Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρος. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Ελλιπής η αιτιολογία ως προς το στοιχείο του αμέσου δόλου (γνώση του ψεύδους) των αδικημάτων αυτών. Δέχεται αίτηση. Αναιρεί.
ΑΡΙΘΜΟΣ 735/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δάρα, περί αναιρέσεως της 6034/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1, κάτοικο ....., 2. Ψ2 και 3. Ψ3, κάτοικους ....., που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 4 Φεβρουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1950/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο τον αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 του ΠΚ, κατά το οποίο, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση του κατηγορουμένου ότι η γενόμενη καταμήνυση είναι ψευδής και τα πραγματικά περιστατικά, που κατέθεσε, ήταν επίσης ψευδή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, την γνώση του δράστη με την έννοια της πλήρους βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη θεμελίωση των εγκλημάτων αυτών απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, ο οποίος, στην περίπτωση μεν της ψευδούς καταμηνύσεως, περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση δε της ψευδορκίας μάρτυρα τη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει, ενώ στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης, τη γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων αυτών η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και (στην περίπτωση του άρθρου 229 Π.Κ.) και στον πρόσθετο σκοπό του δράστη με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση όσο και το σκοπό. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 6034/2008 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Οι εγκαλούντες ήταν εργαζόμενοι στην επιχείρηση του εκκαλούντος- κατηγορουμένου, ο οποίος διατηρεί βιοτεχνία παραγωγής τυροπιτών κλπ στην συμβολή των οδών ..... και ..... στην Αθήνα, και απολύθηκαν γιατί, κατά τους ισχυρισμούς του, του έκλεβαν διάφορα πράγματα από την επιχείρηση. Μεταξύ αυτών υπάρχει μακρά αντιδικία. Όμως, σε σχέση με τον αναφερόμενο στον κατηγορητήριο χρονικό διάστημα των τεσσάρων (4) ετών, κατά το οποίο οι εγκαλούντες εργαζόντουσαν στην επιχείρηση και αφαίρεσαν διάφορα πράγματα (κύπελα καφέ κλπ), αθωωθήκαν, αντίστοιχα, με τις τελεσίδικες αποφάσεις 1807/07, 9394/05 και 2365/08 του Εφετείου Αθηνών.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν πράξεων (ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, που αναφέρονται στην πιο πάνω χρονική περίοδο των τεσσάρων (4) ετών, δηλαδή, ότι : 1) Στο ..... στις 13-11-2001 εν γνώσει καταμήνυσε άλλον ψευδώς, ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτή. Συγκεκριμένα κατά την ανωτέρω ημερομηνία και με τον παραπάνω σκοπό υπέβαλε στο Α/Τ Μοσχάτου μήνυση με την οποία εν γνώσει του, καταμήνυσε ψευδώς τους εγκαλούντες Ψ1, Ψ2 και Ψ3, για τις αξιόποινες πράξεις της κλοπής και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, αναφέροντας ψευδώς ότι οι κατηγορούμενοι κατά τα τελευταία τέσσερα έτη αφαιρούσαν σε καθημερινή βάση διάφορα είδη από τον αποθηκευτικό χώρο του επί της οδό ..... και ..... εργαστηρίου τυροπιτών ιδιοκτησίας του φροντίζοντας πάντα να μην καταγράφονται αυτά από την υπεύθυνη ώστε να αποκομίζουν προς όφελος τους τις εισπράξεις. 2) Στην Αθήνα στις 26-11-2001, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας προς ένορκη εξέταση αρχής, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Συγκεκριμένα εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του ακροατηρίου του Β Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπου εκδικαζόταν η υπόθεση κλοπής και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος με κατηγορουμένους τους Ψ1 και Ψ3 κατέθεσε τα εξής πραγματικά περιστατικά: "έπαιρναν διάφορα είδη κάθε μέρα για να μη φαίνονται. Με τσάντες τα έδιδε δίπλα αντί να τα πάει στο φορτηγό. Τα έβαζε σε συγκεκριμένο χώρο στο πλατύσκαλο". Τα πιο πάνω όμως ήταν ψευδή, αφού η αλήθεια ήταν ότι οι κατηγορούμενοι ουδέποτε είχαν διαπράξει τις παραπάνω πράξεις σε βάρος της επιχείρησης την οποία διατηρούσε ο κατηγορούμενος. 3) Στην Αθήνα στις 26-11-2001 ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον, γεγονός ψευδές, το οποίο μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας αυτού. Ειδικότερα στον προαναφερόμενο χρόνο ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε για τους εγκαλούντες όσα εκτίθενται ανωτέρω υπό. στοιχεία 1 και 2 της κατηγορίας ενώ γνώριζαν ότι αυτά ήσαν ψευδή. Οι ανωτέρω δε ψευδείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που διατυπώθηκαν ενώπιον τρίτων, και ειδικότερα ενώπιον του ακροατηρίου και των δικαστικών λειτουργών του Β Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων". Με βάση τα ανωτέρω το Δικαστήριο που δίκασε κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμησης (αρ.26 παρ.1, 17 παρ.1, 94 παρ.1, 224 παρ.2-1, 227 παρ.1, 229 παρ.1 και 363-362 ΠΚ) και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές του όμως αυτές το Δικαστήριο που δίκασε δεν περιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα δεν αναφέρεται στην αιτιολογία της από που το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει των φερομένων ως ψευδώς καταμηνυθέντων, και κατατεθέντων ενόρκως ενώπιον του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αποτελούσαν και τα δυσφημιστικά για τους εγκαλούντες γεγονότα, ούτε παρατίθενται, έστω και συνοπτικά, πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται η κρίση του αυτή, στοιχεία δηλαδή για τον άμεσο δόλο, ο οποίος πρέπει εν προκειμένω να αιτιολογείται ιδιαιτέρως και για τα τρία πιο πάνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος. Αντίθετα, από τις πιο πάνω παραδοχές της απόφασης, προκύπτει ότι η θεμελίωση τόσο των αντικειμενικών όσο και των υποκειμενικών στοιχείων των πιο πάνω αδικημάτων στηρίζεται αποκλειστικά στο ότι οι εγκαλούντες αθωωθήκαν, για τις αποδιδόμενες σε αυτούς από τον αναιρεσείοντα πράξεις κλοπής, με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, περιστατικό, όμως, το οποίο, αφορά μόνο τη θεμελίωση ότι το γεγονός που κρίθηκε με τις πιο πάνω αποφάσεις ήταν ψευδές, σε σχέση με το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρ. 366 παρ. 2β ΠΚ), όχι όμως και τη συνδρομή των προϋποθέσεων του υποκειμενικών στοιχείων των πιο πάνω αδικημάτων και ειδικότερα την προαναφερόμενη γνώση του αναιρεσείοντος ως προς το ψευδές των γεγονότων αυτών. Επομένως είναι βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως, (που επαναλαμβάνεται και στον πρόσθετο λόγο αναίρεσης), με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης.
Κατά συνέπεια πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 6034/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ