Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απόπειρα, Συνέργεια.
Περίληψη:
Πλαστογραφία, χρήση πλαστού, απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο, απλή συνέργεια σ’αυτήν. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς έννομη συνέπεια, γνώση του συνεργού, σκοπό του αυτουργού. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 13 στ. γ, 14, 386 παρ. 1 ΠΚ. Απορρίπτει αναιρέσεις.
Αριθμός 110/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ηρειώτη, περί αναιρέσεως της 671/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καλλίγερο. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2008 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1301/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου που ενέχει τη γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπό του δράστη με την χρήση του πλαστού εγγράφου να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Περαιτέρω, κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, με την ποινή που προβλέπεται για το δράστη της κατάρτισης πλαστού, τιμωρείται και όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό έγγραφο. Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ.β' του προηγούμενου άρθρου (46 ΠΚ), παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (83). Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγικό αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω κι αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός που υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ή όταν δεν εκδίδεται οριστική απόφαση. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 671/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "H πολιτικώς ενάγουσα, Ψ, εργάσθηκε ως υπάλληλος στην επιχείρηση (βιβλιοπωλείο), της πρώτης κατηγορουμένης Χ2, στην πόλη της ..... και επί της Οδού ..... αριθμός ..., αρχικώς κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-1995 έως 31-5-1998, οπότε λύθηκε κατόπιν συμφωνίας της με την εργοδότρια της η μεταξύ των σύμβαση εργασίας. Επακολούθησε νέα πρόσληψή της από την πρώτη κατηγορουμένη με σύμβαση εργασίας, συναφθείσα μεταξύ των κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 1999, δυνάμει της οποίας προσέφερε τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος στην ως είρηται επιχείρηση, εργαζομένη υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως επί έξι ημέρες την εβδομάδα πρωί και απόγευμα και από ώρες 08.30 έως 13.30 και 17.00 έως 21.00, μέχρι την 27-1-2001, οπότε λύθηκε η εργασιακή της σύμβαση κατόπιν καταγγελίας της από την πρώτη κατηγορουμένη. Ακολούθως η μηνύτρια, προβάλλοντας αξιώσεις από την παρασχεθείσα εργασία της προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιώς και παραλλήλως άσκησε αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αιτουμένη την καταβολή του ποσού των 6.776.474 δραχμών, για δεδουλευμένες αποδοχές της, μισθούς υπερημερίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η εργοδότρια της προς αντίκρουση των απαιτήσεών της, προέβαλε τον ισχυρισμό περί μειωμένης απασχολήσεώς της, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και με ημερήσιο ωράριο εργασίας από 09.00 έως 13.00. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της αυτού επικαλέσθηκε τα -επίμαχα έγγραφα και συγκεκριμένα την από 18-5-2000 ατομική σύμβαση μερικής απασχολήσεως και τον υπ' αριθμ. πρωτ. ..... πίνακα προσωπικού. Τα έγγραφα όμως αυτά ήταν πλαστά και είχαν καταρτισθεί από τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ1, σύζυγο της πρώτης κατηγορουμένης και κατ' ουσίαν μέτοχο και διαχειριστή στην προειρημένη επιχείρηση της, προς καταστρατήγηση δικαιωμάτων της εργαζομένης εκ της πλήρους απασχολήσεως αυτής. Συγκεκριμένα στην από 18-5-2000 ατομική σύμβαση μερικής απασχολήσεως αναφέρεται ψευδώς ότι η εργαζομένη Ψ προσελήφθη από την πρώτη κατηγορουμένη στην επιχείρηση αυτής την 18-5-2000, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχολήσεως για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος επί πέντε (5) ημέρες εβδομαδιαίως από Δευτέρα έως και Παρασκευή και κατά τις ώρες από 09.00 έως 13.00. Όλα τα ανωτέρω στοιχεία στο αντίστοιχο έντυπο συμπληρώθηκαν από τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος στο τέλος και στην οικεία θέση της υπογραφής του εργαζομένου κάτω από την αντίστοιχη ένδειξη έθεσε κατ' απομίμηση και χωρίς τη συγκατάθεση αυτής την υπογραφή της πολιτικώς εναγούσης Ψ. Επίσης στον υπ' αριθμ. πρωτ. ..... πίνακα προσωπικού αναφέρεται ως ημερομηνία προσλήψεως της ως άνω εργαζομένης η 18-5-2000 και ότι οι ώρες εργασίας αυτής ήταν από 9-13, σύνολο είκοσι (20) εβδομαδιαίως και κατά τις ημέρες Δευτέρα έως και Παρασκευή, ενώ στη στήλη "παρατηρήσεις" υπάρχει η μονογραφή αυτής (εργαζομένης), η οποία τέθηκε ωσαύτως από τον δεύτερο κατηγορούμενο, χωρίς τη συγκατάθεση της ιδίας. Η πρώτη κατηγορουμένη, εν γνώσει τελούσα της πλαστότητος των ανωτέρω εγγράφων, έκαμε χρήση αυτών και συγκεκριμένα τα προσεκόμισε την 22-3-2001 στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιώς, μετά σχετικού υπομνήματός της, προς αντίκρουση της εναντίον της καταγγελίας της εργαζομένης. Επί πλέον επικαλέσθηκε και προσεκόμισε τα έγγραφα αυτά στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά τη δικάσιμο της 19-3-2002, προς αντίκρουση της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2863/28-3-2001 αγωγής της εργαζομένης, με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστή, πείθοντάς τον ότι η απασχόληση της τελευταίας στην επιχείρησή της ήταν μερική και ως εκ τούτου δεν εδικαιούτο τις αποδοχές που ζητούσε με την αγωγή της και αντιστοιχούσαν στην πλήρη απασχόληση που η ίδια επικαλείτο. Ωστόσο ο σκοπός της δεν επιτεύχθηκε τελικώς διότι το Δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τα πλαστά ως άνω έγγραφα και με την εκδοθείσα υπ' αριθμ. 4276/2002 απόφασή του διέταξε, κατ' άρθρο 462 του Κ.Πολ.Δ., την αναβολή της σχετικής πολιτικής δίκης μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική δίκη περί των πλαστών εγγράφων, των οποίων διέταξε τη διαβίβαση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Έτσι δημιουργήθηκε η παρούσα ποινική δίκη, στα πλαίσια της οποίας διατάχθηκε και η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης με την υπ' αριθμ. 232/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Το πόρισμα της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης είναι ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή στον υπ' αριθμ. πρωτ. ..... πίνακα προσωπικού δεν έχει χαραχθεί από την Ψ, αλλά από τον δεύτερο κατηγορούμενος Χ1, κατ' ελευθέρα απομίμηση μονογραφών της τελευταίας. Καθόσον αφορά την υπογραφή της στο έτερο των πλαστών εγγράφων, δηλαδή στην από 18-5-2000 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο δεύτερος κατηγορούμενος παραδέχεται έχει τεθεί από τον ίδιο, ισχυρίζεται όμως ότι είχε προς τούτο τη συγκατάθεση της εργαζομένης. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός, τον οποίο αρνείται η Ψ και κατηγορηματικώς διέψευσε και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σε κατ' αντιπαράστασή εξέτασή της με τον κατηγορούμενο, εξ ουδενός στοιχείου αποδεικνύεται, αναιρείται δ' επί πλέον και εκ του γεγονός ότι η δευτέρα πρόσληψη της εργαζομένης, έλαβε χώρα, κατά τα προεκτεθέντα, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 1999 και συνεπώς αυτή δεν θα είχε κανένα λόγο να δώσει τη συγκατάθεση της στο δεύτερο κατηγορούμενο να υπογράψει για λογαριασμό της την επίμαχη σύμβαση με χρόνο προσλήψεώς της μεταγενέστερο κατά ένα έτος του πραγματικού τοιούτου και βεβαίως με μειωμένο ωράριο απασχολήσεως.
Συμπερασματικά και σε ακολουθία με όλα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στοιχειοθετούντα πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις, και συγκεκριμένα η χρήση πλαστών εγγράφων και η απόπειρα απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου στην πρώτη και η πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση και η απλή συνεργεία στην απόπειρα απάτης του Δικαστηρίου στον δεύτερο. Επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, όπως αυτές περιγράφονται ειδικότερα στο διατακτικό.
Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο Χ1 για τις πράξεις της κατ'εξακολούθηση πλαστογραφίας και της απλής συνέργειας στην απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και την κατηγορουμένη Χ2 για τις πράξεις της χρήσης πλαστών εγγράφων και της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών στον καθένα την οποία και ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή των, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 13στοιχ.γ 26&1α, 27&1, 42&1, 47&1, 83&1δ, 94&1, 98&1, 216 παρ.1,2, 386 παρ.1β, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση 1) προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης από τον πρώτο αναιρεσείοντα της πράξεως της κατάρτισης της από 18-5-2000 πλαστής ατομικής σύμβασης μερικής απασχόλησης και του υπ'αριθμ. 7962/5-6-2000 πλαστού πίνακα προσωπικού, 2)εκτίθενται οι σκέψεις από τις οποίες το δικαστήριο πείσθηκε ότι τα παραπάνω έγγραφα είναι πλαστά και συντάκτης αυτών είναι ο πρώτος αναιρεσείων, 3) αναφέρεται ο τρόπος κατά τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν τα έγγραφα από τη δεύτερη αναιρεσείούσα στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιώς και η γνώση της για την πλαστότητα των παραπάνω εγγράφων, αφού, ειδικώς αναφέρεται ότι η εργαζομένη προσλήφθηκε από αυτήν με σύμβαση εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των, κατά μήνα Ιούνιο του έτους 1999, δυνάμει της οποίας προσέφερε τις υπηρεσίες της στην επιχείρηση της, εργαζομένη υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί έξι ημέρες την εβδομάδα, πρωί και απόγευμα και κατά τις ώρες από 08.30 έως 13.30 και 1700 έως 2100, και ακόμη ο σκοπός της χρήσης των πλαστών, συνιστάμενος στην αντίκρουση της καταγγελίας της πολιτικώς ενάγουσας, 4) προσδιορίζεται ο σκοπός παραπλάνησης του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από την αναιρεσείουσα, ο λόγος για τον οποίο αυτός δεν επιτεύχθηκε και ακόμη ο τρόπος με τον οποίο ο πρώτος αναιρεσείων παρέσχε στη δεύτερη απλή συνδρομή στην πράξη της απόπειρας απάτης, αιτιολογείται δε και η γνώση του για το σκοπό της και 5) προσδιορίζεται το επιδιωχθέν όφελος και η απειληθείσα ζημία σε βάρος της εργαζομένης παθούσας. Η αιτίαση του πρώτου αναιρεσείοντος, συνισταμένη στο ότι στην προσβαλλομένη απόφαση υπάρχουν αντιφάσεις και λογικά κενά, ως προς το χρόνο τέλεσης της πλαστογραφίας που δέχθηκε το Δικαστήριο και ως προς τον σκοπό τέλεσης αυτής, αφού, όπως ισχυρίζεται, κατά τον χρόνο που το Δικαστήριο δέχθηκε ότι καταρτίστηκαν τα πλαστά έγγραφα, η πολιτικώς ενάγουσα δεν είχε εκδηλώσει διάθεση για την άσκηση της αγωγής ή τη διεκδίκηση απαιτήσεων της από τη σύμβαση εργασίας και γιαυτό δεν δικαιολογείται η κατάρτιση των πλαστών εγγράφων, είναι αβάσιμη, δοθέντος ότι με την απόφασή του το Εφετείο δέχθηκε, ότι τα πλαστά έγγραφα καταρτίστηκαν από τον πρώτο αναιρεσείοντα, κατά τους χρόνους που προσδιορίζει, προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της εργαζομένης εκ της πλήρους απασχολήσεως αυτής και συνεπώς, κατά τρόπο σαφή, δέχεται, το σκοπό του αναιρεσείοντος να τα χρησιμοποιήσει η σύζυγός του και εργοδότρια δεύτερη αναιρεσείουσα, προς καταστρατήγηση των παραπάνω δικαιωμάτων της εργαζομένης, κατά τη μελλοντική άσκηση των και όχι το σκοπό να τα χρησιμοποιήσει για την αντίκρουση της συγκεκριμένης αγωγής. Περαιτέρω και η αιτίαση του ίδιου αναιρεσείοντος συνισταμένη στο ότι με τη θέση της μονογραφής της εργαζομένης, δίχως τη συναίνεσή της, στον πίνακα προσωπικού δεν θεμελιώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, αφού εκδότης του εγγράφου είναι η εργοδότρια, είναι αβάσιμη και τούτο, γιατί με τη θέση αυτής της μονογραφής, δίχως τη συναίνεση της εργαζομένης, εμφανίζεται να δηλώνει η ίδια ως ημερομηνία προσλήψεώς της την 18-5-2000 και ώρες εργασίας από 0900 έως 1300, σύνολο 20 εβδομαδιαίως, δήλωση που δεν προέρχεται απ' αυτήν, η οποία έχει έννομη συνέπεια, ως προς τους όρους παροχής της εργασίας και τις απαιτήσεις της και γι' αυτό θεμελιώνεται η αντικειμενική υπόσταση της κατάρτισης πλαστού εγγράφου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της απόπειρας απάτης δεν ταυτίζονται με αυτά της χρήσης πλαστών εγγράφων, αφού η δεύτερη αναιρεσείούσα καταδικάστηκε για τη χρήση πλαστών εγγράφων στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά προς αντίκρουση της καταγγελίας της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 στις 22-3-2001 και όχι για τη χρήση αυτών, στις 19- 3-2002, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη συζήτηση της αγωγής της Ψ με αίτημα την καταβολή οφειλομένων διαφορών από μισθούς.
Συνεπώς δεν απορροφάται η απόπειρα απάτης από τη χρήση πλαστού και η αιτίαση για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42 και 386 ΠΚ είναι αβάσιμη. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι των αναιρέσεων είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κοινή αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παράστασης πολιτικώς εναγούσης (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ,176 και 182 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αριθμ. 6062/9-7-2008 κοινή αίτηση των 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 671/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Περαιώς. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες, στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα, συμμέτρως δε στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 13 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ