Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2075 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή, Αλλοδαπού απέλαση, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Η τυχόν απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά την πρωτοβάθμια δίκη δεν μπορεί να θεμελιώσει σχετικό λόγο αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε κατ’ έφεση και με την οποία έγινε τυπικώς δεκτή (άρθρο 502 §§ 1, 34 ΚΠΔ). Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως : δεν απαιτείται συσχέτιση και αξιολογική σύγκριση όλων των αποδεικτικών μέσων, αρκεί να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα. Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Δεν δημιουργεί αντίφαση η παραδοχή σωρευτικώς και κινδύνου ζωής και βαριάς σωματικής βλάβης. Η αντιγραφή του διατακτικού δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας εφόσον σ’ αυτό εκτίθενται με πληρότητα πραγματικά περιστατικά που αρκούν για την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Όχι αντίφαση από την εφαρμογή του άρθρου 74 ΠΚ (απέλαση αλλοδαπού) και 82 ΠΚ (μετατροπή ποινής). Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2075/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίστηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σκαλίμη, περί αναιρέσεως της 980/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: Ψ1 και Ψ2, που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 304/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ' άρθρον 171 Κ.Π.Δ. Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Αρειο Πάγο προκαλείται... παρ. 2 αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου, κατά δε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ιδίου Κώδικος η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο αποτελεί λόγον αναιρέσεως. Εξ άλλου η τυχόν απόλυτη ακυρότης, η οποία έλαβε χώρα κατά την πρωτοβάθμια δίκη δεν μπορεί να θεμελιώσει σχετικό λόγο αναιρέσεως κατά της αποφάσεως, η οποία εξεδόθη κατ' έφεση και εδέχθη αυτήν τυπικά· και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3, 4 ΚΠΔ, μετά την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, με την οποία προσεβλήθη στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο Εφετείο για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν την έκδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως κάθε ακυρότης της πρωτοδίκου αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του Εφετείου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και παύει να ισχύει. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως ο αναιρεσείων προσβάλλει την υπ' αριθμ. 980/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, το οποίο δίκασε την έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 2222/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, με την αιτίαση ότι το άνω Εφετείο παρέλειψε να κρίνει την λόγω του μικροτέρου αριθμού των στελεχών του αγωγόσημου, ακυρότητα της παραστάσεως πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι κατά τ' άνω εκτεθέντα, με την παραδοχή από το Τριμελές Εφετείο Λάρισας ως τυπικά παραδεκτής της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η τελευταία αυτή ητόνησε και η υπόθεση εξητάσθη εκ νέου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο σύνολό της ανεκκλήτως δια της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1.Δ' ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη, των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο ή το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔικ. (Ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, διότι εις τις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' άρθρον 309 ΠΚ αν η πράξη του άρθρου 308 (απλή σωματική βλάβη) τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για την ζωή του η βαριά σωματική του βλάβη· (άρθρ. 310 παρ. 2) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Το έγκλημα αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση της απλής σωματικής βλάβης του άρθρου 308 και τα στοιχεία αυτής της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι α) σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας κάποιου με δόλο του δράστου κατευθυνόμενο στην παραγωγή αυτών β) η πράξη να ετελέσθη κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του η βαριά σωματική του βλάβη· και κίνδυνος ζωής είναι η δημιουργία καταστάσεως όπου κατά την κοινή πείρα η επέλευση του θανάτου θεωρείται εγγύς κειμένη και πολύ πιθανή, ως βαριά δε σωματική βλάβη νοείται η κατά το άρθρο 310 γ) δόλος του δράστου που λαμβάνει τη γνώση και τη θέληση προκλήσεως σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας και των περιστάσεων, από τις οποίες αντικειμενικά προκύπτει κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη δηλαδή στο δόλο πρέπει να περιλαμβάνεται και η πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος. Στην απόφαση πρέπει να καθορίζεται αν συνέτρεξε κίνδυνος ζωής ή βαριά σωματική βλάβη και δεν αρκεί η διαζευκτική αναφορά, άλλως δημιουργείται ασάφεια, διότι από αυτήν εξαρτάται η επιμέτρηση της ποινής. Όμως δεν δημιουργεί αντίφαση η σωρευτική αναφορά και κινδύνου ζωής και βαριάς σωματικής βλάβης. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφαση το Τριμελές Εφετείο Λάρισας εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων και δη τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία - λόγος για απολογία του κατηγορουμένου δεν γίνεται διότι ούτος εξεπροσωπήθη υπό συνηγόρου - (εδέχθη) ότι απεδείχθησαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος στο ... Ν. ... στις 22-9-2003 και ώρα 19.45, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αποδιδόμενης σ' αυτόν με το κατηγορητήριο πράξης τέλεσε με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (τετελεσμένη και σε απόπειρα) από κοινού και μεμονωμένα. Ειδικότερα: Α. Ο κατηγορούμενος, από κοινού με τον Α, με πρόθεση προξένησαν σ' άλλον σωματική βλάβη με τρόπο, που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη. Πιο συγκεκριμένα από κοινού ενεργούντες επιτέθηκαν εναντίον του πρώτου εγκαλούντα Ψ1 και δια της χρήσεως ο κατηγορούμενος, ενός στειλιαριού από τσαπί, και ο Α ενός στειλιαριού από σκεπάρνι, κατάφεραν σ' αυτόν ισχυρά πλήγματα, ήτοι στην περιοχή του προσώπου και ειδικότερα στο άνω χείλος και στην κάτω γνάθο, στην περιοχή του αριστερού αντιβραχίου, της αριστερής ωμοπλάτης, του αριστερού μηρού και αριστερού και δεξιού ημιθωρακίου, προκαλώντας του θλαστικό τραύμα άνω χειλός, θλαστικό τραύμα κάτω γνάθου, εκδορά αριστερού αντιβραχίου, μώλωπες αριστερής ωμοπλάτης, εκδορές αριστερού γονάτου, αριστερού μηρού, μώλωπες στο αριστερό ημιθωράκιο και άλγος τοιχωματικό δεξιού ημιθωρακίου. Ο τρόπος εκτέλεσης (μέσον καταφοράς πλήγματος, προσβληθέντα σημεία) της πράξης αυτής ήταν πρόσφορος να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του και βαριά σωματική του βλάβη. Β. Στον άνω τόπο και χρόνο έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το πλημμέλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, δηλαδή να προξενήσει με πρόθεση σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την ενέργεια του αυτή, δηλαδή της τελέσεως του παραπάνω πλημμελήματος όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά υπό στοιχ. Α' εμπόδια. Πιο συγκεκριμένα μετά την εκτέλεση της πιο πάνω του κατηγορητηρίου αξιόποινης πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που τέλεσε από κοινού με τον Α, στη συνέχεια αφού έθεσε σε κίνηση ως οδηγός ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Α, κινήθηκε αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα, εναντίον του δεύτερου εγκαλούντα Ψ2, με σκοπό να το τραυματίσει προκαλώντας του σωματικές κακώσεις με το άνω αυτοκίνητο, πλην όμως η ενέργεια του αυτή δεν τελεσφόρησε λόγω της έγκαιρης αντίδρασης του εγκαλούντα ο οποίος απέφυγε επιτηδείως την κίνηση του πάνω οχήματος καθόσον μετακινήθηκε γρήγορα από τη θέση στην οποία βρισκόταν, σε σημείο εκτός του δρόμου, και έτσι δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την πιο πάνω άδικη πράξη του και απέτυχε τελικά στο σκοπό του. Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Λάρισας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που εδέχθη στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν ήτο αναγκαίο ως ανεφέρθη να γίνει συσχέτιση και συγκριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία όλα προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ' όψη, αναμφιβόλως και οι καταθέσεις των παθόντων από το δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση. Εκθέτει δε πώς προεκλήθη η σωματική κάκωση στους παθόντες, το μέσον με το οποίον έγινε αυτή και τα σημεία εις τα οποία επλήγησαν και καταλήγει ότι εκ του τρόπου εκτελέσεως, του χρησιμοποιηθέντος μέσου, της σφοδρότητος και των πληγέντων σημείων, τα οποία κατονομάζει ειδικώς, μπορούσε να προκληθεί στους παθόντες κίνδυνος για την ζωή τους και βαριά σωματική τους βλάβη. Εφ' όσον μάλιστα στο διατακτικό της αποφάσεως περιέχονται με πληρότητα πραγματικά περιστατικά που αρκούν για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος στην προκειμένη περίπτωση, η ταυτόσημη σχεδόν επανάληψη αυτών και στο σκεπτικό της αποφάσεως αρκεί.
Συνεπώς ο λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ των άνω ελλείψεων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω ο αναιρεσείων υπό το πρόσχημα του αμέσως προαναφερθέντος λόγου αυτού, επιχειρεί αντίθετη, προς εκείνη που εδέχθη το δικαστήριο, αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και επικαλείται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, με αμφισβήτηση της κρίσεως του δικαστηρίου για συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ενοχή του για την πράξη που του απεδόθη και δια την οποίαν και κατεδικάσθη. Ο λόγος αυτός με την άνω αιτίαση, είναι απαράδεκτος διότι αναφέρεται εις την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ' άρθρον 74 Π.Κ. το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από την χώρα... κατ' άρθρον δε 82 παρ. 1 Π.Κ. η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η κατά τ' άνω απέλαση αλλοδαπού επιβάλλεται δυνητικώς, αφού ληφθούν υπ' όψη οι περιστάσεις της πράξεως και η προσωπικότητα του καταδικασθέντος, η δε μετατροπή της ποινής κατά τ' άνω είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο. Η εφαρμογή αμφοτέρων των ανωτέρω διατάξεων εις την καταδικαστική απόφαση, δεν έρχεται σε αντίθεση μεταξύ των, ούτε και με την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητος, αφού η πρώτη αυτών αφορά μέτρον ασφαλείας εφαρμοζόμενον επί καταδικασθέντος, εις ποινή καθείρξεως ή φυλακίσεως, αλλοδαπού, η δε δευτέρα την μετατροπή της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής φυλακίσεως σε χρηματική, εφαρμοζομένης επί πάσης τοιαύτης ποινής οιουδήποτε καταδικασθέντος ανεξαρτήτως εάν επεβλήθη ή όχι (και) η απέλαση. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η διάταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως περί απελάσεώς του από την χώρα, έρχεται σε αντίφαση με την μετατροπή της ποινής των 10 μηνών εις χρηματική, που αρκεί για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων ισχυριζόμενος κατά λέξη ότι παραβιάζεται δε και η αρχή της αναλογικότητος "που έγκειται στην παράδοξη αυτή αντιμετώπισή του". Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και απορριπτέα διότι ουδεμία αντίφαση στην αιτιολογία υπάρχει, ούτε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητος υφίσταται κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και συνεπώς αβάσιμος και απορριπτέος ο σχετικός λόγος της αναιρέσεως. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 513 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4/1/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 980/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή