Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Πλαστογραφία, Συνέργεια.
Περίληψη:
Απλή συνέργεια σε πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση και απάτη. Παραβίαση τραπεζικού απορρήτου. Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 849/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη, περί αναιρέσεως της 891/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1805/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σ' αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. α-γ. του ίδιου Κώδικα, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων κατά βουλευμάτων. Τέλος κατά το άρθρο 487 ΚΠΔ στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα επιτρέπεται έφεση κατά της απόφασης με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή στον εισαγγελέα (άρθρ. 120). Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο κηρύσσει αυτό αναρμόδιο και παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, η απόφασή του αυτή επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, για την άσκηση ενδίκων μέσων, μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι απών. Εξάλλου η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε την ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, την οποία είχε προβάλλει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και είχε απορριφθεί, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων ότι η περί παραπομπής απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (για κακουργήματα) στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, επέχει θέση εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, παραπεμπτικού βουλεύματος και έπρεπε να του επιδοθεί προκειμένου να λάβει λεπτομερειακή γνώση της κατηγορίας και να αμυνθεί. Η προθεσμία μάλιστα για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά του βουλεύματος αυτού κατ' αρθ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ. αρχίζει, όπως ισχυριζόταν, από την επίδοση του βουλεύματος και, συνεπώς, απαραδέκτως εισήχθη η υπόθεση στο ακροατήριο, αφού δεν έλαβε νομότυπα γνώση της κατηγορίας που τον αφορά, και δεν άσκησε ενδεχομένως τα ένδικα μέσα που προβλέπονται κατά την διάταξη του αρθρ. 487 ΚΠΔ. Την ένσταση αυτή του αναιρεσείοντος απέρριψε το Τριμελές Εφετείο Λάρισσας με την προσβαλλόμενη απόφασή του και με την εξής αιτιολογία. "... Ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε με το υπ' αριθμ. 41/2003 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί για 1.- Απλή συνέργεια σε απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα 2.- Απλή συνέργεια σε πλαστογραφία με χρήση κατ'εξακολούθηση κατ' επάγγελμα 3.- Παραβίαση τραπεζικού απορρήτου, δηλαδή για τις πράξεις που αφορά η υπό κρίση υπόθεση. Εν τω μεταξύ απεβίωσε ο Χ2 που είχε τελέσει τα - συναφή με τα πλημμελήματα του κατηγορουμένου - κακουργήματα της πλαστογραφίας κ.λ.π. και, αφού έπαυσε οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθμ. 108/2005 απόφασή του έκρινε ότι εξέλιπε πλέον η αρμοδιότητά του για τα πλημμελήματα του κατηγορουμένου, που θεμελιωνόταν στη συνάφεια με τα κακουργήματα του θανόντος και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Στην απόφασή του αυτή η οποία εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε με τον κατηγορούμενο παρόντα, ρητά αναφέρονται και περιγράφονται στο διατακτικό της οι πράξεις για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Η περί παραπομπής απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και, αφού γινόταν αμετάκλητη, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών Βόλου όφειλε, όπως και έπραξε, να εισαγάγει την υπόθεση με κλήση κατά το άρθρο 320 παρ.1 ΚΠΔ στο δικαστήριο που κρίθηκε αρμόδιο... Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει α) ότι δεν έλαβε γνώση των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου και β) ουδέποτε του επιδόθηκε η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση και συνεπώς δεν κατέστη αμετάκλητη, με αποτέλεσμα η κλήση του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να είναι άκυρη. Η ένστασή του όμως αυτή είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί διότι αυτός κατά την έκδοση και δημοσίευση της παραπεμπτικής αποφάσεως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της, ήταν παρών. Όπως προαναφέρθηκε, στην απόφαση αυτή ρητά αναφέρονται και περιγράφονται στο διατακτικό της οι πράξεις για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος με την απαγγελία της έλαβε γνώση του διατακτικού της, άρα και των πράξεων για τις οποίες έγινε η παραπομπή. Περαιτέρω, εφόσον ήταν παρών, από τη δημοσίευση της απόφασης άρχισαν να τρέχουν οι προθεσμίες των ενδίκων μέσων και δεν απαιτούνταν γι' αυτό επίδοση της παραπεμπτικής απόφασης (άρθρο 43 παρ.1 ΚΠΔ). Όπως ο ίδιος ομολογεί στην υπό κρίση ένστασή του, δεν άσκησε κανένα ένδικο μέσο και επομένως, αφού κατέστη η παραπεμπτική απόφαση αμετάκλητη, νόμιμα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Βόλου εισήγαγε την υπόθεση με κλήση κατά το άρθρο 320 παρ.1 ΚΠΔ στο δικαστήριο που κρίθηκε αρμόδιο...". Σύμφωνα με όσα εξετέθησαν πιο πάνω, η απόφασή του Δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται αυτό αναρμόδιο και παραπέμπει με την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, επέχει μεν θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, πλην όμως δεν αναιρείται ο χαρακτήρας αυτής ως δικαστικής αποφάσεως, ώστε να απαιτείται η επίδοσή της στον κατηγορούμενο, ακόμη και όταν αυτή δημοσιεύεται με την παρουσία του. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε την πιο πάνω ένσταση του αναιρεσείοντος με την προαναφερόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.891//2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Επειδή από την όλη αποδεικτική διαδικασία, δηλαδή τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, την ανάγνωση των εγγράφων, μεταξύ των οποίων και η από ...έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Υποδ/νσης Εγκληματικών Ερευνών Βόρειας Ελλάδος ΕΛ.ΑΣ., καθώς και με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος Χ1 εργαζόταν ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα στο υποκατάστημα του ... στο οποίο τηρούσαν κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου με αριθμό ... η Λ1 και ο σύζυγος της Λ2. Ο Χ2 κάτοικος ..., ο οποίος έχει αποβιώσει, με αγνώστων στοιχείων συνεργάτες, είχαν επινοήσει σχέδιο έκνομης δραστηριότητας προκειμένου να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία της Ελλάδας. Ειδικότερα σκόπευαν να καταρτίσουν πλαστά έγγραφα (βιβλιάρια καταθέσεων, δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων καταθετών) και θα εμφανίζονταν σε υπαλλήλους διαφόρων καταστημάτων της ΕΤΕ ότι είναι οι δικαιούχοι συγκεκριμένων λογαριασμών, θα επιδείκνυαν τα πλαστά έγγραφα και θα εισέπρατταν τα ποσά των λογαριασμών αυτών. Το σχέδιο αυτό υλοποίησαν με πι συνδρομή του κατηγορουμένου Χ1. Ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από 20-22/2/2001 ο κατηγορούμενος έλαβε στην κατοχή του ένα (1) κενό πρωτότυπο, έντυπο βιβλιάριο καταθέσεων λογαριασμού ταμιευτηρίου της ΕΤΕ, το οποίο προμηθεύτηκε με ευχέρεια από το κατάστημα που εργαζόταν λόγω της θέσης που κατείχε. Προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος εγχείρισε το βιβλιάριο αυτό στον Χ2 και σε άλλα άγνωστα άτομα, συνεργούς του τελευταίου με τους οποίους είχε οικονομικές δοσοληψίες. Στους τελευταίους έδωσε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τον προαναφερόμενο ... κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρούσαν στο παραπάνω τραπεζικό κατάστημα η Λ1 και ο σύζυγός της Λ2. Ο λογαριασμός προηγουμένως ήταν ατομικός με μοναδική δικαιούχο την Λ1 και στις 5-2-2001 μετατράπηκε σε κοινό διαζευκτικό με προσθήκη του ονόματος του συζύγου της ως συνδικαιούχου. Η συναλλαγή αυτή είχε περιέλθει σε γνώση του κατηγορουμένου διότι αυτός τη διεκπεραίωσε ως υπάλληλος του καταστήματος. Ο κατηγορούμενος έδωσε πληροφορίες για την ύπαρξη του παραπάνω λογαριασμού, τον αριθμό του, τα ονοματεπώνυμα των δικαιούχων, τα πατρώνυμα και το ακριβές ποσό του υπολοίπου του λογαριασμού που ανέρχονταν σε 12.060.059 δραχμές. Με τον τρόπο αυτό περιήλθε στην κατοχή του Χ2 και των αγνώστων συνεργατών του το κενό έντυπο Βιβλιάριο καταθέσεων και έλαβαν γνώση όλων των παραπάνω πληροφοριών σχετικά με τον τραπεζικό λογαριασμό του ζεύγους Λ1-Λ2. Στη συνέχεια οι τελευταίοι στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 20-23/2/2001 με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών και συγκεκριμένα το ποσό των 12.060.059 δραχμών, γνωρίζοντας τα στοιχεία ταυτότητας του Λ2, δηλαδή τον αριθμό του δελτίου της αστυνομικής ταυτότητας (...) καθώς και τον αριθμό του λογαριασμού του ταμιευτηρίου στο κατάστημα ... (...) της ΕΤΕ και το ακριβές ποσό του υπολοίπου λογαριασμού, με σκοπό να παραπλανήσουν τους αρμόδιους υπαλλήλους των τραπεζικών καταστημάτων κατάρτισαν τα ακόλουθα πλαστά έγγραφα, χρησιμοποιώντας όλες τις πληροφορίες που τους χορήγησε ο κατηγορούμενος Χ1 α) το από 12-9-2000 προσωρινό δελτίο ταυτότητας (βεβαίωση κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοσης δελτίου ταυτότητας) που κατάρτισαν εξ αρχής πάνω σε κενό έγγραφο, το οποίο κατασκεύασαν με ειδική τεχνική μέθοδο. Το πλαστό αυτό έγγραφο φέρεται ότι εκδόθηκε από το Διοικητή του Α.Τ ... στις 12-9-2000 και έθεσαν πλαστές μηχανικές σφραγίδες του εν λόγω τμήματος, ενέγραψαν στην αντίστοιχη θέση το ονοματεπώνυμο "..." ως Διοικητής του συγκεκριμένου αστυνομικού τμήματος και πάνω από αυτό έθεσαν κατ' απομίμηση, ιδιοχείρως την υπογραφή του, συμπληρώνοντας με κεφαλαία γράμματα στην ελληνική γλώσσα και με λατινικούς χαρακτήρες, δίπλα στις αντίστοιχες ενδείξεις, όλα τα στοιχεία ταυτότητας του προαναφερόμενου Λ2 εν αγνοία του που δεν αντιστοιχούσαν στα πραγματικά. Τέλος έθεσαν στην αντίστοιχη θέση τη φωτογραφία του Χ2 ώστε να προκύπτει με τη χρήση και επίδειξη του πλαστού αυτού ότι το πρόσωπο που απεικονίζεται στη φωτογραφία, δηλαδή ο Χ2 αντιστοιχεί πράγματι στα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, τόπος ημερομηνία γέννησης κ.λ.π.) που αναγράφονται στη βεβαίωση κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοσης του με αριθμό ... δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και ότι είναι ο νόμιμος κάτοχος της, ενώ στην πραγματικότητα ο Λ2 δεν είχε απωλέσει την αστυνομική του ταυτότητα, η οποία πράγματι είχε τον προαναφερόμενο αριθμό και β) ένα βιβλιάριο καταθέσεων κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου της ΕΤΕ και συγκεκριμένα πάνω στο κενό έντυπο βιβλιάριο καταθέσεων λογαριασμού ταμιευτηρίου που τους προμήθευσε ο κατηγορούμενος Χ1 έθεσαν στην πρώτη σελίδα στην αντίστοιχη θέση, κάτω από τη λέξη "ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ", πλαστή μηχανική σφραγίδα με την ένδειξη "...", ακολούθως ανέγραψαν με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, δίπλα από τις τυπωμένες από την Τράπεζα ενδείξεις, με κεφαλαία γράμματα "ΚΟΙΝΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ" με συνδικαιούχους τους "Λ1-Λ2" καθώς και τον αριθμό του κοινού λογαριασμού ... και τέλος στο εσωτερικό του βιβλιαρίου, στην αρχή της 4ης σελίδας, έγραψαν με κεφαλαία γράμματα τη φράση "Μεταφορά από προηγ. βιβλιάριο" και δίπλα στη σελίδα 5, κάτω από την τυπωμένη ένδειξη υπόλοιπο, το πραγματικό υπόλοιπο σε δραχμές, δηλαδή τον αριθμό 12.060.059,00, έτσι ώστε να προκύπτει με τη χρήση και επίδειξη του, ότι το πλαστό βιβλιάριο είναι το πραγματικό βιβλιάριο καταθέσεων του ζεύγους Λ1-Λ2, που προέρχεται από μεταφορά προηγουμένου, με υπόλοιπο το παραπάνω χρηματικό ποσό. Στη συνέχεια ο Χ2 στις 23-2-2001 και ώρα 11.30' περίπου συνοδευόμενος και από ένα άλλο άτομο αγνώστων στοιχείων, μετέβη στο κατάστημα της ΕΤΕ στη διασταύρωση των οδών ... και .., όπου εμφανίστηκε στην ταμία Τ1 στην οποία παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς ότι ονομάζεται Λ2 και ότι είναι νόμιμος κάτοχος του προσωρινού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και δικαιούχος του με αριθμό ... κοινού λογαριασμού και επιδεικνύοντας το πλαστό προσωρινό δελτίο ταυτότητας και το πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων ταμιευτηρίου, ζήτησε μετά από σχετική αίτηση στην οποία υπέγραψε ως Λ2 θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, χωρίς αυτό να το γνωρίζει ή να συναινεί προς τούτο, να του καταβληθεί με χρέωση του παραπάνω λογαριασμού το χρηματικό ποσό του 1.300.000 δραχμών σε τραπεζική επιταγή. Πράγματι παραπλανώντας με τον τρόπο αυτό την αρμόδια τραπεζική υπάλληλο του ταμείου Τ1 απέσπασε τη με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ ποσού 1.300.000 δραχμών. Αμέσως μετά ώρα 12.00' περίπου, μετέβη στην ΕΤΕ, στην πλατεία Δημοκρατίας όπου με τον ίδιο τρόπο, εμφανιζόμενος ως Λ2 και με την επίδειξη και χρήση των πλαστών εγγράφων, παραπλάνησε τον αρμόδιο υπάλληλο ... όπου υπογράφοντας πάλι το σχετικό παραστατικό ένταλμα πληρωμής ως Λ2, στο οποίο έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του, πέτυχε να εισπράξει σε μετρητά την παραπάνω τραπεζική επιταγή με αντίστοιχη ζημία την περιουσία της ΕΤΕ. Στη συνέχεια μετέβη στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών ... και ... και με τον ίδιο τρόπο εμφανιζόμενος δηλαδή ως δικαιούχος του λογαριασμού με το όνομα Λ2 και με την επίδειξη και χρήση των ίδιων πλαστών εγγράφων, υπογράφοντας το σχετικό παραστατικό ένταλμα πληρωμής στο οποίο έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει και να συναινεί προς τούτο, ζήτησε από τον αρμόδιο υπάλληλο ..., να προβεί σε ανάληψη του ποσού των 9.500.000 δραχμών σε μετρητά από τον ίδιο λογαριασμό. Ο υπάλληλος της Τράπεζας αφού πραγματοποίησε λογιστικά τη συναλλαγή, πριν παραδώσει το ποσό των 9.500.000 δραχμών σε μετρητά από τον ίδιο λογαριασμό. Ο υπάλληλος της Τράπεζας αφού πραγματοποίησε λογιστικά τη συναλλαγή, πριν παραδώσει το ποσό των 9.500.000 δραχμών, επειδή υποψιάσθηκε την πλαστότητα των εγγράφων, ζήτησε από τον Χ2 να περιμένει μέχρι να έλεγξει ο προϊστάμενός του τη νομιμότητα και γνησιότητα των εγγράφων. Ο Χ2 φοβούμενος ότι ανακαλύφθηκαν οι παράνομες πράξεις του και επίκειται η σύλληψη του, τράπηκε σε φυγή, εγκαταλείποντας το παραπάνω κατάστημα, χωρίς να ολοκληρώσει την παράνομη δραστηριότητα του για λόγους ανεξάρτητους οπό τη θέληση του. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα από την ακριβή οργάνωση κα σχεδιασμό όλων των ενεργειών του Χ2 τρόπο, τα μέσα, τη μέθοδο κα τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που χρησιμοποίησε μαζί με τους άγνωστους συνεργούς του, καθώς και την επανειλημμένη τέλεση των αδικημάτων της πλαστογραφίας με χρήση και απάτης την όλη υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης διέπραξε τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος από αυτές, όσο και σταθερή ροπή να την τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ το συνολικό όφελος που σκόπευε να ποριστεί υπερέβαινε το ποσό των 5.000.000 δραχμών και ανέρχεται σε ποσό των 12.060.059 δραχμών με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος λόγω της άσκησης των καθηκόντων του ως τραπεζικού υπαλλήλου της ΕΤΕ γνώριζε την ύπαρξη του κοινού λογαριασμού που τηρούσαν στο κατάστημα ... ο Λ2 και η σύζυγός του και έδωσε πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό του λογαριασμού, τα ονοματεπώνυμα των δικαιούχων, τα πατρώνυμα, το ακριβές ποσό του υπολοίπου, ενώ παράλληλα εφοδίασε τους αυτουργούς με ένα κενό έντυπο βιβλιάριο, γνώριζε την τέλεση των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων και με τις ενέργειες του αυτές ήθελε να συμβάλει στην πραγματοποίησή τους. Ο ισχυρισμός του ότι δεν γνώριζε τον Χ2 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ εξάλλου ο συνεργός δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει λεπτομέρειες της πράξης ούτε και να έχει ακριβή γνώση σχετικά με το πρόσωπο του αυτουργού. Επίσης ο κατηγορούμενος πρόβαλε πρωτοδίκως και τον επαναφέρει με το εφετήριό του τον αυτοτελή ισχυρισμό της κατάστασης ανάγκης (άρθρο 25 ΠΚ) ισχυριζόμενος ότι είχε εμπλακεί σε κύκλωμα τοκογλύφων στους οποίους χρωστούσε 12.000.000 δραχμές και αναγκάσθηκε να προβεί στην επιβεβαίωση των στοιχείων του λογαριασμού του ζεύγους Λ1-Λ2, καθόσον ζούσε υπό καθεστώς τρομοκρατίας δεχόμενος από το τοκογλυφικό κύκλωμα απειλές και εκβιασμούς κατά του προσώπου του ιδίου και των μελών της οικογενείας του και ιδίως του ανηλίκου τέκνου του. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον στην προκειμένη περίπτωση ο κίνδυνος μπορούσε να αποτραπεί από τον κατηγορούμενο με άλλο τρόπο, δηλαδή την καταγγελία των παράνομων πράξεων απειλών και εκβιασμών την αρμόδια αστυνομική αρχή. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις αξιόποινες πράξεις: α) απλής συνέργειας στην πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και συνήθεια με όφελος άνω των 5.000.000 δραχμών, β) απλής συνέργειας σε απάτη κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και συνήθεια, με συνολική ζημία και αντίστοιχο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, γ) της παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου.
Πρέπει ωστόσο να αναγνωριστούν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε ΠΓ διότι α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και γενικά κοινωνικό βίο και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του και β) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του... ".
Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις πράξεις της απλής συνέργειας σε πλαστογραφία και απάτη κατ' εξακολούθηση και της παραβίασης Τραπεζικού απορρήτου και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία τον κήρυξε ένοχο, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4, 216 παρ.1,3, 386 παρ.1,3 και 1,2 παρ.1 ΝΔ 1059/1971 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις εις τι συνίσταται η απλή συνέργεια του κατηγορουμένου στα εγκλήματα της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και απάτης και απόπειρας απάτης με αυτουργό των πράξεων αυτών τον Χ2 καθώς επίσης παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του ότι συγκροτείται αντικειμενικώς το έγκλημα της παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου. Ειδικώς για το έγκλημα της πλαστογραφίας, την κρίση του το δικαστήριο ότι τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεώς του έγγραφα είναι πλαστά, σχημάτισε και από την εκτίμηση του πορίσματος της από 18-12-2001 γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης την οποία μνημονεύει ιδιαιτέρως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του. Τέλος, και αναφορικά με τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου για κατάσταση ανάγκης (άρθρο 25 ΠΚ) εν σχέσει με το έγκλημα της παράβασης του Τραπεζικού απορρήτου, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αυτό ως αβάσιμο και διέλαβε κατά τούτο στην απόφασή του σαφή και επαρκή αιτιολογία.
Συνεπώς, και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ελλειπή αιτιολογία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-11-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ.891/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Mαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ