Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Παραγραφή, Ε.Σ.Δ.Α., Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ηθική βλάβη, Ψευδορκία μάρτυρα, Χρηματική ικανοποίηση, Εισαγγελική Πρόταση, Μαγνητοταινία.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία. Έννοια. Το κατά το άρθρο 366 παρ. 2 του Π.Κ. τεκμήριο δεν αντίκειται στις διατάξεις 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ. Αιτιολογημένη καταδίκη για τις άνω πράξεις. Μετ’ αναίρεση αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ο πολιτικώς ενάγων καλώς παρίσταται εφόσον πρωτοδίκως είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Εάν δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει την νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, η έρευνα όμως αυτή δεν εκτείνεται και στον αυτεπάγγελτο έλεγχο της παραγραφής αξιώσεως (άρθρο 937 Α.Κ.). Όταν το ποινικό δικαστήριο επιλαμβάνεται και επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και πρέπει να προτείνεται από τον κατηγορούμενο η ένσταση της παραγραφής. Αοριστία αυτοτελών ισχυρισμών. Όταν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την περί ενοχής πρόταση του εισαγγελέα, δεν δημιουργείται ακυρότητα από την απόρριψη αυτών χωρίς πρόταση του εισαγ-γελέα, ο οποίος μπορεί εάν θελήσει να δευτερολογήσει. Η μαγνητοταινία ως παράνομο αποδεικτικό μέσο. Επιτρεπτό ανάγνωσης κειμένου αυτής για απόδειξη αθωότητας κατηγορουμένου εάν είναι το μόνο πρόσφορο προς τούτο αποδεικτικό μέσο (αρχή αναλογικότητας). Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 813/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο, περί αναιρέσεως της 6222/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1774/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύσει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Ετσι για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις τελευταίες διατάξεις, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ετσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
ΙΙ. Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 6.222/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Με την 60488/1997 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος Χ1 κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπεξαγωγής εγγράφων, πράξεις που εστρέφοντο κατά το Ψ και επιβλήθηκε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών και έξι μηνών. Η υπόθεση για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος αφορούσε Τραπεζικές Επιταγές που εκδόθηκαν το έτος 1994 από τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 εις διαταγή Ψ, τις οποίες ο κατηγορούμενος είχε αποκτήσει από οπισθογράφηση εκ μέρους του Γ1, στον οποίο τις είχε οπισθογραφήσει ο λήπτης των επιταγών Ψ. Σε σχέση με πέντε από τις επιταγές αυτές, ποσού 600.000 δραχμών της κάθε μιας, εκδόθηκε με αίτηση του κατηγορουμένου η 1994/1995 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εις βάρος του εκδότη τους Ψ1, ο οποίος άσκησε ανακοπή με την οποία ισχυρίσθηκε ότι οι επιταγές αυτές είχαν περιέλθει στον κατηγορούμενο χωρίς αυτός και οι προηγούμενοι κομιστές ή άλλος για λογαριασμό τους να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό στον Ψ, σε εξυπηρέτηση του οποίου αποσκοπούσε ο Ψ1. Η ανακοπή αυτή απορρίφθηκε με την 7664/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η έφεση που άσκησε κατ' αυτής ο ανακόπτων έγινε τυπικά δεκτή και αφού απορρίφθηκαν ως αόριστοι οι λόγοι της ανακοπής και εφέσεως που αφορούσαν τα περί επιταγών ευκολίας και τοκογλυφίας ως αόριστοι, ισχυρισμό που είχε δεχθεί ως ορισμένο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εν συνεχεία τον είχε απορρίψει ως αόριστο, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε την ανακοπή. Ενόψει απειλούμενου πλειστηριασμού της κατοικίας του, ο Ψ1, παρουσιάσθηκε σε τηλεοπτικά μέσα και κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος είχε αποσπάσει τις επιταγές από τον Γ1 χωρίς να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό και είχε προβεί σε πλαστογράφησή τους. Η έφεση που είχε ασκήσει ο κατηγορούμενος κατά της παραπάνω καταδικαστικής αποφάσεως είχε προσδιορισθεί για εκδίκαση στις 21-12-1999 και ενόψει αυτής ο κατηγορούμενος σε προηγηθείσα τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πληρεξούσιο δικηγόρο των Ψ1 και Ψ Δημήτριο Καρατζάβελο, πρότεινε τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών που εκκρεμούσαν μεταξύ τους, πρόταση την οποία αποδέχθηκαν οι τελευταίοι οι οποίοι στις 21-12-1999, ενώ αναμενόταν η εκδίκαση της έφεσης του κατηγορουμένου, διαπραγματεύθηκαν με τον κατηγορούμενο το ύψος του ποσού που θα κατέβαλε ο τελευταίος για την κάλυψη της πραγματικής ζημίας που είχε υποστεί ο Ψ1 για να αποφύγει τον πλειστηριασμό της κατοικίας του καθώς και τους τόκους επί των καταβληθέντων ποσών και των εξόδων που είχε πραγματοποιήσει ο Ψ και ο Ψ1. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο ποσό των 9.000.000 δραχμών το οποίο ο κατηγορούμενος προφασίσθηκε ότι αποδέχθηκε, αν και διαμαρτυρόταν ως προς το ύψος του και για το οποίο εξέδωσε Τραπεζική Επιταγή ποσού 8.000.000 δραχμών που θα παρέδιδε στους κατηγορούμενους, ενώ το υπόλοιπο θα κατέβαλε σε μετρητά. Εν τούτοις, ο κατηγορούμενος δεν επεδίωκε την επίλυση των διαφορών του με τους Ψ1 και Ψκαι δεν είχε σκοπό να καταβάλει κανένα ποσό και απέβλεπε στο να τους καταγγείλει για εκβιασμό και ήδη, πριν από την εμφάνισή του στο δικαστήριο για τις διαπραγματεύσεις, είχε συντάξει εν μέρει τουλάχιστον την με ημερομηνία 21-12-1999 μήνυσή του κατά των Ψ1 και Ψ και κάθε άλλου υπαιτίου. Με το πρόσχημα ότι θα μετέβαινε στην Τράπεζα, ο κατηγορούμενος στις 13.05 της 21-12-1999 παρουσιάσθηκε στο Τμήμα Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής και αφού κατέθεσε την μήνυση που είχε συντάξει και προσημειώθηκε η επιταγή των 8.000.000 δραχμών, την ίδια ώρα της ίδιας ημέρας και αφού εν τω μεταξύ είχε αναβληθεί η εκδίκαση της έφεσής του λόγου της παρόδου της ώρας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, αστυνομικοί με τους οποίους είχε προσυνεννοηθεί και ανέμεναν ειδοποίησή του για να επέμβουν, συνέλαβαν τα πρόσωπα που υπέδειξε ο κατηγορούμενος μεταξύ των οποίων οι Ψ1, Ψ και Δημήτριος Καρατζάβελος και η πολιτικώς ενάγουσα δικηγόρος Ψ2, η οποία ως συνεργάτης του Δημητρίου Καρατζάβελου είχε επισκεφθεί κατά διαστήματα την αίθουσα όπου έλαβε χώρα η διαπραγμάτευση και είχε κληθεί από τον κατηγορούμενο στην αίθουσα αυτή όπου εισέβαλαν οι αστυνομικοί. Σε σχέση με τις κατηγορίες της εκβίασης κατά συναυτουργία που συνεπεία της μηνύσεως του κατηγορουμένου αποδόθηκαν στους τρεις πρώτους από τους παραπάνω και της απλής συνέργειας σ' αυτή που αποδόθηκε στην τέταρτη και για τις οποίες ο κατηγορούμενος εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Υπαστυνόμου ......... είχε καταθέσει ότι έλαβαν χώρα εις βάρος του, επικαλούμενος ιδίως την εις βάρος του απειλή ότι αν δεν υπέκυπτε στις αξιώσεις των κατηγορουμένων θα τον διέσυραν εκ νέου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνεπεία της οποίας αναγκάσθηκε να αποδεχθεί τις αξιώσεις του, εκδόθηκε το αμετάκλητο ήδη 1912/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος των κατηγορουμένων επειδή δεν προέκυψαν εις βάρους τους οι "απαραίτητες" ενδείξεις. Από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι η από 21-12-1999 μήνυση του κατηγορουμένου κατά του Ψ1, Ψ, Δημητρίου Καρατζάβελου και Ψ2, ήταν ψευδής και εν γνώσει της αναληθείας της υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των παραπάνω καταμηνυθέντων για την αξιόποινη πράξη της εκβίασης και εν γνώσει του επίσης κατέθεσε ενόρκως, εξεταζόμενος ως μάρτυρας (χωρίς να τίθεται θέμα ακυρότητας από το ότι είχε δηλώσει στη μήνυσή του παράσταση πολιτικής αγωγής [(σχετ. ΑΠ 279/2004), αφού το άρθρο 221 ΚΠΔ δεν απαγγέλει ρητά ακυρότητα ούτε επέρχεται ακυρότητα από την ένορκη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος] ψέματα σε σχέση με την πράξη αυτή. Με την ένορκη αυτή κατάθεση επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της μηνύσεως και κατονόμασε ως κατηγορούμενους και τους Δημ. Καρατζάβελο και Ψ2. Δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορηθέντες για εκβίαση χρησιμοποίησαν οποιαδήποτε απειλή για να εξαναγκάσουν τον κατηγορούμενο να ενδώσει στις απαιτήσεις τους και ιδίως την απειλή ότι θα κατέφευγαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να αναγγείλουν το αποτέλεσμα τυχόν καταδικαστικής αποφάσεως και να τον δυσφημήσουν, επικαλούμενοι διάφορα περιστατικά πρόσφορα για αυτό, με τις επακόλουθες δυσμενέστατες συνέπειες για τον ίδιο και τα μέλη της οικογενείας του. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου ο οποίος είχε τη δυνατότητα να αποδεχθεί ή όχι τις αξιώσεις που προέβαλαν οι Ψ1 και Ψ, προφασίσθηκε εν τούτοις ότι διαπραγματευόταν αν και είχε προαποφασίσει να μην τηρήσει οποιαδήποτε υποχρέωση που θα αναλάμβανε, απέβλεπε δε στην απόκτηση αποδεικτικού μέσου με το οποίο θεωρούσε ότι θα μπορούσε να αποκρούσει τις εις βάρος του κατηγορίες και το επικαλέσθηκε κατά την εκδίκαση της έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης, κατά την οποία εκδόθηκε η 6135/2000 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών. Τα παραπάνω περιστατικά που διέδωσε ο κατηγορούμενος σε σχέση με τους εγκαλούντες Ψ1, Ψ και Ψ2, ενώπιον των αστυνομικών του Τμήματος Ασφαλείας Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, τα οποία ήταν απολύτως πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των παραπάνω εγκαλούντων, πράγμα που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ήσαν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, δεν υπήρχε δε σε σχέση με την πράξη αυτή άσκηση νομίμου καθήκοντος εκ μέρους του ούτε κινήθηκε για την προστασία ορισμένου δικαιώματός του ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, όπως αόριστα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, ούτε υπήρξε περίπτωση κατάστασης ανάγκης και ψυχικής πίεσης προς τον κατηγορούμενο ο οποίος απλώς μπορούσε να αρνηθεί τις προτάσεις των κατηγορουμένων και να αναμείνει το αποτέλεσμα της εκδίκασης της έφεσής του κατά της καταδικαστικής αποφάσεως. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε πρωτοδίκως, όπως αυτές προσδιορίζονται και στο διατακτικό... ". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών την οποία μετέτρεψε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε στο σκεπτικό της την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς αυτό να αποτελεί απλή τυπική επανάληψη του τελευταίου, παρατίθενται τα αναγκαία κατά το νόμο πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση των προαναφερομένων εγκλημάτων, αιτιολογείται δε με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, τόσο ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, όσο και εκείνων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων γνώριζε ότι η αξιόποινη πράξη της εκβίασης για την οποία καταμήνυσε τους εγκαλούντες ήταν ψευδής, και αιτιολογεί τον άμεσο αυτό δόλο του με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προέκυπτε η γνώση του κατηγορουμένου. Επομένως, κατά το σκέλος αυτό, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 224 παρ. 2 του Π.Κ. για παράβαση της οποίας τον κατεδίκασε. Η άποψη και θέση του κατηγορουμένου ότι αυτός που με όρκο βεβαιώνει την αλήθεια του περιεχομένου της υποβαλλόμενης μηνύσεως ενώ το περιεχόμενο αυτό είναι ψευδές, δεν διαπράττει ψευδορκία, αφού δεν προβλέπεται πουθενά από τις κείμενες διατάξεις η όρκιση εκείνου που υποβάλλει την μήνυση, δεν στηρίζεται στο νόμο. Εφόσον ο υποβάλλων την έγκληση εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμοδίας προς εξέταση αρχής, πληρούνται τα νομοτυπικά στοιχεία του εγκλήματος του άρθρου 224 παρ. 2.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, "Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό, αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχτηκε ότι το πρόσωπο που έχει δυσφημισθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αν το δυσφημιστικό γεγονός συνιστά αξιόποινη πράξη και ασκήθηκε γι' αυτήν ποινική δίωξη, είναι υποχρεωτική η αναστολή της δίκης (άρθρο 59 ΚΠΔ) για τη δυσφήμηση μέχρι να περατωθεί η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά εκείνου που δυσφημίσθηκε, δηλαδή μέχρι να εκδοθεί είτε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, είτε αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Η αμετάκλητη αυτή κρίση δεσμεύει το δικαστήριο που δικάζει τη δυσφήμηση όχι υπό την έννοια του κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ δεδικασμένου, οι όροι του οποίου, μεταξύ των οποίων η έλλειψη ταυτότητας της πράξεως και του υποκειμένου, δεν συντρέχουν, αλλά υπό την έννοια ότι από την αμετάκλητη απαλλακτική κρίση παράγεται νόμιμο αμάχητο τεκμήριο περί της αναληθείας των γεγονότων τα οποία συνιστούν περιεχόμενο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημίσεως, έτσι ώστε είναι ανεπίτρεπτη, διότι άγει σε αντιφατική κρίση, η επάνοδος και εκ νέου έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ίδιων γεγονότων. Ετσι, ειδικότερα, και στην συγκεκριμένη υπόθεση που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό ότι οι εγκαλούντες με αμετάκλητη απόφαση απηλλάγησαν για την πράξη της εκβίασης η οποία αναφέρεται στην από τον κατηγορούμενο καταβολή ποσού 9.000.000 δραχμών, η πράξη αυτή ως προς την εμπεριεχόμενη στο αμετάκλητο βούλευμα ουσιαστική κρίση ότι δεν ετελέσθη, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής έρευνας και στην προκείμενη δίκη με κατηγορούμενο τον εγκαλέσαντα για την πράξη αυτή, δηλαδή περί του αν πράγματι έλαβε χώρα ή εκβίασή του από τους εγκαλούντες πολιτικώς ενάγοντες, χωρίς εκ τούτου να συνέπεται ότι παράγεται αμάχητο τεκμήριο και να δημιουργείται δέσμευση του δικαστηρίου και για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τις οποίες στην προκείμενη περίπτωση καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, αφού για την κατάφαση της ενοχής και για τις πράξεις αυτές το δικαστήριο δεν αρκέσθηκε μόνο στην αναλήθεια των γεγονότων για τα οποία θετικώς έκρινε το βούλευμα, αλλά ερεύνησε, ως όφειλε και το στοιχείο του αμέσου δόλου του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, μόνη η εφαρμογή του από το άρθρο 366 παρ. 2 τεκμηρίου, που έχει θεσμοθετηθεί για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και της παρέλκυσης των δικών, δεν αντιτίθεται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά ούτε και στη διάταξη 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού με την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως του Ποινικού Κώδικα δεν τίθενται αποδεικτικοί περιορισμοί αναφορικά με την αθωότητα του κατηγορουμένου και ούτε με οποιονδήποτε τρόπο παραβλάπτονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα αυτού (άρθρο 171 παρ. 1δ' ΚΠΔ). Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, ο περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και υπερβάσεως εξουσίας έκτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος. IV. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον οι ισχυρισμοί αυτοί προτείνονται ορισμένα και επομένως παραδεκτά, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να απαντήσει και, επιπλέον, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση προτεινομένων κατά τα ανωτέρω άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ. αυτοτελών ισχυρισμών, αν αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και δεν συνοδεύονται από αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 369 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι εάν οι πιο πάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου προβάλλονται κατά το στάδιο που ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία, δεν δίδεται ο λόγος εις τον εισαγγελέα, εκτός εάν αυτός ζητήσει να δευτερολογήσει. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει ότι μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου. Ακολούθως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου διετύπωσε και ανέπτυξε προφορικώς τους παρακάτω ισχυρισμούς που κατά λέξη διατυπώθηκαν ως εξής "... Δεν υπεβλήθη μήνυση ενόρκως την 21-12-99 ώρα 13.05, δηλώθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής και συνεπώς δεν υφίστατο νόμιμος εξέταση μάρτυρος και δη ενόρκως αφού τούτο απαγορεύεται κατ' άρθρο 221 Κ.Π.Δ. (21,218 κλ). Την 21-12-1999 ώρα 17.30. Η μόνη έκθεση προφορικής μήνυσης έγινε την 24-12-1999 που στρέφεται καθ' όλων των προσώπων που συλληφθέντα είχαν υποβάλλει μήνυση δι ων όμως δεν εισάγεται κατηγορία ούτε υπεβλήθη μήνυση. Αρσις του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως 363, κατ' άρθρο 367 Π.Κ. λόγω ασκήσεως νομίμου καθήκοντος προστασίας δικαιώματος, περιουσίας ή άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή λόγω αναλόγου περιπτώσεως. Αρσις αδίκου κατ' άρθρο 25 Π.Κ. περί καταστάσεως ανάγκης, προκείμενης προστασίας υπερτέρου αγαθού περιουσίας, οικογενειακής τιμής και επικουρικά άρθρ. 32 άρσεως καταλογισμού λόγω ψυχικής πιέσεως ως εκ της οποίας νομικώς δεν δυνάμεθα να αξιώσουμε και ανθρωπίνως να αναμείνωμε άλλη συμπεριφορά πλην του να ενέδιδε στις κατ' ουσίαν ψυχολογικής βίας πιέσεις προς πληρωμή του άνευ νομίμου τίτλου ποσού (βλ. καταθέσεις περί μη νομίμου τίτλου και από τους μηνυτές) πράγμα που αποδεικνύεται εκ του αναγνωσθέντος εκβιαστικού ιδιωτικού συμφωνητικού. Πραγματικής πλάνης άρθρ. 30 Π.Κ. αφορώσης τον δόλο περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών των συγκροτικών των ερωτωμένων πράξεων. Νομικής πλάνης περί του αδίκου 31 παρ. 2 επί των αυτών... ". Με τα παραπάνω αναφερόμενα, οι μόνοι δυνάμενοι να χαρακτηρισθούν ως αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί αποκλεισμού του αδίκου (αρ. 367) περί καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει το άδικο (άρθρ. 25) και τον καταλογισμό (άρθρ. 32) περί πραγματικής πλάνης (άρθρ. 30) και χωρίς νομικής πλάνης (άρθρ. 31 παρ. 2) αορίστως προβλήθηκαν, χωρίς την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών για τη θεμελίωσή τους και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία, από το χρόνο δε που προβλήθηκαν, δηλονότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την περί της ενοχής πρόταση του εισαγγελέα, ο τελευταίος και να ακόμη οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν προβληθεί ορισμένως και παραδεκτώς, δεν είχε υποχρέωση να προτείνει στο δικαστήριο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτος σκέλος του οποίου προβάλλεται ότι χώρησε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επειδή δεν δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα να προτείνει επί των άνω πραγματικών ισχυρισμών και κατά το δεύτερο σκέλος με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι χωρίς αιτιολογία απέρριψε τους άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ. η έλλειψη ακροάσεως καθιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, λόγω ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. επέρχεται δε αυτή, κατά την παραπάνω διάταξη στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 370Α του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 8 του ν. 3090/2002, όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνητά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου (παρ. 2). Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου (παρ. 3). Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη, αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά (παρ. 4). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2408/1996, "... αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή την λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου... ". Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β', 9Α και 19 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική ζωή και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τέλος κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Η αποτυπώνουσα την ιδιωτική συνομιλία σχετική μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Κατ' εξαίρεση όμως, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη επιτρέπεται η λήψη τέτοιου αποδεικτικού μέσου εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση δικαστηρίου που να αιτιολογεί ειδικά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο (Πρβλ. Ολομ. ΑΠ 1/2001 Πολιτική) και επιτρέπεται η χρήση αυτών ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Ο νόμος, αναφερόμενος μόνον για την περίπτωση κηρύξεως της ενοχής ή της επιβολής ποινής, ουδέν διαλαμβάνει περί του επιτρεπτού η μη της μαγνητοταινίας ως αποδεικτικού μέσου για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου. Ενόψει, όμως, της θεμελιώδους συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 που ανάγει σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξίας, του γεγονότος ότι τα έννομα αγαθά της ζωής της τιμής και της ελευθερίας, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται σε διακινδύνευση στην περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητας του κατηγορουμένου, κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του. Περί αυτών θα κρίνει ο δικαστής, ο οποίος σε καταφατική περίπτωση, θα συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παράνομου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα αυτό κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 6.222/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, οι συνήγοροι του κατηγορουμένου ζήτησαν την ανάγνωση απομαγνητοφωνημένου κειμένου μαγνητοταινίας, ως μέσον υπερασπίσεώς του. Στην ανάγνωση αντέλεξε η πολιτικώς ενάγουσα Ψ2. Μετά ταύτα το Εφετείο απέρριψε το σχετικό αίτημα με την ακόλουθη αιτιολογία "... η μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Κατ' εξαίρεση μόνον επιτρέπεται η χρήση του για κακουργήματα με τις προϋποθέσεις που διαγράφει ο νόμος και ακόμη επιτρέπεται η χρήση του ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά, λαμβανομένης υπόψη και της θεσπιζομένης από τη διάταξη του άρθρου25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας. Στην προκείμενη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου αποδεικνύεται ότι η επίμαχη μαγνητοφώνηση των ιδιωτικών συνομιλιών που έγιναν στις 21-12-1999 σε αίθουσα συνεδριάσεων του Εφετείου Αθηνών, στην οποία δεν συνεδρίαζε δικαστήριο, μεταξύ του κατηγορουμένου και των καταμηνυθέντων από αυτόν για την πράξη της εκβίασης, απειλής και εξύβρισης ήταν αθέμιτη, αφού αυτή έγινε από τον κατηγορούμενο εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών του, κατά παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου και δεν ήταν το μόνο αποδεικτικό μέσο που μπορούσε να έχει ο κατηγορούμενος, αφού αυτός μπορούσε να διασφαλίσει τα έννομα συμφέροντά του με την χρήση άλλων αποδεικτικών μέσων που είχε στη διάθεσή του και ηθελημένα απέκλεισε, ιδίως δε με τη παρουσία του δικηγόρου του Ηλία Σπινάσα, που βρισκόταν έξω από την αίθουσα των συνομιλιών και θα προσερχόταν για την προστασία των συμφερόντων του πελάτη του... ". Με τις άνω παραδοχές ότι η εν λόγω μαγνητοταινία δεν ήταν το μόνο αποδεικτικό μέσο το οποίο μπορούσε ο κατηγορούμενος να προτείνει για την απόδειξη της αθωότητάς του, (αντίθετα, από τα πρακτικά προκύπτει ότι πρότεινε και άλλα αποδεικτικά μέσα), το Εφετείο το οποίο, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απαγόρευσε την ανάγνωση του απομαγνητοφωνημένου κειμένου της ως άνω μαγνητοταινίας, δεν στέρησε αυτόν δικαιώματος, το οποίο ρητά παρέχεται από τον νόμο και εντεύθεν ουδεμία ακυρότητα επήλθε στην διαδικασία και ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
IV. Απόλυτη ακυρότητα, η οποία καθιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, επιφέρει κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Κατά την αληθή έννοια της τελευταίας διατάξεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 63, 64 και 68, παράνομη είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς τον χρόνο και τον τρόπο ασκήσεώς της ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. ε' του ΚΠοινΔ, κατά την οποία σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, το κεφάλαιο της αποφάσεως για τις πολιτικές απαιτήσεις εξετάζεται από το εφετείο και εάν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο, κρίνεται δε η πολιτική αγωγή στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Περαιτέρω, εάν για οποιονδήποτε λόγο αναιρεθεί στο σύνολό της η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, νομίμως κατ' αυτήν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ο παθών και αξιώνει την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον την αξίωσή του αυτή είχε υποβάλλει στο πρωτόδικο δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 65124/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εμφανίσθηκαν και παραστάθηκαν ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ο Ψ1 και η Ψ2 στους οποίους και επιδικάσθηκε για την αιτία αυτή το αιτηθέν από τον καθένα ποσό των 44 ευρώ. Επί της εφέσεως του κατηγορουμένου εκδόθηκε αρχικώς η υπ' αριθμ. 2593/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005 έπαυσε την ποινική δίωξη. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την υπ' αριθμ. 676/2007 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, κατά τη νέα δε συζήτηση της υποθέσεως που έγινε την 6-9-2007 και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα ίδια ως άνω πρόσωπα παραστάθηκαν ως πολιτικώς ενάγοντες και το δικαστήριο επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 44 ευρώ, το οποίο και πρωτοδίκως είχε επιδικασθεί.
Συνεπώς εφόσον και πρωτοδίκως νόμιμα είχε δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής, δεν επήλθε ακυρότητα από την παράσταση αυτών στην μετ' αναίρεση δίκη ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ο αναιρεσείων ότι από την 21-12-1999 που φέρεται ότι τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, μέχρι την 27-10-2005 που με δήλωσή τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι Ψ1 και Ψ2 παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες, παρήλθε πενταετία (άρθρο 937 Α.Κ.) και παρεγράφη η προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως αξίωσή τους και επομένως, το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του όφειλε αυτεπαγγέλτως να διαγνώσει τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής και συνακόλουθα να αποβάλλει τους πολιτικώς ενάγοντες οι οποίοι, για παραγραμμένη απαίτηση δεν ενομιμοποιούντο στην άσκηση πολιτικής αγωγής. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας αλλά ενεργεί κατ' ένσταση του υποχρέου, στην προκείμενη δε περίπτωση ο κατηγορούμενος ούτε στο πρωτόδικο δικαστήριο επικαλέστηκε την παραγραφή της αξιώσεως των πολιτικώς εναγόντων ούτε την ένσταση αυτή την επαναφέρει με το δικόγραφο της εφέσεώς του. VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 141 και 142 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι στα πρακτικά της δίκης καταχωρούνται, εκτός άλλων, και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, επομένως και οι ισχυρισμοί τους. Περαιτέρω, κατά τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένα σε κάθε ισχυρισμό των διαδίκων που ασκεί ουσιώδη επιρροή στη δίκη, δηλαδή αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, ή εξαλείφει το αξιόποινο, ή αποκλείει τον καταλογισμό, ή άγει σε μείωση της ποινής, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος και σαφής και προβλήθηκε παραδεκτώς. Αν προβλήθηκαν ή όχι τέτοιοι ισχυρισμοί, επί των οποίων το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει, προκύπτει από τα πρακτικά που αποδεικνύουν μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά. Τέλος δικαιούνται οι διάδικοι να εγχειρίσουν σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους και επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλλουν και να αναπτύξουν αυτούς προφορικά, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης που είναι ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ των αναγνωσθέντων, αναφέρεται και το υπό τον αριθμό 5 έγγραφο "αυτοτελείς και υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου" και τίποτε περισσότερο και επομένως δεν προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήσαν άλλοι από εκείνους τους οποίους, κατά τα προεκτεθέντα, ο συνήγορος του κατηγορουμένου κατά την αγόρευσή του κατέθεσε και ανέπτυξε προφορικά. Ετσι, με βάση τα όσα εκτέθηκαν προηγουμένως, δεν αποδεικνύεται από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, πέραν των ανωτέρω ισχυρισμών, προέβαλαν νομίμως προς υπεράσπισή του και άλλους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το δικαστήριο αρνήθηκε την καταχώρηση στα πρακτικά της αποφάσεως του αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Οκτωβρίου 2007αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6222/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ