Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2279 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Οργάνωση εγκληματική.




Περίληψη:
Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για κακουργηματική απάτη και παράβαση του άρθρου 187 παρ. 3 του ΠΚ. Επαρκής προσδιορισμός ταυτότητας αναγνωσθέντων εγγράφων. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Απορρίπτει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 2279/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. χ1 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας, 2. χ2, που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο και 3. χ3, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Καϊμακάμη, περί αναιρέσεως της 374/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Με συγκατηγορούμενο τον χ4.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2008 αίτηση αναιρέσεως του παραστάντος αναιρεσείοντος και στις από 11 Μαρτίου 2008 και 24 Μαρτίου 2008 δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναίρεσης του πρώτου και δεύτερου των αναιρεσειόντων, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 527/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παραστάντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι αιτήσεις του πρώτου και δεύτερου των αναιρεσειόντων και να απορριφθεί ως αβάσιμη εκείνη του τρίτου των αναιρεσειόντων.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά της υπ' αριθμ. 374/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκήθηκαν α) η υπ'αριθμ.5/11-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του χ1 β) η υπ' αριθμ. πρωτ. 2647/24-3-2008 αίτηση του χ2 και γ) η υπ' αριθμ.2648/24-3-2008 αίτηση του χ3. Επομένως,πρέπει οι αιτήσεις να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν κατ' ουσίαν.
Α.- Επί της αιτήσεως του χ2.
1.- Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία .... και .... αποδεικτικά επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών .... και ....., αντίστοιχα, ο εν λόγω αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής προς συζήτηση της αναιρέσεως, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) Β.- Επί της αιτήσεως του χ1 Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, εμφανίστηκε ως άγγελος η ..... και ζήτησε την αναβολή συζητήσεως της υποθέσεως για λογαριασμό του αναιρεσείοντος, δηλώνοντας ότι "..τον λόγο της αναβολής τον γνωρίζει ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος...." Το αίτημα αναβολής για τον άνω λόγο, ως διατυπώνεται, είναι αόριστο και πρέπει να απορριφθεί. Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι από το με ημερομηνία ..... αποδεικτικό επιδόσεως της γραμματέα στις Φυλακές Χαλκίδας ..... προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως αυτού και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Γ. Επί της αιτήσεως του χ3.- Κατά το άρθρο 386 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την παρ.3 εδ.α' και β' του ίδιου άρθρου 386 του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών : α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών [73.000.000 ευρώ]. Κατά δε το άρθρο 13 εδ.στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο αυτό (στ') προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ, που ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι από κοινού τέλεσαν αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως, προκύπτει ότι με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος Είναι δε δυνατή η συναυτουργία περισσοτέρων προσώπων στην τέλεση του εγκλήματος της απάτης, χωρίς ν' απαιτείται αναφορά των επί μέρους ψευδών παραστάσεων καθενός των συναυτουργών, αλλ' αρκεί η αναφορά στην απόφαση των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός.

ΙΙ.- Κατά το άρθρο 187 παρ.1 και 2 του Π.Κ., όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν. 2928/2001 1. "Όποιος συμφωνεί με άλλον να διαπράξουν ορισμένο κακούργημα ή ενώνεται με άλλον για τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που δεν καθορίστηκαν ακόμη, ειδικά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 2. Όποιος συμφωνεί ή ενώνεται με άλλον για να διαπράξουν ένα ή περισσότερα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, τιμωρείται με φυλάκιση". Με το άρθρο 1 του Νόμου 2928/27-6-2001 το άρθρο 187 του ΠΚ αντικαταστάθηκε στο σύνολό του και στην παράγραφο 3 αυτού ορίζεται " Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας...". Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει αφ' ενός ότι στην παρ. 3 του νέου άρθρου 187 έχουν ενοποιηθεί και ενσωματωθεί οι παράγραφοι 1 και 2 του παλαιού άρθρου και αφ' ετέρου η προβλεπόμενη από τις παραγράφους 1 και 2 του παλαιού άρθρου πράξη της σύστασης δεν αποτελεί πλέον αξιόποινη πράξη. όπως ρητώς τούτο αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του ν. 2928/27-6-2001, ο οποίος ως ηπιότερος, εφαρμόζεται και στις πράξεις της σύστασης που τελέσθηκαν υπό την ισχύ του παλαιού άρθρου 187 του Π.Κ. (άρθρ. 2 και 1 Π.Κ.).


ΙΙΙ.- Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη γνώση και τη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ.374/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, εκτός των άλλων προσώπων, καταδικάσθηκε και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, α) για κατά συναυτουργία απάτη κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, από πρόσωπα που διαπράττουν απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και β) για συμμορία και επιβλήθηκε σ' αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών. Για να καταλήξει στην άνω καταδικαστική κρίση του, από τα κατ' ειδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, το δικαστήριο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα επόμενα. "... Οι κατηγορούμενοι χ2, χ4, χ3 και χ1, τέλεσαν τις εις το διατακτικό της παρούσης αποφάσεως αξιόποινες πράξεις, κατά τα εις αυτό (διατακτικό) αναλυτικώς αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι, στον Πειραιά και σε άλλους τόπους, κατά το από το μήνα Φεβρουάριο μέχρι 11-6-2001 χρονικό διάστημα, ενεργώντας από κοινού, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Ειδικότερα οι κατ/νοι αυτοί, προέβησαν κατ' αρχήν στις 16-2-2001 στη μίσθωση ενός ακινήτου-αποθήκης στην oδό ..... στην περιοχή ... Πειραιώς, για να το χρησιμοποιήσουν δήθεν ως πρακτορείο μεταφορών, με το διακριτικό τίτλο ".....". Η μίσθωση έγινε στο όνομα της Β1. Επίσης, οι ανωτέρω κατ/νοι προέβησαν σε μίσθωση και άλλου ακινήτου στις 23-2-2001, με ψευδή στοιχεία στο όνομα Γ1 και δη: ισογείου καταστήματος στη περιοχή ....... Ρόδου, για τη δήθεν λειτουργία σ' αυτό επιχείρησης γενικού εμπορίου. Στη συνέχεια, αφού επέλεγαν εμπορικές επιχειρήσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, επικοινωνούσαν τηλεφωνικώς με τους εκπροσώπους τους ή τους επισκέπτονταν, προκειμένου δήθεν να αγοράσουν εμπορεύματα για λογαριασμό της "επιχείρησης" που είχαν ιδρύσει στην πόλη της Ρόδου. Εκείνος που επικοινωνούσε με τις διάφορες επιχειρήσεις σύμφωνα με τα παραπάνω, εμφανιζόταν ως Γ1, φερέγγυος επιχειρηματίας με έδρα το μίσθιο ακίνητο στο .....της Ρόδου και κατά περίπτωση, ανάλογα με το υπό διαπραγμάτευση εμπόρευμα, ως χονδρέμπορος, ιδιοκτήτης SUPER MARKET, ιδιοκτήτης ενοικιαζομένων δωματίων και λογιστής. Συγχρόνως εξεδήλωνε την πρόθεσή του, στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, να ενεργήσει νόμιμη εμπορική συναλλαγή και συγκεκριμένα αγορά εμπορευμάτων για τις ανάγκες "της επιχείρησής του" στη Ρόδο. Ο ανωτέρω εκάστοτε επικοινωνών, εμφάνιζε στον εκπρόσωπο της πωλήτριας των εμπορευμάτων επιχείρησης, ότι η είσπραξη του τιμήματος ήταν εξασφαλισμένη, δεδομένου ότι τα εμπορεύματα αποστέλλονταν "επί αντικαταβολή" μέσω του πρακτορείου με το διακριτικό τίτλο "......", το οποίο δήθεν δραστηριοποιούνταν με μεταφορές κυρίως προς τη Ρόδο και είχε συνεργασία με αυτόν, δηλ. το Γ1. Επομένως (με βάση αυτά), η πληρωμή του τιμήματος επρόκειτο να γίνει από τον τελευταίο (Γ1) με μετρητά στη Ρόδο με την παραλαβή των εμπορευμάτων και στη συνέχεια ο υπεύθυνος του πρακτορείου στον Πειραιά, θα καταβάλει το τίμημα στην πωλήτρια επιχείρηση.Ομως οι ανωτέρω διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς, καθόσον ο Γ1 ήταν πρόσωπο ανύπαρκτο, το πρακτορείο μεταφορών, το κατάστημα στη Ρόδο και οι κατηγορούμενοι δεν είxαν καμία νόμιμη δραστηριότητα, τα δε προς αγορά εμπορεύματα δεν επρόκειτο να αποσταλούν στη Ρόδο, αλλά να παραληφθούν από τους δύο τελευταίους κατηγορούμενους Χ3 και Χ1, να μεταφερθούν σε αποθηκευτικούς χώρους που διατηρούσαν αυτοί και στη συνέχεια να διατεθούν παράνομα στην αγορά προς όφελος των κατηγορουμένων, ενώ οι πωλητές δεν επρόκειτο να εισπράξουν το τίμημα των εμπορευμάτων τους. Με τις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις, οι κατηγορούμενοι παραπλάνησαν τους εκπροσώπους των εταιριών, καθώς επίσης και τους διατηρούντες ατομική επιχείρηση, που αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό. Με τον τρόπο αυτόν τους έπεισαν και αυτοί τους παρέδωσαν στο ανωτέρω πρακτορείο "......", τα αναφερόμενα λεπτομερώς στο διατακτικό είδη αξίας πάνω από 161.500,00 ευρώ, ποσό κατά το οποίο οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία των παθόντων. Εκτός αυτών, οι ίδιοι κατηγορούμενοι στον Πειραιά, στον..... Αττικής και σε άλλους τόπους, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2001 μέχρι τις 26-9-2001, ενεργώντας από κοινού, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, αφενός μεν έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αφετέρου δε, αφού αποφάσισαν να εκτελέσουν την ίδια πράξη, ήτοι το κακούργημα της απάτης, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του. Συγκεκριμένα, με τη χρήση ψευδών στοιχείων, προέβησαν κατ' αρχήν στις 5-7-2001 στη μίσθωση, στο όνομα Β2, ακινήτου-αποθήκης στην οδό ....... Αττικής, για να το χρησιμοποιήσουν δήθεν ως πρακτορείο ΅εταφορών ΅ε το διακριτικό τίτλο "......". Επίσης προέβησαν στις 9-8-2001 στη ΅ίσθωση στο όνο΅α Β3, ενός καταστή΅ατος στην πόλη της Κω, για τη δήθεν λειτουργία σ' αυτό επιχείρησης γενικού ε΅πορίου. Στη συνέχεια ΅ε τον ανωτέρω προαναφερό΅ενο τρόπο, προέβησαν σε εξαπάτηση των κατωτέρω παθόντων σύ΅φωνα ΅ε το από κοινού σχέδιο που είχαν καταρτίσει. Ειδικότερα, αφού επέλεγαν ε΅πορικές επιχειρήσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, επικοινωνούσαν τηλεφωνικώς ΅ε τους εκπροσώπους τους ή τους επισκέπτονταν, προκει΅ένου δήθεν να αγοράσουν ε΅πορεύ΅ατα για λογαριασ΅ό της "επιχείρησης" που είχαν ιδρύσει (και) στην Κω. Εκείνος που επικοινωνούσε κάθε φορά, ε΅φανιζόταν ως Β3, φερέγγυος επιχειρη΅ατίας ΅ε έδρα το ΅ίσθιο ακίνητο στη Κω, και ανάλογα ΅ε το υπό διαπραγ΅άτευση ε΅πόρευ΅α, ως χονδρέ΅προς, ιδιοκτήτης SUPER MARKET και ιδιοκτήτης ενοικιαζο΅ένων δω΅ατίων. Συγχρόνως εξεδήλωνε την πρόθεσή του να αγοράσει ε΅πορεύ΅ατα για τις ανάγκες "της επιχείρησής του" στην Κω. Επιπροσθέτως ε΅φάνιζε στον εκπρόσωπο της πωλήτριας επιχείρησης ότι η είσπραξη του τι΅ή΅ατος ήταν εξασφαλισ΅ένη, καθόσον τα ε΅πορεύ΅ατα αποστέλλονταν "επί αντικαταβολή" ΅έσω του πρακτορείου "....", το οποίο δήθεν είχε αναπτύξει δραστηριότητες ΅ε ΅εταφορές προς τη Κω και είχε συνεργεία ΅ε τον ανωτέρω Β3 και συνεπώς η πληρω΅ή του τι΅ή΅ατος επρόκειτο να γίνει από αυτόν ΅ε ΅ετρητά στην Κω, ΅ε την παραλαβή των ε΅πορευ΅άτων και στη συνέχεια ο υπεύθυνος του πρακτορείου στον ....., θα καταβάλει τούτο-τί΅η΅α στην πωλήτρια επιχείρηση. Όπως και οι ανωτέρω, έτσι και αυτές οι διαβεβαιώσεις των κατηγορου΅ένων ήταν ψευδείς αφού ο Β3 ήταν πρόσωπο ανύπαρκτο, το πρακτορείο ΅εταφορών, το κατάστη΅α στη Κω και οι κατηγορού΅ενοι δεν είχαν κα΅ία νό΅ι΅η δραστηριότητα, τα δε προς αγορά ε΅πορεύ΅ατα δεν επρόκειτο να αποσταλούν στη Κω, αλλά να παραληφθούν από τους Χ3 και Χ1, να ΅εταφερθούν σε αποθήκες που διατηρούσαν αυτοί και στη συνέχεια να διατεθούν παράνο΅α στην αγορά προς όφελος των κατηγορου΅ένων, οι δε πωλητές δεν επρόκειτο να εισπράξουν το τί΅η΅α των ε΅πορευ΅άτων τους. Με τις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις, οι κατηγορού΅ενοι παραπλάνησαν τους εκπροσώπους των εταιριών, και τους διατηρούντες ατο΅ική επιχείρηση, που αναφέρονται στο διατακτικό. Με τον τρόπο αυτόν οι κατ/νοι έπεισαν τους ανωτέρω και αυτοί παρέδωσαν στο πρακτορείο ".....", τα αναφερό΅ενα λεπτο΅ερώς στο διατακτικό είδη. Οι ως άνω κατηγορού΅ενοι αφού συναποφάσισαν να τελέσουν το ίδιο έγκλη΅α, χρησι΅οποίησαν την ίδια υποδο΅ή και ΅ε τις ίδιες ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις έπεισαν τους: 1) Δ1 και 2) Δ2 να τους παραδώσει στις 10-9-2001 και 26-9-2001 τα εις το διατακτικό αναφερό΅ενα ε΅πρεύ΅ατα αξίας 2.786.759 δραχ΅ών συνολικά. Ό΅ως στις εν λόγω περιπτώσεις, οι κατ/νοι δεν έφεραν εις πέρας το εγκλη΅ατικό τους σκοπό, από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους. Συγκεκρι΅ένα, στην πρώτη περίπτωση, ο Δ1 υπαναχώρησε, παρέλαβε α΅έσως τα ε΅πορεύ΅ατα και τα επέστρεψε στην επιχείρησή του, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, είχε ΅εσολαβήσει η αποκάλυψη της δραστηριότητος και η σύλληψη των κατηγορου΅ένων. Με την
ανωτέρω συμπεριφορά τους οι κατηγορού΅ενοι, επιδίωξαν και επέτυχαν παράνο΅ο περιουσιακό όφελος που συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 92.500,00 ευρώ, ΅ε αντίστοιχη ζη΅ία των παθόντων. Εξάλλου αποδείχτηκε, ότι οι κατηγορού΅ενοι αυτοί στον Πειραιά ενώθηκαν, για να διαπράξουν κακουργή΅ατα κατά το χρονικό διάστη΅α από Φεβρουάριο 2001 ΅έχρι Ιούλιο 2001 και συνέχεια, από Ιούλιο 2001 ΅έχρι 26-9-2001 ενώθηκαν για να διαπράξουν τα προαναφερό΅ενα υπό στοιχεία Α και Β κακουργή΅ατα, της απάτης κατ' εξακολούθηση. Συγκεκρι΅ένα, οι ανωτέρω κατηγορού΅ενοι ενώθηκαν ΅ε το σκοπό να αποκτήσουν ΅εγάλες ποσότητες ε΅πορευ΅άτων ΅ε τις άνω πράξεις, της απάτης, σύ΅φωνα ΅ε το κοινό σχέδιο που είχαν καταστρώσει, οι λεπτο΅έρειες του οποίου αναφέρθηκαν παραπάνω λεπτο΅ερώς και έτσι επεδίωξαν τα ως άνω περιουσιακά οφέλη, ΅ε αντίστοιχη ζη΅ία των παθόντων. 'Όλα τα παραπάνω αποδείχτηκαν από τις καταθέσεις των ΅αρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, ΅εταξύ των οποίων και η εκκαλου΅ένη απόφαση ΅ε τα πρακτικά της στα οποία περιέχονται, ΅εταξύ άλλων, και οι καταθέσεις των εις αυτήν (απόφαση) ΅αρτύρων κατηγορίας και των πολιτικώς εναγόντων. Από τα αποδεικτικά αυτά ΅έσα, αποδείχθηκε η από κοινού ΅ε τους ανωτέρω τρόπους τέλεση των προαναφερό΅ενων αξιοποίνων πράξεων από τους τέσσερις (4) πρώτους κατηγορού΅ενους, σύ΅φωνα ΅ε το ως άνω εγκλη΅ατικό σχέδιο που είχαν επι΅ελώς καταστρώσει ΅ετά από συναπόφασή τους, ΅ε αποτέλεσ΅α να αποκο΅ίσουν παράνο΅α τα παραπάνω περιουσιακά οφέλη ΅ε αντίστοιχη ζη΅ία των παθόντων, όπως από κοινού επεδίωξαν οι κατηγορού΅ενοι. Ειδικά ό΅ως ως προς τις περιπτώσεις: 1) Του εκπροσώπου της εταιρίας ΅ε την επωνυ΅ία "ΑΦΟΙ ΚΩΤΣΑΚΗ ΑΕ", Δ1 και 2)του Δ2, οι ενέργειες των κατ/νων αυτών, δεν έφεραν εις πέρας το εγκλη΅ατικό τους σκοπό, από λόγους ανεξάρτητους της θέλησή τους, κατά τα ανωτέρω. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των ΅αρτύρων υπερασπίσεως, καθώς και από τις απολογίες των κατηγορου΅ένων και τα έγγραφα, τα οποία οι ίδιοι προσκό΅ισαν και αναγνώστηκαν. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, οι κατηγορού΅ενοι αυτοί και δη: οι l) Χ2, 2) Χ4, 3) Χ3 και 4)Χ1, διέπραξαν τις ως άνω και στο διατακτικό τής παρούσης αναφερό΅ενες πράξεις: 1) της απάτης, κατ' εξακολούθηση σε βαθ΅ό κακουργή΅ατος από κοινού και 2) της παραβ. του άρθρου 187 παρ. 3 Π.Κ....... Τις ως άνω ΅ερικότερες πράξεις της απάτης οι κατηγορού΅ενοι τέλεσαν κατ'επάγγελ΅α και κατά συνήθεια, αφού αυτό προέκυψε από τα προαναφερό΅ενα πραγ΅ατικά περιστατικά..Eιδικότερα από την επανειλη΅΅ένη τέλεση της ως άνω πράξης και την υποδο΅ή που είχαν δια΅ορφώσει από κοινού οι κατ/νοι, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισ΅ό σταθερού εισοδή΅ατος, καθώς και σταθερή ροπή (αυτών) για διάπραξη του ανωτέρω εγκλή΅ατος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. ..". Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων της κακουργηματικής απάτης και της συμμορίας, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 45, 187 παρ.3 και 386 παρ.1 και 3α' του Π.Κ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύονται ρητώς, κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες και τα έγγραφα, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα αναφερόμενα περιστατικά και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση. Ειδικότερα, το δικαστήριο στο σκεπτικό του με πληρότητα και σαφήνεια διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων, κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Φεβρουαρίου 2001 έως και τα μέσα lουνίου του ιδίου έτους και στη συνέχεια από τον μήνα lούλιο μέχρι τις 26-9-2001, ενώθηκαν για να διαπράξουν απάτες και προς επίτευξη του σκοπού αυτού, διαμόρφωσαν την αναφερομένη στο σκεπτικό και διατακτικό της αποφάσεως αναγκαία υποδομή με την οποία στη συνέχεια έθεσαν από κοινού σε ενέργεια το σχέδιό τους, έχοντες πλήρη γνώση ο καθένας των ενεργειών των υπoλoίπων συναυτουργών που σκοπό είχαν να εξαπατήσουν τους μνημονευομένους στην απόφαση παθόντες. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν απαραίτητο να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα πρόσωπα των εταιρειών και γενικώς των επιχειρήσεων,με τα οποία επικοινωνούσαν και τα οποία παραπλανούσαν οι κατηγορούμενοι με τις ψευδείς παραστάσεις τους, ούτε ποίος από αυτούς εμφανιζόταν κάθε φορά ως διαπραγματευόμενος την αγορά πραγμάτων, αφού ως στοιχείο της παραπλάνησης των παθόντων χρησιμοποιούσαν στις επαφές τους ψευδή στοιχεία ταυτότητας, εμφανιζόμενος, ένας απ' αυτούς κάθε φορά, ως "Γ1" ή " Β2" . Περαιτέρω, εφόσον το δικαστήριο δέχτηκε ότι οι απάτες τελέσθησαν διά της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθών, διά θετικής δηλαδή απατηλής συμπεριφοράς των κατηγορουμένων δεν απαιτείτο να αναφέρεται ειδικότερη υποχρέωση τούτων να ανακοινώσουν στους παθόντες την αλήθεια, όπως συμβαίνει όταν η παραπλάνηση πραγματοποιείται με την παρασιώπηση αληθών γεγονότων. Τέλος, με όσα δέχεται το δικαστήριο για το έγκλημα της συμμορίας, διέλαβε στο σκεπτικό του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν ερμήνευσε ούτε εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 187 παρ.3 του Π.Κ για την πράξη αυτή η οποία και πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου 2928/27-6-2001 ήταν αξιόποινη κατά το ίδιο άρθρο 187 του ΠΚ, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του.
Συνεπώς, ο δεύτερος και τρίτος οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε'του Κ.Ποιν.Δ με τους οποίους πλήττεται η απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου είναι αβάσιμοι.


ΙΙΙ.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιό αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε το συγκεκριμένο έγγραφο και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ ως άνω δικαιώματά του, ως προς το περιεχόμενό του. Η αναγραφή όμως στα πρακτικά των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου εγγράφων, όχι με όλα τα στοιχεία της ταυτότητος και το περιεχόμενό τους, αλλά μόνο με τα στοιχεία εκείνα που είναι αρκετά για τον προσδιορισμό τους, δεν δημιουργεί ακυρότητα και συνεπώς δεν ιδρύει τον άνω λόγο αναιρέσεως, διότι εφόσον στην πραγματικότητα συντελέστηκε η ανάγνωση των εγγράφων παρασχέθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις ή εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, δεδομένου μάλιστα ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, με τον οποίο παρατίθενται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά από το εάν ανεγνώσθησαν πράγματι ή όχι. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων επικαλείται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα μη αναγνωσθέντα υπ' αριθμ. ..... και ..... τιμολόγια δελτία αποστολής των εδρεουσών στην Καλαμάτα και Αθήνα εταιρειών με την επωνυμία "Ορυζόμυλοι Μεσσηνίας Κωνσταντακόπουλοι ΑΦΟΙ ΑΕΒΕ" και "..... Μονοπρόσωπη ΕΠΕ", αντιστοίχως, το δε διότι έλαβε υπόψη του τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο υπό τους αύξοντες αριθμούς 84,85, 86, 87 και 179 έγγραφα ήτοι α) Το από ....... έγγραφο της PANAFON - VODAFON, προς την Δ/νση Ασφαλείας Αττικής, Υπ/νση Ασφαλείας Πειραιώς β) Το με αριθμό ...... έγγραφο του ΟΤΕ, Τηλεπ. Εμπ. Τμήμα Ρόδου, προς την Υπ/νση Ασφαλείας Πειραιώς γ) Το υπ'αριθμ. ...... έγγραφο του ΟΤΕ Τηλεπ. Διαμέρισμα Πειραιώς προς την Υπ/νση Ασφαλείας Πειραιώς, με συνημμένες σε αυτό τρεις βεβαιώσεις, που αφορούν τους 1) Β1, 2) ...... και 3) ....., δ) Έγγραφο του ΟΤΕ Α.Ε. με θέμα "κλήσεις συνδρομητών ψηφιακού κέντρου ΑΧΕ - 1 ο" και ε)· την με αριθμό ..... απόδειξη μεταφοράς κομίστρων, των οποίων δεν προκύπτει η ταυτότητα, καθόσον δεν διαλαμβάνεται ο εκδότης αυτών, πότε αυτά εξεδόθησαν, ποιο το περιεχόμενο των σελίδων και των βεβαιώσεων που έχουν ενσωματωθεί ή επισυναφθεί σ'αυτά. Αμφότερες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον η μεν πρώτη στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, δοθέντος ότι το Δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του, δεν στηρίχθηκε στα άνω δύο μη αναγνωσθέντα έγγραφα τα οποία ουδόλως μνημονεύονται στο σκεπτικό της αποφάσεως, η δε αναφορά του δευτέρου (1752/24-8-2001) μόνο στο διατακτικό της αποφάσεως, καλύπτεται από την ανάγνωση των πρακτικών και αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία, επισκοπούμενη, αναφέρεται και το έγγραφο αυτό, η δε δεύτερη, διότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, τα αναγνωσθέντα έγγραφα προσδιορίζονται με απόλυτη σαφήνεια, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους και περί του ότι αυτά ανεγνώσθησαν.
Συνεπώς και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του Κ.Ποιν.Δ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί και στο σύνολό της η αίτηση αναιρέσεως και επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

Απορρίπτει α) την υπ' αριθμ.5/11-3-2008 αίτηση του χ1 β) την υπ' αριθμ. πρωτ. 2647/24-3-2008 αίτηση του χ2 και γ) την υπ' αριθμ.2648/24-3-2008 αίτηση του χ3 για αναίρεση της υπ' αριθμ.374/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου ΠειραιώςΚαι.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Οκτωβρίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή