Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πολιτική αγωγή, Αναβολής αίτημα, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Πότε στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη ιατρού για αδίκημα τελούμενο από αμέλεια. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για σωματική βλάβη από αμέλεια ιατρού χειρουργού, ο οποίος, ενεργήσας χειρουργική επέμβαση στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης (σπονδυλοδεσία) δεν περιέλαβε σ’ αυτήν (σπονδυλοδεσία) εξ αρχής κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής όλους τους σπονδύλους που ενεφάνιζαν το πρόβλημα για τη θεραπεία του οποίου επέλεξε τη συγκεκριμένη επέμβαση, με αποτέλεσμα να προκληθεί παραλυσία των κάτω άκρων της ασθενούς, η οποία δεν αποκαταστάθηκε πλήρως ούτε με την δεύτερη επέμβαση στην οποία προέβη και κατά την οποία περιέλαβε στη σπονδυλοδεσία και τους λοιπούς σπονδύλους, ως άνω. Έννομο συμφέρον για προβολή λόγου αναιρέσεως. Δεν υπάρχει έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του κατηγορουμένου για προβολή ελλείψεως αιτιολογίας ως προς απόρριψη αιτήματος πολιτικώς ενάγοντος για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις. Απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 1091/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 2591/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Παπαδημητρίου. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1865/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 314 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, στην περίπτωση που η αμέλεια δεν είναι συνειδητή, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός είχε τη δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2591/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος σωματικής βλάβης από αμέλεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, ανασταλείσα. Ειδικότερα, κηρύχθηκε ένοχος διότι "στη Θεσσαλονίκη, την ....., ιατρός ορθοπαιδικός, επιμελητής της Α' Ορθοπαιδικής Κλινικής του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου "ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ" της Θεσσαλονίκης, τυγχάνων και υπόχρεος ων εκ του ως άνω ιατρικού επαγγέλματος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, εξ αμελείας του, δηλαδή λόγω ελλείψεως της προσοχής την οποία όφειλε εκ των περιστάσεων και ηδύνατο να καταβάλει, δεν προείδε το εκ της κατωτέρω πράξεώς του παραχθέν αξιόποινο αποτέλεσμα και προκάλεσε σωματικές βλάβες εις άλλον και δη εις την εγκαλούσα Ψ1 (οδός ... αρ. ...), ήτοι έχων την ειδικότητα του ιατρού χειρουργού ορθοπαιδικού επιμελητή της Α' Ορθοπαιδικής Κλινικής του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου "ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ" της Θεσσαλονίκης, ανέλαβε και εξετέλεσε χειρουργική επέμβαση εις την ως άνω Ψ1, πάσχουσα από εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση μεσοσπονδυλίων δίσκων των 03/04 και 04/05 σπονδύλων της οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (Ο.Μ.Σ.Σ.), δια της υποβολής αυτής εις πεταλεκτομή διασωματική σπονδυλοδεσία με CAGES και οπίσθια σπονδυλοδεσία με διαυχενικές βίδες, κατά παράβαση των κοινώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής χειρουργικής επιστήμης και τεχνικής, προέβη από αμέλεια εις ατελή χειρουργική επέμβαση αυτής και όχι εις πλήρη αποκατάσταση δια πεταλεκτομής των μεσοσπονδυλίων δίσκων των 04/05 σπονδύλων όπως των 03/04 σπονδύλων της οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (Ο.Μ.Σ.Σ.), δι' απελευθερώσεως του νωτιαίου σάκου και των ριζών 05, I1 και Ι2, και τοποθετήσεως διασωματικών κλωβών (σπονδυλοδεσία με διαυχενικές βίδες), με αποτέλεσμα η ως άνω εγχειρισθείσα Ψ1 να υποστεί παραλυσία των κάτω άκρων (παραπληγία), αιμάτωμα, μετατόπιση 04/05 σπονδύλων, ορθοκυστικές διαταραχές (ιππουριδική συνδρομή) από τις 05, I1 και Ι2 ρίζες άμφω, και του προσθίου κνημιαίου μυός, έντονη χωλότητα κατά την βάδιση, αιμωδίες και καυσαλγία, υπαισθησία των πελμάτων, διαταραχές της ουροδόχου κύστεως και της λειτουργίας αφοδεύσεως λόγω σπαστικότητας των σφιγκτήρων και παραπάρεση με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%)". Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα: "Η πολιτικώς ενάγουσα, το έτος 2000, ύστερα από σχετικές ιατρικές εξετάσεις, βρέθηκε να πάσχει από εκφυλιστική σπονδυλοολίσθηση των μεσοσπονδυλίων δίσκων, των σπονδύλων 03/04 και 04/05 της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτούνταν χειρουργική επέμβαση, από εξειδικευμένο χειρουργό. Προς το σκοπό αυτό απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος κατά το έτος 2000 είχε την ιδιότητα του χειρουργού ορθοπαιδικού, εργαζόμενος ως επιμελητής Α' στην Ορθοπαιδική κλινική του Νοσοκομείου "ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ", ο οποίος ανέλαβε να αποκαταστήσει χειρουργικά το πρόβλημα της παθούσας, που ήταν προοδευτικά επιδεινούμενο, κατόπιν και δικής της επιθυμίας και αφού προηγουμένως ο κατηγορούμενος την είχε ενημερώσει για τη σοβαρότητα της εγχείρησης και τις πιθανές επιπλοκές της. Όπως αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος διέθετε τις απαραίτητες εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και την εμπειρία για να διενεργήσει την σχετική χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης της σπονδυλοολίσθησης, η οποία για να θεωρηθεί επιτυχής και για να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, απαιτούσε, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, τη διενέργεια πεταλεκτομής στους σπονδύλους και τη διασωματική σπονδυλοδεσία αυτών με διασωματικούς κλωβούς [CAGES] καθώς και την οπίσθια σπονδυλοδεσία τους με διαυχενικές βίδες. Έτσι στις 21 Απριλίου του έτους 2000, ημέρα Παρασκευή, αφού προηγήθηκε ο απαραίτητος προεγχειρητικός έλεγχος, η πολιτικώς ενάγουσα εισήχθη στην ανωτέρω κλινική και ο κατηγορούμενος προέβη στην ανωτέρω χειρουργική επέμβαση. Κατά την εκτέλεση αυτής, όπως και ο ίδιος δέχεται αλλά και προκύπτει από τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά και τις ακτινογραφίες, ο ανωτέρω χειρουργός προέβη σε πεταλεκτομή και αφαίρεση δίσκου μεταξύ των σπονδύλων 03/04 και ακολούθως στη τοποθέτηση διασωματικών κλωβών [σπονδυλοδεσία] καθώς επίσης και σε οπίσθια σπονδυλοδεσία αυτών με τους σπονδύλους 04/05, [οστεοσύνθεση με διαυχενικές βίδες] χωρίς να προβεί σε πεταλεκτομή και των εν λόγω σπονδύλων και την τοποθέτηση CAGES. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς του, δεν προέβη στην ενέργεια αυτή επειδή δεν την έκρινε ιατρικώς επιβεβλημένη, δεδομένου ότι η σπονδυλοολίσθηση των σπονδύλων 04/05 ήταν μικρότερου βαθμού από εκείνη των σπονδύλων 03/04 και θεώρησε ότι η σπονδυλοδεσία στην οποία προέβη, όπως έχει προπεριγραφεί, ήταν ικανή για να αποκαταστήσει το πρόβλημα της παθούσας. Μετά την διενέργεια της επέμβασης που ολοκληρώθηκε τις μεταμεσημβρινές ώρες της παραπάνω ημερομηνίας, η παθούσα παρέμεινε νοσηλευόμενη στο παραπάνω Νοσοκομείο και αμέσως μετά την ανάνηψή της από την νάρκωση που της είχε χορηγηθεί, εμφάνισε "νευροαπραξία", ήτοι αδυναμία κινήσεως των κάτω άκρων και "υποευαισθησία" αυτών, ήτοι συμπτώματα "ιππουριδικής συνδρομής". 'Εκ μέρους του κατηγορουμένου διαγνώσθηκε ότι πιθανόν το εν λόγω σύμπτωμα να οφείλεται σε "σοκ του νευρικού ιστού" ή σε οξεία αποστέρηση αιμάτωσης" και έκρινε ότι έπρεπε να ακολουθηθεί "αποιδηματική αγωγή", [φαρμακευτικής μορφής], η οποία, όπως αποδείχθηκε, επέφερε άμεσα αποτελέσματα, αφού η ασθενής είχε αρχίσει να εμφανίζει κάποια σημάδια ελαφράς βελτίωσης, ιδιαίτερα στη κίνηση των μηρών όχι όμως και πλήρους αποκατάστασης, αφού η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει μετά την επέμβαση εξακολούθησε καθ' όλη τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Έτσι τη Δευτέρα το πρωί, η παθούσα εισήχθη εκ νέου στο χειρουργείο, προκειμένου να υποβληθεί σε νέα επέμβαση, προκειμένου να αποσυμφορηθεί ο νευρικός ιστός, ο οποίος συμπιέζονταν από υγρά που είχαν συσσωρευτεί, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Κατά την νέα επέμβαση, διαπιστώθηκε ότι οι σπόνδυλοι 04/05, συμπίεζαν τον νωτιαίο σάκκο και τις ρίζες 05, I1 και Ι2, [περιφερειακά νεύρα], προκειμένου δε να γίνει η αποσυμφόρηση και αποσυμπίεση αυτών, ο κατηγορούμενος προέβη στη τοποθέτηση CAGES και στους σπονδύλους 04/05, όπως είχε πράξει κατά την πρώτη επέμβαση στους σπονδύλους 03/04. Μετά τη δεύτερη επέμβαση, η παθούσα εξακολούθησε να εμφανίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα, ορθοκυστικές διαταραχές, λόγω σπαστικότητας των σφιγκτήρων, χωλότητα στη βάδιση και παραπάρεση, κριθείσα αρχικά ανάπηρη σε ποσοστό 80% και μεταγενέστερα [από το έτος 2005] σε ποσοστό 67%. Ήδη από νεώτερα χρονικά ιατρικά πιστοποιητικά, η παθούσα εμφανίζει πολλαπλή βλάβη δεξιού κάτω άκρου με αδυναμία ραχιαίας κάμψεως άκρου ποδός δεξιά και μειωμένη ισχύ πελματιαίας κάμψεως δεξιά, με συνέπεια να είναι αναγκασμένη να φέρει κηδεμόνα περονιαίου, σωματική βλάβη η οποία οφείλεται σε υπολειμματική πολλαπλή ριζιτική βλάβη στους σπονδύλους 04/05-I1 δεξιά. Ενόψει των αποδειχθέντων πιο πάνω περιστατικών, το Δικαστήριο οδηγείται στη κρίση ότι η προκληθείσα στην παθούσα σωματική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου, η οποία συνίσταται στο ότι αυτός κατά την εκτέλεση της παραπάνω ιατρικής πράξεως, δεν κατέβαλε την ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή που ήταν υποχρεωμένος ως εκ του επαγγέλματος αυτού και όφειλε από τις περιστάσεις να καταβάλει, ειδικότερα δε, αν και είχε τη δυνατότητα να προγνώσει ως πιθανή την παραπάνω επιπλοκή και συνακόλουθα τη βλάβη της παθούσας, δεν προέβη κατά την πρώτη χρονικά χειρουργική επέμβαση σε πεταλεκτομή και των σπονδύλων 04/05 και στη σπονδυλοδεσία αυτών με CAGES, αρκεσθείς μόνον στην οπίσθια σπονδυλοδεσία αυτών με τους σπονδύλους 03/04, παράλειψη, όμως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνον να μην αποσυμφορηθεί η έστω μικρού βαθμού συμπίεση των περιφερειακών νεύρων από την εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση των σπονδύλων 04/05, αλλά να επιδεινωθεί αυτή και από την τοποθέτηση των κλωβών στους σπονδύλους 03/04. Αποτέλεσμα δε της αμελούς πιο πάνω συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ήταν να προκληθεί μόνιμη βλάβη αυτών η οποία επέφερε τις ανωτέρω δυσμενείς συνέπειες στην υγεία της παθούσας. Την κρίση του αυτή στηρίζει το δικαστήριο ιδιαίτερα στα ιατρικά πιστοποιητικά που αναγνώσθηκαν και στην κατάθεση του ιατρού Γ1, η οποία όχι μόνον δεν αναιρείται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, αλλ' αντίθετα ενισχύεται ακόμη περισσότερο και μόνο από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τη δεύτερη χρονικά επέμβαση προέβη στην τοποθέτηση CAGES και στους σπονδύλους 04/05, ενέργεια η οποία ασφαλώς και βοήθησε στην περαιτέρω μερική αποκατάσταση του μετεγχειρητικού προβλήματος που είχε παρουσιασθεί στην παθούσα. Ενόψει αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη που του αποδίδεται, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας." Με αυτά που, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 314 του ΠΚ που εφήρμοσε. Ειδικότερα, το δικάσαν Εφετείο α) εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και συνιστούν παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, εντοπιζόμενη στο ότι αυτός δεν προέβη, κατά την πρώτη χρονικά χειρουργική επέμβαση, σε πεταλεκτομή και διασωματική σπονδυλοδεσία με κλωβούς (CAGES) και των σπονδύλων 04-05, όπως έκανε με τους σπονδύλους 03-04, μολονότι και στα δύο διαστήματα (03-04 και 04-05) υπήρχε η αυτή εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση, αλλ' αρκέσθηκε σε οπίσθια μόνον σπονδυλοδεσία των 04-05 με τους 03-04, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην αποσυμφορηθεί η συμπίεση του νωτιαίου σάκου και των ριζών 05, Ι1 και Ι2 (περιφερειακών νεύρων) από τη σπονδυλολίσθηση των 04-05, αλλά και να επιδεινωθεί από την τοποθέτηση των κλωβών στους 03-04, β) προσδιόρισε λεπτομερώς την προκληθείσα στην παθούσα σωματική βλάβη, με την παραδεκτή συμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της και γ) αιτιολόγησε με πειστικές σκέψεις τον μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος αιτιώδη σύνδεσμο. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού 1) δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, 2) δεν απαιτείτο να εκθέσει το Δικαστήριο για ποιό λόγο προσέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα στην κατάθεση του μάρτυρα πολιτικής αγωγής Γ1, ενώ από το γεγονός ότι εξαίρετη η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα δεν προκύπτει ότι παραλείφθηκε η συνεκτίμηση των καταθέσεων των λοιπών εξετασθέντων μαρτύρων και 3) από την αναφορά, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα επισημαινόμενα από τον αναιρεσείοντα τέσσερα έγγραφα, περιλαμβανόμενα μεταξύ των αναγνωσθέντων, τα οποία δεν μπορεί να καταλειφθεί αμφιβολία ότι τα συνεκτίμησε το Δικαστήριο, από μόνο το λόγο ότι παρέλειψε να τα σχολιάσει, ενώ ο περαιτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, κατ' εκτίμηση, περί αντιθέσεως των τεσσάρων αυτών εγγράφων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως καταλήγει σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος ως προς όλες τις μερικότερες αιτιάσεις του και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη συνεδρίαση της 1.6.2007, μετά την εξέταση του μάρτυρος ....., οι συνήγοροι της πολιτικώς ενάγουσας υπέβαλαν αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και συγκεκριμένα "προκειμένου να κληθεί και να καταθέσει ο ακτινολόγος ιατρός ..... και να προσκομισθεί το συμπέρασμα και το πόρισμα της μαγνητικής τομογραφίας". Το αίτημα αυτό, του οποίου ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη και επί του οποίου το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ν' αποφασίσει, χωρίς να δοθεί ο λόγος και στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ή τους συνηγόρους του, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία (σιωπηρώς). Την κατ' αυτόν τον τρόπο απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, ήτοι χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία και χωρίς να δοθεί επ' αυτού ο λόγος στον αναιρεσείοντα, προβάλλει ο τελευταίος με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως και την επίκληση του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' σε συνδυασμό με το στοιχ. Α' και το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος, αφού με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν προσδιόρισε αυτός ότι υπέστη συγκεκριμένη βλάβη από την κατά τα ανωτέρω απόρριψη του αιτήματος αναβολής της πολιτικώς ενάγουσας. Σε κάθε δε περίπτωση ο αναιρεσείων, τόσον όταν κλήθηκε σε απολογία, όσον και όταν ρωτήθηκε από τον διευθύνοντα τη συζήτηση αν εχρειάζετο κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση (άρθρο 368 ΚΠοινΔ), είχε τη δυνατότητα να ακουσθεί επί του αιτήματος αναβολής της πολιτικώς ενάγουσας, ενόψει του ότι το Δικαστήριο είχε επιφυλαχθεί να αποφασίσει και απέρριψε το αίτημα με την προσβαλλόμενη και όχι με παρεμπίπτουσα απόφαση, όπως προεκτέθηκε, έτσι ώστε δεν στερήθηκε υπερασπιστικού δικαιώματός του, όπως αντιθέτως υποστηρίζει.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 § 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεως του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία, εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, υπό τον αριθμό 29 "φωτοαντίγραφο της υπ' αριθ. 7195/4.2.2004 ένορκης κατάθεσης μάρτυρα" και υπό τον αριθμό 10 (των προσκομισθέντων από τους διαδίκους εγγράφων) "με αριθμό 7194 ένορκη κατάθεση μάρτυρα".Ενόψει, όμως, του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά των δύο αυτών εγγράφων είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλει τις επ' αυτών παρατηρήσεις και απόψεις του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως (τελευταίος) που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 2591/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ