Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1245 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Νομίμου βάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση. Απορρίπτεται η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης.




Αριθμός 1245/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 1480, 1481/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Με πολιτικώς ενάγον το "Ο.Π.Α.Π.", που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρος του Βαρβάρα Καλαματιανού-Πανούση και Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 534/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. H απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 1480-1481/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, ανασταλείσαν επί τριετίαν για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση (άρθρα 1, 13α, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98, 258 στοιχ. γ', 263α Π.Κ.), δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 1999 και ενώ είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου του Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. και δη ενώ υπηρετούσε ως ταμίας στο Τμήμα Οικονομικών Υπηρεσιών στη ... του ως άνω Οργανισμού, στην αρμοδιότητα της οποίας υπαγόταν μεταξύ άλλων η είσπραξη χρηματικών ποσών υπέρ του Ο.Π.Α.Π. καθώς και η τήρηση του βιβλίου του Ταμείου ("Καθολικού") όπου αναγράφονται οι χρεώσεις και οι πιστώσεις καθώς και το χρηματικό ποσό που κάθε φορά υπήρχε στο ταμείο του εν λόγω Οργανισμού, με πρόθεση ενεργούσα ανέλαβε από το ταμείο αυτού και ειδικώτερα από το χρηματοκιβώτιο αυτού, του οποίου αυτή κατείχε το κλειδί, τα παρακάτω χρηματικά ποσά και δη την 3.11.1999 το ποσό των 20.000.000 δραχμών και την 17.11.1999 το ποσό των 2.500.000 δραχμών, τα οποία και ιδιοποιήθηκε παρανόμως αφού αυτή ενσωμάτωσε αυτά στην περιουσία της και τα διέθεσε σαν να ήταν κυρία αυτών για την ικανοποίηση αναγκών της. Για την πραγμάτωση της ως άνω πράξης της η κατηγορουμένη μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και δη προέβαινε στην σκόπιμη εσφαλμένη άθροιση των χρηματικών ποσών που αναγράφονταν στην στήλη των χρεώσεων του ως άνω βιβλίου ώστε να προκύπτει τελικό υπόλοιπο του ταμείου μικρότερο κατά τα ποσά που αυτή παρακρατούσε και εντεύθεν να μη διαπιστώνεται ευχερώς η εκμέρους της ιδιοποίηση των ως άνω χρηματικών ποσών. Το αντικείμενο της πράξης της κατηγορουμένης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δραχμών ως ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των 22.500.000 δραχμών. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη της αποδοθείσης σ'αυτήν πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα πραγματωθείσης και αφορώσης αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δραχμών δοθέντος ότι ο προαναφερθείς Οργανισμός ανήκει στο Κράτος, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ' ουσίαν του ισχυρισμού της κατηγορουμένης περί μετατροπής της αποδοθείσης σ'αυτήν πράξης στην από το άρθρο 257 Π.Κ. προβλεπομένη παράβαση της εκμετάλλευσης των εμπιστευμένων σ'αυτήν πραγμάτων και ως εκ του ότι αυτή, καθ'α ισχυρίζεται, εσκόπευε να αντικαταστήσει - αποδόσει τα ως άνω χρηματικά ποσά, επανατοποθετώντας ισόποσα χρηματικά ποσά στο χρηματοκιβώτιο του ως άνω Οργανισμού και διορθώνοντας το Καθολικόν βιβλίον αυτού, δοθέντος ότι το αξιόποινο της εμφιλοχωρησάσης παράνομης ιδιοποίησης δεν αίρεται έστω και αν η κατηγορουμένη είχε την πρόθεση να αντικαταστήσει τα ως άνω χρηματικά ποσά". Με αυτά που δέχθηκε το πιο πάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε σχέση με την κρίση του για την ενοχή της αναιρεσείουσας, αφού αφενός, εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98 και 258 στοιχ. γ' του Π.Κ., οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και αφετέρου τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις προεκτεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε και τις οποίες, έτσι, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρερμηνεύει τις διατάξεις των άρθρων 257 και 258 του Π.Κ. με την παραδοχή ότι "το αξιόποινο της εμφιλοχωρησάσης παράνομης ιδιοποίησης δεν αίρεται έστω και αν η κατηγορουμένη είχε την πρόθεση να αποκαταστήσει τα ως άνω χρηματικά ποσά", υπονοώντας, προφανώς, ότι εφόσον γίνεται δεκτόν ότι αυτή είχε την πρόθεση να αποκαταστήσει τα υπεξαιρεθέντα χρηματικά ποσά, έπρεπε να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 257 και όχι αυτή του άρθρου 258 του Π.Κ., είναι αβάσιμος, για τους εξής λόγους. Πρώτον, διότι, η προσβαλλόμενη απόφαση, ρητά δέχεται ότι "εμφιλοχώρησε παράνομη ιδιοποίηση", δηλαδή πρόθεση της αναιρεσείουσας να ιδιοποιηθεί παράνομα τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, τα οποία, ως Ταμίας των Οικονομικών Υπηρεσιών του Ο.Π.Α.Π. στη ..., δηλαδή ως υπάλληλος έχουσα προς τούτο αρμοδιότητα, είχε εισπράξει υπέρ του ως άνω Οργανισμού και συνεπώς συνέτρεχαν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ποινικής διάταξης του άρθρου 258 Π.Κ. Δεύτερον, διότι, η σημειούμενη παραδοχή, αναφέρεται, όχι σ'αυτή καθ' εαυτή τη στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο, άλλωστε, έχει προηγηθεί λεπτομερής παράθεση των πραγματικών περιστατικών που το στοιχειοθετούν, αλλά για την απόρριψη αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, δηλαδή μεταβολής της κατηγορίας σε εκμετάλλευση εμπιστευμένων πραγμάτων (άρθ. 257 Π.Κ.), για τον οποίο ισχυρισμό, σημειωτέον, δεν απαιτείτο και ιδιαίτερη αιτιολογία. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας, ότι αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαψεύδονται από εκείνα που απέδωσε η αποδεικτική διαδικασία, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη του νομίμως παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρ. 176 Κ.Πολ.Δικ.).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 127/2008 αίτηση της ... για αναίρεση της υπ' αρ. 1480 - 1481/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή