Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1138 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αποπλάνηση ανηλίκου.




Περίληψη:
Αποπλάνηση παιδίσκης κάτω των 10 ετών. Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος, με την επίκληση των λόγων: α) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επάρκεια αιτιολογίας (όμοια ΑΠ 2345/2008). Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1138/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 139/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών.
Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1181/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 510/27.10.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 10-6-2008 (εκ προφανούς παραδρομής φερομένη ως από 10-6-07) αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 139/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 114/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κεφαλληνίας και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών αρμοδίου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, διά να δικασθή δι'αποπλάνηση παιδίσκης που δεν συνεπλήρωσε τα δέκα έτη. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ).
Επειδή, κατά το άρθρ. 339 παρ. 1 περίπτ. α' ΠΚ, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήση ή να υποστή τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθή βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν ο παθών δεν συνεπλήρωσε τα δέκα έτη. Από την διάταξη αυτή, η οποία έχει σκοπό την προστασία της αγνότητος της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι διά την συγκρότηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδός απαιτείται οποιαδήποτε, με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών, ασελγής πράξη, δηλαδή πράξη αναγομένη στην γενετήσια σφαίρα, η οποία, αντικειμενικώς μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστου. 'Ετσι, συγκροτούν το έγκλημα αυτό, μεταξύ άλλων, οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων αποκρύφων μερών του σώματος, ως και ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και στο στόμα του ανηλίκου, εφ'όσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στην διέγερση η ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστου, διότι και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας (βλ. ΑΠ 859/2004). Περαιτέρω, απαιτείται δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, και πρέπει να καταλαμβάνη όλα τα στοιχεία και ιδίως την γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλαδή θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος (ΑΠ 784/2997). Εξ άλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτή έννοια διαφορειτκή από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν αυτός δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην διάταξη που εφήρμοσε (ΑΠ 259/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/810). Τέλος, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του αρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα των Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, αρκεί να εκτίθενται στο τελευταίο με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου (βλ. ΑΠ 1242/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής συμπληρωματικώς στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά:
Την 2-7-2005 και περί ώρα 18.15', ο κατηγορούμενος κάτοικος ...., μετέβη από την κατοικία του, όπως καθημερινώς έπραττε, στο αγρόκτημα του που βρίσκεται στην κτηματική θέση "γήπεδο ...." του Δήμου ...., προκειμένου να φροντίσει τα ζώα (μία αγελάδα, πάπιες και κότες), τα οποία διατηρούσε αυτός μόνιμα εγκατεστημένα στο ανωτέρω αγρόκτημα. Επίσης ο κατηγορούμενος στο αγρόκτημα είχε και ένα σκυλάκι (κουτάβι), δεμένο πάνω σε καρότσα φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν μόνιμα σταθμευμένο στο δρόμο που διέρχεται μπροστά από το αγρόκτημα του. Η ανήλικη Ζ (γεν. την 27-11-1996), με τον επίσης ανήλικο αδελφό της Ψ (γεν. την 3-10-1993), κατ' επανάληψη πήγαιναν στο ανωτέρω αγρόκτημα του κατηγορουμένου, που απέχει 200 μέτρα περίπου από την οικία των. Οι σχέσεις του κατηγορουμένου και των γονέων των ανηλίκων ήσαν εχθρικές και μάλιστα είχαν προσφύγει και στα δικαστήρια για αστικές διαφορές και δεν μιλούσαν από αρκετό χρονικό διάστημα. Παρά το γεγονός αυτό, τα δύο ανήλικα αδέλφια πήγαιναν στο αναφερόμενο κτήμα του κατηγορουμένου και έπαιζαν με το σκυλάκι. Την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα είχαν μεταβεί εκεί όπως συνήθιζαν, πλην όμως έφθασε και ο κατηγορούμενος οδηγώντας το μοτοποδήλατο του, προκειμένου να ασχοληθεί με την περιποίηση των ζώων του. Μόλις αντιλήφθηκε τα ανήλικα αδέλφια αποφάσισε να αποπλανήσει την ανήλικη Ζ, Προκειμένου να μην παρευρίσκεται ο ανήλικος αδελφός της στο χώρο του αγροκτήματος του, μάζεψε απ' αυτό χλωρά ρεβίθια και τα έδωσε σ' αυτόν (ανήλικο) να τα πάει στην μητέρα του, κάτι το οποίο δεν προκύπτει να είχε κάνει στο παρελθόν και με δεδομένο τις άσχημες σχέσεις δεν δικαιολογείται η ενέργεια του αυτή. Μόνο αν συνδυασθεί με την πρόθεση του να μείνει μόνος με τη ανωτέρω ανήλικη, η οποία φορούσε ένα κοντό παντελόνι (σορτς) και συνέχισε να παίζει αμέριμνη με το μικρό σκυλάκι πάνω στην καρότσα. Αφού απομακρύνθηκε ο αδελφός της, ο κατηγορούμενος πήρε αυτή στην αγκαλιά του και την κατέβασε από την προαναφερομένη καρότσα, η οποία ήταν ορατή από την οικία της ανήλικης και αφού την οδήγησε σε σημείο του αγροκτήματος στο οποίο δεν μπορούσαν να τους δουν, την φίλησε στο στόμα, έβαλε το χέρι του μέσα από το μπλουζάκι της, θώπευσε τα στήθη της και στη συνέχεια τη χάιδεψε στους γλουτούς, λέγοντας συγχρόνως σ' αυτή "τι όμορφη και έξυπνη κοπέλα που είσαι". Από τις ανωτέρω ασελγείς πράξεις του κατηγορουμένου, τις οποίες δεν ανέμενε η ανήλικη θορυβήθηκε και επεδίωξε να απεγκλωβιστεί από το αγκάλιασμα αυτού, λέγοντας ότι την φωνάζει η μητέρα της και με τη δικαιολογία αυτή κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κατηγορούμενο, ο οποίος θα συνέχιζε τις ασελγείς πράξεις στην ανήλικη. Η ανήλικη πριν μιλήσει στους γονείς της για τα όσα υπέστη από τον κατηγορούμενο, μίλησε στον αδελφό της με τον οποίο επέστρεφε στην οικία των. Στη συνέχεια αυτή ανέφερε τα όσα συνέβησαν στη μητέρα της, αφού κατά την άφιξη της ήταν πολύ στενοχωρημένη και έκλαιγε, ενώ έφτυνε και σκούπιζε το στόμα της, όπου την είχε φιλήσει ο κατηγορούμενος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι έπιασε από τις μασχάλες τη μικρή, η οποία δεν φορούσε καθόλου μπλουζάκι, προκειμένου να την βοηθήσει να ανέβει σε "μπάζα" που υπήρχαν και από τα οποία είχε γλιστρήσει και στην προσπάθειά του αυτή την έπιασε από τις μασχάλες, δεν κρίνεται πειστικός. Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι η μητέρα της ανήλικης-παθούσας, καθώς και η θεία της ... (αδελφή του πατέρα της), κατέθεσαν ότι τόσον οι ίδιες, όσον και η σύζυγος του άλλου αδελφού του πατέρα της ανήλικης, ...., υπέστησαν σεξουαλική παρενόχληση από μέρους του κατηγορουμένου, για τις οποίες όμως δεν έδωσαν συνέχεια με την σε βάρος του προσφυγή στη δικαιοσύνη. Οι ανωτέρω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις του κατηγορουμένου σε βάρος της ανήλικης παθούσας δεν είναι ήσσονος σημασίας, οπότε θα μπορούσε να γίνει λόγος για ασελγείς χειρονομίες κατ' αυτής, με αποτέλεσμα απλά τη βάναυση προσβολή της στο πεδίο της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 Π.Κ., αλλά πρόκειται για ασελγείς πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, κατά τη νομική έννοια του όρου όπως αυτή προεκτέθηκε, οι οποίες (ασελγείς πράξεις) επί πλέον κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του κατηγορουμένου και οι οποίες προσβάλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική υπόσταση, το καταγγελλόμενο σε βάρος του έγκλημα της αποπλάνησης παιδιού. Την πράξη δε αυτή ετέλεσε γνωρίζοντας ότι η παθούσα ήταν ανήλικη κάτω των δέκα ετών.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η ως άνω πράξη δεν αποτελεί αποπλάνηση παιδός, αλλά προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και αφού απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση αυτού κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, επεκύρωσε τούτο, δεχόμενο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις κατά του κατηγορουμένου, διά την ανωτέρω αξιόποινη πράξη.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στηρίζεται η παραπεμπτική κρίση του. Ειδικότερα, η αιτιολογία αυτή εκτείνεται και στην παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων εγνώριζε την ηλικία της παθούσης, δηλαδή ότι αυτή ήτο μικρότερη των δέκα ετών, αφού τούτο γίνεται αιτιολογημένα δεκτό από το πρωτόδικο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου αναφέρεται η ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Τις δε εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε αυτές, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι και, κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω-----------------------
Να απορριφθή η από 10-6-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του υπ'αριθμ. 139/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών.
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 1ην Οκτωβρίου 2008 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 107/10-6-2008, αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του υπ' αριθμό 139/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 114/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κεφαλληνίας, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της αποπλάνησης παιδίσκης που δεν συμπλήρωσε το 10ο έτος της ηλικίας της, (άρθρο 339 παρ.1α του Π.Κ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 3160/2003 "όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β..., γ... ". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει να προστατεύσει την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των 10 κ.λ.π. ετών, η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δεν κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Έτσι, συγκροτεί το έγκλημα αυτό όχι μόνο η συνουσία ή ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και καταφίληση στο πρόσωπο ή στο στόμα του ανηλίκου κ.λ.π., εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας. Ο δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10 κ.λ.π. ετών. Αρκεί όμως, ως προς το σημείο τούτο και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, με δικές του σκέψεις, αλλά και με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Την 2-7-2005 και περί ώρα 18.15', ο κατηγορούμενος κάτοικος ..., μετέβη από την κατοικία του, όπως καθημερινώς έπραττε, στο αγρόκτημα του που βρίσκεται στην κτηματική θέση "γήπεδο ...." του Δήμου ...., προκειμένου να φροντίσει τα ζώα (μία αγελάδα, πάπιες και κότες), τα οποία διατηρούσε αυτός μόνιμα εγκατεστημένα στο ανωτέρω αγρόκτημα. Επίσης ο κατηγορούμενος στο αγρόκτημα είχε και ένα σκυλάκι (κουτάβι), δεμένο πάνω σε καρότσα φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν μόνιμα σταθμευμένο στο δρόμο που διέρχεται μπροστά από το αγρόκτημα του. Η ανήλικη Ζ (γεν. την 27-11-1996), με τον επίσης ανήλικο αδελφό της Ψ (γεν. την 3-10-1993), κατ' επανάληψη πήγαιναν στο ανωτέρω αγρόκτημα του κατηγορουμένου, που απέχει 200 μέτρα περίπου από την οικία των. Οι σχέσεις του κατηγορουμένου και των γονέων των ανηλίκων ήσαν εχθρικές και μάλιστα είχαν προσφύγει και στα δικαστήρια για αστικές διαφορές και δεν μιλούσαν από αρκετό χρονικό διάστημα. Παρά το γεγονός αυτό, τα δύο ανήλικα αδέλφια πήγαιναν στο αναφερόμενο κτήμα του κατηγορουμένου και έπαιζαν με το σκυλάκι. Την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα είχαν μεταβεί εκεί όπως συνήθιζαν, πλην όμως έφθασε και ο κατηγορούμενος οδηγώντας το μοτοποδήλατο του, προκειμένου να ασχοληθεί με την περιποίηση των ζώων του. Μόλις αντιλήφθηκε τα ανήλικα αδέλφια αποφάσισε να αποπλανήσει την ανήλικη Ζ, Προκειμένου να μην παρευρίσκεται ο ανήλικος αδελφός της στο χώρο του αγροκτήματος του, μάζεψε απ' αυτό χλωρά ρεβίθια και τα έδωσε σ' αυτόν (ανήλικο) να τα πάει στην μητέρα του, κάτι το οποίο δεν προκύπτει να είχε κάνει στο παρελθόν και με δεδομένο τις άσχημες σχέσεις δεν δικαιολογείται η ενέργεια του αυτή. Μόνο αν συνδυασθεί με την πρόθεση του να μείνει μόνος με τη ανωτέρω ανήλικη, η οποία φορούσε ένα κοντό παντελόνι (σορτς) και συνέχισε να παίζει αμέριμνη με το μικρό σκυλάκι πάνω στην καρότσα. Αφού απομακρύνθηκε ο αδελφός της, ο κατηγορούμενος πήρε αυτή στην αγκαλιά του και την κατέβασε από την προαναφερομένη καρότσα, η οποία ήταν ορατή από την οικία της ανήλικης και αφού την οδήγησε σε σημείο του αγροκτήματος στο οποίο δεν μπορούσαν να τους δουν, την φίλησε στο στόμα, έβαλε το χέρι του μέσα από το μπλουζάκι της, θώπευσε τα στήθη της και στη συνέχεια τη χάιδεψε στους γλουτούς, λέγοντας συγχρόνως σ' αυτή "τι όμορφη και έξυπνη κοπέλα που είσαι". Από τις ανωτέρω ασελγείς πράξεις του κατηγορουμένου, τις οποίες δεν ανέμενε η ανήλικη θορυβήθηκε και επεδίωξε να απεγκλωβιστεί από το αγκάλιασμα αυτού, λέγοντας ότι την φωνάζει η μητέρα της και με τη δικαιολογία αυτή κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κατηγορούμενο, ο οποίος θα συνέχιζε τις ασελγείς πράξεις στην ανήλικη. Η ανήλικη πριν μιλήσει στους γονείς της για τα όσα υπέστη από τον κατηγορούμενο, μίλησε στον αδελφό της με τον οποίο επέστρεφε στην οικία των. Στη συνέχεια αυτή ανέφερε τα όσα συνέβησαν στη μητέρα της, αφού κατά την άφιξη της ήταν πολύ στενοχωρημένη και έκλαιγε, ενώ έφτυνε και σκούπιζε το στόμα της, όπου την είχε φιλήσει ο κατηγορούμενος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι έπιασε από τις μασχάλες τη μικρή, η οποία δεν φορούσε καθόλου μπλουζάκι, προκειμένου να την βοηθήσει να ανέβει σε "μπάζα" που υπήρχαν και από τα οποία είχε γλιστρήσει και στην προσπάθειά του αυτή την έπιασε από τις μασχάλες, δεν κρίνεται πειστικός. Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι η μητέρα της ανήλικης-παθούσας, καθώς και η θεία της .... (αδελφή του πατέρα της), κατέθεσαν ότι τόσον οι ίδιες, όσον και η σύζυγος του άλλου αδελφού του πατέρα της ανήλικης, ..., υπέστησαν σεξουαλική παρενόχληση από μέρους του κατηγορουμένου, για τις οποίες όμως δεν έδωσαν συνέχεια με την σε βάρος του προσφυγή στη δικαιοσύνη. Οι ανωτέρω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις του κατηγορουμένου σε βάρος της ανήλικης παθούσας δεν είναι ήσσονος σημασίας, οπότε θα μπορούσε να γίνει λόγος για ασελγείς χειρονομίες κατ' αυτής, με αποτέλεσμα απλά τη βάναυση προσβολή της στο πεδίο της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 Π.Κ., αλλά πρόκειται για ασελγείς πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, κατά τη νομική έννοια του όρου όπως αυτή προεκτέθηκε, οι οποίες (ασελγείς πράξεις) επί πλέον κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του κατηγορουμένου και οι οποίες προσβάλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική υπόσταση, το καταγγελλόμενο σε βάρος του έγκλημα της αποπλάνησης παιδιού.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος της πράξεως της αποπλανήσεως παιδίσκης που δεν συμπλήρωσε τα δέκα(10) έτη. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 339 παρ.1α του ΠΚ, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι οι συγκεκριμένες αυτές πράξεις του αναιρεσείοντος, συνιστούν ασελγείς, κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ, πράξεις, διότι αντικειμενικά προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς, των ηθών και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας υποκειμενικά δε κατευθύνονται στη διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του αναιρεσείοντος, και όχι της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 του ΠΚ). Κατά συνέπεια, οι αντίθετες από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ. αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες αιτιάται, το μεν ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπήγαγε τα γενόμενα από αυτό δεκτά πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, στο κακουργηματικού χαρακτήρα αδίκημα της αποπλανήσεως παιδιού νεότερου των 10 ετών (339 παρ. 1 περ. α του ΠΚ), ενώ έπρεπε, όπως αυτός υποστηρίζει, αυτά να υπαχθούν στο πλημμεληματικού χαρακτήρα αδίκημα του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, το δε ότι στερείται της απαιτούμενης από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων γνώριζε ότι η ανήλικη θυγατέρα, ήταν πρόσωπο που δεν είχε συμπληρώσει το 10ον έτος της ηλικίας της, και τούτο γιατί πέραν των διαφορών που υφίσταντο μεταξύ του κατηγορουμένου και των γονέων της ανήλικης θυγατέρας τους, και ως εκ τούτου δεν ήταν άγνωστη γι' αυτόν, παράλληλα δε γιατί ο κατηγορούμενος διατηρούσε αγρόκτημα με οικόσιτα ζώα, κείμενο εγγύς της οικίας όπου διέμενε αυτή-παθούσα μετά των οικείων της, ενώ, ακόμη η ίδια η παθούσα μετά του αδελφού της Ψ, ηλικίας 12 ετών συχνά επισκέπτονταν το αγρόκτημα του κατηγορουμένου, όπου διατηρούσε εκτός άλλων οικόσιτων και ένα μικρό σκυλάκι και επιδίδονταν με τον αδελφό της σε παιχνίδια με αυτό. Επίσης, αιτιολογείται το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προκειμένου να επιτύχει του σχεδίου του, απομάκρυνε προς στιγμή τον ανήλικο αδελφό της, τον οποίο απέστειλε στην οικία του, προκειμένου να μεταφέρει εκεί χλωρά ρεβίθια, τα οποία είχε συγκεντρώσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος από το κτήμα του, παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις με τους γονείς της παιδίσκης, δεν ήσαν φιλικές, ώστε πλέον το πεδίον δράσεώς του να είναι απρόσκοπτο. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την πρόσκαιρη απουσία του ανηλίκου αδελφού της, απομάκρυνε την ανήλικη κόρη από το σημείο όπου αυτή βρισκόταν, και το οποίο ήταν ορατό από την οικία των γονέων της, σε απόμερο σημείο του αγροκτήματος του και σε θέση που δεν ήταν ορατή από την οικία των γονέων της. Στο τελευταίο αυτό σημείο ο κατηγορούμενος φίλησε την ανήλικη κόρη στο στόμα της, ενώ στη συνέχεια έβαλε το χέρι του μέσα από το μπλουζάκι της, και σε πρώτη χρονική στιγμή θώπευσε τα στήθη της και στη συνέχεια τους γλουτούς της, λέγοντάς μάλιστα προς αυτήν ότι είναι όμορφη και έξυπνη κοπέλα. Η παθούσα αντέδρασε στις οπωσδήποτε ασελγείς πράξεις του κατηγορουμένου και με το πρόσχημα ότι την καλεί η μητέρα της, κατάφερε να απομακρυνθεί από τα χέρια του, ενώ αμέσως στη συνέχεια αποκάλυψε αρχικά στον αδελφό της, ο οποίος εν τω μεταξύ επέστρεφε στο σημείο όπου την είχε αφήσει και σε δεύτερο χρονικό στάδιο αποκάλυψε στους γονείς της, όσα είχαν επισυμβεί σε βάρος της, από μέρους του κατηγορουμένου. Οι παραπάνω ασελγείς πράξεις, οι οποίες επισυνέβησαν στην ανήλικη θυγατέρα, περιέχουν αναμφισβήτητα έντονο τον γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα και κατέτειναν οπωσδήποτε στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του κατηγορουμένου και οι οποίες προδήλως προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, κυρίως δε την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της ανηλίκου κόρης.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθώς και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεώς είναι απορριπτέα. Τέλος, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Ιουνίου 2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμό 139/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή