Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ηθική αυτουργία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Ψευδορκία μάρτυρα, Ψευδής βεβαίωση, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά απαλλακτικής αποφάσεως για ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, ψευδορκία μάρτυρα, ηθική αυτουργία κλπ, με την επίκληση των λόγων α) της απόλυτης ακυρότητας και β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει ακυρότητα για τι έλαβε υπόψη του έγραφα τα οποία δεν αναγνώστηκαν. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1273/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 6707/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Μαυροκέφαλο, 2) Χ2 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Αφένδρα και 3) Χ3 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Βωβό και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Αναγνώστου.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 67/16.12.2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1980/2008
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων και του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το αρ. 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του αρ. 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του αρθ. 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της, από τα άρθρα. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 τη ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από τον άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Η ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται, αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν, ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κλπ) και το παραπάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, σε σχέση με τη συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 6707/2008 απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κήρυξε με αυτή αθώους τους κατηγορούμενους, 1) Χ1 2) Χ2 και 3)Χ3 των πράξεων της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα, όσον αφορά τον πρώτο και της ηθικής αυτουργίας στις παραπάνω πράξεις και της χρήσης ψευδούς βεβαιώσεως από κοινού, όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ1 ιατρός, Επιμελητής Α' του Ψυχιατρικού Τμήματος του Π.Γ.Ν.Α. "...", συνέταξε και εξέδωσε το από ... πιστοποιητικό νοσηλείας της ασθενούς - ήδη θανούσης - Θ1 στο οποίο βεβαίωνε ότι η ανωτέρω, εξετασθείσα υπ' αυτού στα εξωτερικά ιατρεία του ψυχιατρικού τομέα του ως άνω Νοσοκομείου στις 24-4-2000 και 22-12-2000, βρέθηκε πάσχουσα από χρόνιο οργανικό ψυχοσύνδρομο (νόσος Alzheimer) και εκ του λόγου τούτου έχρηζε καθημερινής παροχής υπηρεσιών από άλλο πρόσωπο, λόγω εκτεταμένης νοητικής έκπτωσης. Ακολούθως ο ανωτέρω κατηγορούμενος στις ... συνέταξε και εξέδωσε το από ... πιστοποιητικό νοσηλείας στο οποίο και πάλι βεβαίωνε η ανωτέρω ασθενής - που απεβίωσε στις ... - εξετασθείσα ως άνω, έπασχε από μεγάλη έκπτωση της πρόσφατης και άμεσης μνήμης, διαταραγμένη οπτικοχρική λειτουργία, κατασκευαστική απραξία, μη αναγνώριση αντικειμένων καθημερινής χρήσης, ήτοι διαγνώστηκε με μεγάλη βεβαιότητα, προχωρημένη κατάσταση άνοιας (νόσος Alzheimer) η οποία είχε αρχίσει από αρκετά έτη πριν και μετά σχετικής βεβαιότητας πιθανολογείτο ότι η ασθενής δεν είχε ακέραιες τις πνευματικές της δυνάμεις ήδη από το έτος 1997, ευρισκόμενη κατά την πρώτη ημέρα της πρώτης εξέτασης (24-4-2000) στο στάδιο 6 από τα 7 που χαρακτηρίζουν την εν λόγω νόσο. Τα όσα ο κατηγορούμενος ιατρός διέλαβε στο από ... πιστοποιητικό νοσηλείας και στο από ...επίσης πιστοποιητικό νοσηλείας, σχετικά με την ψυχική και διανοητική υγεία της ασθενούς Θ1 , είναι αληθή και αποτυπώνουν τη διαγνωστική του κρίση μετά την εξέταση της ασθενούς, ανεξαρτήτως του χώρου που αυτή πραγματοποιήθηκε. Η διαγνωστική αυτή κρίση του κατηγορουμένου ιατρού, δεν αφίσταται της αληθείας περί της πραγματικής κατάστασης της υγείας της ανωτέρω ασθενούς καθόσον: 1) αιτία θανάτου αυτής στις ..., ήταν και η νόσος Alzheimer (βλέπε σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου), 2) νοσηλεύτηκε η ασθενής από 5-2-1990 μέχρι 21-2-1990 και από 27-5-1997 έως και 3-6-1997 στην Γ' παθολογική κλινική του νοσοκομείου "...", με διάγνωση "Αρτηριοσκληρωτική εγκεφαλοπάθεια με διαταραχή πρόσφατης μνήμης και εκλεκτική αμνησία, στένωση αγγείων τραχήλου, έχει ανάγκη συνεχούς ιατρικής επίβλεψης και ελεγχόμενης δραστηριότητας" (βλέπε αριθμ. ... πιστοποιητικό Νοσηλείας υπογεγραμμένο από τον ιατρό ..., Διευθυντή Γ' Παθ. Τμ.) και 3) στο με ημερομηνία ... "ΕΝΤΥΠΟ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ" του νοσοκομείου "..." ως αιτιολογία αναφέρεται "Διαταραχή μνήμης", ως σωματικό πρόβλημα "Επεισοδιο απωλείας συνείδησης προ 2 ημερών και ως διάγνωση "Η ασθενής εδώ και ένα χρόνο περίπου (ίσως περισσότερο λόγω ασάφειας στις πληροφορίες) παρουσιάζει διαταραχές κνήμης που αφορά κυρίως τα πρόσφατα γεγονότα ενώ εκλεκτικά ξεχνά την "ταυτότητα" προσώπων και προσποιείται πως τους θυμάται". Αποδείχτηκε συνεπώς ότι η ανωτέρω ασθενής τουλάχιστον από το έτος 1997, παρουσίαζε διαταραχές μνήμης, με την προπαρατεθείσα εξελικτική πορεία και μία εκ των αιτιών θανάτου της, στις ... τη νόσο Alzheimer, η οποία ούτε αιφνίδια ήταν, ούτε και μικρής διάρκειας, γεγονός που επιβεβαίωσαν και οι μάρτυρες ιατροί. Το γεγονός δε, ότι η ανωτέρω ασθενής να είχε και φωτεινά διαλείμματα και ολίγον χρόνον πριν το θάνατό της, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν έπασχε από τη νόσο Alzheimer, γι'αυτόν άλλωστε το λόγο και η εξετασθείσα μάρτυρας ... συμβολαιογράφος, απέτρεπε τον πελάτη της ... να αγοράσει ακίνητο από την Θ1 το 1998, γιατί όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε "Δεν έκανα το συμβόλαιο γιατί δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Αρνήθηκα να κάνω τα συμβόλαια". Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, τα όσα διέλαβε ο 1ος των κατηγορουμένων στα προαναφερθέντα πιστοποιητικά νοσηλείας ήσαν αληθή και αποτύπωναν κατά την επιστημονική του κρίση την κατάσταση της υγείας της ασθενούς της, όπως αυτή προέκυπτε από την εξέταση που έκανε σε αυτήν. Το αυτό αληθή ήσαν και τα όσα ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση των υπ' αριθμ. 8634/2003 και 8626/2003 αγωγών. Επομένως ο 1ος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των αποδιδομένων σ'αυτόν πράξεων. Ομοίως αθώοι πρέπει να κηρυχθούν και οι 2ος και 3η των κατηγορουμένων καθόσον τα ως άνω πιστοποιητικά νοσηλείας που προσκόμισαν κατά την εκδίκαση των ως άνω αγωγών ήσαν αληθή και αποτύπωναν την πραγματική κατάσταση της υγείας της Θ1 (χρήση ψευδούς βεβαίωσης), ενώ τα όσα ο πρώτος κατηγορούμενος διέλαβε στα ως άνω πιστοποιητικά νοσηλείας ήταν αληθή και τα διέλαβε χωρίς την οποιαδήποτε προτροπή παρακίνηση ή πειθώ των 2ου και 3ου των κατηγορουμένων. Όμως, το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του για την απαλλαγή των αναιρεσιβλήτων, έλαβε υπόψη του αμέσως και ευθέως, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων, που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, α) το υπ' αριθμό πρωτ. ... πιστοποιητικό νοσηλείας του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Αθηνών "...", που υπογράφεται από τον Διευθυντή του Γ' Παθολογικού Τμήματος ..., και β) το από ... έντυπο Συμβουλευτικής Ψυχιατρικής Εκτίμησης του ως άνω Θεραπευτηρίου, τα οποία όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και από το αιτιολογικό της ίδιας απόφασης, δεν προκύπτει ότι τα πιο πάνω έγγραφα προέκυψαν από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που έλαβε υπόψη του και εκτίμησε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ώστε να θεωρηθεί, ότι αυτά απλώς διαλαμβάνονται ιστορικά. Έτσι, όμως, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το βάσιμο σχετικό από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Α του ΚΠΔ, δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η έρευνα για τον έτερο λόγο της αναιρέσεως. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 6707/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών . Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ