Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή, Δόλος.
Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Το στοιχείο του δόλου ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, χωρίς να είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ειδικώς μετά την απάλειψη του στοιχείου της «εν γνώσει» έκδοσης ακάλυπτης επιταγής με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972. Απορρίπτεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ (έλλειψη αιτιολογίας) ως αβάσιμος γιατί δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογείται ειδικώς ο δόλος του κατηγορουμένου για την υπ’ αυτού έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Η αιτιολογία εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, η έλλειψη της οποίας ιδρύει εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ αναιρετικό λόγο (για έλλειψη αιτιολογίας). Δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αιτιολογήσει αρνητικό ισχυρισμό, ούτε να απαντήσει α’ αυτόν, χωρίς να υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας ή έλλειψη ακρόασης. Απορρίπτεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας γιατί ο προβληθείς εκ μέρους του κατηγορουμένου ήταν αρνητικός, αλλ’ ούτε αναπτύχθηκε προφορικά στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Απορρίπτονται και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου.
Αριθμός 1762/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αναστάσιο Λιανό (ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Μάλλιο και Αντώνιο Αθηναίο (ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 87/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Αρβανιτόπουλο, για αναίρεση της με αριθμό 2634/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημελλειοδικείου Καλαμάτας.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ", με το διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπό της Ψ, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Μανιάτη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 515/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν.5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση) και πρό της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ.1325/1972) "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά του οποίου δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή, παρά του οποίου δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρύθμισης, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν Ι) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο,
ΙΙ) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλο της εταιρείας που εκπροσωπείται απ' αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας,
ΙΙΙ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και IV) έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν.2048/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όπως αναφέρθηκε. Ακόμη η κατά τα ανωτέρω αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην έλλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, ισχυρισμός όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας, δεν είναι αυτοτελής και το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, ούτε να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του, με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή να μην τίθεται ζήτημα έλλειψης ακρόασης. Τέλος, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναγράφονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, πρέπει όμως να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και συνεκτιμηθεί. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εφόσον σ' αυτό εκτίθενται τα περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στην περίπτωση αυτή, με την επίκληση του λόγου της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλομένη απόφαση, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, δέχθηκε ότι από τη συνεκτίμηση των μέσων απόδειξης που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος, αποδείχθηκε ότι: "Δυνάμει της από 6.4.1999 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ του κατηγορουμένου και της εγκαλούσας, παραχωρήθηκε στον κατηγορούμενο η εκμετάλλευση δύο πρατηρίων υγρών καυσίμων στην ..., με την υποχρέωση να προμηθεύεται από την εγκαλούσα τα καύσιμα που διέθετε προς πώληση, καταβάλλοντας το τίμημα αυτών με μετρητά ή με επιταγές, εκδιδόμενες χάριν εξοφλήσεως των εμπορευμάτων κατά την ημέρα παράδοσης αυτών. Στα πλαίσια αυτά εκδόθηκαν από τον κατηγορούμενο οι 18 επίδικες επιταγές, σε διαταγή της εγκαλούσας, οι 16 εξ αυτών χάριν εξοφλήσεως των παραδοθέντων σ' αυτόν εμπορευμάτων και οι 2 έναντι λογαριασμού. Οι επιταγές αυτές δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους προς πληρωμή και σφραγίσθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων. Μεταγενέστερα όμως εξοφλήθηκαν δια συμψηφισμού οι εξής επιταγές και αποζημιώθηκε πλήρως η εγκαλούσα από τη ζημία που υπέστη από την καθυστερημένη πληρωμή τους, ήτοι.......". Περαιτέρω, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι: "Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εξοφλήσεως των υπολοίπων οκτώ (δ) εκ των επιδίκων επιταγών δια συμψηφισμού, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι τα ποσά των εγγυήσεων που είχαν δοθεί, σύμφωνα με τις κατωτέρω συμβάσεις, ήτοι την από 24.2.1999 σύμβαση παραχώρηση χρήσης με την οποία δόθηκε εγγύηση ποσού 1.720.000 δρχ., την από 6.4.1999 σύμβαση παραχώρησης χρήσης με την οποία δόθηκε εγγύηση ποσού 1.000.000 δρχ., την από 24.2.1899 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με την οποία δόθηκε εγγύηση ποσού 20, 500.000 δρχ. και την από 6.4.1999 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με την οποία δόθηκε εγγύηση ποσού 8.000.000 δρχ., ήτοι συνολικά 31.520.000 δρχ, έχει συμψηφιστεί με άλλες απαιτήσεις της εγκαλούσας που αναφέρονται αναλυτικά στην από 27.10.06 εξώδικη δήλωση της, μεταξύ αυτών και οι ανωτέρω αναφερόμενες δέκα επίδικες επιταγές για τις οποίες έγινε ήδη δεκτό ότι εξοφλήθηκαν δια συμψηφισμού. Τα πιστωτικά τιμολόγια των μηνών Ιουλίου 2000 ποσού 2.803.833 δρχ, Αυγούστου 2000 ποσού 3.048.452 δρχ, και Σεπτεμβρίου 2000 ποσού 2.191.589 δρχ. ήτοι συνολικά 8.044.874 δρχ., έχουν συμψηφιστεί με άλλες απαιτήσεις της εγκαλούσας κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 4282/01 απόφαση -του ΜΠΑ, (τακτική διαδικασία). Ενώ αναφορικά με τις επικαλούμενες απαιτήσεις του κατηγορουμένου από καύσιμα που υπήρχαν κατά την παράδοση των δύο πρατηρίων στις 5.11.2001 αγορασθέντα από τον κατηγορούμενο που παρέλαβε η εγκαλούσα ευρισκόμενα εντός των 12 δεξαμενών συνολικού ποσού 2.000.000 δρχ και από την αγορά εξοπλισμού στερεά συνδεδεμένου με τα κτίρια των -πρατηρίων τα οποία παρέμειναν σε όφελος της εγκαλούσης ποσού 4.313.936 δρχ σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα -τιμολόγια, ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε με κάποιο πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής που ασφαλώς θα είχε φροντίσει ο κατηγορούμενος να συνταχθεί κατά την παράδοση των πρατηρίων για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του αλλά και γιατί προτείνεται για πρώτη φορά στην παρούσα δίκη, ενώ αν ήταν αληθινός, ασφαλώς θα είχε προταθεί στις αστικές δίκες έστω και επικουρικά και οπωσδήποτε θα είχε προταθεί στην δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθ. 4232/01 απόφαση του ΜΠΑ κατά την οποία ο κατηγορούμενος πρότεινε σε συμψηφισμό άλλες ανταπαιτήσεις του. Εξάλλου και αληθής υποτιθέμενος ο εν λόγω ισχυρισμός δεν επιφέρει την εξάλειψη του αξιοποίνου, αφού, σύμφωνα με όσα παραπάνω προαναφέρθηκαν, για να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, ο νόμος δεν αρκείται στην εξόφληση αλλά απαιτεί την αποκατάσταση και πάσης άλλος ζημίας την οποία υπέστη ο κομιστής από την καθυστερημένη πληρωμή της επιταγής, στοιχείο, που δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ο κατήγορου μένος. Πρέπει επομένως ενόψει των παραπάνω και της ρητής αρνήσεως της εγκαλούσας να απορριφθεί, ως προς αυτές ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός. Οι επιταγές αυτές είναι οι εξής 1) η υπ' αριθμό ..... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 30.7.2000, ποσού 1.547.768 δραχμών, 2) η υπ' αριθμό ..... επιταγή της ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 5.8.2000, ποσού 2.437.333 δραχμών, 3} η υπ' αριθμό ..... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 6.8.2000, ποσού 2.435.722 δραχμών, 4) η υπ' αριθμό ..... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 6.8.2000, ποσού 697.229 δραχμών, 5) η υπ' αριθμό ..... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 8.8.2000, ποσού 2.537.062 δραχμών, 6) η υπ' αριθμό ..... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 18.8.2000, ποσού 1.088.931 δραχμών, 7) η υπ' αριθμό ..... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 22.8.2000, ποσού 1.456.274 δραχμών και 8) η υπ' αριθμό ..... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως 31.8.2000, ποσού 13.604.702 δραχμών. 0ι ανωτέρω επιταγές εκδόθηκαν από πρόθεση από τον κατηγορούμενο εν γνώσει του ότι δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή, στον ως άνω τόπο και κατά το χρονικό διάστημα από 23.7.2000 έως 31.8.2000, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας "ΕΚΟ ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ", οι οποίες εμφανίστηκαν από αυτή (εγκαλούσα εταιρία) ως νόμιμη κομίστριά τους στην πληρώτριά τράπεζα προς πληρωμή την 28.7.2000, 28.7.2000, 28.7.2000, 1.8.2000, 1.8.2000, 1.8.2000, 1.82000, 2.8.2000, 2.8.2000, 2.8.2000, 2.8.2000, 8.8.2000, 7.8, 2000, 8.8.2000, 8.82000, 21.8.2000, 22.8.2000 και 1.9.2000 αντίστοιχα, πλην όμως δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, όπως βεβαιώνεται από την πληρώτρια τράπεζα στο σώμα κάθε επιταγής.
Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των παραπάνω επιμέρους πράξεων". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ως άνω αξιόποινης πράξης, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. Ια, 27 παρ. 1, 98 Π.Κ. και 79 του Ν.5960/1933 όπως ήδη ισχύει, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το αιτιολογικό δεν αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αλλά περιέχει ιδιαίτερες αναλυτικές σκέψεις. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκούσε η αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Εξ άλλου δεν ήταν αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία της από μέρους του κατηγορουμένου γνώσης του ακαλύπτου των αναφερομένων στην προσβαλλομένη απόφαση επιταγών, καθώς και της βούλησής του να μην προβεί στην κάλυψη αυτών, αφού, όπως ήδη εκτέθηκε, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης. Τέλος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων υπέβαλε στο δικαστήριο γραπτό σημείωμα ισχυρισμών, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Μεταξύ των εν λόγω ισχυρισμών ήταν και εκείνος περί μη πλήρωσης της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν αυτοτελής, κατά την προαναφερθείσα έννοια, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, αφού περιείχε απλώς άρνηση του υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Επομένως το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στον ως άνω αρνητικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, πολύ δε περισσότερο, που όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, αυτός (ανωτέρω ισχυρισμός) δεν προβλήθηκε παραδεκτά, ενόψει του ότι δεν διαλαμβάνεται στα πρακτικά, ότι αναπτύχθηκε και προφορικά, όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 141 και 331 Κ.Π.Δ. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ.), είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν. Τέλος οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, υπό την επίκληση έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, δοθέντος ότι η εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων, δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης. Κατ' ακολουθίαν και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7.3.2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2634/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ