα τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως, καθόσον η χρησιμοποίηση πληθυντικού αριθμού για το εν λόγω έγγραφο οφείλεται εν προκειμένω σε προφανή παραδρομή. Τέλος, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι δεν είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή την συνήγορό του οιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός, ούτε εκείνος για κήρυξη του εκπροσωπουμένου από αυτόν (αναιρεσείοντα) πιο πάνω συνεταιρισμού σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθ. 7459/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ορίσθηκε χρόνος παύσεως των πληρωμών η 1.1.2001, ήτοι προγενέστερος του χρόνου εκδόσεως της επίδικης επιταγής (12.2.2002), οπότε λογίζεται η μη πληρωμή της ως ανυπαίτια και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα αιτιολογημένα, σε ισχυρισμό που δεν είχε προβληθεί. Πέραν τούτων, το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ο ειρημένος συνεταιρισμός, που κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, είχε παύσει τις πληρωμές του κατά τον χρόνο εκδόσεως της άνω επιταγής, δεν επηρεάζει το αξιόποινο της συμπεριφοράς αυτού (κατηγορουμένου) και ειδικότερα δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα, ούτε εξαλείφει το αξιόποινο του άνω αδικήματος.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ύστερα απ' αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του ..., για αναίρεση της 12067/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειο-δικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ