Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1515 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Κλοπή.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε κλοπή. Λόγοι αναιρέσεως. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπέρβαση εξουσίας και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αναίρεση, διότι η προσβαλλομένη έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δεν χειροτέρευσε η θέση του κατηγορουμένου, ο οποίος καταδικάστηκε σε ελαφρότερη από την πρωτοδίκως καταγνωσθείσα, με τον ακριβέστερο προσδιορισμό των περιστάσεων που προέκυψαν από τη διαδικασία. Απορρίπτει.





Αριθμός 1515/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 731, 866/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1712/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση η ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για τον δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός τον φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Τέλος, μεταβολή κατηγορίας, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου κώδικα για απόλυτη ακυρότητα, επερχομένη από τη μη τήρηση των διατάξεων των άρθρων 27 και 43 ΚΠΔ που καθορίζουν την ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, υπάρχει όταν η πράξη για την οποία επήλθε η καταδίκη είναι ουσιωδώς διάφορη από εκείνη για την οποία εισήχθη σε δίκη ο κατηγορούμενος, κατά χρόνο, τόπο και ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί έγκλημα αντικειμενικά διάφορο, όχι δε και όταν με την καταδικαστική απόφαση προσδιορίζονται ακριβέστερα τα συνιστώντα το έγκλημα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ενώπιόν του αποδεικτική διαδικασία ή δίδεται στην πράξη διάφορος νομικός χαρακτήρας. Εξάλλου, συνιστά μεν υπέρβαση εξουσίας η, παρά την από το άρθρο 470 ΚΠΔ απορρέουσα αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του καταδικασθέντος από ένδικο μέσο που ασκήθηκε απ' αυτόν ή υπέρ αυτού, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 και Θ' ΚΠΔ, δεν αποτελεί όμως τέτοια χειροτέρευση ο ακριβέστερος προσδιορισμός των περιστάσεων που προέκυψαν από τη διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 731, 866/2007 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο του ότι "στη ....... με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Συγκεκριμένα, υπέδειξε και προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα και με την υπόσχεση οφέλους τον Γ1, την 02.30' ώρα της 29.9.2000 να μεταβεί στο ενταύθα και επί της οδού ..... ισόγειο κατάστημα πώλησης ετοίμων ενδυμάτων με την επωνυμία "....." των Ε1 και Ε2 και να αφαιρέσει χρήματα, εμπορεύματα σημαντικής αξίας και ό,τι άλλο βρει. Κατόπιν των ανωτέρω, πεισθείς ο Γ1 σε όσα του είπε ο Χ1, διέρρηξε την βοηθητική είσοδο με κατσαβίδι, εισήλθε εντός αυτού και αφαίρεσε 5 γυναικείες ζακέτες, 6 γυναικεία παλτά και χαρτοκιβώτιο που περιείχε 6 τεμάχια οικιακών συσκευών διαφόρων μεγεθών. Την 29.9.2000 και ώρα 10.35, κατά τη διενέργεια νομότυπης κατ' οίκον έρευνας στην ενταύθα και επί της οδού ..... οικία του Δ1 , βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα παραπάνω κλαπέντα αντικείμενα, τα οποία αναγνωρίστηκαν και αποδόθηκαν". Στην κρίση του αυτή κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, δεχόμενο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριό του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά (ο κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε, διότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η συνεδρίαση ενώπιον του Εφετείου άρχισε στις 8 Μαΐου 2007 με παρόντα τον κατηγορούμενο, συνεχίστηκε στις 8 Μαΐου 2007 και διακόπηκε για τις 23 Μαΐου 2007, κατά την οποία δεν εμφανίσθηκε, λόγω ασθενείας του και εκπροσωπήθηκε με εξουσιοδότησή του από τους συνηγόρους του) και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: "Στις 29.9.2000, ο Γ1 εισήλθε στο κατάστημα των Ε1 και Ε2, που βρίσκεται στη ...... και αφού παραβίασε τη βοηθητική είσοδο με κατσαβίδι, αφαίρεσε απ' αυτό 5 γυναικείες ζακέτες και 6 γυναικεία παλτά, που αποτελούσαν μέρος του εμπορεύματος του καταστήματος, καθώς και χαρτοκιβώτιο, που περιείχε 6 τεμάχια οικιακών συσκευών, διαφόρων μεγεθών, που ανήκε (το τελευταίο) στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ1. Για την πράξη αυτή, που χαρακτηρίστηκε απλή κλοπή, ο Γ1 καταδικάσθηκε με τις υπ' αριθμ. 1012-1013/2002 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την απόφαση για τέλεση της άνω πράξης της κλοπής την προκάλεσε στον Γ1 ο πρώτος κατηγορούμενος. Ο τελευταίος, με πειθώ και φορτικότητα και με το δέλεαρ ότι στο κατάστημα των ανωτέρω Ε1 και Ε2 υπάρχουν αρκετά χρήματα (λίρες κλπ) και σημαντικής αξίας εμπορεύματα και με την υπόσχεση ότι μέρος αυτών θα περιέρχονταν σ' αυτόν (Γ1), τον έπεισε να διαπράξει την πράξη που αυτός διέπραξε. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα, προκύπτουν από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ψ1, Ε1 και του μάρτυρα αστυνομικού Ε. Ειδικότερα, ο μάρτυρας Ε1, που είναι γαμβρός του πρώτου κατηγορουμένου και σύζυγος της δεύτερης κατηγορουμένης, με σαφήνεια κατέθεσε ότι "η εντολή δόθηκε από τον 1ο κατηγορούμενο: για λίρες και ό,τι άλλο βρείτε" και ότι τα κλοπιμαία θα τα μοιράζονταν με τον κατηγορούμενο, ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι με την ενέργειά του αυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος απέβλεπε στην εξόντωση της οικογενείας του. Μάλιστα, κατέθεσε ότι η αστυνομία τον είχε ενημερώσει πριν από την τέλεση της άνω πράξης, στα πλαίσια έρευνας για την τέλεση και άλλων αξιοποίνων πράξεων, ότι συμμετείχε σ' αυτές η οικογένειά του, εννοώντας προφανώς την οικογένεια της συζύγου του. Τα ίδια κατέθεσε και η πρώτη μάρτυρας Ψ1, η οποία ισχυρίσθηκε ότι η επικοινωνία μεταξύ του Γ1 και του πρώτου κατηγορουμένου ήταν καθημερινή. Τα παραπάνω επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας Ε, ο οποίος κατέθεσε: "Στις 29.8.2000 ήλθε στην υπηρεσία μου η Ψ1 και κατήγγειλε ότι στο συγγενικό της περιβάλλον συνέβαιναν διάφορα από τα συγγενικά της πρόσωπα και μας έδωσε ένα τηλέφωνο για άρση του απορρήτου. Το συγκεκριμένο τηλέφωνο επικοινωνούσε με διάφορους. Αγοράστηκε από κάποιον ..... και το είχε στα χέρια του και το χρησιμοποιούσε ο Γ1. Τον θέσαμε υπό αστυνομική επιτήρηση. Από το περιβάλλον του Γ1 , θεωρήσαμε ότι πιθανόν συνεργάτης του ήταν ο Δ1 και μετά τη διάρρηξη πήγαμε στο σπίτι του Δ1 και βρήκαμε τα κλοπιμαία. Ο Δ1 μας είπε ότι την κλοπή την έκανε με το Γ1, που είχε πληροφορίες από το συμπέθερο της Ψ1, τον Χ1. Είπε ότι είχε εντολή από τον πεθερό του Ψ1". Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίες δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο θέμα και είναι σχετικώς αόριστες, αφορούν δε κυρίως το κατά την κρίση των μαρτύρων ποιόν του κατηγορουμένου και καταλήγουν ότι δεν πιστεύουν να διέπραξε αυτός τα όσα του καταμαρτυρούν. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της ηθικής αυτουργίας στην υπό του Γ1 τέλεση της αξιόποινης πράξης της απλής κλοπής που τέλεσε αυτός στις 29.9.2000 στο κατάστημα των Ε1 και Ε2, στη ..... και να απορριφθεί το αίτημα για αναβολή της δίκης, λόγω απουσίας του μάρτυρος Ε2". Οι παραπάνω παραδοχές περιέχουν την απαιτούμενη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ειδική και εμπεριστατωμένη, αιτιολογία που απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 129 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ηθικής αυτουργίας σε κλοπή, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που σωστά ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Ειδικότερα, εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος να πείσει τον φυσικό αυτουργό να διαπράξει την άδικη πράξη της κλοπής και ειδικότερα εκτίθεται σ' αυτή ότι ο αναιρεσείων με προτροπές, χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα αλλά και την υπόσχεση κέρδους, έπεισε τον τελευταίο να διαπράξει την ως άνω περιγραφόμενη αξιόποινη πράξη της κλοπής, δεν αποτελεί δε χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος μάλιστα πρωτοδίκως καταδικάσθηκε για την πράξη αυτή σε ποινή καθείρξεως πέντε ετών ενώ στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο σε φυλάκιση ενός έτους, ο ανωτέρω ακριβέστερος προσδιορισμός εκείνων των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως στη μείζονα σκέψη εκτίθεται, με συμπληρώσεις και αποσαφηνίσεις (στο αιτιολογικό και το διατακτικό), κατά την αυτεπάγγελτη ενέργεια του Πενταμελούς Εφετείου προς αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, εφ' όσον δεν αλλοιώνεται μ' αυτές η έννοια της πράξεως και ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, όπως αβασίμως αυτός αιτιάται. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Ε' και Η' λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αιτιάσεις, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 21/20.9.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της αποφάσεως 731, 866/2007 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή