Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Παραβίαση σφραγίδων, Υπεξαίρεση, Κατασχέσεως παραβίαση.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή και έλλειψη αιτιολογίας για παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αριθμός 429/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Σιδηρόπουλο, περί αναιρέσεως της 3261/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1487/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξ άλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 2 ΚΠΔ στο ακροατήριο διαβάζονται τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί, κατά δε την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την κατά το άρθρο 171 εδ. δ' του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, επικαλούμενος ότι το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη του και στήριξε την περί της ενοχής κρίση του σε μη αναγνωσθέντα έγγραφα. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, παραδεκτά επισκοπούμενα για τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει, ότι στην δευτεροβάθμια δίκη, αναγνώσθηκαν η πρωτόδικη απόφαση και τα πρακτικά της από τα οποία αποδεικνύεται ότι στο κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται 26 έγγραφα που αναλυτικά αναγράφονται στα πρακτικά της. Επομένως, τα έγγραφα αυτά ως αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, θεωρούνται αναγνωσθέντα και παραδεκτά ελήφθησαν υπόψη και είναι αβάσιμος ο προσάπτων την άνω πλημμέλεια λόγος αναιρέσεως.
Εξάλλου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, με την κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων στα οποία στήριξε την ουσιαστική κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα επόμενα "ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της παραβίασης σφραγίδων της οποίες έθεσε η αρχή, της παραβίασης κατάσχεσης και υπεξαίρεσης. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος από 26.4.2001 έως 10.7.2003, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το νόμο, με πρόθεση ενεργώντας έθραυσε σφραγίδες που έθεσε η αρχή για την κατάσχεση πραγμάτων. Ειδικότερα, υπό την ιδιότητα του ως ομόρρυθμο μέλος της εταιρίας με την επωνυμία "...... Ε.Ε.", η οποία είχε μισθώσει μία αποθήκη εμβαδού 300 μ2 περίπου στην αγροτική περιοχή ...... για να ασκήσει Εμπορικές δραστηριότητες πετρελαιοειδών. Με την υπ' αριθ. ..... έκθεση κατάσχεσης του Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας, ορίστηκε μεσεγγυούχος των δύο (2) υπέργειων κυλινδρικών δεξαμενών καυσίμων, χωρητικότητας 35.000 λίτρων η πρώτη και 15.000 λίτρων η δεύτερη, και της ποσότητας πετρελαίου που αυτές περιείχαν, ήτοι 14.260 λίτρων πετρελαίου κίνησης και 6.300 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης αντίστοιχα, βρίσκονταν εντός της ανωτέρω αποθήκης και είχαν κατασχεθεί ως προϊόντα λαθρεμπορίας. Σε μη διακριβωθείσα ημερομηνία του χρονικού διαστήματος από 26-4-2001 έως και 10-7-2003, με πρόθεση έθραυσε τις δύο μολυβδοσφραγίδες, πού είχαν τεθεί, κατά το χρόνο της κατάσχεσης από τους αρμοδίους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. στην κεντρική είσοδο της αποθήκης και σε ένα πορτάκι (ανθρωποθυρίδα) που βρισκόταν πάνω σε ένα από τα δυο φύλλα της κεντρικής εισόδου της αποθήκης, στην οποία βρίσκονταν τα κατασχεθέντα. Στον ίδιο πιο πάνω τόπο και χρόνο, με πρόθεση υφαίρεσε κατασχεμένο πράγμα. Ειδικότερα, αφού παραβίασε τις δύο άνω μολυβδοσφραγίδες της κεντρικής εισόδου και της ανθρωποθυρίδας της μισθίου αποθήκης της εταιρίας "..... Ε.Ε.", της οποίας ήταν ομόρρυθμο μέλος, απομάκρυνε και απέκρυψε σε άγνωστο μέχρι στιγμής χώρο, ώστε να μην είναι δυνατή ή εύκολη η εποπτεία της Τελωνειακής Αρχής, ποσότητα 11.743 λίτρων πετρελαίου κίνησης από τη μεγάλη δεξαμενή, που είχε χωρητικότητα 35.000 λίτρων, καθώς και ποσότητα 1.217 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης από τη μικρή δεξαμενή, χωρητικότητας 15.000 λίτρων. Έπραξε δε τούτο εν γνώσει του ότι η προαναφερθείσα ποσότητα πετρελαίου ήταν κατασχεμένη, εφόσον είχε ορισθεί, με την υπ' αριθ. ..... έκθεση κατάσχεσης του Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας, μεσεγγυούχος των κατασχεθεισών δύο (2) υπέργειων κυλινδρικών δεξαμενών και του κατασχεμένου πετρελαίου που αυτές περιείχαν. Στον ίδιο πιο πάνω τόπο και χρόνο, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο ολικά κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, ενώ με την από 3-12-2002 αίτηση του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης που υπέβαλε υπό την ιδιότητα του ως ομορρύθμου μέλους και διαχειριστή της εταιρίας ".... Ε.Ε.", είχε δηλώσει ότι παραιτείται της κυριότητας της κατασχεθείσας άνω ποσότητας πετρελαίου, την οποία είχε στην κατοχή του ως μεσεγγυούχος, και είχε ζητήσει να περιέλθει αυτή στην κυριότητα του Δημοσίου, η. αίτηση του δε είχε γίνει δεκτή την ..... από την υπηρεσία του ΣΎ' Τελωνείου Θεσσαλονίκης ως Αίτηση Εγκατάλειψης και η κατασχεθείσα ποσότητα των 11.743 λίτρων πετρελαίου κίνησης και 1.217 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης, αξίας Ο/Ρ 2.280,73 και 226,53 ευρώ, αντίστοιχα, και ύψους δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων 3.862,79 και 398,39 ευρώ αντίστοιχα, περιήλθε, σύμφωνα με τη (διάταξη του άρθρου 37 του ν. 2960/2001, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφού κατ' αρχήν απομάκρυνε την ποσότητα του πετρελαίου αυτού σε άγνωστο χώρο, ιδιοποιήθηκε αυτήν, ενσωματώνοντας την στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη Ελληνικού Δημοσίου και χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από το νόμο. Για τα αποδειχθέντα πραγματικά αυτά περιστατικά κατέθεσαν οι μάρτυρες υπάλληλοι του Στ Τελωνείου ...... και ..... οι οποίοι κατέθεσαν ότι όταν πήγαν για έλεγχο τον Ιούλιο του 2003 στην αποθήκη, οι πόρτες εισόδου δεν ήταν παραβιασμένες αλλά αντίθετα ότι συνεννοήθηκαν με τον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος και έστειλε τον πατέρα του, ...... που τους άνοιξε με κλειδιά που είχε το μικρό πορτάκι και όταν μπήκαν μέσα είδαν ότι η κεντρική πόρτα της αποθήκης από τη μέσα πλευρά είχε ένα λουκέτο με αλυσίδα ενώ παρατήρησαν ότι δεν υπήρχαν σφραγίδες. Ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο καθένας θα μπορούσε να είχε πρόσβαση στο χώρο της υπόψη αποθήκης και ότι από το 2002 είχε αφήσει το κλειδί της αποθήκης σε κάποιο κατάστημα ηλεκτρονικών προκειμένου να το παραλάβει από εκεί η εκμισθώτριά του ή ο γαμπρός της ..... και επομένως δεν ευθύνεται για τα επισυμβάντα γεγονότα μετά το χρονικό αυτό διάστημα κρίνεται, σε συνδυασμό με την ιδιότητα του κατηγορουμένου ως μεσεγγυούχου και άρα νόμιμος κάτοχος των κλειδιών, αβάσιμος και απορριπτέος. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις πράξεις της παραβίασης σφραγίδων που έθεσε η αρχή, παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης κατά συρροή κατά παραβίαση ων διατάξεων των άρθρων 177, 178, 375 §1 εδ α και 1, 41,14, εδβ, 261, 27 §1, 94 §1 ΠΚ".
Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά το πρώτο των ως άνω εγκλημάτων (παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 178 Π.Κ. την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει εκ πλαγίου ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι τυπική, ούτε αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων είναι αβάσιμα. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, ως προς το συγκεκριμένο αυτό έγκλημα, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι της αιτήσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Ως προς τα λοιπά, όμως, δύο, εγκλήματα (παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης), οι αυτοί λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι, και τούτο διότι η προσβαλλομένη απόφαση στο σκεπτικό δέχεται ότι " ενώ με την από 3-12-2002 αίτηση του (ήδη αναιρεσείοντος) προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, την οποία υπέβαλε υπό την ιδιότητά του ως ομορρύθμου μέλους και διαχειριστή της εταιρείας "...... Ε.Ε.", είχε δηλώσει ότι παραιτείται της κυριότητας της κατασχεθείσας άνω ποσότητας πετρελαίου, την οποία είχε στην κατοχή του ως μεσεγγυούχος, και είχε ζητήσει να περιέλθει αυτή στην κυριότητα του Δημοσίου, η αίτησή του δε είχε γίνει δεκτή την ....από την υπηρεσία του ΣΤ' Τελωνείου Θεσσαλονίκης ως αίτηση Εγκατάλειψης και η κατασχεθείσα ποσότητα των 11743 λίτρων πετρελαίου κίνησης και 1217 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης αξίας CIF 2280,73 και 226,53 ευρώ, αντίστοιχα, και ύψους δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων 3862,79 και 398,39 ευρώ αντίστοιχα περιήλθε, σύμφωνα με η διάταξη του άρθρου 37 του ν 2960/2001, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφού κατ' αρχήν απομάκρυνε την ποσότητα του πετρελαίου αυτού σε άγνωστο χώρο ιδιοποιήθηκε αυτήν, ενσωματώνοντας την στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη Ελληνικού Δημοσίου και χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από το νόμο...", προσδιορίζεται συγχρόνως ως χρόνος τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων παραβίασης κατάσχεσης και υπεξαίρεσης εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου μη επακριβώς διακριβωμένη ημεροχρονολογία του χρονικού διαστήματος από 26-4-2001 έως και 10-7-2003, που δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση και δεν καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 177 και 375 Π.Κ. αφού μετά την 19-5-2003 που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης περιήλθε η κυριότητα των ποσοτήτων πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης στο Ελληνικό Δημόσιο και έπαυσε η κατάσχεση δεν είναι δυνατό μετά την ως άνω ημερομηνία να τελεσθεί το έγκλημα της παραβίασης κατάσχεσης, ομοίως μετά την ημερομηνία αυτή (19-5-2003) και εφεξής μέχρι της 10-7-2003 μπορούσε να διαπραχθεί η αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως των ως άνω ποσοτήτων πετρελαίου εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ πριν από τις 19-5-2003 δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα των ιδίων ποσοτήτων πετρελαίου και δεν μπορούσε να είναι παθόν από την πράξη αυτή. Ενόψει των προεκτεθέντων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει και δη καθ' ο μέρος καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης, και κατά συνέπεια και ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 3261/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και δη:
Α) Ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για τα εγκλήματα της παραβίασης κατάσχεσης και υπεξαίρεσης.
Β) Ως προς την διάταξη της για την συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές, για νέα συζήτηση και μόνον των ανωτέρω εγκλημάτων και για νέα επιμέτρηση της συνολικής ποινής.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 17 Ιουλίου 2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 26 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ