Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος.
Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Η παράγραφος 8 του άρθρου 2 του Ν. 2954/2001 με την οποία τροποποιήθηκε το καθεστώς της παραγραφής για το αδίκημα του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, ώστε να αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από την παλαιότερη ρύθμιση, αφού σύμφωνα με την τελευταία η παραγραφή αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος ότι το διατακτικό αποτελεί αντιγραφή του αναγνωσθέντος κατηγορητηρίου και επανάληψη αυτού και στο σκεπτικό. Το τελευταίο έχει και δικές του σκέψεις, ανεξαρτήτως του ότι είναι επαρκές. Ο λόγος περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων είναι απαράδεκτος. Απορρίπτει.
Αριθμός 1760/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μπαλαφούτη, περί αναιρέσεως της 9809/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Θεόδωρο Τσιρά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1923/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α' του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών". Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία, ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπεύθυνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αξίας (παρ. 4). Ως προς την παραγραφή ο νόμος 2523/1997, με την παρ. 10 του άρθρου 21, όριζε αρχικά ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν.2528/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής κλπ και κατά τούτο εναρμονίζεται με την τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ. 2 εδ. α δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με το χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 προστέθηκε στο άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενέργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση που δεν ήρθε να καλύψει κατά τα προεκτεθέντα , νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέστηκαν προ της ισχύος, τη 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΠΚ, πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως, (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του ΠΚ, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται δε υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.
Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ. ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005).
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Α Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχτηκε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι? "ο εκκαλών-κατηγορούμενος Χ1 στη ......., κατά τους κάτωθι χρόνους, τέλεσε περισσότερες πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων. Ειδικότερα, ως ιδιοκτήτης και υπεύθυνος της επιχειρήσεως υπό την επωνυμία ......., με έδρα επί της οδού......., εξέδωσε τα κάτωθι εικονικά τιμολόγια, συνολικής αξίας 758.394.202 δραχμών (2.225.661,63 ευρώ), ήτοι? 1) την 3-3-2000, τιμολ. υπ' αριθμ. 1, αξίας 39.990 ευρώ, 2)την7-4-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.2, αξίας 73.470 ευρώ, 3)την 21-4-2000, τιμολ. υπ' αρίθμ. 3, αξίας 89.280 ευρώ, 4)την 26-4-2000,τιμολ. υπ αριθμ. 4, αξίας 82.305 ευρώ, 5)την 5-5-200, τιμολ. υπ' αρίθμ.5, αξίας 77.190 ευρώ, 6)την 12-5-2000, τιμολ. υπ' αριθμ. 6, αξίας 87.420 ευρώ, 7)την 26-5-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.7, αξίας 72.540 ευρώ, 8)την 2-6-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.8, αξίας 115.320 ευρώ, 9)την 16-6-2000,τιμολ. υπ' αριθμ.9, αξίας 108.810 ευρώ, 10)την 29-6-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.10, αξίας 122.760 ευρώ, 11)την 7-7-2000,τιμολ. υπ' αριθμ.11, αξίας126.300 ευρώ, 12)την 21-7-2000, τιμολ. υπ' αριθμ. 12, αξίας 119.685 ευρώ,13)την 28-7-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.13, αξίας 124.230ευρώ, 14)την 4-8-2000, τιμολ. υπ' αριθμ. 14, αξίας 117500 ευρώ,15)την 11-8-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.15, αξίας 114.680 ευρώ, 16)την 25-8-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.16, αξίας110.920 ευρώ, 17)την 8-9-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.17, αξίας 102.460 ευρώ, 18)την 15-9-2000, τιμολ. υπ' αριθμ.18 αξίας 114.680 ευρώ, 19)την 22-9-2000, τιμολ. υπ' αριθμ. 19, αξίας108.100 ευρώ, 20)την 6-10-2000, τιμολ. Υπ' αριθμ. 20, αξίας 112.800 ευρώ, 21)την 13-10-2000, τιμολ. υπ' αριθμ. 21, αξίας 101.990 ευρώ, και 22)την 27-10- 2000, τιμολ. υπ' αριθμ.22, αξίας123.610 ευρώ. Τα τιμολόγια αυτά υπήρξαν εικονικά, διότι αφορούσαν ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, η δε φερομένη ως εκδότρια επιχείρηση του εκκαλούντος-κατηγορουμένου ουδέποτε απέκτησε πραγματική υπόσταση και οντότητα, ουδέποτε διακίνησε εμπορεύματα και ουδέποτε απασχόλησε προσωπικό. Μάλιστα η φερομένη ως παραλήπτρια εταιρεία υπό την επωνυμία ......, μετά από έρευνα των Βρετανικών αρχών, απεδείχθη ότι ουδέποτε συνηλλάγη με την επιχείρηση του εκκαλούντος-κατηγορουμένου. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η θεώρηση της εκτελέσεως ελέγχου του ελεγκτού υπαλλήλου του ΣΔΟΕ, (περιφερειακή Δ/ση Κεντρικής Μακεδονίας), ...... έλαβε χώρα την ...., η δε επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο Χ1 έλαβε χώρα την 30-1-2007, (βλ. την από .... έκθεση επιδόσεως του επιμελητή ......).
Συνεπώς δεν παρήλθε πενταετία από την 4-6-2003, δοθέντος ότι σύμφωνα με το άρθρ. 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001, περί φορολογικών ρυθμίσεων κλπ, στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 προσετέθη διάταξη, κατά την οποία "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο της διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής, η οποία διενήργησε τον έλεγχο", απορριπτομένης της ενστάσεως παραγραφής (άρθρ. 111 παρ. 3 του ΠΚ) ως αβασίμου". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο, με βάση τις παραπάνω παραδοχές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της παραβάσεως των άρθρων 19 παρ. 1,3,4,20,21 παρ. 2, 10 του ν. 2523/1997, όπως ισχύει, κατ' εξακολούθηση, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1,3, 4, 20, 21 παρ.2, 10 Ν. 2523/1997 και 27 παρ. 1, 98 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του προδιαληφθέντος εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο, δεν ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή.
Περαιτέρω, το γεγονός ότι το σκεπτικό είναι εν μέρει, και όχι στο σύνολό του, ταυτόσημο του διατακτικού δεν καθιστά την αιτιολογία της απόφασης ανεπαρκή, αφού το διατακτικό είναι στην προκείμενη περίπτωση εκτεταμένο και λεπτομερές. Εξάλλου, η σύμπτωση των περιστατικών που αναγράφονται στο κατηγορητήριο, το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού τα περιστατικά αυτά του κατηγορητηρίου αποδείχτηκαν και όχι άλλα διαφορετικά, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι αυτός δεν είχε καμιά ανάμειξη στις επίδικες συναλλαγές, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 19 παρ. 1, 3, 4, 20, 21 παρ.2,10 του Ν. 2523/1997 και 27 παρ. 1, 98 παρ.1 του ΠΚ, αντιστοίχως, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν.
Η ως άνω πράξη διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, και φέρεται να έχει τελεστεί κατά το χρονικό διάστημα από 3-3-2000 έως 27-10-2000, διαπιστώθηκε δε στις ....., με την έκθεση ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε., Περ/κή Δ/νση Δυτικής Μακεδονίας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για όλες τις ως άνω πράξεις. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, λόγω παρόδου πενταετίας, από 3-3-2000 μέχρι και 27-10-2000 και μέχρι της επιδόσεως του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στις 30-1-2007. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, (έκδοση εικονικών τιμολογίων, κατ' εξακολούθηση), τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο με την έκδοση των πιο πάνω είκοσι δύο (22) εικονικών τιμολογίων, ο χρόνος διαπίστωσης αυτής προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Αρχής που τον ενήργησε, ήτοι την ..... και συνεπώς έκτοτε μέχρι του χρόνου επίδοσης του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στις 30-1-2007 δεν παρήλθε πενταετία, ώστε να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Κατ' ακολουθία αυτών ο αυτοτελής ισχυρισμός του συνηγόρου του κατηγορουμένου, που τον εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη, περί παραγραφής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με αυτά που δέχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης από τον κατηγορούμενο εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, και με την παραδοχή της ότι μέχρι την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος δεν είχε παρέλθει πενταετία για τις είκοσι δύο (22) ως άνω μερικότερες πράξεις σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα.
Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 22 του ν. 3693/1957 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμό 9809/2007 αποφάσεως του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ