Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Στοιχεία συκοφαντικής δυσφήμησης. Έννοια γεγονότος. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση.
Αριθμός 1913/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Πολυζω-γόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Βιολέτα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιουλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την κοινή αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) χ1 και 2) χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Κουτσούκο, περί αναιρέσεως της με αριθμό 59/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαΐου 2008 κοινή αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1054/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικά μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου γεγονότος, το οποίο μπορεί (είναι κατάλληλο-επιτήδειο) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους- εντελούς γνώσεως-επιγνώσεως), ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Δεν αρκεί απλός ή ενδεχόμενος δόλος. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται στην έννοια του "γεγονότος" να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί, όταν συνδέονται και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν γεγονός και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Επομένως, απλές κρίσεις και γνώμες και χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη, της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξύβρισης, όχι όμως και εκείνο της δυσφήμησης (απλής ή συκοφαντικής). Σε περίπτωση καταδίκης για συκοφαντική δυσφήμηση επιβάλλεται το δικαστήριο να αναφέρει στην απόφασή του ειδικά και συγκεκριμένα τα φερόμενα ως προσαπτόμενα σε ορισμένο πρόσωπο γεγονότα, με τις τυχόν συναφείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή χαρακτηρισμούς, έτσι ώστε να κριθεί αντικειμενικά αν τα γεγονότα αυτά προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του ή οι χαρακτηρισμοί και οι κρίσεις συνάπτονται με γεγονότα ή αν διατυπώθηκαν κατά τρόπο που να μη συνάπτονται με γεγονότα.
Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση του οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, για να αποκλειστεί ότι ο δράστης ενήργησε με ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 59/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά τα ουσιώδη μέρη, πραγματικά περιστατικά? "Ο εγκαλών είναι πολιτικός μηχανικός και εργολάβος δημοσίων έργων. Το έτος 2000 συνεργαζόταν με την κατασκευαστική εταιρεία ΤΕΚ Θεσσαλονίκης ΑΕ, η οποία ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σε μειοδοτικό διαγωνισμό που προκήρυξε η ΔΕΥΑ Καλύμνου για το έργο εγκατάστασης επεξεργασίας λυμάτων του Δήμου Καλύμνου. Την πρόταση της παραπάνω. εταιρείας για τον εν λόγω διαγωνισμό έκανε ο εγκαλών, ο οποίος καταγόμενος από την .... και διατηρών εκεί οικία, επισκεπτόταν συχνά το νησί και είχε λάβει γνώση του εν λόγω διαγωνισμού. Ο εγκαλών έκανε πράγματι για λογαριασμό. της εταιρείας τη μελέτη του εν λόγω έργου, πλην όμως, κατά το διαγωνισμό που θα ελάμβανε χώρα στην ....., στις 11-9-2000, η εταιρεία τελικά δεν έλαβε μέρος, διότι ο προϋπολογισμός του έργου υπολειπόταν πολύ από το απαιτούμενο ποσό για την κατασκευή του έργου. Την παραπάνω ημέρα διεξαγωγής του διαγωνισμού για την ανάδειξη εργολάβου κατασκευής του εν λόγω έργου ο εγκαλών υπέβαλε στη ΔΕΥΑ Καλύμνου δήλωση περί μη συμμετοχής της παραπάνω εταιρείας στον εν λόγω διαγωνισμό.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (11-9-2000), κατά τη διάρκεια περιπάτου του εγκαλούντος στην πλατεία ..... με τον γ1 (επίσης εκπρόσωπο ΤΕΚ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΕ), ο οποίος ήταν κι αυτός στο νησί, πλησίασε τον εγκαλούντα ο κατηγορούμενος χ1, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ... και μεγαλόφωνα του είπε ότι έμαθε ότι πήρε το έργο και στη συνέχεια τον ρώτησε "πόσα σου πήρε ο Δήμαρχος;", Αυτά όλα ειπώθηκαν ενώπιον του γ1 και της παρέας του κατηγορουμένου. Ο εγκαλών του απάντησε "τι είναι αυτά που λες, αφού εγώ δεν έλαβα καν μέρος στο διαγωνισμό". Στη συνέχεια ο εγκαλών ενημέρωσε το Δήμαρχο ....... για το παραπάνω περιστατικό με τον κ. χ1 κι εκείνος του ζήτησε να του τα καταθέσει εγγράφως. Ο εγκαλών πράγματι συνέταξε και παρέδωσε στο Δήμαρχο την από ...... επιστολή του, στην οποία εξιστορούσε τα ανωτέρω, που συνέβησαν στην πλατεία ...... και την οποία προσυπέγραψε ως αυτήκοος μάρτυρας ο γ1. Την εν λόγω επιστολή, που περιέχεται στα πρακτικά της από ..... συνεδρίασης του Δ.Σ. .... τη διάβασε ο Δήμαρχος στο Δημοτικό Συμβούλιο, .στο οποίο παρευρίσκονταν και οι κατηγορούμενοι, ο 1ος κατηγορούμενος ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και ο 2ος ως Δημοτικός Σύμβουλος. Ο 1ος κατηγορούμενος χ1 όταν τον ρώτησε ο Δήμαρχος αν αποδέχεται το περιεχόμενο της επιστολής είπε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα ότι "ο συγκεκριμένος άνθρωπος, που έρχεται μια φορά το χρόνο, ήταν ψευτομάρτυρας σε δικαστήρια μέσα, σε δύο δικαστήρια..... ας βάλει λοιπόν νερό στο κρασί του ο κύριος και να ζητήσει συγνώμη γιατί δεν είμαστε του ίδιου επιπέδου. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος θέλει να πουλήσει εκδούλευση στο δήμαρχο, αυτός ήταν ο σκοπός του .....". Ο εγκαλών, με την από 25-10-2000 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία, που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο χ1, τον κάλεσε να του γνωστοποιήσει σε ποιά δικαστήρια ήταν ψευδομάρτυρας. Ο κατηγορούμενος χ1, με την από 14-11-2000 εξώδικη απάντηση, που κοινοποιήθηκε στον εγκαλούντα, του απάντησε ότι "η θέση μου ήταν ότι εφόσον αυτά που αναφέρατε στην επιστολή σας δεν ευσταθούσαν για το πρόσωπό μου τότε γιατί να μην έχετε καταθέσει και ως ψευδομάρτυρας, σε Δικαστήριο". Επίσης, στην ίδια συνεδρίαση του ΔΣ (.....), ο 2ος κατηγορούμενος αναφέρθηκε στο πρόσωπο του εγκαλούντος με την εξής φράση. "Τώρα, όσον αφορά την επιστολή, διότι ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου, εφόσον μπήκα κι εγώ στο βασανιστήριο το να ακούσω την επιστολή του κοριού αυτού, εγώ θα σας θυμίσω αυτό που λέει ο λαός μας. Έρποντας και γλείφοντας και με κάτι άλλο, προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Ο συγκεκριμένος κύριος 12/9 αν δεν απατώμαι είναι μειοδότης στη ΔΕΥΑΚ για κάποιο έργο του βιολογικού καθαρισμού, περιμένει δηλαδή κάτι και νομίζω ότι 12/9 .....". Όλα τα παραπάνω λεχθέντα από τους κατηγορουμένους είναι ψευδή και προσβλητικά για τη τιμή του εγκαλούντος, ο οποίος ουδέποτε έχει καταδικαστεί ή παραπεμφθεί σε δίκη για ψευδομαρτυρία. Με την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 1093/20-3-1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ο εγκαλών καταδικάστηκε για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση της ....... και όχι για ψευδομαρτυρία. Άλλωστε, από το περιεχόμενο της παραπάνω από 14.1.2000 εξώδικης απάντησης του 1ου κατηγορουμένου προκύπτει ότι αυτός δεν γνώριζε τότε για την ανωτέρω καταδίκη του εγκαλούντος με την υπ' αριθμ. 1093/1997 προαναφερθείσα απόφαση. Εξάλλου, ο εγκαλών δεν ήταν μειοδότης έργου του Δήμου Καλύμνου, ενώ η εταιρεία που εκπροσωπούσε δεν ανέλαβε τελικά το έργο, γεγονός που το γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Καταθέτοντας δε τα παραπάνω δημόσια κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. Καλύμνου οι κατηγορούμενου πρόσβαλαν και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού τον παρουσίασαν ο 1ος ως ψευδομάρτυρα, γεγονός εν γνώσει του ψευδές, ο δε 2ος, με τη φράση "έρποντας και γλείφοντας κάνει τη δουλειά του", ως άνθρωπο που δεν έχει κάποιο έρμα, ως καιροσκόπο και διαπλεκόμενο, ως άνθρωπο που με αδιαφανή και υπόγειο τρόπο διεκδίκησε και ανέλαβε την εκτέλεση δημοτικού έργου, γεγονός εν γνώσει του ψευδές. Επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξης που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο και αναφέρεται στο διατακτικό".
Με βάση αυτές τις παραδοχές το Δικαστήριο κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι "στις 25-10-2000 με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε ή διέδωσε για κάποιον άλλο γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του και το οποίο ήταν εν γνώσει του ψευδές και ειδικότερα: στην ...., στις 25-10-2000, κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ανέφεραν για το μηνυτή ψ1 μεταξύ άλλων τα κάτωθι? 1) Ο πρώτος κατηγορούμενος: "... ο συγκεκριμένος ήταν ψευδομάρτυρας σε δύο δικαστήρια. Ας ζητήσει συγγνώμη, γιατί δεν είμαστε του ιδίου επιπέδου. Μου είπε χ1 προχώρα και είμαι μαζΐ σου. Και την άλλη μέρα στέλνει επιστολή, ... ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήθελε να πουλήσει εκδουλεύσεις στο Δήμαρχο..." 2) Ο δεύτερος κατηγορούμενος "... έρποντας και γλύφοντας προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του. Αυτός ο κύριος είναι διεκδικητής έργου της ΔΕΥΑΚ...". Όλα τα ανωτέρω υπό στοιχεία 1 και 2 του κατηγορητηρίου γεγονότα ήταν εν γνώσει τους ψευδή και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή".
Με τις παραδοχές όμως αυτές το δικαστήριο της ουσίας, αφ' ενός μεν δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προδιαλειφθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά τη διεξαχθείσα στο ακροατήριο διαδικασία, επί τη βάσει των οποίων κατέληξε στην ως άνω κρίση του, αφ' ετέρου δε στέρησε αυτήν νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται ειδικώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ο άμεσος δόλος των αναιρεσειόντων, δηλαδή η γνώση τους, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης - εντελούς γνώσης), ότι τα κατατεθέντα και ισχυρισθέντα, ως άνω, από αυτούς, ήταν ψευδή, αφού δεν αναφέρονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η ανωτέρω γνώση τους, μη αρκούσης για την πληρότητα της αιτιολογίας, ως προς το ζήτημα αυτό, της αναφοράς στο σκεπτικό, ότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι, τα ανωτέρω κατατεθέντα και ισχυρισθέντα από αυτούς, ήταν ψευδή. Προκειμένου η προσβαλλόμενη απόφαση να αιτιολογήσει την απόδοση στο πρόσωπο του πρώτου αναιρεσείοντος της επιβαλλόμενης από τη διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ γνώσης της αναληθείας του ισχυρισμού του επικαλέστηκε την αναγνωσθείσα από 14-1-2000 εξώδικη απάντηση που απέστειλε ο αναιρεσείων στον εγκαλούντα, "από την οποία προκύπτει ότι αυτός δεν γνώριζε τότε για την ανωτέρω καταδίκη του εγκαλούντος με την υπ' αριθμ. 1093/1997 προαναφερθείσα απόφαση". Όμως, με την παραδοχή αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος συνέτρεχε η αναγκαία θετική γνώση του ισχυρισμού του, ούτε αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα από ποια συγκεκριμένα περιστατικά πείστηκε το Δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων γνώριζε την αναλήθεια του σχετικού του ισχυρισμού. Δεν εκθέτει με ποιους συλλογισμούς έκρινε ότι όσα ισχυρίστηκε ο δεύτερος αναιρεσείων εμπίπτουν στην έννοια του γεγονότος, γιατί διαφορετικά, δηλαδή αν εκφράζονται ή εκδηλώνονται αυτοτελώς, ανεξάρτητα και άσχετα από συγκεκριμένο γεγονός, συνιστούν άλλη πράξη. Δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι "ο εγκαλών δεν ήταν μειοδότης έργου του Δήμου Καλύμνου, ενώ η εταιρεία που εκπροσωπούσε δεν ανέλαβε τελικά το έργο, γεγονός που το γνώριζαν οι κατηγορούμενοι", χωρίς να εκθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ως προς τον τρόπο της γνώσεως. Ακολούθως, αναφερόμενη στο δεύτερο κατηγορούμενο, αντιφατικά δέχεται ότι "διεκδίκησε και ανάλαβε την εκτέλεση δημοτικού έργου, γεγονός εν γνώσει του ψευδές".
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για? α)έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως αυτών, είναι βάσιμοι ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο για νέα συζήτηση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ.519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ.59/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ