Θέμα
Απάτη, Έγγραφα, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Ποινής αναστολή.
Περίληψη:
Απάτη: Επιεικέστερος νόμος στη κατ’ εξακολούθηση τέλεσηΑπάτη: Εσφαλμένη εφαρμογή 386 παρ. 1, έλλειψη του στοιχείου της πρόκλησης περιουσιακής βλάβης-Αναιρεί1) Έγγραφα: Δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα η μη ανάγνωση α) των διηγηματικώς αναφερομένων, β) των αποτελούντων στοιχεία του κατηγορητηρίου γ) των προσκομισθέντων από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα φωτογραφίες2) Αίτημα: Αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών για το ορισμένο αυτού.
Αριθμός 1844/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Βασίλειο Κουρκάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Ανδριόπουλο, περί αναιρέσεως της 620/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Γεωργίου.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Ιουλίου 2006 αίτησή της και στους από 3 Ιανουαρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1453/06.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί κατά τα λοιπά καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 33, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, σαφώς συνάγεται ότι όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του από το άνω άρθρο 358 ΚΠΔ απορρέοντος υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Προϋπόθεση όμως προς τούτο είναι ότι πρέπει να πρόκειται περί αποδεικτικού εγγράφου, ενώ δεν ιδρύεται ο σχετικός λόγος αναίρεσης, αν το έγγραφο, που φέρεται ως μη ευθέως αναγνωσθέν, προκύπτει από το περιεχόμενο άλλου αναγνωσθέντος εγγράφου ή όταν το μη αναγνωσθέν έγγραφο απλώς αναφέρεται διηγηματικά στην απόφαση. Επίσης δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης όταν το έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε, αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και συνεπώς αναπόσπαστο μέρος της σε βάρος του κατηγορουμένου ασκηθείσας ποινικής δίωξης για κάποιο έγκλημα, αφού, αυτός, προς αντίκρουση τούτου, μπορεί, κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ, να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτού αναγκαίες εξηγήσεις. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, κατά το οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, γιατί το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της ουσιαστικής του κρίσης μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, δηλαδή α) την υπ' αριθμ. 1924/1988 απόφαση του Α΄ Τμήματος Αρείου Πάγου, τις υπ' αριθμ. 6010/1985 και 6502/1981 πολιτικές αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, και την υπ' αριθμ. 13052/1984 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι τα ανωτέρω έγγραφα, κατά τα στην μεθεπόμενη σκέψη εκτιθέμενα, (με αριθμό 4), αναφέρονται διηγηματικώς. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του, κατά το οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, γιατί το ανωτέρω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, για τον σχηματισμό της ουσιαστικής του κρίσης, μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, δηλαδή α) την υπ'αριθμ. ........, δήλωση αποδοχής κληρονομίας, β) την υπ' αριθμ. 399/1990 απόφαση του Δ΄ τμήματος του Αρείου Πάγου, γ) την από 2/3/1997 αγωγή περί κλήρου και τα υπ'αριθμ. ......... και ......... συμβόλαια γονικής παροχής, πρέπει, ως αβάσιμος, να απορριφθεί, δεδομένου ότι τα ανωτέρω έγγραφα, αποτελώντας στοιχεία του κατηγορητηρίου και, κατά συνέπεια, αναπόσπαστο μέρος της κατά της αναιρεσείουσας ποινικής δίωξης, καθιστούσε δυνατό σε αυτήν, προς απόκρουση του περιεχομένου των εν λόγω εγγραφών, να εκθέσει, κατ' άρθρο 358 Κ.Π.Δ., τις περί αυτού απόψεις της και να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις. Περαιτέρω, ως προς τα αναγνωσθέντα έγγραφα, στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε ούτε ακόμη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητάς του, αλλά αρκεί να μνημονεύονται τα όποια άλλα στοιχεία εξατομικεύουν αυτό, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το έγγραφο αυτό έχει πραγματικά αναγνωσθεί. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικώς με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο στα πρακτικά, αλλά από τα αν αναγνώσθηκε. Εξάλλου, δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των "αναγνωσθέντων" εγγράφων, όταν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν ως και όταν τα έγγραφα αυτά που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο προσκομίσθηκαν από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα. Τέλος, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα, αρκεί για την πληρότητά της να αναφέρονται σ' αυτή κατά το είδος τους τα αποδεικτικά μέσα. Προκειμένου δε για φωτογραφίες, ή απεικονίσεις ή σχεδιαγράμματα, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, στους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, αρκεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, η αναφορά σ' αυτή ότι αναγνώσθηκαν τα στα πρακτικά έγγραφα, χωρίς να μνημονεύονται ειδικά σ' αυτή ως ίδιο αποδεικτικό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη απόφαση, στο προοίμιο του σκεπτικού αυτής, αναφέρεται ότι το Πενταμελές Εφετείο, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του και να καταλήξει στην καταδικαστική για την αναιρεσείουσα απόφασή του, έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, κατ' είδος σ' αυτό μνημονευομένων, και τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριό του. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επισκοπήθηκαν τέσσερις φωτογραφίες, τις οποίες προσκόμισε η κατηγορούμενη. Με την αναφορά των πιο πάνω στοιχείων για τα εν λόγω έγγραφα, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, εν όψει μάλιστα του γεγονότος ότι άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό δεν "αναγνώσθηκαν", αφού ειδικότερα ήταν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, εφόσον η ίδια τα είχε προσκομίσει, οπότε αυτή είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, δεν εξαρτάται δε από τον τρόπο με τον οποίο αυτά αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, ενόψει του ότι δεν δημιουργείται αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητάς τους, προδήλως δε, υπό τον όρο "ανάγνωση των εγγράφων αυτών", εννοεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι επιδείχθηκαν τα εν λόγω έγγραφα στους διαδίκους και, σε κάθε περίπτωση, ότι τέθηκαν υπόψη τους για να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους. Επομένως, οι αντίθετοι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Α' και Δ΄ Κ.Ποιν.Δικ., δεύτερος και τρίτοι λόγοι αναίρεσης α) για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι έλαβε υπόψη το Εφετείο έγγραφα, (φωτογραφίες), των οποίων δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα, και β) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την αιτίαση ότι, "εφόσον οι φωτογραφίες δεν "αναγιγνώσκονται", για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, πρέπει να μνημονεύονται σ' αυτή ειδικά, ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, μη εμπίπτον στην κατηγορία του εγγράφου, αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι και ως, τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 2479/1997, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνο ή περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο, με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του ν. 2207/1994, "αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99, το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία έτη και ανώτερο από πέντε έτη. Η αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί αν το δικαστήριο, από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου, κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του". Εξάλλου, αν υποβληθεί αίτημα αναστολής της επιβληθείσας ποινής, που είναι μεγαλύτερη από δύο και δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό και, σε περίπτωση που το κρίνει απορριπτέο, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα τη σχετική απόφαση του, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, στη μεν πρώτη περίπτωση, από τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Β' εδ. β' και 170 παρ.2 ΚΠΔ, στη δε δεύτερη, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, όμως, το ως άνω αίτημα να έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που το προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστό στη νομική ορολογία. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο συνήγορος της κατηγορουμένης, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου για την ποινή, ζήτησε να ανασταλεί η επιβληθείσα ποινή των τριών (3) ετών που επιβλήθηκε στην τελευταία. Το αίτημα αυτό, όπως προβλήθηκε, χωρίς επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν ήταν αναγκαία για την αποτροπή της κατηγορουμένης από τη τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, είναι αόριστο.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη του αιτήματος αυτού, και τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική, εκ περισσού δε διέλαβε ειδική αιτιολογία για την απόρριψη αυτού, γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα.
4. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας [ζημία], η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 3 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικώς με την παρ. 11 του άρθρου 11 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με την παρ. 4 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η απάτη λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, όταν τελείται κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρθρ. 5 του Ν. 2943/2001, των 15.000 Ευρώ. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ.1.1 της παρ.1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, που προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1 της παρ.1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, για το άθροισμα του ποσού και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι, στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, ρύθμιση ,δεν προβλεπόταν καθόλου προσδιορισμός ποσού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα ης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 518 του ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει ήδη μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 50 αριθ. 9 του Ν. 3160/2003, αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη 620/2006 απόφασή του, δέχθηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα κατά το είδος τους μνημονευόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα (ήδη αναιρεσείουσα), στις 1-4-91 (στον Πειραιά, στο γραφείο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ι.ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, παρέστησε ψευδώς ότι είχε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά της ένα οικόπεδο εκτάσεως 1.134,75 τ.μ., κείμενο στην ........... Αττικής επί της οδού ..........., το οποίο δήθεν είχε περιέλθει σε αυτήν κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ'αριθ. ........ προικοσυμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α.ΠΟΛΥΚΑΛΑ και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, λόγω άτυπης προφορικής δωρεάς από τον πατέρα της Χ, που έλαβε δήθεν χώρα προς αυτήν το έτος 1956, ότι δήθεν στη συνέχεια αυτή συνέστησε κάθετη ιδιοκτησία επί του οικοπέδου, και χώρισε αυτό σε 2 αυτοτελείς ιδιοκτησίες, στο ένα από τα οποία και συγκεκριμένα το προικώο, έκτισε σπίτι όπου πάντα κατοικούσε με την οικογένεια της. Με τις άνω ψευδείς παραστάσεις, εν γνώσει των αληθινών, έπεισε την άνω Συμβολαιογράφο να συντάξει και να υπογράψει τα υπ'αριθ. ........ και ........... συμβόλαια γονικής παροχής. Με αυτά η κατηγορούμενη φέρεται να μεταβίβασε στα παιδιά της το 1/2 εξ αδιαιρέτου, παρακρατώντας το υπόλοιπο 1/2, καίτοι εγνώριζε και δολίως απέκρυψε ότι το προαναφερθέν ακίνητο δεν ήταν όλο δικό της, άλλο μόνο το μισό, που της μεταβιβάστηκε με το προικοσυμβόλαιο που προαναφέρθηκε και ουδέποτε είχε γίνει άτυπη δωρεά προς αυτήν του άλλου μισού από τον πατέρα της. Το τελευταίο, που ψευδώς, εν γνώσει παρέστησε στην άνω Συμβολαιογράφο, ότι δήθεν νεμόταν αποκλειστικά δυνάμει άτυπης παραχώρησης του πατέρα της είχε περιέλθει στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, κατά τον Μάϊο του 1976, αποβιώσαντος πατέρα της, μεταξύ των οποίων και αυτή και κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου σε καθέναν από αυτούς. Η εκκαλούσα ήγειρε κατά των συγκληρονόμων της την από 2-3-77 αγωγή περί κλήρου ενώπιον του ΠολΠρωτΑθ. Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθ. 13052/84 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση. Επί της έφεσης εκδόθηκαν οι υπ'αριθ. 6010/85 και 6502/87 αποφάσεις του ΕφΑθ. Κατά της τελευταίας ασκήθηκε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή με την υπ'αριθ. 1924/88 απόφαση του Α' Τμ. του ΑΠ για τον, στο άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔ αναφερόμενο, λόγο, και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Δ' Πολ. Τμ. του ΑΠ. Το τελευταίο εξέδωσε την υπ'αριθ. 399/90 απόφαση, με την οποία αναγνωρίσθηκε η νυν εκκαλούσα εξ αδιαθέτου κληρονόμος και κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου του άνω, από 3-5-76, αποβιώσαντος πατέρα της και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να αποδώσουν σε αυτή ποσοστό εξ αδιαιρέτου 6,916 εκ. των κληρονομούμενων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και το νυν επίδικο, στην οδό .............., εμβαδού 571,50 τ.μ., το οποίο αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις του ν. 3741/29, όπως περιγράφεται στα ......... και ......... συμβόλαια του ιδίου Συμβολαιογράφου σε συνδυασμό με την υπ'αριθ. ....... πράξη του. Κατά το διάστημα του δικαστικού αυτού αγώνα οι αδελφοί της εκκαλούσας επώλησαν το πιο πάνω οικόπεδο στους ......... και ............. (νυν μηνυτές) και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου με το υπ'αριθ. .......... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.ΒΑΣΑΛΑΚΗ-ΤΣΟΥΛΑΚΗ. Οι άνω πωλητές είχαν ενημερώσει τους αγοραστές, μεταξύ των οποίων και ο μηνυτής, για την αγωγή της εκκαλούσας που εκκρεμούσε και με το αυτό συμβόλαιο είχαν αναλάβει την υποχρέωση, μόλις περατώνετο η εκκρεμοδικία να διαγράψουν αυτήν από τα βιβλία διεκδικήσεων.
Συνεπώς την 01-4-91 όταν η εκκαλούσα εμφανίστηκε στην άνω Συμβολαιογράφο Πειραιά Ι.ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ως η ιδιοκτήτρια των 2 αναφερθέντων οικοπέδων με τα στοιχεία ....... και ......... υποστηρίζοντας κατά τα άνω ότι το τελευταίο το είχε δωρήσει σ'αυτήν ο πατέρας της με άτυπη δωρεά και με τα προαναφερθέντα με αριθμούς ......... και ........... συμβόλαια της ίδιας Συμβολαιογράφου έκανε γονική παροχή στους γιους της ..... και .........., εκ των οποίων ο πρώτος εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως επ' ακροατηρίω, ενώ ο δεύτερος έχει ήδη αποβιώσει, ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα (1/2 και στους δύο) επί των 2 αυτών οικοπέδων, τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των άνω περιστατικών, ήτοι ότι δεν της είχε μεταβιβασθεί λόγω άτυπης δωρεάς το ένα εκ των άνω οικοπέδων σ 'αυτήν από τον άνω αποβιώσαντα πατέρα της αλλά είχε χωρήσει, ως προς αυτήν, εξ αδιαθέτου διαδοχή και είχε περιέλθει σ 'αυτήν μόλις το 6,916% ποσοστό εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου και όχι ολόκληρο. Στη συνέχεια η εκκαλούσα, καίτοι τελούσε εν γνώσει ότι το δεύτερο των άνω οικοπέδων ανήκε σ'αυτήν μόνον κατά 6,916% και όχι ολόκληρο, στις 31-8-00 με την με αριθμό ......... πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.ΑΤΛΑΝΗ χώρισε και πάλι το αποτελούμενο από τα πιο πάνω 2 οικόπεδα ενιαίο οικόπεδο σε 2 τμήματα που ταυτίζονταν με τα αρχικά και ενεφάνισε το κάθε τμήμα ως ανεξάρτητη ιδιοκτησία και το μεν αρχικό με τα στοιχεία ......... όρισε να ανήκει στην εκκαλούσα, το δε με στοιχεία ........ στους άνω υιούς της και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα και επομένως παρέστησε ψευδώς στην άνω Συμβολαιογράφο ότι αυτή (εκκαλούσα) είχε την πλήρη κυριότητα του άνω ακινήτου βλάπτοντας έτσι την περιουσία του μηνυτή, και η βλάβη αυτή, όπως και το οικόπεδο αντίστοιχα, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ, καίτοι γνώριζε ότι είχε δημοσιευθεί ήδη η άνω απόφαση του ΑΠ.
Συνεπώς, έκτοτε, ήτοι από τον χρόνο δημοσιεύσεως της άνω αποφάσεως, έπαυσε να υπάρχει σ'αυτήν η όποια καλή πίστη υπάρχει και ίσως εδικαιολογείτο μέχρι τότε με την ιδιοκτησιακή κατάσταση του άνω οικοπέδου. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν την 01-4-91 εμφανίσθηκε η εκκαλούσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ι.ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ για την σύνταξη των άνω οικοπέδων γονικής παροχής είχε περάσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους αφότου δημοσιεύθηκε η άνω απόφαση του ΑΠ, που έλυσε αμετάκλητα το μέχρι τότε αμφίβολο ιδιοκτησιακό καθεστώς επί του επίδικου οικοπέδου, και συνεπώς γνώριζε και δολίως απέκρυψε από την άνω Συμβολαιογράφο ότι το επίδικο υπό στοιχεία ......... ακίνητο δεν ανήκε σ'αυτήν κατά πλήρη κυριότητα αλλά κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου και ότι τα υπόλοιπα 9/10 εξ αδιαιρέτου ανήκαν στα υπόλοιπα 9 αδέλφια της, γεγονός που αναγνώρισε αμετάκλητα η πιο πάνω απόφαση του ΑΠ. Με αυτόν τον τρόπο ήτοι με τις άνω ψευδείς παραστάσεις εν γνώσει της αναλήθειας και την δόλια από αυτήν απόκρυψη των άνω γεγονότων έπεισε την άνω Συμβολαιογράφο να συντάξει και να υπογράψει τα υπ'αριθ. ........ και ......... συμβόλαια γονικής παροχής με τα οποία μεταβίβαζε το άνω επίδικο οικόπεδο στους γιούς της κατ' ισομοιρίαν, έπραξε δε αυτό με σκοπό να αποκομίσουν οι άνω γιοί της παράνομο περιουσιακό όφελος αντίστοιχο με την αξία του επίδικου που υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 15.000 Ευρώ, ζημιώνοντας έτσι ισόποσα το μηνυτή, και τον.........., οι οποίο το έτος 1981 είχαν, όπως αποδείχθηκε, αγοράσει κατ' ισομοιρίαν τα 7/10 ες αδιαρέτου αυτού από τα 7 αδέλφια της κατηγορουμένης δυνάμει του με αριθμό ........ συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.ΒΑΣΑΛΑΚΗ. Στη συνέχεια η κατηγορουμένη παρέστησε ψευδώς στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Κ.ΑΤΛΑΝΗ τα ίδια ως άνω ψευδή περιστατικά και αποσιωπώντας τα αληθή δόλια, την έπεισε να συντάξει την με αριθ. ........ πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας με την οποία το επίδικο ακίνητο αποτέλεσε και πάλι χωριστή και διαιρεμένη ιδιοκτησία, με τον αυτόν ως άνω σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Στις άνω ψευδείς παραστάσεις προέβη με σκοπό να προσπορίσει στους γιούς της παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του μηνυτή και του άλλου αγοραστή του άνω ακινήτου και να παραπλανήσει τις άνω Συμβολαιογράφους ότι αυτή τυγχάνει αποκλειστική κυρία του άνω ακινήτου. Τα παραπάνω αποδείχθηκαν ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίες δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, ενισχύονται δε και από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων η άνω απόφαση του ΑΠ, η υπ'αριθ. ........ δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.ΚΟΝΤΑΡΙΝΗ, με την οποία η νυν εκκαλούσα αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά του πατέρα της Χ, κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ....... οικοπέδου, κατά το ίδιο δε ποσοστό αποδέχθηκαν και 7 από τα αδέλφια της την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομιά επί του ως άνω οικοπέδου, δυνάμει του υπ'αριθ................ συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, αναγνωρίζοντας τόσον αυτή, όσο και τα αδέλφια της, ότι το περί ου ο λόγος ακίνητο (........) δεν είχε παραχωρηθεί ατύπως, λόγω δωρεάς του πατέρα της, στην εκκαλούσα το έτος 1956, όπως αυτή ψευδώς παρέστησε στη Συμβολαιογράφο την 1-4-91 και την 31-8-00, αλλά είχε χωρήσει προς αυτήν εξ αδιαθέτου διαδοχή και τέλος στις από 2-3-77 και 26-11-90 αγωγές της εκκαλούσας περί κλήρου και περί διανομής αντίστοιχα, με τις οποίες διεκδικεί μόνο το κληρονομιαίο ποσοστό του 1/10 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του πατέρα της επί του νυν επίδικου ακινήτου, το οποίο και μόνον αποδέχθηκε, αυτοδιαψευόμενη για την άνω άτυπη δωρεά του άνω οικοπέδου, το οποίο είναι συνεχόμενο του προικώου. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ούτος ο μάρτυρας υπερασπίσεως, γιός της, ρητά κατάθεσε: "...έλαβε γνώση (της άνω αρεοπαγιτικής αποφάσεως) γιατί ασφαλώς της το είπε ο δικηγόρος της... ". Περαιτέρω, καθ'όσον αφορά την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη κατ' επάγγελμα τέλεση της πιο πάνω κατ' εξακολούθηση πράξεως εγκλήματος της απάτης που μετήλθε, αποδείχθηκε ότι συντρέχει η επιβαρυντική αυτή περίσταση, αφού η κατηγορουμένη τέλεσε την πράξη όχι ευκαιριακά αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου με διαμόρφωση σχετικής υποδομής και οργανωμένη ετοιμότητα, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, από την οποία προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος, κατά την έννοια της κατ "επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος, όπως αυτό ορίζεται με το άρθρο 13 στ΄ ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2408/99. Ομοίως, όσον αφορά την αποδιδομένη στην άνω κατηγορουμένη τέλεση του άνω εγκλήματος της απάτης κατ' εξακολούθηση κατά συνήθεια, αποδείχθηκε ότι επίσης συντρέχει στο πρόσωπό της η επιβαρυντική αυτή περίσταση, καθ'όσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής προκύπτει σταθερή ροπή της κατηγορουμένης για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας της, όπως αυτή ορίζεται με το άρθρο 13 εδ. στ΄ ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2408/99. Κατ' ακολουθίαν η κατηγορουμένη διέπραξε απάτη κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και συνήθεια, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος υπέρ της ιδίας και των τέκνων της, σε βάρος των άνω αγοραστών του οικοπέδου που αποξενώθηκαν των νομίμων δικαιωμάτων τους κυριότητας με ζημία που υπερβαίνει τα 15.000 Ευρώ.
III. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ.3 του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, από τις παραπάνω παραδοχές, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς ελλείψεις και κενά, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και του ΚΠΔ, αιτιολογία για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της κακουργηματικής μορφής της απάτης, που τελέσθηκε τη 1-4-1991, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραϊώς Ι. Ασημακοπούλου, όπως αυτή προβλέπεται και τιμωρείται, με την έχουσα εν προκειμένω εφαρμογή, ως ευμενέστερη στην συγκεκριμένη περίπτωση, διάταξη του άρθρου 386 παρ.3 του ΠΚ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της, με την παρ 4 του άρθρου 14 του Ν 2721/1999, κατά την οποία, εκτός από την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της κακουργηματικής μορφής του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται όπως, από την κατ' εξακολούθηση τέλεσή του, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ή το ποσό των 15.000 Ευρώ), αφού από την παραπάνω παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, με τη σύνταξη των δύο ως άνω συμβολαίων γονικής παροχής, το μεν τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση το έγκλημα της απάτης, το δε προκλήθηκε συνολική βλάβη στη περιουσία των ως άνω αγοραστών του επίδικου, με αντίστοιχο όφελος των γιών της κατηγορουμένης, ίση με την αξία αυτού (επιδίκου), που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ, μη απαιτουμένου για την πληρότητα της αιτιολογίας να καθορίζεται ποιό ήταν το ακριβές ποσό του οφέλους ή της ζημίας. Πρέπει επομένως να απορριφθούν ως αβάσιμοι τόσον ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ (με στοιχεία 6.2-8) λόγος του κύριου δικογράφου της αναίρεσης, με τον οποίο προσδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 98 παρ.1 του ΠΚ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την κατάφαση της τέλεσης κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, όσο και οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ίδιου Κώδικα λόγοι του δικογράφου των προσθέτων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν προσδιορίζεται το ύψος του περιουσιακού οφέλους και της αντίστοιχης περιουσιακής ζημίας. Όσον όμως αφορά την φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 31-8-2000 αξιόποινη πράξη της απάτης, με την παράσταση των ίδιων ψευδών περιστατικών στην Συμβολαιογράφο Αθηνών Καλ. Αλτάνη, με αποτέλεσμα να πεισθεί η τελευταία να συντάξει την με αριθμό ........... πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας επί του επίδικου οικοπέδου, το Δικαστήριο της ουσίας έσφαλε ως προς την εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, διότι, με την ως άνω Συμβολαιογραφική πράξη, δεν υπάρχει το αξιούμενο για την στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος στοιχείο της πρόκλησης περιουσιακής βλάβης, αφού αυτή συντελέσθηκε ήδη με την σύνταξη των ως άνω προηγηθέντων αυτής συμβολαίων γονικής παροχής. Πρέπει, επομένως να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ πέμπτος λόγος του κύριου δικογράφου της αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο καθό μέρος έκρινε επί της ως άνω αξιόποινης πράξης, καθώς και ως προς τη διάταξή της περί επιβολής συνολικής ποινής, να κηρυχθεί αθώα η κατηγορουμένη της πράξης αυτής, κατ' άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠΔ, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς επιμέτρηση και μόνο της επιβληθείσας για την άλλη κατ' εξακολούθηση τελεσθείσα αξιόποινη πράξη ποινής, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την με αριθμό 620/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μόνο κατά το μέρος που έκρινε επί της αξιόποινης πράξης της της απάτης, φερόμενης ως τελεσθείσα από την αναιρεσείουσα στην Αθήνα στις 31-8-2000 καθώς και κατά τη διάταξή τους για την επιβληθείσα σ' αυτήν συνολική ποινή.
Κηρύσσει αθώα την αναιρεσείουσα Χ1, του ότι στην Αθήνα στις 31-8-2000, από κοινού ενεργώντας, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση των τέκνων της εντός του γραφείου του .......... επί της οδού .........., παρέστησε ψευδώς στη Συμβολαιογράφο Ελευσίνας Καλομοίρας Αλτάνη ότι ήταν αποκλειστικοί συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα ποσοστά που αναφέρονται παραπάνω και την έπεισε, προσκομίζοντάς της τα με αριθ............ και ......... συμβόλαια γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ι. Ασημακοπούλου, να συντάξει και υπογράψει την υπ'αριθμ. ......... πράξη συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, με την οποία το επίδικο ακίνητο αποτέλεσε και πάλι χωριστή και διακεκριμένη ιδιοκτησία, με επιφάνεια 587,50 τ.μ., με δικαίωμα ανεγέρσεως επί αυτής κτιρίου καθόλο το επιτρεπόμενο ύψος και κατ' επιφάνεια κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της πρώτης κατηγορουμένης κατά τις κείμενες διατάξεις, το οποίο και ανήγειρε η τελευταία κατά το σύστημα της αντιπαροχής.
Παραπέμπει την υπόθεση, για επιμέτρηση της ποινής, ως προς την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση απάτης, που τελέσθηκε στον Πειραιά Αττικής την 1-4-1991, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 31-7-2006 αίτηση αναίρεσης και τους από 3-1-2007 πρόσθετους λόγους.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ