Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 927 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο επιλήφθηκε, κατά το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. 3, 4 του ΚΠΔ, λόγω εγκλημάτων, για τα οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, αποφαίνεται αμετακλήτως και για τα συναφή κακουργήματα και πλημμελήματα, ανεξάρτητα του αν τελικά η παραπομπή γίνεται χωρίς τις προϋποθέσεις του άνω Ν. 1608/1950 (ΑΠ 541/2008, ΑΠ 1040/2005).




ΑΡΙΘΜΟΣ 927/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, που δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1639/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1584/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 544/25.11.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 §1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αρ. 24/30-9-2008 έκθεση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ......, οδός ...... ασκηθείσα από τον ίδιο κατά του υπ'αριθμόν 1639/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
(Ι.) Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 308 § 1 εδ. 3 και 4 Κ.Π.Δ., που προσετέθη με το άρθρο 5 § 7 του ν.1738/1987 "στα εγκκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν.1608/1950 ("για τους καταχραστές του Δημοσίου"), η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, να αποφαίνεται σε μια τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που της εδόθη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με την άσκηση της ποινικής διώξεως και από τον Ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο, κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρ. 1 του ν.1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί, ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρ. 1 του ν.1608/1950. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει με βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική εκτίμηση του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικασθεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά εχαρακτηρίσθη από τούτο, το σχετικό δε βούλευμα του δεν υπόκειται σε αναίρεση. Το άρθρ. 308 παρ. 1 εδ. γ' έχει εφαρμογή για τη ταυτότητα του νομικού λόγου (δηλ. τη ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων του Ν. 1608/50) και για τα συναφή κακουργήματα και πλημμελήματα (ΑΠ 1191/90 Π.Χρ. ΜΑ/426, ΑΠ 1714/03, ΑΠ 1204/98, ΑΠ 420/99 κ.ά.). Τα συναφή αυτά κακουργήματα και πλημμελήματα (εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρ. 128-129 ΚΠΔ) είναι αδιάφορο αν τα έχει τελέσει ο ίδιος ή άλλος δράστης (ΑΠ 433/94, ΑΠ 22/98, ΑΠ 310/2000, ΑΠ 1132/90 κ.ά.), διότι εάν ήθελε γίνει δεκτή η αντίθετη άποψη του χωρισμού των συναφών κακουργημάτων και πλημμελημάτων τότε ανατρέπεται αφενός η φιλοσοφία του Ν. 1738/87, που ήθελε ταχεία εκκαθάριση της υπόθεσης, αφετέρου επέρχεται διάσπαση της ενότητος της υπόθεσης, η οποία άλλωστε υπαγόρευσε τα άρθρ. 128και 129 ΚΠΔ. Το αμετάκλητο του βουλεύματος του αρ. 308 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ ισχύει επίσης όταν το βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο όχι για έγκλημα του Ν. 1608/50 αλλά για άλλο κακούργημα που δεν υπάγεται στο Ν. 1608/50, πλην όμως άλλος κατηγορούμενος παραπέμπεται ή κατηγορήθηκε για κακούργημα του Ν. 1608/50 και το πρώτο κακούργημα είναι συναφές με αυτό (ΑΠ 1157/01 και ΑΠ 1163/2004).
Τέλος η ως άνω διάταξη (αρ. 308 παρ. 1γ ΚΠΔ) δεν αντίκειται σε δικαιώματα του κατηγορουμένου που προστατεύονται από το Σύνταγμα ή το άρ. 6 της ΕΣΔΑ ή 2 παρ. 1 του 7ου πρωτοκ. της ΕΣΔΑ (ΑΠ 636/03, ΑΠ 1404/03, ΑΠ 298/04, ΑΠ 1522/98, ΑΠ 1204/98 και ΑΠ 1196/99 κ.ά.). Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ησκήθη, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται, και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι και το αμετάκλητο βούλευμα, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο σε Συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο (Α.Π. 1040/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ σελ. 129).
(ΙΙ.) Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1639/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εξεδόθη μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για ψευδή βεβαίωση που στρέφεται κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο ανωτέρω νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, από δράστη ο οποίος εξακολούθησε για μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (σε βάρος του μη ασκήσαντος αναίρεση Α), για α) πλαστογραφία με χρήση, κατ' εξακολούθηση, από δράστη που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, β) απάτη κατ' εξακολούθηση, από δράστη που ενεργεί απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και δ) υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, [σε βάρος του Χ (αναιρεσείοντος)] για πλαστογραφία με χρήση κατ'εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, απάτη από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η συνολική ζημία και το συνολικό όφελος υπερβαίνουν ποσό των 15.000 Ευρώ και άμεση συνέργεια σε απάτη κατ' εξακολούθηση, από δράστη που ενεργεί απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (σε βάρος του Β) ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση, ηθική αυτουργία σε απάτη, ηθική αυτουργία σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης (σε βάρος των λοιπών 48) -άρθρα 13γ, 13 στ, 26 παρ. 1α, 27, 46 παρ. 1, α, β, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. παρ. 1, 3 εδ. β Π.Κ., όπως η περ. στ του άρθ. 13 προστ. με άρθ. 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996 και η παρ. 3 εδ. β του άρθ. 216 προστ. με άρθ. 14 παρ. 2β Ν. 2721/1999, 242 παρ. παρ. 1, 3 Π.Κ. σε συνδ. με 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950, 375 παρ. παρ. 1, 2α Π.Κ., όπως αντικ. με άρθρο 1 παρ. 9 Ν.2408/1996, 386 παρ. παρ. 3α 1β, α Π.Κ., όπως η παρ. 3 του άρθ.386 αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 Ν.2721/1999 και 220 παρ. παρ. 1,2 Π.Κ-, με την συνδρομή δηλαδή του άρθρ. 1 ν. 1608/1950. Μετά δε την περάτωση της κυρίας ανάκρισης που ενηργήθηκε και περατώθηκε νομίμως, η υπόθεση εισήχθη από τον Εισαγγελέα Εφετών εις το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα Χ, εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων), προκειμένου να δικασθεί για τις πράξεις, α) κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και συνήθεια, με συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ, β) κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και συνήθεια, με συνολική ζημία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, με την προσθήκη της επιβαρυντικής περίστασης της περίπτ. β' του άρθρου 386 § 3ΠΚ, γ) κακουργηματική υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, τελεσθείσα στις 8-2-1995 και δ) υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που ενεργεί κατ' επάγγελμα και συνήθεια, με συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ (άρθρα 1, 13γ, 13στ, 14, 26 § 1α, 27, 45, 47, 52, 53, 60, 94 § 1, 98, 216 §§1,3 εδ.β Π.Κ., όπως η περ. στ' του αρθ.13 προστ. με άρθ. 1 § 1 Ν. 2408/1996 και η παρ. 3 εδ.β του αρθ. 216 προστ. με αρθ.14 § 2β Ν. 2721/1999, 375 §§ 1, 2α Π.Κ., όπως αντικ. με άρθρο 1 § 9 Ν.2408/1996, 386 §§ 3α 1β, α Π.Κ., όπως η παρ.3 του άρθ. 386 αντικ. με άρθρο 14 § 4 Ν.2721/1999 και 220 §§ 1,2 Π.Κ), όπως οι πράξεις αυτές ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρ. 1 του ν.1608/50. Η δυνατότητα αναιρέσεως του βουλεύματος αυτού, δηλαδή το αμετάκλητο ή μη του βουλεύματος, θα κριθεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, εκ των πράξεων για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και όχι εκ των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται τελικά ο κατηγορούμενος, εφόσον δε η ποινική δίωξη ασκήθηκε με την συνδρομή του ν.1608/50, το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση. Επομένως η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου, στρεφομένη κατά του παραπάνω αμετακλήτου βουλεύματος είναι απαράδεκτη. Επικουρικά δε και σε περίπτωση διαφορετικής κρίσης περί του παραδεκτού της υπό κρίση αναιρέσεως προτείνω την κατ'ουσία απόρριψη αυτής, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στις παραδοχές και σκέψεις του οποίου αναφέρομαι προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει αναλυτικά, με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα και τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στη κρίση του, προσέτι δε ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Μετά ταύτα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: (Ι) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 24/30-9-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ......, οδός ......, κατά του υπ'αριθμ. 1639/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
(ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
'Αλλως (α) Ν'απορριφθεί η ως άνω αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ...... κατά του 1639/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως ουσιαστικά αβάσιμη και (β) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήναι 14 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. γ και δ του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν.
1738/1987, στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανακρίσεως κηρύσσεται από το Συμβούλιο των Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα (όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 308 παρ.3), άρα πολύ περισσότερο και για τα συναφή, κατά το άρθρο 129 του ΚΠοινΔ, κακουργήματα. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, να αποφαίνεται σε μία τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξεως, που δόθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την άσκηση της ποινικής διώξεως και από τον Ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο, κατά την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί, ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει με βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική εκτίμησή του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, να παραπέμψει στο αρμόδιο Δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικαστεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκε από τούτο, το σχετικό δε βούλευμά του, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων για τις οποίες δεν πρόκειται και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι και το αμετάκλητο βούλευμα, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο σε Συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο με αριθμό 1639/2008 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συναφή, κατά τα άρθρα 128-129 του ΚΠοινΔ, κακουργήματα και πλημμελήματα: 1) σε βάρος του μη παραπεμπομένου κατηγορουμένου υπαλλήλου Α, για την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, σε βάρος του ΝΠΔΔ (ΙΚΑ), από την οποία πράξη το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε και η συνολική ζημία που προκλήθηκε στο ΝΠΔΔ υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735,14 ευρώ, 2) σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για τις συναφείς πράξεις: α) πλαστογραφίας με χρήση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, β) απάτης κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, δ) υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, διαχειριστή ξένης περιουσίας και 3) σε βάρος του Β, για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, υπεξαίρεση από διαχειριστή και άμεση συνέργεια σε απάτη κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία το ποσό των 15.000 ευρώ και 4) σε βάρος άλλων 48 προσώπων για ηθική αυτουργία, σε πλαστογραφία με χρήση, σε απάτη και σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Ήτοι ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος, για παράβαση των ποινικών διατάξεων των άρθρων 13 γ, στ, 26 παρ.1 α, 27, 46 παρ.1 , 94, 98, 216 παρ. 1,3 β ΠΚ, 242 παρ. 1,3 ΠΚ, σε συνδ. με 1 παρ.1 του Ν. 1608/1950 (περί καταχραστών του Δημοσίου), 375 παρ. 1, 2 α ΠΚ, , 386 παρ. 1 α,β, 3 α ΠΚ. και 220 παρ. 1,2 του ΠΚ, με τη συνδρομή όμως των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 (περί καταχραστών του Δημοσίου). Μετά το πέρας της κυρίας ανακρίσεως, η υπόθεση εισήχθη νομίμως στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο και με το προσβαλλόμενο βούλευμα, νόμιμα κήρυξε την περάτωση της κυρίας ανακρίσεως και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, (κακουργημάτων), για να δικασθεί ως υπαίτιος για τις πράξεις: α) κακουργηματή πλαστογραφία με χρήση, κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ, β) κακουργηματική απάτη κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολική ζημία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, με την επιβαρυντική περίσταση της περ.β της παρ. 3 του άρθρου 386 ΠΚ, γ) κακουργηματική υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί σε αυτόν, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας και δ) υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως, κατ'εξακολούθηση, από υπαίτιο που ενεργεί κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ, όπως οι ανωτέρω πράξεις αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, χωρίς σαφώς τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, ενώ για τη συναφή πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, στρεφόμενη κατά ΝΠΔΔ, με ζημία υπερβαίνουσα το ποσόν των 50.000.000 δραχμών, σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου υπαλλήλου, υπό τις προϋποθέσεις του Ν. 1608/1950, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία.
Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δυνατότητα αναιρέσεως του βουλεύματος αυτού, δηλαδή το αμετάκλητο ή μη του βουλεύματος, θα κριθεί, από τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και όχι από τις πράξεις για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Και εφόσον η ποινική δίωξη ασκήθηκε με τη συνδρομή του ν. 1608/1950, το προσβαλλόμενο βούλευμα, ανεξάρτητα του ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ή άλλος συγκατηγορούμενός του, δεν παραπέμπεται τελικά και με τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού, είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση. Το άρθρο δε 308 παρ.1 γ του ΚΠοινΔ, έχει εφαρμογή για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δηλαδή την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων του Ν. 1608/1950, και για τα συναφή ως παραπάνω κακουργήματα και πλημμελήματα, ανεξάρτητα αν τα έχει τελέσει ο ίδιος ή άλλος δράστης. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά του παραπάνω βουλεύματος, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Σε κάθε περίπτωση, ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ένδικου μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ], το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, διότι το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου πλήρως εξασφαλίζεται αφού, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο Δικαστήριο και να υποβάλει σε αυτό τα αιτήματα και τις αντιρρήσεις του. Πολύ περισσότερο ο αποκλεισμός του κατηγορουμένου από το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά του εν λόγω βουλεύματος δεν αντίκειται στο άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ν. 1705/1987), ούτε στο άρθρο 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), δεδομένου ότι οι ανωτέρω διατάξεις αναφέρονται στο δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο Δικαστήριο της καταδικαστικής αποφάσεως ή της αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή. Τέλος, η ως άνω απαγόρευση δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις 7 παρ.2, 8 εδαφ. α', 20 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, αφού οι δικονομικές διατάξεις, ως αυτή του άρθρου 308 παρ.1 του ΚΠοινΔ αποτελούν νόμους δημόσιου χαρακτήρα, που εκφράζουν άμεσα γενικά και δημόσια συμφέροντα για ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων αυτών και εκτός εναντίας διατάξεως έχουν άμεση από της ισχύος τους εφαρμογή.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Σημειώνεται ότι ο διορισθείς αντίκλητος δικηγόρος Αθηνών, του μη παραστάντος κατηγορούμενου, Γεώργιος Τριανταφύλλου, κλήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ'άρθρον 476 παρ.3 ΚΠοινΔ, να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο, κατά την παραπάνω δικάσιμο της 18-2-2009, προ 24 ωρών (βλ. από 23-1-2008 αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ......).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 24/30-9-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του με αριθ. 1639/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή