Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 964 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Ευρωπαϊκή Ένωση.




Περίληψη:
Απάτη σε βάρος Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεκτή η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Πρόσωπο που υπέστη βλάβη είναι η ΕΟΚ και εφαρμόζεται ο ν. 2803/2000. Η έμμεση ζημία του Ελληνικού Δημοσίου δεν δικαιολογεί εφαρμογή του άρθρου 386 Π.Κ. και του ν. 1608/50.





ΑΡΙΘΜΟΣ 964/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σπυράκο, περί αναιρέσεως της 68-69/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Μαρτίου 2007 και 14 Ιουνίου 2007 αιτήσεις της αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1037/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000 "κύρωση της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν πρωτοκόλλων", όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή, ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση πληροφοριών ή με τη μη κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, επιβάλλεται κάθειρξη. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι θεσπίσθηκε ιδιώνυμο αδίκημα απάτης εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Πριν την ισχύ του νόμου αυτού, για την απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, που εφαρμόζονταν για την απάτη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (αρ. 386 Π.Κ.). Και τούτο, διότι, με το άρθρο 209 Α παρ. 1 της Συνθ. Ε.Ε. (ήδη άρθρο 280 παρ. 2 Συνθ. Ε.Κ.), κατά το οποίο "τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων, επιδιώχθηκε να εξομοιωθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με εκείνη κάθε κράτους μέλους. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι κάθε απάτη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που συμβαίνει μόνο όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει άμεση βλάβη και της περιουσίας του Δημοσίου, όχι δε όταν το Δημόσιο απλώς οφείλει να αποδώσει στην κοινότητα τα αχρεωστήτως καταβληθέντα κοινοτικά κεφάλαια, αφού στην περίπτωση αυτή η βλάβη του δεν αποτελεί το άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης. Στην περίπτωση που, πριν από την ισχύ του Ν. 2803/2000, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του αρ. 386 Π.Κ., μετά την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινομένη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων), διότι η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη υπάγεται κατ' αρχήν στη ρύθμιση και των δύο πιο πάνω ποινικών διατάξεων, αλλά πρέπει να εφαρμοσθούν αυτές του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000, αντί εκείνων του αρ. 386 Π.Κ. ως ειδικές. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 1Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 68-59/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Ναυπλίου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για απάτη κατ' εξακολούθηση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας σε βάρος της Ε.Ο.Κ. (F.E.O.G.A.), κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορούμενη Χ1, στην Αθήνα και κατά το από μηνός Φεβρουαρίου 1992 έως του μηνός Δεκεμβρίου 1992 έτους χρονικό διάστημα και κατά τις ως ειδικότερον παρακάτω, αναφερθησόμενες ημεροχρονολογίες, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "......... Ο.Ε.", της οποίας ετύγχανε ομόρρυθμο εταίρος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος και με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλους, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, σε πράξεις συνεπαγόμενες διάθεση περιουσίας και δη της περιουσίας του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεως (F.E.O.G.A.), στο οποίο προξένησαν ζημία μεγαλύτερη των 50.000.000 δραχμών, της από κάθε πράξης της προκληθείσης στο ως άνω Ταμείο ζημίας υπερβαινούσης το ποσό των 25.000.000 δραχμών, από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξεως αυτής και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος από αυτήν προς δε σταθερή ροπή προς τέλεση της συγκεκριμένης πράξης ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Ειδικότερον αυτή παρέστησε κατ' εξακολούθηση ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της Διεύθυνσης ΔΗ.ΛΙ.ΖΩ. - ΔΙΔΑΓΕΠ του Υπουργείου Γεωργίας, με τις αιτήσεις οικονομικής ενίσχυσης που υπέβαλε κάθε μήνα (μέσω του ΕΣΒΙΤΕ) και τις επισυναπτόμενες σ' αυτές διασαφήσεις εξαγωγής τυποποιημένου ελαιολάδου, οι οποίες ήσαν ψευδείς κατά το περιεχόμενο, σε τρίτες χώρες, ότι δήθεν η ως άνω Ομόρρυθμη Εταιρεία τυποποίησε και εξήγαγε Α) βάσει των με αριθμούς ...., ..... και ....... Διασαφήσεων εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς, Γ' Τελωνείου Πειραιώς και Α' Τελωνείου Πειραιώς αντιστοίχως, ποσότητες109/920 κιλών ελαιολάδου, με κάθε μία από τις ως άνω διασαφήσεις, προς Ιορδανία, Αίγυπτο και Λίβανο, αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ......... εντολή πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (13.302.299 δρχ. χ 3 ίσον) 39.906.897 δραχμών, Β) βάσει των με αριθμούς ........ και Διασαφήσεων Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς ποσότητες 219.840 και 109.920 κιλών ελαιολάδου, αντιστοίχως, προς το Λίβανο, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ........ εντολή πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των 926.604.597 δρχ. συν 13.302.299 δραχμών ίσον) 39.906.896 δραχμών. Γ) βάσει των με αριθμούς ..... και ........ Διασαφήσεων Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς ποσότητες 175.872 και 43.968 κιλών, αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολή πληρωμής σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (21.283.678 δρχ. συν 5.320.919 δρχ. ίσον) 26.604.597 δραχμών. Δ) βάσει των με αριθμούς ......., ......, ........, ........ και ....... Διασαφήσεων Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς, ποσότητες 65.952 και 87.936 και 109.920 και 109.920 και 65.952 κιλών ελαιολάδου αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολή πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας και καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (7.778312 δρχ. συν 10.371.081 δρχ. συν. 12.594.634 δρχ. συν 12.594.634 δρχ. συν 7.353.780 δρχ. ίσον) 50.692.444 δραχμών και Ε) βάσει των με αριθμούς ......, ....., ........, ....... και ....... Διασαφήσεων Εξαγωγής του Α' Τελωνείου Πατρών, ποσότητες 91.600 και 91.600 και 91.600 και 175.872 και 175.872 κιλών ελαιολάδου αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολή πληρωμής σε εκτέλεση της οποίας και καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (10.741.382 δρχ. συν 10.741.382 δρχ. συν 10.741.382 δρχ. συν 20.623.454 δρχ. συν 20.623.454 δχ. Ίσον) 73.471.054 δραχμών. Σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, η ζημία που προξενείτο στο ως άνω Ταμείο υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών, κατά τα προαναφερθέντα. Κατ' αλήθεια, με τις ως άνω διασαφήσεις εξαγωγής, εξήχθη στην αλλοδαπή, όχι ελαιόλαδο, αλλά σογιέλαιο, για το οποίο η παραπάνω εταιρεία δεν εδικαιούτο να λάβει ενίσχυση - επιδότηση από το ως άνω Ταμείο. Τούτο προέκυψε κατόπιν ελέγχου της ως άνω εταιρείας, από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι στις αποθήκες της υπήρχε έλλειψη 100 τόνων ελαιολάδου, (εμφάνιση μεγαλύτερων αγορών ελαιολάδου από τις πραγματικές, προκειμένου να δικαιολογείται εν τέλει η εξαγωγή δήθεν ελαιολάδου). Οι φερόμενοι ως πωλητές ελαιολάδου προς την ως άνω εταιρεία παραγωγής αρνήθηκαν τις επικαλούμενες από την εταιρεία αγορές ελαιολάδου, ότι Κοντέϊνερς, που δήθεν περιείχαν ελαιόλαδο πωληθέν από την εταιρεία προς Αιγύπτιους κ.λ.π. και είχαν εναποτεθεί προσκαίρως στην Κύπρο αντί ελαιολάδου, περιείχαν κατ' αλήθειαν Σογιέλαιο κ.λ.π.).
Το Δικαστήριο δέχεται ότι στο πρόσωπο της ως κατηγορουμένης αυτής συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου εντίμου βίου αφού, μέχρι την τέλεση αυτής, έζησε έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο, προς δε, μετά την τέλεση αυτής, επέδειξε καλή συμπεριφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα. (άρθρο 84 παρ. 2α και 2ε του Π.Κ.). Από την επανειλημμένη τέλεση της ως άνω πράξης, προκύπτει ότι αυτή, και με βάσει την υποδομή που είχε αναπτύξει η υπ' αυτής εκπροσωπουμένη ως άνω εταιρεία, αν δεν ανεκαλύπτετο η έκνομη ως άνω δραστηριότητά της, θα εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει την τέλεση της ως άνω πράξεως της προς το σκοπό του πορισμού εισοδήματος, από την επανειλημμένη δε τέλεση αυτής, προκύπτει ότι αυτή είχε σταθερή ροπή προς τέλεση της πράξεως αυτής ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχη από την ως άνω κατ' εξακολούθηση τελεσθεισών μερικωτέρων πράξεών της. Ο συγκατηγορούμενος της Χ2 (αδελφός της), ήταν μεν ομόρρυθμος εταίρος της ως άνω εταιρείας κατά τους κρίσιμους ως άνω χρόνους, πλην όμως αυτός δεν ετύγχανε διαχειριστής της ως άνω εταιρείας και ως εκ τούτου ουδεμίαν αυτός είχε συμμετοχή στην τέλεση της ως άνω πράξεως (ως συναυτουργός). Ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθεί αυτός αθώος των πράξεων αυτών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η δυνάμει της με αριθμό ...... Διασάφησης Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς γενομένης εξαγωγή ποσότητας 219.840 κιλών ελαιολάδου προς τον Λίβανο βάσει της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολής πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία, πλην του ποσού των 26.604.597 δραχμών, που προαναφέρθηκε, και επιπλέον ποσό 26.604.597 δραχμών, αφορούσε πραγματική εξαγωγή ελαιολάδου και εντεύθεν νομίμως καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το παραπάνω ποσό και γι' αυτό το λόγο πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 της αποδοθείσης σ' αυτούς μερικότερης ως άνω πράξης. Περαιτέρω προέκυψε ότι σε όλες τις υπόλοιπες μερικότερες πράξεις απάτης που αποδίδονται στους Χ1 και Χ2 και αφορούν την τυποποίηση ελαιολάδου προοριζομένου για την εγχώρια κατανάλωση (εσωτερικό) ως και την εξαγωγή τυποποιημένου ελαιολάδου στην αλλοδαπή (εξωτερικό) η από κάθε μία από αυτές προκληθείσα στο ως άνω Ταμείο ζημία δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών και εντεύθεν αυτές φέρουν πλημμεληματικό χαρακτήρα. Από τους χρόνους όμως τέλεσης αυτών, που ανάγονται στα έτη 1987, 1988, 1989, 1990, 1991 και 1992 και μέχρι την εκδίκαση της ένδικης κατ' αυτών υπόθεσης (5.3.2007), έχει παρέλθει χρόνος που υπερβαίνει οπωσδήποτε την οκταετία και ως εκ τούτου αυτές υπέπεσαν σε παραγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 3 εδ. α Π.Κ. και γι' αυτό το λόγο πρέπει να παύσει οριστικά η κατ' αυτών για τις ως άνω μερικότερες πράξεις ασκηθείσα ποινική δίωξη. Τέλος, ως προς τον κατηγορούμενο Χ3, φερόμενον ως παρασχόντα στους συγκατηγορουμένους του Χ1 και Χ2 συνδρομή για την υπ' αυτών τέλεση μερικότερης πράξης από της βάσει της ....... Διασάφησης Εξαγωγής του Α' Τελωνείου Πατρών αφορώντας την εξαγωγή ποσότητας 175.872 (ή 17.587,2) κιλών ελαιολάδου στην Αίγυπτο, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί δεν είχαν ζητήσει την καταβολή επιδότησης στην εν λόγω εταιρεία βάσει της ως άνω Διασάφησης και, ως εκ τούτου, δεν καταβλήθηκε επιδότηση - ενίσχυση στην εταιρεία αυτή για την αιτία αυτή. Ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθεί αυτός (κατηγορούμενος Χ3) αθώος της ως άνω πράξης". Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ παράλληλα στέρησε αυτήν και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, ενώ στο αιτιολογικό γίνεται δεκτό ότι, η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, με τις διαλαμβανόμενες σ' αυτό εξακολουθητικές απατηλές πράξεις, έβλαψε την περιουσία του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεως (F.E.O.G.A.), δέχεται και εφαρμόζει τις διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., 4 παρ. 1 του Ν. 2803/2000 και 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, μολονότι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, θα έπρεπε να εφαρμοσθεί, ως ειδική, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2803/2000. Περαιτέρω, η εφαρμογή των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ. και του αρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 δεν αιτιολογείται, εφόσον, στο αιτιολογικό, δεν γίνεται καθόλου δεκτό, με παράθεση, ως αποδειχθέντων, πραγματικών περιστατικών, ότι επήλθε άμεση ζημία σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία (ζημία), θα επέτρεπε την εφαρμογή και των ως άνω διατάξεων. Και μπορεί, μεν, στο διατακτικό, να γίνεται, για πρώτη φορά, δεκτόν ότι, η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, με τις ίδιες πράξεις της, "απείλησε να προκαλέσει ίσης αξίας ζημιά και στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου", όμως, εφόσον σ' αυτό (διατακτικό), δεν περιέχονται πραγματικά περιστατικά, που να δικαιολογούν την "απειλή επέλευσης της προαναφερθείσας ζημίας", δεν καθίσταται εφικτό να διακριβωθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το τι γίνεται δεκτό από την προσβαλλομένη, πέρα από το γεγονός ότι, ακόμη και στην περίπτωση που υπήρχε σαφής και αιτιολογημένη παράθεση πραγματικών περιστατικών, η ζημία αυτή ήταν ούτως ή άλλως έμμεση και όχι άμεση και, συνεπώς, τα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, θα έπρεπε θα προκύπτει σαφώς ότι υπήχθησαν στην ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2803/2000. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι, στο διατακτικό η προσβαλλόμενη φαίνεται να δέχεται την εφαρμογή και του άρθρου 386 παρ. 3 του Π.Κ. και του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αφού, αναφορικά με τη πρώτη ουσιαστική ποινική διάταξη, δέχεται ότι τέλεσε η αναιρεσείουσα τις εξακολουθητικές πράξεις με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της ως άνω παραγράφου 3 του άρθρου 386 του Π.Κ., κάτι όμως που δεν απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2803/2000, ενώ, ο Ν. 1608/1950, δεν προβλέπει νέα εγκλήματα, αλλά αναφέρεται στα ήδη προβλεπόμενα και μάλιστα περιοριστικά, των οποίων αναβιβάζει το πλαίσιο της ποινής, χωρίς να καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε να μεταβάλλει τους όρους των εγκλημάτων του Π.Κ. που περιλαμβάνονται στο άρθ. 1 αυτού, στα οποία, όμως (περιοριστικώς αναφερόμενα εγκλήματα), δεν περιλαμβάνεται αυτό του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000. Τέλος, δεν καθίσταται δυνατόν να διακριβωθεί, εάν πρόκειται περί μιας πράξης απάτης ή για κατ' εξακολούθηση απάτη, καθόσον, η προσβαλλομένη, ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Γεωργίας, η οποία είχε προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, τα ως άνω όργανα προέβησαν σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ' εξακολούθηση τελέσεως της απάτης. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι των αναιρέσεων (η πρώτη ασκήθηκε πριν την καταχώριση της προσβαλλομένης στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας του Ποινικού Δικαστηρίου και η δεύτερη μετά την καταχώριση, εμπροθέσμης και, έτσι, θεωρούνται ως ενιαίο κείμενο), είναι ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί και μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου, από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (αρ. 519 Κ.Π.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αρ. 68-69/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή