Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δεδικασμένο, Δασικά αδικήματα.
Περίληψη:
Παράβαση άρθρ. 71 παρ. 1 του Ν. 998/79, α) δεδικασμένο, β) έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτεται η αναίρεση.
Αριθμός 25/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Τσακίρη, περί αναιρέσεως της 6/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 601/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 και 3 του ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι παραβίαση του δεδικασμένου, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. ΣΤ' του ΚΠΔ, υφίσταται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς καταδικάζεται για την ίδια ακριβώς πράξη και όχι για άλλη συρρέουσα. Εξάλλου, αν υπάρχει κατ' ιδέαν συρροή, κατά την οποίαν με την ιδία πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του δράστη, τελούνται περισσότερα εγκλήματα (άρθρο 94 παράγραφος 2 του ΠΚ), όπως συμβαίνει, όταν με την ίδια αξιόποινη πράξη προσβάλλονται τα ίδια (ομοειδής κατ' ιδέαν συρροή) ή διαφορετικά (ετεροειδής κατ' ιδέαν συρροή) έννομα αγαθά περισσοτέρων προσώπων (πλείονες παθόντες), το δεδικασμένο εξαντλείται σε κάθε συρρέουσα πράξη χωριστά και δεν καταλαμβάνει όλες τις συρρέουσες πράξεις για τις οποίες έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία της μιας πράξεως αποτελούν και στοιχεία της άλλης που κρίθηκε (Ολ. ΑΠ 1110/1982). Κατά συνέπεια δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο όταν το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως και περιστατικά αμετακλήτως κριθέντα με προηγούμενη απόφαση, εφόσον αυτά δεν ταυτίζονται κατ' αντικείμενο προς την κρινόμενη πράξη που είναι αυτοτελής.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας παραβίασε το δεδικασμένο το οποίο προκύπτει από την υπ' αριθ. 3830/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος της παραβάσεως του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983, ήτοι του ότι στη θέση ....... της Κοινότητας Κεραμιδίου και εντός δασικής εκτάσεως ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής ........, κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, χωρίς άδεια, κατασκεύασε αυθαίρετα κτίσμα. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας, για την έρευνα του βασίμου ή μη του εξεταζομένου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για παράβαση του άρθρου 71 παράγραφος 1 του Ν. 998/1979, ήτοι για το ότι προέβη στην κατασκευή κτίσματος εντός μοναστηριακής δασικής εκτάσεως χωρίς να έχει δικαίωμα, προκαλώντας έτσι ανεπίτρεπτη μεταβολή στη χρήση δάσους, η οποία είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής της πράξεως της αυθαίρετης κατασκευής, της παραβάσεως δηλαδή του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983, ήτοι πρόκειται για διαφορετική πράξη, που τελέσθηκε σε κατ' ιδέα συρροή με εκείνη για την οποία κηρύχθηκε αθώος με την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειο-δικείου Βόλου. Δεν παραβιάσθηκε, συνεπώς, το δεδικασμένο που απορρέει από την τελευταία αυτή απόφαση και ο αντίθετος, από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Στ' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 6/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, ανασταλείσαν επί 3ετία, για παράβαση του άρθρου 71 παράγραφος 1 του Ν. 998/1979, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "Ο κατηγορούμενος στη δασική θέση ...... του Μοναστηριακού δάσους της Ιεράς Μονής ..... της περιφέρειας ........ Ν. Μαγνησίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου μέχρι 24 Ιανουαρίου 2000, προέβη στην κατασκευή κτίσματος εντός μοναστηριακής δασικής εκτάσεως χωρίς να έχει δικαίωμα, προκαλώντας έτσι ανεπίτρεπτο μεταβολή στη χρήση δάσους. Ειδικότερα, σε δασική έκταση στην ως άνω δασική θέση, προέβη στην ανέγερση κτίσματος με τσιμεντόλιθους και κεραμοσκεπή διαστάσεων 4 Χ 5,90 [23,6] προκαλώντας έτσι ανεπίτρεπτο μεταβολή της χρήσης του δάσους. Ο χαρακτήρας της εκτάσεως 120 τμ, επί της οποίας ανηγέρθη το κτίσμα, ως δασικής (ανήκουσας στην Ιερά Μονή .........) αποδεικνύεται εκ του ότι αυτή, πριν εκχερσωθεί παράνομα προ του έτους 1980 από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και τους συγγενείς του (συμπεθέρους του) ....... και ..........., είχε άγρια βλάστηση με δένδρα αείφυλλα, την οποία και κατάστρεψαν, συνορεύει δε γύρωθεν με μη αμφισβητούμενου χαρακτήρα δασική έκταση, η οποία πριν την εκχέρσωση αποτελούσε ένα ενιαίο οργανικό σύνολο αείφυλλων δένδρων. Για τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως με σαφήνεια και βεβαιότητα κατέθεσαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου ο δασοφύλακας Ζ1 και ο δασοπόνος Ζ2. Η εν λόγω έκταση μάλιστα, ακριβώς λόγω της καταστροφής της βλάστησης από τον κατηγορούμενο και τους συγγενείς του, είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την Δ2077/1980 απόφαση του Νομάρχη Μαγνησίας, η οποία έκτοτε δεν ανακλήθηκε. Ο κατηγορούμενος γνώριζε τον δασικό χαρακτήρα της άνω εκτάσεως, αφού, όπως κατέθεσαν και οι μάρτυρες Ζ1 και Ζ2, το έτος 1980, όταν κηρύχθηκε αναδασωτέα, είχε συνταχθεί έκθεση αυτοψίας και πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, κατά του οποίου, μάλιστα, ο κατηγορούμενος άσκησε ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε. Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η κατασκευή κτίσματος εντός εκτάσεως κηρυχθείσας αναδασωτέας δεν συνιστά το ποινικό αδίκημα της παράβασης του άρθρου 71 παρ.1 του Ν. 998/79, είναι απορριπτέος (ΑΠ 1855/2005). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης, δηλαδή της ανέγερσης από τον κατηγορούμενο του κτίσματος εντός της άνω δασικής έκτασης, είναι από 1.1.2000 έως 24.1.2000, όπως με σαφήνεια κατέθεσαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου γι' αυτό οι ίδιοι ως άνω μάρτυρες, οι οποίοι προσδιορίζουν το είδος και τις διαστάσεις του κτίσματος, καθώς και τον χρόνο κατασκευής του, χωρίς να καταλείπεται καμιά αμφιβολία γι αυτό, και όχι το έτος 1970, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Οι ίδιοι μάρτυρες κατέθεσαν ότι πριν το έτος 2000 το συγκεκριμένο κτίσμα δεν υπήρχε, φαινόταν δε καθαρά, σε επιτόπιο έλεγχο που πραγματοποίησαν στις 25.1.2000, ότι τούτο είχε ανεγερθεί εξ ολοκλήρου πρόσφατα. Σημειωτέον ότι, ναι μεν υπήρχε στην ίδια θέση παλαιό πρόχειρο πήγμα από λαμαρίνες, το οποίο όμως ήδη από ετών ήταν μισογκρεμισμένο. Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί παραγραφής της αξιόποινης πράξης του είναι απορριπτέος. Επιπλέον, από την 3830/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος του ότι στη θέση ....... της κοινότητας ....... Μαγνησίας και εντός δασικής εκτάσεως ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής ...... κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 24.1.2000 κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων χωρίς άδεια κατασκεύασε αυθαίρετα κτίσμα ή κατασκευή και ειδικότερα ότι προέβη στην αυθαίρετη κατασκευή κτίσματος από τσιμεντόλιθους και τσιμεντοκολώνες και στέγη από κεραμίδια, διαστάσεων 4 Χ 5,9 μ., ιδιοκτησίας του, χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, πέραν του ότι εξ ουδενός αποδεικνύεται το αμετάκλητο της ως άνω αποφάσεως, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 17 Ν. 1337/83, η οποία διαφέρει της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 71 παρ.1 του Ν. 998/79 ως προς τα στοιχεία της νομοτυπικής της μορφής. Εξάλλου, μεταξύ των δύο πράξεων υπάρχει κατ ιδέαν συρροή (άρθρο 94 παρ.2 ΠΚ) και το δεδικασμένο εξαντλείται σε κάθε συρρέουσα πράξη χωριστά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία της μιας πράξης αποτελούν και στοιχεία της άλλης που κρίθηκε (ΑΠ 1300/2003, ΠοινΧρ ΝΔ, 329).
Συνεπώς, ο προτεινόμενος από τον κατηγορούμενο ισχυρισμός περί δεδικασμένου (άρθρο 57 ΚΠΔ), που απορρέει από την παραπάνω απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου είναι απορριπτέος. Επίσης, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί νομικής του πλάνης, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος απλώς επεσκεύσασε την σκεπή επί προϋπάρχοντος κτίσματος, ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε ότι αυτός κατασκεύασε εξ υπαρχής νέο κτίσμα εντός δασικής εκτάσεως, τον χαρακτήρα της οποίας, ως δασικής, εγνώριζε και, επομένως, είχε πλήρη επίγνωση του άδικου της πράξης του. Αυτά, ανεξαρτήτως του ότι ο ανωτέρω περί νομικής πλάνης ισχυρισμός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθόσον η προβολή ισχυρισμού περί νομικής πλάνης συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό μόνον αν είναι ορισμένος κατά περιεχόμενο και περιλαμβάνει τα επιμέρους περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως με ειδική αναφορά ότι η πλάνη ήταν συγγνωστή, ότι δηλαδή από τις ειδικές συνθήκες τις συναφείς με την προσωπικότητα του δράστη και τις ικανότητές του και παρά την καταβολή της επιβαλλόμενης επιμέλειας προκύπτει ότι δεν μπόρεσε αυτός να διαγνώσει το άδικο της πράξης του, εν προκειμένω δε, δεν εκτίθενται οι ειδικές συνθήκες οι συναφείς με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου και τις ικανότητές του, εξαιτίας των οποίων (ειδικών αυτών συνθηκών), παρά την καταβολή της επιβαλλόμενης επιμέλειας και όσον και αν εξέτεινε τις πνευματικές του δυνάμεις, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως του (ΑΠ 643/1993, ΠοινΧρ ΜΓ, 507, ΝοΒ 42, 102). Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως για την οποία κατηγορείται, χωρίς να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παράγραφος 2ε ΠΚ, όπως ο κατηγορούμενος ζήτησε, καθόσον, όπως και ο ίδιος κατέθεσε κατά την απολογία του στο ακροατήριο, το συγκεκριμένο κτίσμα χρησιμοποιεί όχι ως κύρια κατοικία, αλλά ως δευτερεύουσα παραθεριστική κατοικία κατά τους καλοκαιρινούς μόνον μήνες του ιδίου και της πολυμελούς οικογενείας του, ο ίδιος δε έχει απασχολήσει επανειλημμένα την Υπηρεσία Δασών (σχ. κατάθεση μάρτυρος Ζ2), απορριπτόμενου και του αιτήματος αναβολής της δίκης κατ άρθρο 352 ΚΠΔ για να κληθεί και να εξετασθεί ο προτεινόμενος από τον κατηγορούμενο μάρτυρας υπερασπίσεως .........., πολιτικός μηχανικός, δεδομένου ότι η τεχνική έκθεση αυτοψίας που αυτός συνέταξε αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και, συνεπώς, δεν κρίνεται αναγκαία η κατάθεσή του, αφού ήδη το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 71 παράγραφος 1 του Ν. 998/1979, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ως άνω διάταξη. Στον προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η κατασκευή κτίσματος εντός αναδασωτέας εκτάσεως δεν είναι ποινικό αδίκημα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει το Δικαστήριο της ουσίας, γιατί πρόκειται περί νομικού επιχειρήματος, πέρα από το γεγονός ότι ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού, ο αναιρεσείων δεν καταδικάστηκε για κατασκευή κτίσματος εντός αναδασωτέας εκτάσεως, αλλά για κατασκευή κτίσματος εντός δασικής εκτάσεως, τα χαρακτηριστικά της οποίας (δασικής εκτάσεως) πλήρως περιγράφει στην αρχή του αιτιολογικού. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα η ένσταση παραγραφής που υπέβαλε, διότι το Δικαστήριο της ουσίας στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στις καταθέσεις των δασικών υπαλλήλων Ζ1 και Ζ2, είναι απαράδεκτος, διότι, με αυτόν, με την επίκληση του εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, η έξαρση των καταθέσεων των ως άνω μαρτύρων, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμούς του, περί νομικής πλάνης, έγινε, χωρίς η προσβαλλόμενη να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος υπέβαλε, εκτός των άλλων, και τον εξής αυτοτελή ισχυρισμό "της νομικής πλάνης του άρθρου 31 ΠΚ, δηλαδή, εφόσον το κτίσμα υπήρχε και υπέστη κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κάποιες μικροβλάβες η σκεπή του, που ήταν με λαμαρίνα, νόμιζα ότι μπορούσα να την επισκευάσω και αυτό έκανα", πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος, διότι δεν περιείχε πραγματικά περιστατικά, ότι η επικαλούμενη πλάνη ήταν συγγνωστή και, συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού. Παρ' όλα αυτά, η προσβαλλομένη, αφού επισήμανε την ως άνω αοριστία, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέλος, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλομένη απέρριψε χωρίς αιτιολογία τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παράγραφος 2 ε ΠΚ, καθόσον, πέραν της αοριστίας του ως άνω ισχυρισμού, αφού, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των παραπάνω πρακτικών, σε αυτόν έγινε μνεία μόνο της ως άνω διάταξης του άρθρου 84 παράγραφος 2 ε ΠΚ, χωρίς περαιτέρω παράθεση περιστατικών, που να δικαιολογούν τη χορήγηση, εν τούτοις, η προσβαλλομένη τον απέρριψε με την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, αφού εκθέτει αναλυτικά στο σκεπτικό της, αρνητικά περιστατικά, που δικαιολογούν τη μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως. Με τα δεδομένα αυτά, ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τις σημειωθείσες επί μέρους Α', Β', Γ' και Δ' διακρίσεις, είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, απορριπτομένων όλων των λόγων αναίρεσης και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ