Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1616 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ’ εξακολούθηση, από δράστη που διαπράττει κατ’ επάγγελμα και συνήθεια. Ψευδορκία. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογία. Απορρίπτει αιτιάσεις: α΄) για επιλεκτική χρήση των αποδεικτικών μέσων, β΄) ότι το Συμβούλιο έκανε καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, γ΄) αιτιολογείται πλήρως η επιβαρυντική περίσταση του κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, δ΄) δεν συντρέχει λόγος αναστολής κατ’ άρθρο 60 του ΚΠΔ, ούτε εφαρμογής του άρθρου 57 του ίδιου Κώδικα, ούτε και διενέργειας περαιτέρω ανακρίσεως. Απορρίπτει.





Αριθμός 1616/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου X1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24.1.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 239/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 170/8.4.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 1/24-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 2/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Γρεβενών με το υπ'αριθμ. 15/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο X, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοιποίνων πράξεων: α) της απάτης κατ'εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, η δε συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 δραχμών και β) της ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 2/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 18-1-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε την 24-1-2008 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), αυτοπροσώπως από τον ίδιο ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 1/24-1-2008 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η παραβίαση του δεδικασμένου και η απόλυτη ακυρότητα. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα, επεκτείνεται δε και στο συναφές πλημμέλημα της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρ. 482 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ.). Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση αποζημιώσεως, τελεί δε σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις (ΑΠ 1844/2007). Με την έννοια αυτή περιουσιακή βλάβη θεωρείται τόσο η οριστική απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου, όσο και ο συγκεκριμένος κίνδυνος της οριστικής απώλειας αυτού. Η απειλή μειώσεως της περιουσίας είναι ενεστώσα ζημία, που συνίσταται σε πραγματική μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της περιουσίας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν απαιτείται ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εντεύθεν έπεται ότι παραπλανόμενος μπορεί να είναι και ο συμβολαιογράφος, όταν από τις ψευδείς παραστάσεις του δράστη, ότι αυτός ή ο δικαιοπάροχός του είναι κύριος του ακινήτου που δεν ανήκει πραγματικά σ'αυτόν, πείθεται και προβαίνει στη σύνταξη συμβολαίου μεταβιβάσεως κυριότητας σε τρίτο πρόσωπο ή στον ίδιο, από τη σύνταξη του οποίου ζημιώνεται ο αληθής κύριος. Ειδικότερα το έγκλημα της απάτης συντελείται αντικειμενικώς και όταν ο δράστης προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς Δημόσια αρχή και πείθει έτσι αυτήν να προβεί σε ενέργειες της αρμοδιότητάς της, από την οποία ζημιώνεται άλλος. Ως ζημία του τελευταίού θεωρείται και η μείωση της πραγματικής αξίας ορισμένου περιουσιακού στοιχείου του, η οποία οφείλεται στην προκαλούμενη από την ενέργεια της εν λόγω αρχής αβεβαιότητα της κυριότητας ή άλλου περιουσιακού δικαιώματός του επί του στοιχείου αυτού, καθώς και η δικαστική δαπάνη, στην οποία θα υποβληθεί ο αιτών για την διαδικαστική άρση της αβεβαιότητας αυτής (ΑΠ 1547/2007, ΑΠ 411/2007). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 2132/2007). Περαιτέρω κατά την παρ. 3 του άρθρου 386 Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' Π.Κ. όπως το εδάφιο αυτό (στ) προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του (ΑΠ 986/2007). Επανειλημμένη τέλεση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 2104/2007). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 Π.Κ. προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, αντικειμενικώς: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους, εντελούς γνώσεως, επιγνώσεως) ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση, με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και, αφετέρου, τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών (ΑΠ 2126/2007).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 1478/2007). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 159/2007, ΑΠ 345/2006). Περαιτέρω για την πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος είναι επιτρεπτή η συμπληρωματική ή και η εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία, ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 1364/2006). Τέλος η κατά τα ανωτέρω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι. Όταν όμως ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο ή το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφαση ή στο βούλευμα ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού η αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς διαλαμβάνεται στην κύρια αιτιολογία του βουλεύματος για την παραπεμπτική του κρίση (ΑΠ 2132/2007, ΑΠ 1570/2007). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα "από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και αυτά που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών-αναιρεσείων, τις απολογίες των κατηγορουμένων", προέκυψαν τα εξής:
Ο εκκαλών κατηγορούμενος, X1, κάτοικος ..., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν στην περιοχή του ορεινού όγκου των ... και πλησίον των ήδη λειτουργούντων τουριστικών χιονοδρομικών κέντρων (...) είχε αρχίσει εντεινόμενη συνεχώς η τουριστική και οικονομική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, λόγω της αυξημένης παρουσίας τουριστών χειμερινού κυρίως τουρισμού, με συνέπεια την παράλληλη αύξηση και της οικιστικής ανάπτυξης, λόγω της ζήτησης τουριστικών καταλυμάτων για την καλύτερη εξυπηρέτηση των εποχούντων τουριστών, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της αύξησης των αξιών των ακινήτων στην περιοχή του ...,, της οποίας είναι γνώστης, καθόσον κατάγεται από αυτή και έχει διατελέσει και Πρόεδρος της ομώνυμης Κοινότητας επί δύο (2) τετραετίες, καθώς και μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου και η οποία (περιοχή ...) βρίσκεται πλησίον του ορεινού όγκου της ... στο Νομό ..., ήλθε σε επαφή με τρίτους επενδυτές, οι οποίοι εκδήλωναν ενδιαφέρον να προβούν σε αγορές τεμαχίων γης στο ... προς σκοπό περαιτέρω επενδυτικής-τουριστικής αξιοποίησης τους, εμφανιζόμενος προς αυτούς είτε ως ιδιοκτήτης γεωτεμαχίων, είτε παράλληλα ως εκπροσωπών "ομάδες" ιδιοκτητών γεωτεμαχίων από το ..., που ενδιαφέρονταν να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν κατά κυριότητα τις ιδιοκτησίες τους. Στο πλαίσιο αυτό των ενεργειών του ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος επιπλέον και το γεγονός ότι, α) οι περισσότεροι από τους εγκαλούντες δεν ασκούσαν, για υποκειμενικούς ο καθένας λόγους, κατά τον παρελθόντα χρόνο, συνεχή εποπτεία και ενδελεχή έλεγχο επί των κειμένων στην περιοχή του ... ιδιοκτησιών τους (αγροτεμαχίων) και β) στην ευρύτερη ορεινή περιοχή των ... δεν υπάρχουν από το παρελθόν τίτλοι ιδιοκτησιών των ακινήτων και οι περισσότεροι ερείδουν το δικαίωμα κυριότητας επί των ακινήτων τους σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης, με την υπερεικοσαετή άσκηση νομής (άρθρο 1045 ΑΚ), εμφάνιζε από κοινού με τους συγκατηγορουμένους, αλλά και κατά μόνας, τμήματα αγροτικής γης στην ευρύτερη κτηματική περιοχή του ... ως ανήκοντα είτε στην κυριότητα του είτε στην κυριότητα των συγκατηγορουμένων του, των οποίων άλλοτε ενεργούσε ως ειδικός πληρεξούσιος στις συμβολαιογραφικές μεταβιβάσεις προς τρίτους επενδυτές και άλλοτε ως μάρτυρας, βεβαιώνοντας ενόρκως την υποτιθέμενη κυριότητα των συγκατηγορουμένων του επί των αγρών αυτών, παρόλο που τόσο ο ίδιος όσο και οι συγκατηγορούμενοί του γνώριζαν ότι το πραγματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς των μεταβιβαζόμενων αγρών δεν ήταν αυτό που εμφανίζονταν στα σχετικά συμβόλαια αγοραπωλησίας και τα ειδικά συμβολαιογραφικά πληρεξούσια που συντάσσονταν και υπογράφονταν για το σκοπό αυτό, έχοντας ως σκοπό να αποκομίσει αυτός και οι συγκατηγορούμενοί του παράνομο περιουσιακό όφελος από τις μεταβιβάσεις γης, βλάπτοντας τους πραγματικούς κυρίους των ακινήτων και τους αγοραστές με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών. Συγκεκριμένα, ενεργώντας από κοινού με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, πλην του 5ου εξ αυτών X5), αλλά και μόνος του, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε και αποπειράθηκε να βλάψει ξένη περιουσία με την επιχείρηση πράξης, που συνιστούσε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πείθοντας άλλον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, στην πράξη του δε αυτή προέβη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα, 1) στα ... στις ..., μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τη συγκατηγορούμενή του X2, σύζυγο του, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι η παραπάνω συγκατηγορούμενή του είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 35.140,00 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό 6763/13-12-2002 συμβολαίου δωρεάς, δυνάμει του οποίου αυτός με, την ιδιότητα του ως δωρεοδόχος, φερόταν ότι απέκτησε κατά κυριότητα το εν λόγω. ακίνητο, ενώ η αλήθεια είναι ότι η X2 δεν ήταν κυρία ολόκληρου του ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 4.800,00 τ.μ. ανήκε στην κυριότητα του εγκαλούντος Ψ1 κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου, στον οποίο είχε περιέλθει από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1988 πατέρα του, την οποία αυτός αποδέχθηκε με τη με αριθμό .../... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γρεβενών Αθανάσιου Γάγαλη, νομίμως μεταγραμμένης στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ακινήτου. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ μέρους του τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία του τμήματος του δωρηθέντος ακινήτου, επί του οποίου η δωρήτρια δεν είχε κυριότητα, ύψους 1.200.000 δραχμών ή 3.521,64 ευρώ, βλάπτοντας ισόποσα τον εγκαλούντα - πραγματικό κύριο του ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνει με την ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών και του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ο εγκαλών, Ψ1, γεωπόνος, κάτοικος ..., ο οποίος με σαφήνεια καταθέτει ότι ο 1ος κατηγορούμενος και η 2η κατηγορούμενη, σύζυγος του, γνώριζαν τα όρια των ιδιοκτησιών στην περιοχή του ανωτέρω ακινήτου και παρά το γεγονός αυτό, εν γνώσει τους εμφανίζουν στο ανωτέρω συμβόλαιο δωρεάς το δωρηθέν ακίνητο να συνορεύει με ιδιοκτησία κληρονόμων Α, αποσιωπώντας με τον τρόπο αυτό την ύπαρξη ιδιοκτησίας του εγκαλούντος και των συνιδιοκτητών του, Α1, Α2, Α3 και Α4, αφού η 2η κατηγορούμενη εμφανίζεται στο ανωτέρω συμβόλαιο δωρεάς και στο σχετικό τοπογραφικό ως κύριος έκτασης 35.140,00 τ.μ., ενώ στην πραγματικότητα ο αγρός της κυριότητας της στην περιοχή δεν υπερβαίνει τα τρία (3) στρέμματα. Με τον τρόπο αυτό οι 1ος και 2η των κατηγορουμένων ενσωματώνουν στην ιδιοκτησία τους ολόκληρη την ιδιοκτησία του ανωτέρω εγκαλούντος και των συνιδιοκτητών του. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο εν λόγω συμβόλαιο δωρεάς η 2η κατηγορούμενη επικαλείται κτήση κυριότητας του αγρού των 35.140,00 τ.μ. με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), με άτυπη δωρεά το έτος 1960 από τη μητέρα της, ενώ ο ανωτέρω εγκαλών με προγενέστερη κατά πολύ (1996) του συμβολαίου της δωρεάς αποδοχή κληρονομιάς με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή του στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τόμος 629 και με αριθμό 13 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γρεβενών). Ο δε δικαιοπάροχος του εγκαλούντος, όπως αναφέρεται στην αποδοχή κληρονομιάς, είχε αποκτήσει την κυριότητα του αγρού του αυτού από αγορά με το με αριθμό .../... συμβόλαιο αγοραπωλησίας του άλλοτε Συμβολαιογράφου Γρεβενών Αθανασίου Σούλη, μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ανωτέρω υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 11 και με αριθμό 118, στοιχείο που ενισχύει έτι περαιτέρω τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα όρια του ακινήτου του εγκαλούντος, όπως αυτά περιγράφονται στον ανωτέρω τίτλο κτήσης του δικαιοπαρόχου του αλλά και του δικού του, τόσο πριν όσο και μετά τη διόρθωση ως προς το εμβαδόν του τίτλου, με το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Αικατερίνης Χαλατσόγλου (μεταγράφηκε στον τόμο ... και με αριθμό ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γρεβενών), δεν αναφέρουν ως όριο τυχόν ιδιοκτησία της 2ης κατηγορούμενης στο σημείο του επιδίκου. Σε αντίθετη κρίση του Συμβουλίου σχετικά με τα παραπάνω δε μπορεί να οδηγήσει από μόνη της η με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Γρεβενών Μενέλαου Παπαϊωάννου του Α6, κατοίκου ..., συγγενούς του εγκαλούντος Ψ1, που προσκομίζει ο 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος (ενόρκως βεβαιών) καταθέτει ότι ο αγρός του εγκαλούντος βρίσκεται σε άλλο σημείο στην περιοχή, με άλλα όρια και δεν έχει έκταση 4.800,00 τ.μ. αλλά 3 στρέμματα, πλην, όμως, δε δίνει πειστική εξήγηση γιατί στο παλαιό συμβόλαιο του έτους 1946 του δικαιοπαρόχου του εγκαλούντος αναφέρονται τα όρια που αναφέρει και ο εγκαλών, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο εγκαλών διευκρινίζει ότι τα τρία (3) στρέμματα του αγρού του είναι τα παλαιά στρέμματα, τα οποία αντιστοιχούν σε 4.800,00 περίπου σήμερα, στοιχείο που ενισχύεται και από το παλαιό συμβόλαιο του δικαιοπαρόχου του που αναφέρει τον αγρό του εγκαλούντος ως εκτάσεως (3) (παλαιών) στρεμμάτων το έτος 1946. Σημειωτέον ότι ύστερα από την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής από τον παθόντα Ψ1, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 58/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Γρεβενών με την οποία ο ανωτέρω αναγνωρίστηκε κύριος της επίμαχης έκτασης. 2) Στα ... στις 12-3-2003, μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ3, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι ο παραπάνω συγκατηγορούμενός του είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 14.664,68 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό .../... συμβολαίου αγοραπωλησίας, δυνάμει του οποίου αυτός με την ιδιότητα του ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του, πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στον εαυτό του με αυτοσύμβαση το εν λόγω ακίνητο, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 2.740,00 ΕΥΡΩ, παριστάνοντας επιπλέον εν γνώσει του ψευδώς ότι για την αγοραπωλησία κατέβαλε στο συγκατηγορούμενό του πωλητή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, ενώ η αλήθεια είναι ότι αφενός μεν ο πωλητής δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 6.300,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ2, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη δωρεά προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης, αφετέρου δε ότι η αγοραπωλησία ήταν εικονική και ουδέποτε αυτός κατέβαλε τίμημα. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ του τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία του τμήματος του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου ο πωλητής δεν είχε κυριότητα, ύψους 12.000.000 δραχμών ή 35.216,43 ευρώ, βλάπτοντας ισόποσα τον ανωτέρω εγκαλούντα - πραγματικό κύριο του ακινήτου. 3) Στα ... στις 21-3-2003 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους Β1 και Β2 ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του ανωτέρω (υπό στοιχ. Α') αγρού στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 14.664,68 τ.μ. και με τον τρόπο τους έπεισε να προβούν στην αγορά του εν λόγω ακινήτου για την οποία (αγορά) συντάχθηκε το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, ενώ η αλήθεια είναι, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο δικαιοπάροχός του δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 6.300,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ2, στον οποίο είχε περιέλθει, κατά τα ανωτέρω από άτυπη δωρεά προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και συνεπώς, ουδέποτε μεταβιβάσθηκε νόμιμα σε αυτόν η κυριότητα του όλου ακινήτου. Στην πράξη του ο 1ος κατηγορούμενος προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο μέρος του τιμήματος που εισέπραξε για την αγοραπωλησία και αντιστοιχούσε στο τμήμα του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου αυτός δεν είχε κυριότητα, πραγματικού ύψους 12.000.000 δραχμών ή 35.216,43 ΕΥΡΩ, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τον εγκαλούντα, πραγματικό κύριο του ακινήτου, όσο και τους εν λόγω αγοραστές. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών του εγκαλούντος Ψ2 και ενισχύονται, α) από τη με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Γρεβενών των, Γ1, Γ2, γεννημένων στο ..., κατοίκων ... και Γ3, κατοίκου ..., Προέδρου του Τοπικού Συμβουλίου ..., οι οποίοι, είναι γνώστες της περιοχής και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των αγρών του ... και ιδιοκτήτες όμορων με του ανωτέρω εγκαλούντα αγρών στην εν λόγω θέση και οι οποίοι αναφέρουν λεπτομερώς διακατοχικές πράξεις του εδώ εγκαλούντος, του δικαιοπαρόχου πατρός του, Ψ, ήδη από τη δεκαετία το 1950 επί του αγρού των 6.300,00 τ.μ. στην περιοχή ... και β) από τη με αριθμό .../... δήλωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Γρεβενών Μενέλαου Παπαϊωάννου του Δ , κατοίκου ..., καταγόμενου από το ..., όπου και γεννήθηκε, ο οποίος με την ανωτέρω δήλωση του ανακαλεί τη με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση του ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου, ισχυριζόμενος ότι από παραδρομή βεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος Χ3 είχε ιδιοκτησία στην περιοχή ... εκτάσεως 15 στρεμμάτων περίπου. Μάλιστα, ο εγκαλών, Ψ2, αναφέρει ότι ο 1ος κατηγορούμενος του προσέφερε χρηματικό ποσό για να μην προχωρήσει σε υποβολή μηνύσεως σχετική με την υπόθεση εναντίον του. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί του εγκαλούντος ενισχύονται και από το γεγονός ότι στις προσκομιζόμενες από αυτόν φωτογραφίες του επιδίκου, ανάμεσα στην ιδιοκτησία του και σ' αυτή του Χ1 εμφανίζεται φυσική αλλαγή στην κλίση του εδάφους (διάραχο) που υποδηλώνει όριο μεταξύ των δύο αγρών. Σημειωτέον ότι, ναι μεν ύστερα από αγωγή του παθόντος Ψ2, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 119/2005 απορριπτική απόφαση του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, πλην όμως κατ' αυτής ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, το οποίο με την υπ' αριθ. 7/2007 απόφαση του, δέχτηκε την έφεση και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, που μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί. 4) Στα ... στις 26-5-2003, μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ5, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι ο πρώτος από τους συγκατηγορουμένους του Χ4 είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 13.600,25 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό .../... συμβολαίου αγοραπωλησίας, δυνάμει του οποίου ο παραπάνω συγκατηγορούμενός του, εκπροσωπούμενος με ειδικό πληρεξούσιο από τη Χ5, πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα σε αυτόν το εν λόγω ακίνητο, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 7.700,00 ΕΥΡΩ, παριστάνοντας επιπλέον εν γνώσει του ψευδώς ότι για την αγοραπωλησία κατέβαλε στο συγκατηγορούμενό του πωλητή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, ενώ η αλήθεια είναι ότι αφενός μεν ο πωλητής δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού, α) τμήμα έκτασης 3.000,00 τ.μ. περίπου ανήκε στην κυριότητα του εγκαλούντος Ψ3, στον οποίο είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1976 πατρός του και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και β) τμήμα έκτασης 1.970,00 τ.μ. ανήκε στην κυριότητα του εγκαλούντος Ψ4, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη παραχώρηση από τον πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης, αφετέρου δε ότι η αγοραπωλησία ήταν εικονική και ουδέποτε αυτός κατέβαλε τίμημα. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ μέρους του τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία των τμημάτων του πωληθέντος ακινήτου, επί των οποίων ο πωλητής δεν είχε κυριότητα, ύψους 4.411,50 και 11.562,737 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, βλάπτοντας ισόποσα τους εγκαλούντες, πραγματικούς κυρίους του ακινήτου. 5) Στα ... στις 27-6-2003 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον Ψ5 ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του ανωτέρω αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 13.600,25 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό τον έπεισε να προβεί στην αγορά του εν λόγω ακινήτου, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 7.750,00 ΕΥΡΩ, για την οποία (αγορά) συντάχθηκε το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, ενώ η αλήθεια είναι, όπως προαναφέρθηκε (βλ. στοιχ. Α'), ότι ο δικαιοπάροχος του δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά τμήματος αυτού, αφού α) τμήμα έκτασης 3.000,00 τ.μ. περίπου ανήκε κυριότητα του εγκαλούντος Ψ3, στον οποίο είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1976 πατέρα του και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και β) τμήμα έκτασης 1.970,00 τ.μ. ανήκε στην κυριότητα του έτερου εγκαλούντος Ψ4, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη παραχώρηση από τον πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης, και συνεπώς, ουδέποτε μεταβιβάσθηκε νόμιμα σε αυτόν η κυριότητα του όλου ακινήτου. Στην πράξη του αυτή ο 1ος κατηγορούμενος προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο μέρος του τιμήματος, που εισέπραξε για την αγοραπωλησία και αντιστοιχούσε στα τμήματα του πωληθέντος ακινήτου, επί των οποίων αυτός δεν είχε κυριότητα, πραγματικού ύψους 4.411,50 ΕΥΡΩ και 11.562,737 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τους εγκαλούντες - πραγματικούς κυρίους του ακινήτου, όπως προαναφέρθηκε όσο και τον αγοραστή. 6) Στα Γρεβενά, στις 1-8-2003, ο 1ος κατηγορούμενος παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον Ψ6 ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 5.170,00 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό τον έπεισε να προβεί στην αγορά του εν λόγω ακινήτου, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 3.100,00 ΕΥΡΩ, για την οποία (αγορά) συντάχθηκε το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, ενώ η αλήθεια είναι ότι ο δικαιοπάροχος του δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 3.817,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ4, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη παραχώρηση προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και συνεπώς, ουδέποτε μεταβιβάσθηκε νόμιμα σε αυτόν η κυριότητα του όλου ακινήτου. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο μέρος του τιμήματος που εισέπραξε για την αγοραπωλησία και αντιστοιχούσε στο τμήμα του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου αυτός δεν είχε κυριότητα, πραγματικού ύψους 7.634.005,2 δραχμών ή 22.403,537 ΕΥΡΩ, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τον ανωτέρω εγκαλούντα πραγματικό κύριο, όσο και τον αγοραστή. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν με τις ένορκες καταθέσεις τους τόσο κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση όσο και ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών, α) οι εγκαλούντες Ψ3 και Ψ4. Μάλιστα ο πρώτος καταθέτει ότι επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο Χ4 στην οικία του στο ..., ο οποίος, παρουσία της συζύγου του Ψ3 και του ίδιου του Ψ4, παραδέχθηκε ότι ο αγρός του στην ανωτέρω θέση δεν ήταν τόσο μεγάλης έκτασης ώστε να φθάνει στην επαρχιακή οδό ..., όπως εμφανίζεται στο ανωτέρω συμβόλαιο μεταβίβασης προς τον 1° κατηγορούμενο, β) η Ψ7, σύζυγος του πρώτου εγκαλούντος, η οποία επιβεβαιώνει τα παραπάνω και καταθέτει επίσης ότι ο 1ος κατηγορούμενος επιδίωξε συμβιβασμό με το σύζυγο της και γ) ο Γ3, Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου ... (βλ. και ανωτ.), ο οποίος αναφέρει ότι ο 1ος κατηγορούμενος τελεί εν γνώσει ότι τα ακίνητα που μεταβιβάζει δεν του ανήκουν κατά κυριότητα και ενεργεί με τον τρόπο αυτό για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη (χρηματικά ποσά από τις φερόμενες ως πωλήσεις), ενώ αναφέρει επίσης ότι πολλά από τα ακίνητα τρίτων στο ... εμφανίζονταν από τον 1° κατηγορούμενο προς πώληση σε εφημερίδες της ... . Ειδικότερα, ως προς το ακίνητο του εγκαλούντος Ψ4, ο εν λόγω μάρτυρας καταθέτει ότι ο 1ος κατηγορούμενος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο αδελφός του Ψ4,
Ψ8, του πώλησε 5 στρέμματα και συμπεριέλαβε στη μεταβιβαζόμενη έκταση και την ιδιοκτησία του Ψ7 εν γνώσει του. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην από 30.05.2005 ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Πταισματοδίκη Βέροιας, ο εν λόγω αδελφός του Ψ4, Ψ8, αναφέρει με έκπληξη, ερωτηθείς σχετικά, ότι στο συμβόλαιο με το οποίο αυτός φέρεται να πώλησε την ιδιοκτησία του, εκπροσωπούμεvoς από τον 1° κατηγορούμενο με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο μέχρι τότε δεν είχε αναγνώσει, δεν περιγράφεται το δικό του ακίνητο αλλά διαφορετικό (μεγαλύτερο). Ο εν λόγω μάρτυρας επιβεβαιώνει επιπλέον την ύπαρξη όμορου με το δικό του ακινήτου του αδελφού του, Ψ4, στοιχείο που αβάσιμα αρνείται ο 1ος κατηγορούμενος, αναφέρει δε κλείνοντας την κατάθεσή του, ότι ο 1ος κατηγορούμενος του είχε ζητήσει πληρεξούσιο για να μεταβιβάσει τον αγρό του, τονίζοντας του ότι ήθελε να αγοράσει και τα όμορα για να τα μεταβιβάσει σε μία εταιρεία. Τέλος, ενισχυτικό επίσης της κατηγορίας ως προς το ακίνητο του εγκαλούντος Ψ4, είναι και το γεγονός ότι στο από Μαΐου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλ. πολ. μηχανικού Ε, που επισυνάπτεται στο με αριθμό .../... συμβόλαιο, με το οποίο ο Χ4, εκπροσωπούμενος από τη Χ5, φέρεται να μεταβιβάζει τον αγρό των 13.600,25 τ.μ. στον 1° κατηγορούμενο, τα όρια του μεταβιβαζόμενου ακινήτου υποδεικνύει ο ίδιος ο 1ος κατηγορούμενος (φερόμενος αγοραστής), παρόλο που κατά το σύνηθες στην υπόδειξη αυτή προβαίνει ο εκάστοτε πωλητής, αρχικός κύριος. Σημειωτέον ότι το Ειρηνοδικείο Γρεβενών με τις υπ' αριθ. 14 και 16/2005 αποφάσεις του, αναγνώρισε ως κύριο της επίμαχης έκτασης τον εγκαλούντα Ψ4. Κατά των ως άνω αποφάσεων ασκήθηκαν εφέσεις και από τον κατηγορούμενο, επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 43 και 44/2006 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, διατάξασες πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τη ταυτότητα του επίμαχου ακινήτου, χωρίς μέχρι σήμερα να έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις επ' αυτών. 7} Στα ... στις 11-12-2003, ο 1ος κατηγορούμενος, μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του, Χ6, Χ7, Χ8 και Χ9, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι οι παραπάνω συγκατηγορούμενοί του είναι αποκλειστικοί συγκύριοι ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 19.460,00 τ.μ., και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό .../... συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου, δυνάμει του οποίου αυτός, με την ιδιότητα του ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό των συγκατηγορουμένων του, πώλησε και μεταβίβασε την κυριότητα ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου κοινά, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία στους ΣΤ και Ζ, ενώ η αλήθεια ήταν ότι οι συγκατηγορούμενοί του δεν ήταν συγκύριοι ολόκληρου του ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 4.000,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ9, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη δωρεά προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1949 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ μέρους τους τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία του τμήματος του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου οι πωλητές δεν είχαν κυριότητα, ύψους 12.000,00 ευρώ, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τον εγκαλούντα - πραγματικό κύριο όσο και τους αγοραστές. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τις σαφείς και λεπτομερείς ένορκες καταθέσεις, α) του εγκαλούντος Ψ9, τόσο ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών όσο και κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, β) του συγγενούς του και κυρίου όμορου ακινήτου με αυτό του εγκαλούντος, Η, κατοίκου Γρεβενών και γ) τη με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Γρεβενών Θεολογίας Παθανασίου, που προσκομίζει ο ανωτέρω εγκαλών, στην οποία οι ενόρκως βεβαιούντες, Θ, κάτοικος ... και Η, κάτοικος ..., περιγράφουν με σαφήνεια και λεπτομερώς, από ιδία αντίληψη, τη θέση, τα όρια και την έκταση της επίδικης ιδιοκτησίας του εγκαλούντος Ψ9, τον τρόπο με τον οποίο την απέκτησε από τον πατέρα του και τις συνεχείς πράξεις νομής του επ' αυτής. Ενισχυτικό, επίσης, της κατηγορίας και της παραβατικής συμπεριφοράς του 1ου κατηγορουμένου είναι και το γεγονός ότι στο από 16.12.2001 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλ. πολ. μηχανικού Ε, που επισυνάπτεται στο ανωτέρω, με αριθμό .../... συμβόλαιο, τα όρια του μεταβιβαζόμενου ακινήτου υποδεικνύει ο ίδιος ο 1ος κατηγορούμενος (ειδικός πληρεξούσιος των πωλητών) και όχι οι ίδιοι οι πωλητές, ως οι άμεσα ενδιαφερόμενοι για τη δικαιοπραξία της πώλησης. 8) Στα ... στις 27-6-2002 και στις 31-10-2003, ο 1ος κατηγορούμενος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το ποινικό αδίκημα της απάτης, δηλαδή να βλάψει ξένη περιουσία με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, επιχείρησε πράξη που περιείχε αρχή εκτέλεσης αυτού, πλην όμως δεν την ολοκλήρωσε όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια. Ειδικότερα, α) κατά τη δικάσιμο της 27-6-2002 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, αμυνόμενος στην από 4-6-2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής των Ψ10 και Χ1 εναντίον του, ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι το επίδικο ακίνητο βρισκόταν στη νομή του, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσήγαγε το μάρτυρα Α4 και έκανε επίκληση της μαρτυρίας του στο σημείωμα του, ο οποίος κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι το επίδικο βρισκόταν στη νομή του, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι το επίδικο ακίνητο (αγρός 3.085,00 τ.μ. στην περιοχή ...) βρισκόταν στη νομή των αιτούντων αντιδίκων του, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με την αξία του επίδικου ακινήτου, δηλαδή 2.000,00 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των αντιδίκων του. Πλην όμως, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια, καθώς το Δικαστήριο δεν πείσθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς του, εκδίδοντας τη με αριθμό 141/2002 οριστική απόφαση, που δικαίωσε τους αντιδίκους του, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την με αριθμό 9/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών και β) κατά τη δικάσιμο της 31-10-2003 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, αμυνόμενος στην από 9-7-2003 εμπράγματη αγωγή των ίδιων παραπάνω προσώπων εναντίον του, ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι η κοπή ενός δένδρου έλαβε χώρα σε έναν άλλο αγρό των εναγόντων και όχι στον επίδικο, στη νομή του οποίου βρισκόταν ο ίδιος, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσκόμισε τις με αριθμούς ... και .../... ένορκες βεβαιώσεις, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι η κοπή του δέντρου έλαβε χώρα στον επίδικο αγρό, στη νομή του οποίου βρίσκονταν οι αντίδικοι του, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με την αξία του επίδικου ακινήτου, δηλαδή 2.000,00 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των αντιδίκων του, πλην, όμως, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια, καθώς το Δικαστήριο δεν πείσθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς του, εκδίδοντας τη με αριθμό 13/2004 οριστική απόφαση, που δικαίωσε τους αντιδίκους του και κατέστη τελεσίδικη με την με αριθμό 109/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τις ένορκες καταθέσεις στον Ανακριτή Γρεβενών, αλλά και κατά την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση, των εγκαλούντων Ψ10 και Χ1, καθώς και από το με αριθμό πρωτ. .../ΔΑΣ-11237/09.01.2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών ..., στο οποίο αναφέρεται ότι στον αγρό του Ψ10 το έτος 1969 παραχωρήθηκε άδεια ξύλευσης-υλοτομίας, ενώ ενισχύονται και από το σκεπτικό των ανωτέρω αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, που δέχθηκαν συνεχή άσκηση νομής των εγκαλούντων και όχι του 1ου κατηγορούμενου. Με όλες τις παραπάνω εξακολουθητικές πράξεις του ο 1ος κατηγορούμενος σκόπευε να αποκομίσει περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ΕΥΡΩ, αφού η συνολική αξία των επίμαχων ακινήτων ανερχόταν στο ποσό των 144.306,49 ΕΥΡΩ (3.521,64€ + 35.216,43€ + 4.411,50€ + 11.562,737€ + 12.000,00€ + 35.216,43€ + 4.411,50€ + 11.562,737€ + 22.403,537€ + 2.000,00€ + 2.000,00€), με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εγκαλούντων και των αγοραστών, είχε δε σκοπό, όπως προκύπτει από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης του, να πορισθεί σταθερό εισόδημα και είχε σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. 9] Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο 1ος κατηγορούμενος, στα ... στις 20 Νοεμβρίου 2003 (20.11.2003), εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Ειδικότερα, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του συμβολαιογράφου Γρεβενών Μενέλαου Παπαϊωάννου κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι ο Κ1 ήταν μέχρι το έτος 1996 κύριος, κάτοχος και ιδιοκτήτης, μεταξύ άλλων, και ενός αγρού 16 περίπου στρεμμάτων στη θέση ... στην κτηματική περιοχή ... του Δήμου ..., που συνορεύει γύρωθεν, με ιδιοκτησία Λ, ιδιοκτησία κληρονόμων Κ και Μ, με πρανές και πέραν αυτού με επαρχιακή οδό ... και ιδιοκτησία κληρονόμων Ν (στην κατεύθυνση Κοινότητας ...) και με ιδιοκτησίες Χ και Ψ, τον οποίο μεταβίβασε το 1997 στα παιδιά του, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι η κυριότητα τμήματος του προαναφερόμενου αγρού, έκτασης 4.960,70 τ.μ., είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον Ξ δυνάμει του με αριθμό .../... συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Τιρνάβου Λάρισας Παρθένας Παπαδοπούλου, ενώ η ψιλή κυριότητα του υπόλοιπου ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου είχε περιέλθει από κοινού και κατά ίσα μερίδια στους α) Ψ14 και β) Ξ2, και η επικαρπία στην Ψ13, με το με αριθμό .../... συμβόλαιο γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου Τιρνάβου Λάρισας, Παρθένας Παπαδοπούλου. Προς βεβαίωση της παραπάνω μαρτυρίας του συνετάγη, μετά από την εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων, η με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση του παραπάνω συμβολαιογράφου. Τα ανωτέρω, ως προς την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας του εκκαλούντος - κατηγορούμενου, επιβεβαιώνουν με τις σαφείς ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών οι εγκαλούντες Ψ12 και Ψ13, οι οποίοι καταθέτουν, επίσης, ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει των προαναφερόμενων ψευδών περιστατικών ως προς τον επίδικο αγρό των 4.960,70 τ.μ., πρόθεση του δε ήταν να συνδράμει τους 7°, 8°, 9°, 10η και 11° των κατηγορουμένων στην τέλεση του αδικήματος της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, που διέπραξαν αυτοί σε βάρος των ανωτέρω εγκαλούντων, με σκοπό να κερδίσουν χρήματα ζημιώνοντας τους εγκαλούντες, καθόσον το τελευταίο διάστημα η αξία της γης στην περιοχή λόγω της τουριστικής ανάπτυξης είναι υψηλή. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω εγκαλούντες επικαλούνται κτήση συγκυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και συγκεκριμένα, με συνεχή και ανεπίληπτη σύννομη σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, από το έτος 1950 ο Ψ14 και από το έτος 1961 η Ψ13, μέχρι και το έτος 2002 οπότε και μεταβίβασαν το ιδανικό τους μερίδιο στα τέκνα τους λόγω γονικής παροχής, με τα με ανωτέρω, με αριθμούς .../... και .../..., αντίστοιχα, συμβόλαια γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Τυρνάβου Λάρισας Παρθένας Παπαδοπούλου, τα οποία μεταγράφηκαν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο ... και με αριθμούς ... και ... αντίστοιχα. Το ανωτέρω ιδανικό μερίδιο στη νομή του επιδίκου είχαν αποκτήσει με άτυπη μεταβίβαση, από τον πατέρα του Ψ12, ο πρώτος (Ψ14) και ομοίως από τον πατέρα της Ψ12 η Ψ13. Ειδικότερα, οι ανωτέρω άμεσοι δικαιοπάροχοι τους ασκούσαν επί του επιδίκου από κοινού φυσική εξουσίαση διάνοια συγκυρίου και συγκεκριμένα, το καλλιεργούσαν από κοινού, συνέλεγαν τους καρπούς του και το επόπτευαν από τυχόν διεκδικήσεις τρίτων, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν στη σύννομη του από κανέναν. Ο μάρτυρας αποδείξεως τους, Π, ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Γρεβενών κατά την εκδίκασης σχετικής αγωγής τους κατά των 7ου έως και 11ου των εδώ κατηγορουμένων (βλ. ειδ. τα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 98/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Γρεβενών προσκομιζόμενα πρακτικά), επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με τη συννομή του επιδίκου από τους άμεσους δικαιοπαρόχους τους, ενώ καταθέτει ότι το επίδικο καλλιεργούνταν από τους "Ψ12-14" μέχρι και το έτος 1949 με πατάτες, ενώ μετά το έτος 1949 συνέχισαν να το επιβλέπουν. Επίσης καταθέτει ότι το επίδικο ακίνητο συνορεύει από τη μία του πλευρά με τη δική του ιδιοκτησία στην ίδια περιοχή και από την άλλη πλευρά με την ιδιοκτησία Ψ3, ενώ αναφέρει ότι δε γνωρίζει να υπάρχει ιδιοκτησία της οικογένειας Κ στην ίδια περιοχή. Τα παραπάνω ενισχύουν έτι περαιτέρω την αποδιδόμενη στον εκκαλούντα κατηγορία της ψευδορκίας μάρτυρος, ενώ δεν αναιρούνται από τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς των συγκατηγορουμένων του, που διαλαμβάνονται στις απολογίες τους και στο κοινό απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσαν στον Ανακριτή Γρεβενών, καθόσον, α) και αυτοί επικαλούνται κτήση κυριότητας του επιδίκου από το δικαιοπάροχο τους, Κ, ως τμήματος του αγρού των 15.467,00 τ.μ., ομοίως με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι ο Κ αναμίχθηκε ενεργά στην κληρονομιαία περιουσία του πατρός του, Κ1, που απεβίωσε το έτος 1929 και έκτοτε άρχισε να ασκεί με καλή πίστη πράξεις νομής στο επίδικο που αρμόζουν στο κύριο, καλλιεργώντας επ' αυτού δημητριακά και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα μέχρι το έτος 1953, οπότε άρχισε να το εκμεταλλεύεται κτηνοτροφικά, ποτίζοντας και ξεκουράζοντας σ' αυτό τα αμνοερίφια που διατηρούσε, μετά δε το έτος 1965, οπότε και άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας με την όραση του, μέχρι και το έτος 1997 που το μεταβίβασε με το προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής ισομερώς κατ' ιδανικά μέρη στα ανωτέρω τέκνα του, το εκμίσθωνε σε τρίτους κτηνοτρόφους.
Συνεπώς, το γεγονός ότι το συμβόλαιο γονικής παροχής του φερόμενου ως δικαιοπαρόχου των κατηγορουμένων (έτος 1997) προηγείται χρονικά των συμβολαίων των εγκαλούντων προς τα τέκνα τους (2002) δεν αναιρεί την κατηγορία, καθόσον καταρτίσθηκε σε πρόσφατο χρόνο, β) η μάρτυρας των κατηγορουμένων στο ανωτέρω πολιτικό δικαστήριο, Κ2, σύζυγος του Χ10 (7ος κατηγορούμενος) και μητέρα του Κ1 (11ος κατηγορούμενος), επιβεβαιώνει μεν από την πλευράς της με την ένορκη κατάθεσή της (βλ. πρακτικά ανωτέρω απόφασης) τους ανωτέρω ισχυρισμούς των τελευταίων σχετικά με την κυριότητα του επιδίκου και τις πράξεις νομής επ' αυτού του δικαιοπαρόχου τους Κ, πεθερού της, η μαρτυρία της όμως αυτή στερείται αξιοπιστίας, λαμβανομένης υπόψη της συγγένειας της με τους κατηγορούμενους, αλλά και του ότι δεν αναφέρει συγκεκριμένα πρόσωπα κτηνοτρόφων που στο παρελθόν μίσθωναν από τον πεθερό της το επίδικο, μέχρι και τη μεταβίβαση του με γονική παροχή το έτος 1997 στα ανωτέρω τέκνα του, ενώ το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι αναφέρουν μίσθωση του αγρού μετά το έτος 1999 δεν ενισχύει τους ισχυρισμούς τους, λόγω της χρονικής εγγύτητας με την έναρξη της αντιδικίας τους με τους εγκαλούντες. Επίσης, η ανωτέρω μάρτυρας, ενώ καταθέτει ότι περί το έτος 1982 ο Κ1 αναζήτησε αγοραστές για τον όλο αγρό, οι οποίοι (ενδιαφερόμενοι αγοραστές), όμως, προσέφεραν μικρό τίμημα και γι' αυτό δεν επιτεύχθηκε τελικά συμφωνία, δεν αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα υποψηφίων αγοραστών και γ) το με αριθμό .../... συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Γρεβενών Αθανασίου Σιούλη και αφορά αγοραπωλησία αγρού μεταξύ τρίτων στην ίδια περιοχή, το οποίο εμφανίζει ως νότιο όριο του μεταβιβαζόμενου αγρού τον Κ, καθώς και οι από 02.11.1981 και 10.01.1982 ιδιωτικές επιστολές του Ρ προς τον τελευταίο, που προσκομίζουν οι κατηγορούμενοι, δε μπορούν να άγουν σε ασφαλή κρίση, καθόσον δεν αναφέρουν τα ακριβή όρια του αγρού του Κ στην ίδια περιοχή με το επίδικο. Επίσης, η κατηγορία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, α) οι κατηγορούμενοι εκμίσθωναν τον αγρό των 15.467,00 τ.μ. σε τρίτους καλλιεργητές κατά τα έτη 1999-2001 ούτε και από το ότι οι καλλιέργειες στο συγκεκριμένο αγρό του μισθωτή τους Σ ελέγχθηκαν κατά το έτος 2000 από την αρμόδια επιτροπή ελέγχου γεωργικής εκμετάλλευσης (βλ. σχετικά έγγραφα που προσκομίζουν οι 7ος έως και 11ος των κατηγορουμένων)* β) δήλωναν στο έντυπο Ε9 των φορολογικών τους δηλώσεων το συγκεκριμένο αγρό (βλ. σχετικό έγγραφο που αφορά το Κ4), γ) αξίωσαν με την από 02.12.2002 αγωγή τους κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Γρεβενών, που άσκησαν ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης, αποζημίωση για ζημίες που υπέστησαν στην ιδιοκτησία τους από τη διαπλάτυνση της επαρχιακής οδού που διέρχεται από το σημείο, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 365/2003 απόφαση που απέρριψε την αγωγή, καθόσον όλα τα ανωτέρω αναφέρονται ομοίως σε πρόσφατο χρόνο και δεν προσπορίζουν κυριότητα. Σε αντίθετη δε κρίση του Συμβουλίου δε μπορούν να οδηγήσουν οι ένορκες βεβαιώσεις και οι υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων, καθώς και τα πιστοποιητικά κυριότητας της Κοινότητας ..., που προσκομίζουν οι 7ος έως και 11ος των κατηγορουμένων, εκ των οποίων τα τελευταία θα πρέπει να σημειωθεί ότι συνιστούν βεβαιώσεις τρίτων που έχουν εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, αφού δεν αφορούν την προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση (βλ. σχετ. ΑΠ 1408/2001 ΕλλΔνη 43.1646 και Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 438, αριθμ. 24). Τέλος, ενισχυτικό της κατηγορίας σε βάρος των 1ου, 7ου έως και 11ου των κατηγορουμένων, είναι και το γεγονός ότι με τις από 18.01.2006 ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών οι Κ3 και Τ, καταγόμενοι από το ..., αναφέρουν ότι ο 1ος κατηγορούμενος κατέθεσε ψευδώς ως μάρτυρας ότι τα ακίνητα (αγροί) στην περιοχή του ... των Τ και του αδελφού του Τ1, εκτάσεως 5 και 6 στρεμμάτων, αντίστοιχα, ανήκαν στα αδέλφια Κ1, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να συντάξουν συμβόλαια με τα οποία αποκτούσαν την κυριότητα των ακινήτων αυτών. Μάλιστα, ο Κ3 καταθέτει ότι ο 1ος κατηγορούμενος σκοπό είχε να πουλήσει σε ενδιαφερόμενο αγοραστή από τη ... ενιαία έκταση 100 στρεμμάτων για τη δημιουργία αθλητικού κέντρου στην περιοχή και για το λόγο αυτό προέβαινε σε αγοραπωλησίες διαφόρων ακινήτων που ανήκαν σε τρίτους ώστε να καλύψει την έκταση που τον ενδιέφερε να πουλήσει. Αναφέρει επίσης ότι είχε συνεργάτες τα παιδιά του Κ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ως προς όλες τις κατηγορίες που αποδίδονται στον εκκαλούντα κατηγορούμενο, ενισχυτικό στοιχείο αποτελεί και το γεγονός ότι στις ορεινές περιοχές των ..., όπως είναι και το ..., αλλά και στην υπόλοιπη ορεινή ηπειρωτική Ελλάδα, δεν είναι σύνηθες το φαινόμενο της ύπαρξης από το παρελθόν ενιαίων αγροτεμαχίων μεγάλης έκτασης (15-16 στρέμματα όπως εν προκειμένω ισχυρίζονται οι ανωτέρω κατηγορούμενοι), καθόσον αυτό δεν ήταν εφικτό λόγω κυρίως της μορφολογίας του εδάφους (συνεχής εναλλαγή της γεωμορφολογίας, λόφοι, ρέματα, βουνά, μικροί ποταμοί ανάμεσα σε ορεινούς όγκους κλπ) και των ελλιπών τεχνικών μέσων, σε αντίθεση με τις πεδινές περιοχές της υπόλοιπης χώρας, όπου η επίπεδη και σε ενιαία μορφή διαμόρφωση του εδάφους ευνόησε την ανάπτυξη μεγάλων ενιαίων ιδιοκτησιών γης (πχ τσιφλίκια θεσσαλικού κάμπου), ακόμη και σε εποχές που δεν υπήρχαν ανάλογα τεχνικά μέσα με τα σημερινά. Ο εκκαλών με το απολογητικό του υπόμνημα και την απολογία του ισχυρίζεται ότι η αντιδικία προκλήθηκε από τους εγκαλούντες από προσωπικούς λόγους αντιζηλίας και φθόνου προς αυτόν, λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης του και της θέσης του. Η εξήγηση αυτή, ενόψει των ανωτέρω περιστατικών και της συνολικής αντιδικίας που προκλήθηκε, δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν είναι λογικό τόσο μεγάλος αριθμός διαφορετικών ατόμων να συνασπίζονται εναντίον ενός μόνο από λόγους προσωπικής αντιπάθειας και φθόνου. Τέλος, το γεγονός ότι με τη με αριθμό πρωτ. 51/ΔΑΣ-8381/11.09.2002 Πράξη Χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Ν. Γρεβενών, μετά από αίτηση του Υ, κατοίκου ..., υποψήφιου αγοραστή ευρύτερης έκτασης στην περιοχή του ... (βλ. ειδ. την ένορκη κατάθεση του εγκαλούντος Ψ1) με τη μεσολάβηση του 1ου κατηγορούμενου, χαρακτηρίσθηκε τμήμα γης, συνολικής εκτάσεως 95.697,75 τ.μ., ως γεωργική έκταση (θέσεις .. ή ... και ...), που στο συνημμένο σ' αυτή τοπογραφικό διάγραμμα περιλαμβάνει τις φερόμενες ως ιδιοκτησίες μεταξύ άλλων και των κατηγορουμένων, δε συνιστά ενισχυτικό των ισχυρισμών τους στοιχείο, καθόσον οι πράξεις χαρακτηρισμού δεν προσπορίζουν κυριότητα, η συγκεκριμένη, δε, εκδόθηκε με αίτηση του ανωτέρω υποψηφίου αγοραστή, ο οποίος τελικά, μετά την αντίδραση των εγκαλούντων, υπαναχώρησε από την αγορά της έκτασης. Εξάλλου, ματαίωση της πώλησης αυτής στο Υ συνομολογεί και ο εκκαλών στο απολογητικό του υπόμνημα προς τον Ανακριτή Γρεβενών, χωρίς όμως να δίνει επαρκείς εξηγήσεις για ποιο λόγο τελικά αυτή (ματαίωση) επήλθε. Τέλος, σε αντίθετη κρίση αναφορικά με τις προπεριγραφόμενες πράξεις που αποδίδονται στον εκκαλούντα, δε μπορούν να οδηγήσουν οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεώς του ενώπιον του ανακριτή Γρεβενών, καθόσον αυτές είναι γενικόλογες, με αναφορές κυρίως στο χαρακτήρα του και τον πρότερο βίο του. Ακόμη ο ισχυρισμός του εκκαλούντα ότι η αξία των επίμαχων ακινήτων δεν ανέρχεται στο ποσό που ισχυρίζονται οι εγκαλούντες αλλά είναι σαφώς μικρότερο, μη υπερβαίνον το ποσό των 15.000€, προβάλλεται αορίστως και δεν αποδεικνύεται από κανένα από τα προσκομιζόμενα από τον ίδιο στοιχεία και ειδικότερα από τα προσκομιζόμενα συμβόλαια αγοραπωλησιών, τα οποία αναφέρουν ως τίμημα το ποσό της αντικειμενικής αξίας των εν λόγω ακινήτων, ενώ είναι παγκοίνως γνωστό και αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας (ΚΠολΔ 336 § 4) ότι οι εμπορικές αξίες των ακινήτων είναι πολλαπλάσιες των αντικειμενικών. Ενισχυτικό της απόψεως αυτής αποτελεί το γεγονός ότι στο υπ' αριθ. .../... συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, συνομολογείται ποινική ρήτρα ανερχόμενη στο ποσό των 70.000€, ενώ το τίμημα της εν λόγω αγοραπωλησίας ορίζεται στο ποσό των 3.270€. Ακόμη, σχετικά με τους ισχυρισμούς των παθόντων Ψ6, Ψ5, Ψ14 και Ψ15, ότι δεν υπήρξαν θύματα της απατηλής συμπεριφοράς του εκκαλούντος, θα πρέπει να θεωρηθούν ως μη ανταποκρινόμενοι στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι τυχόν καταδίκη του εκκαλούντος για τις αποδιδόμενες σε βάρος του κατηγορίες, είναι προφανές ότι θα επηρεάσει δραματικά το κύρος και την ισχύ των συμβολαίων αγοράς που αυτοί συνήψαν με τον εκκαλούντα, θα αποτελέσει δε πρόκριμα στην υφιστάμενη αστική δικαστική διένεξη μεταξύ του εκκαλούντος και των πραγματικών κυρίων των επίμαχων ακινήτων.
5. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων της απάτης κατ'εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, η δε συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 δραχμών και της ψευδορκίας μάρτυρα.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 26, 27, 42 παρ. 1, 94, 98, 224 παρ. 1, 2 και 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα: α) η εξ ολοκλήρου αναφορά του προσβαλλομένου βουλεύματος στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δεν αποτελεί ελλιπή αιτιολογία, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, αφού η εισαγγελική αυτή πρόταση, περιέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήρη και απολύτως εμπεριστατωμένη αιτιολογία. β) Το Συμβούλιο μνημονεύει στο προσβαλλόμενο βούλευμά του κατά κατηγορίες (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες) όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να αναφέρει ποιά παραδοχή προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε ήταν αναγκαία η αξιολόγηση και αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθώς και η συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Επομένως το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του μόνο τις καταθέσεις των μηνυτών, ούτε έδωσε σ'αυτές μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, γ) όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο αναιρεσείων με το απολογητικό του υπόμνημα, καθώς και με την έκθεση εφέσεώς του δεν ήταν αυτοτελείς, κατά την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, αλλά απλοί υπερασπιστικοί και αρνητικοί της κατηγορίας και συνεπώς δεν είχε υποχρέωση το Συμβούλιο να απαντήσει σ'αυτούς και μάλιστα αιτιολογημένα. Πάντως το Συμβούλιο Εφετών απέκρουσε με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες όλους τους ανωτέρω αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα. δ) Πλήρως αιτιολογείται η κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τον κατηγορούμενο, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, το εν λόγω έγκλημα τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, παραδοχή, η οποία από μόνη της οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υφίσταται επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής και επομένως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, η συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, γεγονός που από μόνο του προσδίδει στην πράξη του αναιρεσείοντα κακουργηματικό χαρακτήρα. ε) Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, με τις οποίες επιχειρείται η αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου.
6. Κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσεως που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται όταν, σύμφωνα με το νόμο, χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Εξ άλλου κατά το άρθρο 61 του ίδιου Κώδικα, όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το δικαστήριο κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο ή το συμβούλιο έχει την εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, αρκεί μόνο να μην είναι από εκείνα, για τα οποία ο νόμος, προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίωξη, απαιτεί υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. Τούτο ισχύει μόνο για ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 329, 339 παρ. 3 και 355 ΠΚ. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να ανασταλεί η ποινική δίωξη και αν δεν διαταχθεί αναστολή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1γ' ΚΠΔ (ΑΠ 483/2006, ΑΠ 2174/2004). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων τόσο με το απολογητικό υπόμνημά του όσο και με το δικόγραφο της εφέσεως ζήτησε την αναστολή της εναντίον του ποινικής διαδικασίας μέχρι εκδόσεως αμετακλήτων αποφάσεων των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων, στα οποία εκκρεμούν δίκες μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων Ψ4, Ψ1, Ψ12 και Ψ2. Οι ανωτέρω όμως πολιτικές δίκες δεν αφορούν ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 329, 339 παρ. 3 και 355 ΠΚ. Πάντως το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε εκ του πράγματος το αίτημα αυτό του αναιρεσείοντα, αφού, σύμφωνα με τις αιτιολογημένες παραδοχές του, από τις υπάρχουσες αποδείξεις προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, ικανές για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όλα δε αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το εν λόγω αίτημα του αναιρεσείοντα υποβλήθηκε αορίστως, αφού δεν γίνεται αναφορά και επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να προσδιορίζουν το περιεχόμενο και την μορφή των οικείων αγωγών, τα στοιχεία των εναγόντων και των εναγομένων σε κάθε υπόθεση, καθώς και τα συγκεκριμένα πολιτικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εκκρεμούν οι υποθέσεις αυτές (ΑΠ 1851/2007).
7. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠΔ αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετακλήτως ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν έχει δοθεί σ'αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που συνεπάγεται την κήρυξη της νέας ποινικής διώξεως κατά του αυτού κατηγορουμένου ως απαράδεκτης, πρέπει να συντρέχουν, α) αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μία αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου (κατηγορουμένου) και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτήν. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παραβίαση του δεδικασμένου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. γ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υφίσταται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς παραπέμπεται να δικασθεί για την ίδια ακριβώς πράξη και όχι για άλλη συρρέουσα. Κατά συνέπεια δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο όταν το Δικαστήριο (ή το Συμβούλιο) εκτιμά ελευθέρως και περιστατικά αμετακλήτως κριθέντα με προηγούμενη απόφαση ή βούλευμα, εφόσον αυτά δεν ταυτίζονται κατ'αντικείμενο προς την κρινόμενη πράξη, που είναι αυτοτελής και συρρέει πραγματικά με την ήδη κριθείσα (ΑΠ 1411/2007). Περαιτέρω η Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που απορρίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 47 ΚΠΔ, την έγκληση ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, δεν αποτελεί αθωωτική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευμα, κατά την ανωτέρω έννοια, ώστε από την ύπαρξη αυτής να δημιουργείται δεδικασμένο. Η εν λόγω απορριπτική της εγκλήσεως Διάταξη παράγει μόνο προσωρινό δεδικασμένο και για τον λόγο αυτό ο Εισαγγελέας που την εξέδωσε δεν εμποδίζεται να επανέλθει, αν προκύψουν νέα στοιχεία, ικανά για να τον οδηγήσουν σε αντίθετη κρίση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον συναφή λόγο αναιρέσεως παραπονείται ότι, αναφορικά με την μερικότερη πράξη της απόπειρας απάτης σε βάρος των εγκαλούντων Ψ10 και Χ1, το προσβαλλόμενο βούλευμα παραβίασε το δεδικασμένο, διότι οι εγκαλούντες αυτοί υπέβαλαν εναντίον του την υπ'αριθ. ΒΜ 1082/2004 έγκλησή τους, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη αμετάκλητη υπ'αριθ. 27/2004 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γρεβενών. Σύμφωνα όμως με τα όσα προαναφέρθηκαν, από την απορριπτική αυτή Διάταξη δεν δημιουργείται δεδικασμένο, αφού αυτή (Διάταξη) δεν αποτελεί απόφαση ή βούλευμα. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της εν λόγω Διατάξεως, προκύπτει ότι με αυτήν απορρίφθηκε η ανωτέρω έγκληση των εγκαλούντων Ψ10 και Χ1 για την αξιόποινη πράξη της αυτοδικίας και όχι για την αληθώς συρρέουσα πράξη της απόπειρας απάτης, για την οποία πραγματεύεται το προσβαλλόμενο βούλευμα. Επομένως ο συναφής αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ το τέλος της κυρίας ανακρίσεως κηρύσσεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Για τον σκοπό αυτό τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, υποβάλλει το συντομότερο πρόταση στο Συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 314 του ίδιου ΚΠΔ αν η υπόθεση παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα έγγραφα αποστέλλονται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο δημόσιο κατήγορο ή στον Πταισματοδίκη και με την φροντίδα του επιδίδεται το βούλευμα στους διαδίκους. Αν το βούλευμα γίνει αμετάκλητο ο κατηγορούμενος καλείται στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 321. Όμως ούτε από τις διατάξεις αυτές, ούτε από κάποια άλλη διάταξη προβλέπεται και μάλιστα με ποινή ακυρότητας (απόλυτης ή σχετικής) υποχρέωση του ανακριτή ή του Δικαστικού Συμβουλίου να καταρτίζουν πίνακα των εγγράφων της δικογραφίας, στον οποίο να αναγράφονται αναλυτικά και ονομαστικά τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και εκείνα που έχει προσκομίσει και καταθέσει ο κατηγορούμενος. 'Αλλωστε με την μη αναφορά των εγγράφων αυτών δεν παραβιάζεται κανένα δικαίωμα από τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 ΚΠΔ, και κυρίως τα αναφερόμενα στην εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, καθώς και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως.
9. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 ΚΠΔ προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον Εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθούν συγκεκριμένες ανακριτικές ενέργειες σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, όπως εξέταση μαρτύρων ή προσκόμιση εγγράφων, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα, παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο (ΑΠ 1230/2007). Κατ'ακολουθίαν, ο συναφής λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το αίτημα του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να επισυναφθούν, ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν αντίγραφα του εντύπου Ε9 των φορολογικών δηλώσεων των εγκαλούντων, οικονομικού έτους 1997, καθώς και να κληθούν και να καταθέσουν οι μάρτυρες Ψ1, Φ και Ω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο με την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων που παραθέτει, πλήρως αιτιολογεί την κρίση του για την συνδρομή σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο για τις πράξεις που του αποδίδονται και ως εκ τούτου είναι αιτιολογημένη η σιωπηρή απόρριψη του ως άνω αιτήματος.
Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 1/14-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ...κατά του υπ'αριθ. 2/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 7 Απριλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, με αριθμό 1/24-1-2008, αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου Γρεβενών, κατά του υπ' αριθμό 2/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Δυτικής Μακεδονίας, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 15/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γρεβενών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Δυτικής Μακεδονίας, για να δικαστεί ως υπαίτιος α) της πράξης της κακουργηματικής απάτης, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και β) της ψευδορκίας μάρτυρα (386 παρ.1,3 και 224 του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας [ζημία], η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 3 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικώς με την παρ. 11 του άρθρου 11 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με την παρ. 4 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η απάτη λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, όταν τελείται κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρθρ. 5 του Ν. 2943/2001, των 15.000 Ευρώ. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ.1.1 της παρ.1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, που προστέθηκε με την υποπαράγραφο 1.1 της παρ.1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, για το άθροισμα του ποσού και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι, στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, ρύθμιση, δεν προβλεπόταν καθόλου προσδιορισμός ποσού. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ., όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης αυτού, δηλαδή προβεί σε ενέργεια η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατ' ευθεία στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του Π.Κ προκύπτει ότι για τον στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται αντικειμενικώς, α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας( πλήρους-εντελούς γνώσης- επίγνωσης), ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και αφετέρου, τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών. Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος, Χ1, κάτοικος ..., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν στην περιοχή του ορεινού όγκου των ... και πλησίον των ήδη λειτουργούντων τουριστικών χιονοδρομικών κέντρων (...) είχε αρχίσει εντεινόμενη συνεχώς η τουριστική και οικονομική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, λόγω της αυξημένης παρουσίας τουριστών χειμερινού κυρίως τουρισμού, με συνέπεια την παράλληλη αύξηση και της οικιστικής ανάπτυξης, λόγω της ζήτησης τουριστικών καταλυμάτων για την καλύτερη εξυπηρέτηση των εποχούντων τουριστών, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της αύξησης των αξιών των ακινήτων στην περιοχή του ..., της οποίας είναι γνώστης, καθόσον κατάγεται από αυτή και έχει διατελέσει και Πρόεδρος της ομώνυμης Κοινότητας επί δύο (2) τετραετίες, καθώς και μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου και η οποία (περιοχή ...) βρίσκεται πλησίον του ορεινού όγκου της ... στο Νομό ..., ήλθε σε επαφή με τρίτους επενδυτές, οι οποίοι εκδήλωναν ενδιαφέρον να προβούν σε αγορές τεμαχίων γης στο ... προς σκοπό περαιτέρω επενδυτικής-τουριστικής αξιοποίησης τους, εμφανιζόμενος προς αυτούς είτε ως ιδιοκτήτης γεωτεμαχίων, είτε παράλληλα ως εκπροσωπών "ομάδες" ιδιοκτητών γεωτεμαχίων από το ..., που ενδιαφέρονταν να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν κατά κυριότητα τις ιδιοκτησίες τους. Στο πλαίσιο αυτό των ενεργειών του ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος επιπλέον και το γεγονός ότι, α) οι περισσότεροι από τους εγκαλούντες δεν ασκούσαν, για υποκειμενικούς ο καθένας λόγους, κατά τον παρελθόντα χρόνο, συνεχή εποπτεία και ενδελεχή έλεγχο επί των κειμένων στην περιοχή του ... ιδιοκτησιών τους (αγροτεμαχίων) και β) στην ευρύτερη ορεινή περιοχή των ... δεν υπάρχουν από το παρελθόν τίτλοι ιδιοκτησιών των ακινήτων και οι περισσότεροι ερείδουν το δικαίωμα κυριότητας επί των ακινήτων τους σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης, με την υπερεικοσαετή άσκηση νομής (άρθρο 1045 ΑΚ), εμφάνιζε από κοινού με τους συγκατηγορουμένους, αλλά και κατά μόνας, τμήματα αγροτικής γης στην ευρύτερη κτηματική περιοχή του ... ως ανήκοντα είτε στην κυριότητα του είτε στην κυριότητα των συγκατηγορουμένων του, των οποίων άλλοτε ενεργούσε ως ειδικός πληρεξούσιος στις συμβολαιογραφικές μεταβιβάσεις προς τρίτους επενδυτές και άλλοτε ως μάρτυρας, βεβαιώνοντας ενόρκως την υποτιθέμενη κυριότητα των συγκατηγορουμένων του επί των αγρών αυτών, παρόλο που τόσο ο ίδιος όσο και οι συγκατηγορούμενοί του γνώριζαν ότι το πραγματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς των μεταβιβαζόμενων αγρών δεν ήταν αυτό που εμφανίζονταν στα σχετικά συμβόλαια αγοραπωλησίας και τα ειδικά συμβολαιογραφικά πληρεξούσια που συντάσσονταν και υπογράφονταν για το σκοπό αυτό, έχοντας ως σκοπό να αποκομίσει αυτός και οι συγκατηγορούμενοί του παράνομο περιουσιακό όφελος από τις μεταβιβάσεις γης, βλάπτοντας τους πραγματικούς κυρίους των ακινήτων και τους αγοραστές με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών. Συγκεκριμένα, ενεργώντας από κοινού με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, πλην του 5ου εξ αυτών, αλλά και μόνος του, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε και αποπειράθηκε να βλάψει ξένη περιουσία με την επιχείρηση πράξης, που συνιστούσε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πείθοντας άλλον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, στην πράξη του δε αυτή προέβη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα, 1) στα ... στις 13-12-2002, μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τη συγκατηγορούμενή του Χ2, σύζυγο του, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι η παραπάνω συγκατηγορούμενή του είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 35.140,00 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό 6763/13-12-2002 συμβολαίου δωρεάς, δυνάμει του οποίου αυτός με, την ιδιότητα του ως δωρεοδόχος, φερόταν ότι απέκτησε κατά κυριότητα το εν λόγω. ακίνητο, ενώ η αλήθεια είναι ότι η Χ2 δεν ήταν κυρία ολόκληρου του ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 4.800,00 τ.μ. ανήκε στην κυριότητα του εγκαλούντος Ψ1 κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου, στον οποίο είχε περιέλθει από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1988 πατέρα του, την οποία αυτός αποδέχθηκε με τη με αριθμό .../... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γρεβενών Αθανάσιου Γάγαλη, νομίμως μεταγραμμένης στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ακινήτου. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ μέρους του τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία του τμήματος του δωρηθέντος ακινήτου, επί του οποίου η δωρήτρια δεν είχε κυριότητα, ύψους 1.200.000 δραχμών ή 3.521,64 ευρώ, βλάπτοντας ισόποσα τον εγκαλούντα - πραγματικό κύριο του ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνει με την ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών και του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ο εγκαλών, Ψ1, γεωπόνος, κάτοικος ..., ο οποίος με σαφήνεια καταθέτει ότι ο 1ος κατηγορούμενος και η 2η κατηγορούμενη, σύζυγος του, γνώριζαν τα όρια των ιδιοκτησιών στην περιοχή του ανωτέρω ακινήτου και παρά το γεγονός αυτό, εν γνώσει τους εμφανίζουν στο ανωτέρω συμβόλαιο δωρεάς το δωρηθέν ακίνητο να συνορεύει με ιδιοκτησία κληρονόμων Α, αποσιωπώντας με τον τρόπο αυτό την ύπαρξη ιδιοκτησίας του εγκαλούντος και των συνιδιοκτητών του, Α1, Α2, Α3, Α4 και Α5, αφού η 2η κατηγορούμενη εμφανίζεται στο ανωτέρω συμβόλαιο δωρεάς και στο σχετικό τοπογραφικό ως κύριος έκτασης 35.140,00 τ.μ., ενώ στην πραγματικότητα ο αγρός της κυριότητας της στην περιοχή δεν υπερβαίνει τα τρία (3) στρέμματα. Με τον τρόπο αυτό οι 1ος και 2η των κατηγορουμένων ενσωματώνουν στην ιδιοκτησία τους ολόκληρη την ιδιοκτησία του ανωτέρω εγκαλούντος και των συνιδιοκτητών του. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο εν λόγω συμβόλαιο δωρεάς η 2η κατηγορούμενη επικαλείται κτήση κυριότητας του αγρού των 35.140,00 τ.μ. με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), με άτυπη δωρεά το έτος 1960 από τη μητέρα της, ενώ ο ανωτέρω εγκαλών με προγενέστερη κατά πολύ (1996) του συμβολαίου της δωρεάς αποδοχή κληρονομιάς με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή του στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τόμος ... και με αριθμό ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γρεβενών). Ο δε δικαιοπάροχος του εγκαλούντος, όπως αναφέρεται στην αποδοχή κληρονομιάς, είχε αποκτήσει την κυριότητα του αγρού του αυτού από αγορά με το με αριθμό ... /... συμβόλαιο αγοραπωλησίας του άλλοτε Συμβολαιογράφου Γρεβενών Αθανασίου Σούλη, μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ανωτέρω υποθηκοφυλακείου, στον τόμο ... και με αριθμό ..., στοιχείο που ενισχύει έτι περαιτέρω τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα όρια του ακινήτου του εγκαλούντος, όπως αυτά περιγράφονται στον ανωτέρω τίτλο κτήσης του δικαιοπαρόχου του αλλά και του δικού του, τόσο πριν όσο και μετά τη διόρθωση ως προς το εμβαδόν του τίτλου, με το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Αικατερίνης Χαλατσόγλου (μεταγράφηκε στον τόμο ... και με αριθμό ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γρεβενών), δεν αναφέρουν ως όριο τυχόν ιδιοκτησία της 2ης κατηγορούμενης στο σημείο του επιδίκου. Σε αντίθετη κρίση του Συμβουλίου σχετικά με τα παραπάνω δε μπορεί να οδηγήσει από μόνη της η με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Γρεβενών Μενέλαου Παπαϊωάννου του Α6, κατοίκου ..., συγγενούς του εγκαλούντος Ψ1, που προσκομίζει ο 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος (ενόρκως βεβαιών) καταθέτει ότι ο αγρός του εγκαλούντος βρίσκεται σε άλλο σημείο στην περιοχή, με άλλα όρια και δεν έχει έκταση 4.800,00 τ.μ. αλλά 3 στρέμματα, πλην, όμως, δε δίνει πειστική εξήγηση γιατί στο παλαιό συμβόλαιο του έτους 1946 του δικαιοπαρόχου του εγκαλούντος αναφέρονται τα όρια που αναφέρει και ο εγκαλών, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο εγκαλών διευκρινίζει ότι τα τρία (3) στρέμματα του αγρού του είναι τα παλαιά στρέμματα, τα οποία αντιστοιχούν σε 4.800,00 περίπου σήμερα, στοιχείο που ενισχύεται και από το παλαιό συμβόλαιο του δικαιοπαρόχου του που αναφέρει τον αγρό του εγκαλούντος ως εκτάσεως (3) (παλαιών) στρεμμάτων το έτος 1946. Σημειωτέον ότι ύστερα από την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής από τον παθόντα Ψ1, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 58/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Γρεβενών με την οποία ο ανωτέρω αναγνωρίστηκε κύριος της επίμαχης έκτασης. 2) Στα ... στις 12-3-2003, μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ3, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι ο παραπάνω συγκατηγορούμενός του είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 14.664,68 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό .../... συμβολαίου αγοραπωλησίας, δυνάμει του οποίου αυτός με την ιδιότητα του ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του, πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στον εαυτό του με αυτοσύμβαση το εν λόγω ακίνητο, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 2.740,00 ΕΥΡΩ, παριστάνοντας επιπλέον εν γνώσει του ψευδώς ότι για την αγοραπωλησία κατέβαλε στο συγκατηγορούμενό του πωλητή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, ενώ η αλήθεια είναι ότι αφενός μεν ο πωλητής δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 6.300,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ2, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη δωρεά προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης, αφετέρου δε ότι η αγοραπωλησία ήταν εικονική και ουδέποτε αυτός κατέβαλε τίμημα. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ του τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία του τμήματος του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου ο πωλητής δεν είχε κυριότητα, ύψους 12.000.000 δραχμών ή 35.216,43 ευρώ, βλάπτοντας ισόποσα τον ανωτέρω εγκαλούντα - πραγματικό κύριο του ακινήτου. 3) Στα ... στις 21-3-2003 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους Β1 και Β2 ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του ανωτέρω (υπό στοιχ. Α') αγρού στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 14.664,68 τ.μ. και με τον τρόπο τους έπεισε να προβούν στην αγορά του εν λόγω ακινήτου για την οποία (αγορά) συντάχθηκε το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, ενώ η αλήθεια είναι, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο δικαιοπάροχός του δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 6.300,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ2, στον οποίο είχε περιέλθει, κατά τα ανωτέρω από άτυπη δωρεά προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και συνεπώς, ουδέποτε μεταβιβάσθηκε νόμιμα σε αυτόν η κυριότητα του όλου ακινήτου. Στην πράξη του ο 1ος κατηγορούμενος προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο μέρος του τιμήματος που εισέπραξε για την αγοραπωλησία και αντιστοιχούσε στο τμήμα του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου αυτός δεν είχε κυριότητα, πραγματικού ύψους 12.000.000 δραχμών ή 35.216,43 ΕΥΡΩ, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τον εγκαλούντα, πραγματικό κύριο του ακινήτου, όσο και τους εν λόγω αγοραστές. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών του εγκαλούντος Ψ2 και ενισχύονται, α) από τη με αριθμό .../...ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Γρεβενών των, Γ1 , Γ2 , γεννημένων στο .... κατοίκων ... και Γ3, κατοίκου ..., Προέδρου του Τοπικού Συμβουλίου ..., οι οποίοι, είναι γνώστες της περιοχής και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των αγρών του ...και ιδιοκτήτες όμορων με του ανωτέρω εγκαλούντα αγρών στην εν λόγω θέση και οι οποίοι αναφέρουν λεπτομερώς διακατοχικές πράξεις του εδώ εγκαλούντος, του δικαιοπαρόχου πατρός του, Ψ, ήδη από τη δεκαετία το 1950 επί του αγρού των 6.300,00 τ.μ. στην περιοχή ... και β) από τη με αριθμό .../... δήλωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Γρεβενών Μενέλαου Παπαϊωάννου του Δ1, κατοίκου Γρεβενών, καταγόμενου από το Πολυνέρι, όπου και γεννήθηκε, ο οποίος με την ανωτέρω δήλωση του ανακαλεί τη με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση του ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου, ισχυριζόμενος ότι από παραδρομή βεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος Χ3 είχε ιδιοκτησία στην περιοχή ... εκτάσεως 15 στρεμμάτων περίπου. Μάλιστα, ο εγκαλών, Ψ2, αναφέρει ότι ο 1ος κατηγορούμενος του προσέφερε χρηματικό ποσό για να μην προχωρήσει σε υποβολή μηνύσεως σχετική με την υπόθεση εναντίον του. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί του εγκαλούντος ενισχύονται και από το γεγονός ότι στις προσκομιζόμενες από αυτόν φωτογραφίες του επιδίκου, ανάμεσα στην ιδιοκτησία του και σ' αυτή του Χ3 εμφανίζεται φυσική αλλαγή στην κλίση του εδάφους (διάραχο) που υποδηλώνει όριο μεταξύ των δύο αγρών. Σημειωτέον ότι, ναι μεν ύστερα από αγωγή του παθόντος Ψ2, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 119/2005 απορριπτική απόφαση του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, πλην όμως κατ' αυτής ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, το οποίο με την υπ' αριθ. 7/2007 απόφαση του, δέχτηκε την έφεση και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, που μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί. 4) Στα ... στις 26-5-2003, μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ5, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι ο πρώτος από τους συγκατηγορουμένους του Χ4 είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 13.600,25 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό .../... συμβολαίου αγοραπωλησίας, δυνάμει του οποίου ο παραπάνω συγκατηγορούμενός του, εκπροσωπούμενος με ειδικό πληρεξούσιο από τη Χ5, πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα σε αυτόν το εν λόγω ακίνητο, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 7.700,00 ΕΥΡΩ, παριστάνοντας επιπλέον εν γνώσει του ψευδώς ότι για την αγοραπωλησία κατέβαλε στο συγκατηγορούμενό του πωλητή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, ενώ η αλήθεια είναι ότι αφενός μεν ο πωλητής δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού, α) τμήμα έκτασης 3.000,00 τ.μ. περίπου ανήκε στην κυριότητα του εγκαλούντος Ψ3, στον οποίο είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1976 πατρός του και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και β) τμήμα έκτασης 1.970,00 τ.μ. ανήκε στην κυριότητα του εγκαλούντος Ψ4, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη παραχώρηση από τον πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης, αφετέρου δε ότι η αγοραπωλησία ήταν εικονική και ουδέποτε αυτός κατέβαλε τίμημα. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ μέρους του τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία των τμημάτων του πωληθέντος ακινήτου, επί των οποίων ο πωλητής δεν είχε κυριότητα, ύψους 4.411,50 και 11.562,737 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, βλάπτοντας ισόποσα τους εγκαλούντες, πραγματικούς κυρίους του ακινήτου. 5) Στα ... στις 27-6-2003 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον Ψ5 ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του ανωτέρω αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 13.600,25 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό τον έπεισε να προβεί στην αγορά του εν λόγω ακινήτου, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 7.750,00 ΕΥΡΩ, για την οποία (αγορά) συντάχθηκε το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, ενώ η αλήθεια είναι, όπως προαναφέρθηκε (βλ. στοιχ. Α'), ότι ο δικαιοπάροχος του δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά τμήματος αυτού, αφού α) τμήμα έκτασης 3.000,00 τ.μ. περίπου ανήκε κυριότητα του εγκαλούντος Ψ3, στον οποίο είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1976 πατέρα του και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και β) τμήμα έκτασης 1.970,00 τ.μ. ανήκε στην κυριότητα του έτερου εγκαλούντος Ψ4, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη παραχώρηση από τον πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης, και συνεπώς, ουδέποτε μεταβιβάσθηκε νόμιμα σε αυτόν η κυριότητα του όλου ακινήτου. Στην πράξη του αυτή ο 1ος κατηγορούμενος προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο μέρος του τιμήματος, που εισέπραξε για την αγοραπωλησία και αντιστοιχούσε στα τμήματα του πωληθέντος ακινήτου, επί των οποίων αυτός δεν είχε κυριότητα, πραγματικού ύψους 4.411,50 ΕΥΡΩ και 11.562,737 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τους εγκαλούντες - πραγματικούς κυρίους του ακινήτου, όπως προαναφέρθηκε όσο και τον αγοραστή. 6) Στα ... στις 1-8-2003, ο 1ος κατηγορούμενος παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον Ψ6 ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 5.170,00 τ.μ. και με τον τρόπο αυτό τον έπεισε να προβεί στην αγορά του εν λόγω ακινήτου, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 3.100,00 ΕΥΡΩ, για την οποία (αγορά) συντάχθηκε το με αριθμό .../... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, ενώ η αλήθεια είναι ότι ο δικαιοπάροχος του δεν ήταν κύριος ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 3.817,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ4, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη παραχώρηση προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1975 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης και συνεπώς, ουδέποτε μεταβιβάσθηκε νόμιμα σε αυτόν η κυριότητα του όλου ακινήτου. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο μέρος του τιμήματος που εισέπραξε για την αγοραπωλησία και αντιστοιχούσε στο τμήμα του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου αυτός δεν είχε κυριότητα, πραγματικού ύψους 7.634.005,2 δραχμών ή 22.403,537 ΕΥΡΩ, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τον ανωτέρω εγκαλούντα πραγματικό κύριο, όσο και τον αγοραστή. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν με τις ένορκες καταθέσεις τους τόσο κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση όσο και ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών, α) οι εγκαλούντες Ψ3 και Ψ4. Μάλιστα ο πρώτος καταθέτει ότι επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο Χ4 στην οικία του στο ..., ο οποίος, παρουσία της συζύγου του Ψ3 και του ίδιου του Ψ4, παραδέχθηκε ότι ο αγρός του στην ανωτέρω θέση δεν ήταν τόσο μεγάλης έκτασης ώστε να φθάνει στην επαρχιακή οδό ..., όπως εμφανίζεται στο ανωτέρω συμβόλαιο μεταβίβασης προς τον 1° κατηγορούμενο, β) η Ψ7, σύζυγος του πρώτου εγκαλούντος, η οποία επιβεβαιώνει τα παραπάνω και καταθέτει επίσης ότι ο 1ος κατηγορούμενος επιδίωξε συμβιβασμό με το σύζυγο της και γ) ο Γ3, Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου ... (βλ. και ανωτ.), ο οποίος αναφέρει ότι ο 1ος κατηγορούμενος τελεί εν γνώσει ότι τα ακίνητα που μεταβιβάζει δεν του ανήκουν κατά κυριότητα και ενεργεί με τον τρόπο αυτό για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη (χρηματικά ποσά από τις φερόμενες ως πωλήσεις), ενώ αναφέρει επίσης ότι πολλά από τα ακίνητα τρίτων στο ... εμφανίζονταν από τον 1° κατηγορούμενο προς πώληση σε εφημερίδες της ... . Ειδικότερα, ως προς το ακίνητο του εγκαλούντος Ψ4, ο εν λόγω μάρτυρας καταθέτει ότι ο 1ος κατηγορούμενος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο αδελφός του Ψ4, Ψ8, του πώλησε 5 στρέμματα και συμπεριέλαβε στη μεταβιβαζόμενη έκταση και την ιδιοκτησία του Ψ4 εν γνώσει του. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην από 30.05.2005 ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Πταισματοδίκη Βέροιας, ο εν λόγω αδελφός του Ψ4, Ψ8, αναφέρει με έκπληξη, ερωτηθείς σχετικά, ότι στο συμβόλαιο με το οποίο αυτός φέρεται να πώλησε την ιδιοκτησία του, εκπροσωπούμεvoς από τον 1° κατηγορούμενο με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο μέχρι τότε δεν είχε αναγνώσει, δεν περιγράφεται το δικό του ακίνητο αλλά διαφορετικό (μεγαλύτερο). Ο εν λόγω μάρτυρας επιβεβαιώνει επιπλέον την ύπαρξη όμορου με το δικό του ακινήτου του αδελφού του, Ψ4, στοιχείο που αβάσιμα αρνείται ο 1ος κατηγορούμενος, αναφέρει δε κλείνοντας την κατάθεσή του, ότι ο 1ος κατηγορούμενος του είχε ζητήσει πληρεξούσιο για να μεταβιβάσει τον αγρό του, τονίζοντας του ότι ήθελε να αγοράσει και τα όμορα για να τα μεταβιβάσει σε μία εταιρεία. Τέλος, ενισχυτικό επίσης της κατηγορίας ως προς το ακίνητο του εγκαλούντος Ψ3, είναι και το γεγονός ότι στο από Μαΐου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλ. πολ. μηχανικού Ε, που επισυνάπτεται στο με αριθμό .../... συμβόλαιο, με το οποίο ο Χ4, εκπροσωπούμενος από τη Χ5, φέρεται να μεταβιβάζει τον αγρό των 13.600,25 τ.μ. στον 1° κατηγορούμενο, τα όρια του μεταβιβαζόμενου ακινήτου υποδεικνύει ο ίδιος ο 1ος κατηγορούμενος (φερόμενος αγοραστής), παρόλο που κατά το σύνηθες στην υπόδειξη αυτή προβαίνει ο εκάστοτε πωλητής, αρχικός κύριος. Σημειωτέον ότι το Ειρηνοδικείο Γρεβενών με τις υπ' αριθ. 14 και 16/2005 αποφάσεις του, αναγνώρισε ως κύριο της επίμαχης έκτασης τον εγκαλούντα Ψ4. Κατά των ως άνω αποφάσεων ασκήθηκαν εφέσεις και από τον κατηγορούμενο, επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 43 και 44/2006 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, διατάξασες πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τη ταυτότητα του επίμαχου ακινήτου, χωρίς μέχρι σήμερα να έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις επ' αυτών. 7} Στα ... στις 11-12-2003, ο 1ος κατηγορούμενος, μετά από συναπόφαση και ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του, Χ6, Χ7, Χ8 και Χ9, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στη συμβολαιογράφο Γρεβενών Ανθή Βαγενά ότι οι παραπάνω συγκατηγορούμενοί του είναι αποκλειστικοί συγκύριοι ενός αγρού στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ..., έκτασης 19.460,00 τ.μ., και με τον τρόπο αυτό την έπεισε να προβεί στη σύνταξη του με αριθμό .../... συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου, δυνάμει του οποίου αυτός, με την ιδιότητα του ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό των συγκατηγορουμένων του, πώλησε και μεταβίβασε την κυριότητα ολόκληρου του παραπάνω ακινήτου κοινά, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία στους ΣΤ και Ζ, ενώ η αλήθεια ήταν ότι οι συγκατηγορούμενοί του δεν ήταν συγκύριοι ολόκληρου του ακινήτου, αλλά μόνο τμήματος αυτού, αφού τμήμα έκτασης 4.000,00 τ.μ. ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του εγκαλούντος Ψ9, στον οποίο είχε περιέλθει από άτυπη δωρεά προς αυτόν του πατέρα του το έτος 1949 και με συνεχή νομή αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την ημερομηνία της πώλησης. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόκτηση εκ μέρους τους τίτλου κυριότητας και κατ' επέκταση στην πραγματική αξία του τμήματος του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου οι πωλητές δεν είχαν κυριότητα, ύψους 12.000,00 ευρώ, βλάπτοντας ισόποσα τόσο τον εγκαλούντα - πραγματικό κύριο όσο και τους αγοραστές. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τις σαφείς και λεπτομερείς ένορκες καταθέσεις, α) του εγκαλούντος Ψ9, τόσο ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών όσο και κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, β) του συγγενούς του και κυρίου όμορου ακινήτου με αυτό του εγκαλούντος, Η, κατοίκου ... και γ) τη με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Γρεβενών Θεολογίας Παθανασίου, που προσκομίζει ο ανωτέρω εγκαλών, στην οποία οι ενόρκως βεβαιούντες, Θ, κάτοικος ... και Η, κάτοικος ..., περιγράφουν με σαφήνεια και λεπτομερώς, από ιδία αντίληψη, τη θέση, τα όρια και την έκταση της επίδικης ιδιοκτησίας του εγκαλούντος Ψ10, τον τρόπο με τον οποίο την απέκτησε από τον πατέρα του και τις συνεχείς πράξεις νομής του επ' αυτής. Ενισχυτικό, επίσης, της κατηγορίας και της παραβατικής συμπεριφοράς του 1ου κατηγορουμένου είναι και το γεγονός ότι στο από 16.12.2001 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλ. πολ. μηχανικού Ε, που επισυνάπτεται στο ανωτέρω, με αριθμό .../... συμβόλαιο, τα όρια του μεταβιβαζόμενου ακινήτου υποδεικνύει ο ίδιος ο 1ος κατηγορούμενος (ειδικός πληρεξούσιος των πωλητών) και όχι οι ίδιοι οι πωλητές, ως οι άμεσα ενδιαφερόμενοι για τη δικαιοπραξία της πώλησης. 8) Στα ... στις 27-6-2002 και στις 31-10-2003, ο 1ος κατηγορούμενος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το ποινικό αδίκημα της απάτης, δηλαδή να βλάψει ξένη περιουσία με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, επιχείρησε πράξη που περιείχε αρχή εκτέλεσης αυτού, πλην όμως δεν την ολοκλήρωσε όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια. Ειδικότερα, α) κατά τη δικάσιμο της 27-6-2002 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, αμυνόμενος στην από 4-6-2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής των Ψ10 και Χ1 εναντίον του, ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι το επίδικο ακίνητο βρισκόταν στη νομή του, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσήγαγε το μάρτυρα Α4 και έκανε επίκληση της μαρτυρίας του στο σημείωμα του, ο οποίος κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι το επίδικο βρισκόταν στη νομή του, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι το επίδικο ακίνητο (αγρός 3.085,00 τ.μ. στην περιοχή ...) βρισκόταν στη νομή των αιτούντων αντιδίκων του, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με την αξία του επίδικου ακινήτου, δηλαδή 2.000,00 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των αντιδίκων του. Πλην όμως, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια, καθώς το Δικαστήριο δεν πείσθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς του, εκδίδοντας τη με αριθμό 141/2002 οριστική απόφαση, που δικαίωσε τους αντιδίκους του, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την με αριθμό 9/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών και β) κατά τη δικάσιμο της 31-10-2003 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, αμυνόμενος στην από 9-7-2003 εμπράγματη αγωγή των ίδιων παραπάνω προσώπων εναντίον του, ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι η κοπή ενός δένδρου έλαβε χώρα σε έναν άλλο αγρό των εναγόντων και όχι στον επίδικο, στη νομή του οποίου βρισκόταν ο ίδιος, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσκόμισε τις με αριθμούς ... και .../... ένορκες βεβαιώσεις, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι η κοπή του δέντρου έλαβε χώρα στον επίδικο αγρό, στη νομή του οποίου βρίσκονταν οι αντίδικοι του, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με την αξία του επίδικου ακινήτου, δηλαδή 2.000,00 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των αντιδίκων του, πλην, όμως, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια, καθώς το Δικαστήριο δεν πείσθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς του, εκδίδοντας τη με αριθμό 13/2004 οριστική απόφαση, που δικαίωσε τους αντιδίκους του και κατέστη τελεσίδικη με την με αριθμό 109/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τις ένορκες καταθέσεις στον Ανακριτή Γρεβενών, αλλά και κατά την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση, των εγκαλούντων Ψ10 και Χ1, καθώς και από το με αριθμό πρωτ. .../ΔΑΣ-11237/09.01.2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών ..., στο οποίο αναφέρεται ότι στον αγρό του Ψ10 το έτος 1969 παραχωρήθηκε άδεια ξύλευσης-υλοτομίας, ενώ ενισχύονται και από το σκεπτικό των ανωτέρω αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, που δέχθηκαν συνεχή άσκηση νομής των εγκαλούντων και όχι του 1ου κατηγορούμενου. Με όλες τις παραπάνω εξακολουθητικές πράξεις του ο 1ος κατηγορούμενος σκόπευε να αποκομίσει περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ΕΥΡΩ, αφού η συνολική αξία των επίμαχων ακινήτων ανερχόταν στο ποσό των 144.306,49 ΕΥΡΩ (3.521,64€ + 35.216,43€ + 4.411,50€ + 11.562,737€ + 12.000,00€ + 35.216,43€ + 4.411,50€ + 11.562,737€ + 22.403,537€ + 2.000,00€ + 2.000,00€), με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εγκαλούντων και των αγοραστών, είχε δε σκοπό, όπως προκύπτει από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης του, να πορισθεί σταθερό εισόδημα και είχε σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. 9] Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο 1ος κατηγορούμενος, στα ... στις 20 Νοεμβρίου 2003 (20.11.2003), εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Ειδικότερα, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του συμβολαιογράφου Γρεβενών Μενέλαου Παπαϊωάννου κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι ο Κ1 ήταν μέχρι το έτος 1996 κύριος, κάτοχος και ιδιοκτήτης, μεταξύ άλλων, και ενός αγρού 16 περίπου στρεμμάτων στη θέση ... στην κτηματική περιοχή ... του Δήμου ..., που συνορεύει γύρωθεν, με ιδιοκτησία Λ, ιδιοκτησία κληρονόμων Κ και Μ, με πρανές και πέραν αυτού με επαρχιακή οδό ... και ιδιοκτησία κληρονόμων Ν (στην κατεύθυνση Κοινότητας ...) και με ιδιοκτησίες Χ και Ψ τον οποίο μεταβίβασε το 1997 στα παιδιά του, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι η κυριότητα τμήματος του προαναφερόμενου αγρού, έκτασης 4.960,70 τ.μ., είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον Ψ12 δυνάμει του με αριθμό .../... συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Τιρνάβου Λάρισας Παρθένας Παπαδοπούλου, ενώ η ψιλή κυριότητα του υπόλοιπου ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου είχε περιέλθει από κοινού και κατά ίσα μερίδια στους α) Ψ14 και β) Ξ2 και η επικαρπία στην Ψ13, με το με αριθμό .../... συμβόλαιο γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου Τιρνάβου Λάρισας, Παρθένας Παπαδοπούλου. Προς βεβαίωση της παραπάνω μαρτυρίας του συνετάγη, μετά από την εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων, η με αριθμό .../... ένορκη βεβαίωση του παραπάνω συμβολαιογράφου. Τα ανωτέρω, ως προς την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας του εκκαλούντος - κατηγορούμενου, επιβεβαιώνουν με τις σαφείς ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών οι εγκαλούντες Ψ12 και Ψ13, οι οποίοι καταθέτουν, επίσης, ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει των προαναφερόμενων ψευδών περιστατικών ως προς τον επίδικο αγρό των 4.960,70 τ.μ., πρόθεση του δε ήταν να συνδράμει τους 7°, 8°, 9°, 10η και 11° των κατηγορουμένων στην τέλεση του αδικήματος της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, που διέπραξαν αυτοί σε βάρος των ανωτέρω εγκαλούντων, με σκοπό να κερδίσουν χρήματα ζημιώνοντας τους εγκαλούντες, καθόσον το τελευταίο διάστημα η αξία της γης στην περιοχή λόγω της τουριστικής ανάπτυξης είναι υψηλή. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω εγκαλούντες επικαλούνται κτήση συγκυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και συγκεκριμένα, με συνεχή και ανεπίληπτη σύννομη σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, από το έτος 1950 ο Ψ14 και από το έτος 1961 η Ψ13, μέχρι και το έτος 2002 οπότε και μεταβίβασαν το ιδανικό τους μερίδιο στα τέκνα τους λόγω γονικής παροχής, με τα με ανωτέρω, με αριθμούς .../... και .../..., αντίστοιχα, συμβόλαια γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Τυρνάβου Λάρισας Παρθένας Παπαδοπούλου, τα οποία μεταγράφηκαν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γρεβενών, στον τόμο ... και με αριθμούς ... και ..., αντίστοιχα. Το ανωτέρω ιδανικό μερίδιο στη νομή του επιδίκου είχαν αποκτήσει με άτυπη μεταβίβαση, από τον πατέρα του Ψ12 ο πρώτος (Ψ14) και ομοίως από τον πατέρα της Ψ14 η Ψ13. Ειδικότερα, οι ανωτέρω άμεσοι δικαιοπάροχοι τους ασκούσαν επί του επιδίκου από κοινού φυσική εξουσίαση διάνοια συγκυρίου και συγκεκριμένα, το καλλιεργούσαν από κοινού, συνέλεγαν τους καρπούς του και το επόπτευαν από τυχόν διεκδικήσεις τρίτων, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν στη σύννομη του από κανέναν. Ο μάρτυρας αποδείξεως τους, Π, ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Γρεβενών κατά την εκδίκασης σχετικής αγωγής τους κατά των 7ου έως και 11ου των εδώ κατηγορουμένων (βλ. ειδ. τα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 98/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Γρεβενών προσκομιζόμενα πρακτικά), επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με τη συννομή του επιδίκου από τους άμεσους δικαιοπαρόχους τους, ενώ καταθέτει ότι το επίδικο καλλιεργούνταν από τους "Ψ12-14" μέχρι και το έτος 1949 με πατάτες, ενώ μετά το έτος 1949 συνέχισαν να το επιβλέπουν. Επίσης καταθέτει ότι το επίδικο ακίνητο συνορεύει από τη μία του πλευρά με τη δική του ιδιοκτησία στην ίδια περιοχή και από την άλλη πλευρά με την ιδιοκτησία Ψ3, ενώ αναφέρει ότι δε γνωρίζει να υπάρχει ιδιοκτησία της οικογένειας Κ στην ίδια περιοχή. Τα παραπάνω ενισχύουν έτι περαιτέρω την αποδιδόμενη στον εκκαλούντα κατηγορία της ψευδορκίας μάρτυρος, ενώ δεν αναιρούνται από τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς των συγκατηγορουμένων του, που διαλαμβάνονται στις απολογίες τους και στο κοινό απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσαν στον Ανακριτή Γρεβενών, καθόσον, α) και αυτοί επικαλούνται κτήση κυριότητας του επιδίκου από το δικαιοπάροχο τους, Κ1, ως τμήματος του αγρού των 15.467,00 τ.μ., ομοίως με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι ο Κ1 αναμίχθηκε ενεργά στην κληρονομιαία περιουσία του πατρός του Κ, που απεβίωσε το έτος 1929 και έκτοτε άρχισε να ασκεί με καλή πίστη πράξεις νομής στο επίδικο που αρμόζουν στο κύριο, καλλιεργώντας επ' αυτού δημητριακά και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα μέχρι το έτος 1953, οπότε άρχισε να το εκμεταλλεύεται κτηνοτροφικά, ποτίζοντας και ξεκουράζοντας σ' αυτό τα αμνοερίφια που διατηρούσε, μετά δε το έτος 1965, οπότε και άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας με την όραση του, μέχρι και το έτος 1997 που το μεταβίβασε με το προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής ισομερώς κατ' ιδανικά μέρη στα ανωτέρω τέκνα του, το εκμίσθωνε σε τρίτους κτηνοτρόφους.
Συνεπώς, το γεγονός ότι το συμβόλαιο γονικής παροχής του φερόμενου ως δικαιοπαρόχου των κατηγορουμένων (έτος 1997) προηγείται χρονικά των συμβολαίων των εγκαλούντων προς τα τέκνα τους (2002) δεν αναιρεί την κατηγορία, καθόσον καταρτίσθηκε σε πρόσφατο χρόνο, β) η μάρτυρας των κατηγορουμένων στο ανωτέρω πολιτικό δικαστήριο, Κ2, σύζυγος του Χ10 (7ος κατηγορούμενος) και μητέρα του Κ1 (11ος κατηγορούμενος), επιβεβαιώνει μεν από την πλευράς της με την ένορκη κατάθεσή της (βλ. πρακτικά ανωτέρω απόφασης) τους ανωτέρω ισχυρισμούς των τελευταίων σχετικά με την κυριότητα του επιδίκου και τις πράξεις νομής επ' αυτού του δικαιοπαρόχου τους Κ1, πεθερού της, η μαρτυρία της όμως αυτή στερείται αξιοπιστίας, λαμβανομένης υπόψη της συγγένειας της με τους κατηγορούμενους, αλλά και του ότι δεν αναφέρει συγκεκριμένα πρόσωπα κτηνοτρόφων που στο παρελθόν μίσθωναν από τον πεθερό της το επίδικο, μέχρι και τη μεταβίβαση του με γονική παροχή το έτος 1997 στα ανωτέρω τέκνα του, ενώ το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι αναφέρουν μίσθωση του αγρού μετά το έτος 1999 δεν ενισχύει τους ισχυρισμούς τους, λόγω της χρονικής εγγύτητας με την έναρξη της αντιδικίας τους με τους εγκαλούντες. Επίσης, η ανωτέρω μάρτυρας, ενώ καταθέτει ότι περί το έτος 1982 ο Κ1 αναζήτησε αγοραστές για τον όλο αγρό, οι οποίοι (ενδιαφερόμενοι αγοραστές), όμως, προσέφεραν μικρό τίμημα και γι' αυτό δεν επιτεύχθηκε τελικά συμφωνία, δεν αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα υποψηφίων αγοραστών και γ) το με αριθμό .../... συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Γρεβενών Αθανασίου Σιούλη και αφορά αγοραπωλησία αγρού μεταξύ τρίτων στην ίδια περιοχή, το οποίο εμφανίζει ως νότιο όριο του μεταβιβαζόμενου αγρού τον Κ1, καθώς και οι από 02.11.1981 και 10.01.1982 ιδιωτικές επιστολές του Ρ προς τον τελευταίο, που προσκομίζουν οι κατηγορούμενοι, δε μπορούν να άγουν σε ασφαλή κρίση, καθόσον δεν αναφέρουν τα ακριβή όρια του αγρού του Κ1 στην ίδια περιοχή με το επίδικο. Επίσης, η κατηγορία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, α) οι κατηγορούμενοι εκμίσθωναν τον αγρό των 15.467,00 τ.μ. σε τρίτους καλλιεργητές κατά τα έτη 1999-2001 ούτε και από το ότι οι καλλιέργειες στο συγκεκριμένο αγρό του μισθωτή τους Σ ελέγχθηκαν κατά το έτος 2000 από την αρμόδια επιτροπή ελέγχου γεωργικής εκμετάλλευσης (βλ. σχετικά έγγραφα που προσκομίζουν οι 7ος έως και 11ος των κατηγορουμένων)* β) δήλωναν στο έντυπο Ε9 των φορολογικών τους δηλώσεων το συγκεκριμένο αγρό (βλ. σχετικό έγγραφο που αφορά το Κ4), γ) αξίωσαν με την από 02.12.2002 αγωγή τους κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Γρεβενών, που άσκησαν ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης, αποζημίωση για ζημίες που υπέστησαν στην ιδιοκτησία τους από τη διαπλάτυνση της επαρχιακής οδού που διέρχεται από το σημείο, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 365/2003 απόφαση που απέρριψε την αγωγή, καθόσον όλα τα ανωτέρω αναφέρονται ομοίως σε πρόσφατο χρόνο και δεν προσπορίζουν κυριότητα. Σε αντίθετη δε κρίση του Συμβουλίου δε μπορούν να οδηγήσουν οι ένορκες βεβαιώσεις και οι υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων, καθώς και τα πιστοποιητικά κυριότητας της Κοινότητας ..., που προσκομίζουν οι 7ος έως και 11ος των κατηγορουμένων, εκ των οποίων τα τελευταία θα πρέπει να σημειωθεί ότι συνιστούν βεβαιώσεις τρίτων που έχουν εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, αφού δεν αφορούν την προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση (βλ. σχετ. ΑΠ 1408/2001 ΕλλΔνη 43.1646 και Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 438, αριθμ. 24). Τέλος, ενισχυτικό της κατηγορίας σε βάρος των 1ου, 7ου έως και 11ου των κατηγορουμένων, είναι και το γεγονός ότι με τις από 18.01.2006 ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Ανακριτή Γρεβενών οι Κ3 και Τ, καταγόμενοι από το ..., αναφέρουν ότι ο 1ος κατηγορούμενος κατέθεσε ψευδώς ως μάρτυρας ότι τα ακίνητα (αγροί) στην περιοχή του ... των Τ και του αδελφού του Τ1, εκτάσεως 5 και 6 στρεμμάτων, αντίστοιχα, ανήκαν στα αδέλφια Κ, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να συντάξουν συμβόλαια με τα οποία αποκτούσαν την κυριότητα των ακινήτων αυτών. Μάλιστα, ο Κ3 καταθέτει ότι ο 1ος κατηγορούμενος σκοπό είχε να πουλήσει σε ενδιαφερόμενο αγοραστή από τη ... ενιαία έκταση 100 στρεμμάτων για τη δημιουργία αθλητικού κέντρου στην περιοχή και για το λόγο αυτό προέβαινε σε αγοραπωλησίες διαφόρων ακινήτων που ανήκαν σε τρίτους ώστε να καλύψει την έκταση που τον ενδιέφερε να πουλήσει. Αναφέρει επίσης ότι είχε συνεργάτες τα παιδιά του Κ1. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ως προς όλες τις κατηγορίες που αποδίδονται στον εκκαλούντα κατηγορούμενο, ενισχυτικό στοιχείο αποτελεί και το γεγονός ότι στις ορεινές περιοχές των ... όπως είναι και το ..., αλλά και στην υπόλοιπη ορεινή ηπειρωτική Ελλάδα, δεν είναι σύνηθες το φαινόμενο της ύπαρξης από το παρελθόν ενιαίων αγροτεμαχίων μεγάλης έκτασης (15-16 στρέμματα όπως εν προκειμένω ισχυρίζονται οι ανωτέρω κατηγορούμενοι), καθόσον αυτό δεν ήταν εφικτό λόγω κυρίως της μορφολογίας του εδάφους (συνεχής εναλλαγή της γεωμορφολογίας, λόφοι, ρέματα, βουνά, μικροί ποταμοί ανάμεσα σε ορεινούς όγκους κλπ) και των ελλιπών τεχνικών μέσων, σε αντίθεση με τις πεδινές περιοχές της υπόλοιπης χώρας, όπου η επίπεδη και σε ενιαία μορφή διαμόρφωση του εδάφους ευνόησε την ανάπτυξη μεγάλων ενιαίων ιδιοκτησιών γης (πχ τσιφλίκια θεσσαλικού κάμπου), ακόμη και σε εποχές που δεν υπήρχαν ανάλογα τεχνικά μέσα με τα σημερινά. Ο εκκαλών με το απολογητικό του υπόμνημα και την απολογία του ισχυρίζεται ότι η αντιδικία προκλήθηκε από τους εγκαλούντες από προσωπικούς λόγους αντιζηλίας και φθόνου προς αυτόν, λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης του και της θέσης του. Η εξήγηση αυτή, ενόψει των ανωτέρω περιστατικών και της συνολικής αντιδικίας που προκλήθηκε, δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν είναι λογικό τόσο μεγάλος αριθμός διαφορετικών ατόμων να συνασπίζονται εναντίον ενός μόνο από λόγους προσωπικής αντιπάθειας και φθόνου. Τέλος, το γεγονός ότι με τη με αριθμό πρωτ. .../ΔΑΣ-8381/11.09.2002 Πράξη Χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Ν. Γρεβενών, μετά από αίτηση του Υ, κατοίκου ..., υποψήφιου αγοραστή ευρύτερης έκτασης στην περιοχή του ... (βλ. ειδ. την ένορκη κατάθεση του εγκαλούντος Ψ1) με τη μεσολάβηση του 1ου κατηγορούμενου, χαρακτηρίσθηκε τμήμα γης, συνολικής εκτάσεως 95.697,75 τ.μ., ως γεωργική έκταση (θέσεις ... ή ... και ...), που στο συνημμένο σ' αυτή τοπογραφικό διάγραμμα περιλαμβάνει τις φερόμενες ως ιδιοκτησίες μεταξύ άλλων και των κατηγορουμένων, δε συνιστά ενισχυτικό των ισχυρισμών τους στοιχείο, καθόσον οι πράξεις χαρακτηρισμού δεν προσπορίζουν κυριότητα, η συγκεκριμένη, δε, εκδόθηκε με αίτηση του ανωτέρω υποψηφίου αγοραστή, ο οποίος τελικά, μετά την αντίδραση των εγκαλούντων, υπαναχώρησε από την αγορά της έκτασης. Εξάλλου, ματαίωση της πώλησης αυτής στο Υ συνομολογεί και ο εκκαλών στο απολογητικό του υπόμνημα προς τον Ανακριτή Γρεβενών, χωρίς όμως να δίνει επαρκείς εξηγήσεις για ποιο λόγο τελικά αυτή (ματαίωση) επήλθε. Τέλος, σε αντίθετη κρίση αναφορικά με τις προπεριγραφόμενες πράξεις που αποδίδονται στον εκκαλούντα, δε μπορούν να οδηγήσουν οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεώς του ενώπιον του ανακριτή Γρεβενών, καθόσον αυτές είναι γενικόλογες, με αναφορές κυρίως στο χαρακτήρα του και τον πρότερο βίο του. Ακόμη ο ισχυρισμός του εκκαλούντα ότι η αξία των επίμαχων ακινήτων δεν ανέρχεται στο ποσό που ισχυρίζονται οι εγκαλούντες αλλά είναι σαφώς μικρότερο, μη υπερβαίνον το ποσό των 15.000€, προβάλλεται αορίστως και δεν αποδεικνύεται από κανένα από τα προσκομιζόμενα από τον ίδιο στοιχεία και ειδικότερα από τα προσκομιζόμενα συμβόλαια αγοραπωλησιών, τα οποία αναφέρουν ως τίμημα το ποσό της αντικειμενικής αξίας των εν λόγω ακινήτων, ενώ είναι παγκοίνως γνωστό και αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας (ΚΠολΔ 336 § 4) ότι οι εμπορικές αξίες των ακινήτων είναι πολλαπλάσιες των αντικειμενικών. Ενισχυτικό της απόψεως αυτής αποτελεί το γεγονός ότι στο υπ' αριθ. .../... συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Γρεβενών Ανθής Βαγενά, συνομολογείται ποινική ρήτρα ανερχόμενη στο ποσό των 70.000€, ενώ το τίμημα της εν λόγω αγοραπωλησίας ορίζεται στο ποσό των 3.270€. Ακόμη, σχετικά με τους ισχυρισμούς των παθόντων Ψ6, Ψ5, Ψ14 και Ψ15, ότι δεν υπήρξαν θύματα της απατηλής συμπεριφοράς του εκκαλούντος, θα πρέπει να θεωρηθούν ως μη ανταποκρινόμενοι στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι τυχόν καταδίκη του εκκαλούντος για τις αποδιδόμενες σε βάρος του κατηγορίες, είναι προφανές ότι θα επηρεάσει δραματικά το κύρος και την ισχύ των συμβολαίων αγοράς που αυτοί συνήψαν με τον εκκαλούντα, θα αποτελέσει δε πρόκριμα στην υφιστάμενη αστική δικαστική διένεξη μεταξύ του εκκαλούντος και των πραγματικών κυρίων των επίμαχων ακινήτων. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Δυτικής Μακεδονίας, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος α) απάτης τετελεσμένης και σε απόπειρα, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ και β) της ψευδορκίας μάρτυρα. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 224 παρ.2, 386 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι το Συμβούλιο Εφετών, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω, και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα: α) η εξ ολοκλήρου αναφορά του προσβαλλομένου βουλεύματος στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δεν αποτελεί ελλιπή αιτιολογία, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, αφού η εισαγγελική αυτή πρόταση, περιέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήρη και απολύτως εμπεριστατωμένη αιτιολογία. β) Το Συμβούλιο μνημονεύει στο προσβαλλόμενο βούλευμά του κατά κατηγορίες (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες) όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να αναφέρει ποιά παραδοχή προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε ήταν αναγκαία η αξιολόγηση και αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθώς και η συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Επομένως το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του μόνο τις καταθέσεις των μηνυτών, ούτε έδωσε σ'αυτές μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, γ) όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο αναιρεσείων με το απολογητικό του υπόμνημα, καθώς και με την έκθεση εφέσεώς του δεν ήταν αυτοτελείς, κατά την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, αλλά απλοί υπερασπιστικοί και αρνητικοί της κατηγορίας και συνεπώς δεν είχε υποχρέωση το Συμβούλιο να απαντήσει σ'αυτούς και μάλιστα αιτιολογημένα. Πάντως το Συμβούλιο Εφετών απέκρουσε με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες όλους τους ανωτέρω αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα. δ) Πλήρως αιτιολογείται η κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τον κατηγορούμενο, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, το εν λόγω έγκλημα τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, παραδοχή, η οποία από μόνη της οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υφίσταται επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής και επομένως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, η συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, γεγονός που από μόνο του προσδίδει στην πράξη του αναιρεσείοντα κακουργηματικό χαρακτήρα. ε) Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, με τις οποίες επιχειρείται η αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ, το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσεως που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται όταν, σύμφωνα με το νόμο, χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 61 του ίδιου Κώδικα, όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το δικαστήριο κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο ή το συμβούλιο έχει την εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, αρκεί μόνο να μην είναι από εκείνα, για τα οποία ο νόμος, προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίωξη, απαιτεί υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. Τούτο ισχύει μόνο για ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 329, 339 παρ. 3 και 355 ΠΚ. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να ανασταλεί η ποινική δίωξη και αν δεν διαταχθεί αναστολή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1γ' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων τόσο με το απολογητικό υπόμνημά του όσο και με το δικόγραφο της εφέσεως ζήτησε την αναστολή της εναντίον του ποινικής διαδικασίας μέχρι εκδόσεως αμετακλήτων αποφάσεων των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων, στα οποία εκκρεμούν δίκες μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων Ψ4, Ψ1, Ψ12 και Ψ2. Οι ανωτέρω όμως πολιτικές δίκες δεν αφορούν ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 329, 339 παρ. 3 και 355 ΠΚ. Πάντως το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε εκ του πράγματος το αίτημα αυτό του αναιρεσείοντα, αφού, σύμφωνα με τις αιτιολογημένες παραδοχές του, από τις υπάρχουσες αποδείξεις προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, ικανές για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όλα δε αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το εν λόγω αίτημα του αναιρεσείοντα ......................................
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠΔ αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετακλήτως ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν έχει δοθεί σ'αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που συνεπάγεται την κήρυξη της νέας ποινικής διώξεως κατά του αυτού κατηγορουμένου ως απαράδεκτης, πρέπει να συντρέχουν, α) αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μία αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου (κατηγορουμένου) και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτήν. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παραβίαση του δεδικασμένου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. γ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υφίσταται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς παραπέμπεται να δικασθεί για την ίδια ακριβώς πράξη και όχι για άλλη συρρέουσα. Κατά συνέπεια δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο όταν το Δικαστήριο (ή το Συμβούλιο) εκτιμά ελευθέρως και περιστατικά αμετακλήτως κριθέντα με προηγούμενη απόφαση ή βούλευμα, εφόσον αυτά δεν ταυτίζονται κατ'αντικείμενο προς την κρινόμενη πράξη, που είναι αυτοτελής και συρρέει πραγματικά με την ήδη κριθείσα (ΑΠ 1411/2007). Περαιτέρω η Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που απορρίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 47 ΚΠΔ, την έγκληση ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, δεν αποτελεί αθωωτική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευμα, κατά την ανωτέρω έννοια, ώστε από την ύπαρξη αυτής να δημιουργείται δεδικασμένο. Η εν λόγω απορριπτική της εγκλήσεως Διάταξη παράγει μόνο προσωρινό δεδικασμένο και για τον λόγο αυτό ο Εισαγγελέας που την εξέδωσε δεν εμποδίζεται να επανέλθει, αν προκύψουν νέα στοιχεία, ικανά για να τον οδηγήσουν σε αντίθετη κρίση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον συναφή λόγο αναιρέσεως παραπονείται ότι, αναφορικά με την μερικότερη πράξη της απόπειρας απάτης σε βάρος των εγκαλούντων Ψ10 και Χ1, το προσβαλλόμενο βούλευμα παραβίασε το δεδικασμένο, διότι οι εγκαλούντες αυτοί υπέβαλαν εναντίον του την υπ'αριθ. ΒΜ 1082/2004 έγκλησή τους, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη αμετάκλητη υπ'αριθ. 27/2004 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γρεβενών. Σύμφωνα όμως με τα όσα προαναφέρθηκαν, από την απορριπτική αυτή Διάταξη δεν δημιουργείται δεδικασμένο, αφού αυτή (Διάταξη) δεν αποτελεί απόφαση ή βούλευμα. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτά, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της εν λόγω Διατάξεως, προκύπτει ότι με αυτήν απορρίφθηκε η ανωτέρω έγκληση των εγκαλούντων Ψ10 και Χ1 για την αξιόποινη πράξη της αυτοδικίας και όχι για την αληθώς συρρέουσα πράξη της απόπειρας απάτης, για την οποία πραγματεύεται το προσβαλλόμενο βούλευμα. Επομένως ο συναφής αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ το τέλος της κυρίας ανακρίσεως κηρύσσεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Για τον σκοπό αυτό τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, υποβάλλει το συντομότερο πρόταση στο Συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 314 του ίδιου ΚΠΔ αν η υπόθεση παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα έγγραφα αποστέλλονται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο δημόσιο κατήγορο ή στον Πταισματοδίκη και με την φροντίδα του επιδίδεται το βούλευμα στους διαδίκους. Αν το βούλευμα γίνει αμετάκλητο ο κατηγορούμενος καλείται στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 321. Όμως, ούτε από τις διατάξεις αυτές, ούτε από κάποια άλλη διάταξη προβλέπεται και μάλιστα με ποινή ακυρότητας (απόλυτης ή σχετικής) υποχρέωση του ανακριτή ή του Δικαστικού Συμβουλίου να καταρτίζουν πίνακα των εγγράφων της δικογραφίας, στον οποίο να αναγράφονται αναλυτικά και ονομαστικά τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και εκείνα που έχει προσκομίσει και καταθέσει ο κατηγορούμενος. 'Αλλωστε, με την μη αναφορά των εγγράφων αυτών, δεν παραβιάζεται κανένα δικαίωμα από τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 ΚΠΔ, και κυρίως τα αναφερόμενα στην εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, καθώς και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 ΚΠΔ προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον Εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθούν συγκεκριμένες ανακριτικές ενέργειες σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, όπως εξέταση μαρτύρων ή προσκόμιση εγγράφων, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα, παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο. Κατ'ακολουθίαν, ο συναφής λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το αίτημα του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να επισυναφθούν, ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν αντίγραφα του εντύπου Ε9 των φορολογικών δηλώσεων των εγκαλούντων, οικονομικού έτους 1997, καθώς και να κληθούν και να καταθέσουν οι μάρτυρες Ψ1, Φ και Ω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο με την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων που παραθέτει, πλήρως αιτιολογεί την κρίση του για την συνδρομή σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο για τις πράξεις που του αποδίδονται και ως εκ τούτου είναι αιτιολογημένη η σιωπηρή απόρριψη του ως άνω αιτήματος.
Μετά από αυτά, και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 1/24-1-2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ... για αναίρεση του υπ' αριθμό 2/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, και
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

1616/2008 - σελ. 212

<< Επιστροφή