Θέμα
Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Χρηματική ικανοποίηση, Ανώνυμη εταιρία.
Περίληψη:
Ακάλυπτη επιταγή. Στοιχεία εγ-κλήματος. Λόγοι αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, διότι επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση προσωπικά στον νόμιμο εκπρόσωπο και όχι στην παθούσα πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία και για εσφαλμένη εφαρμογή άρθρου 79 Ν. 5930/1933, διότι δέχθηκε η απόφαση ότι ο αναιρεσείων δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος κατά τον κρίσιμο χρόνο. Απόρριψη λόγων ως αβασίμων. Ισχυρισμός ότι η ανώνυμη εταιρία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο αναιρεσείων είχε πτωχεύσει. Όχι αυτοτελής. Όχι αιτιολογία στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 1189/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη- Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Βιολέττα Κυτέα και Γεώργιο Αδαμόπουλο (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Αναστασίου Λιανού), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη, περί αναιρέσεως της ΒΤ 7112/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΣΑΝΤΡΟ ΜΠΡΟΥΝΙ ΝΤΙΣΤΡΙΜΠΟΥΣΙΟΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΕΩΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 305/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 περί επιταγής, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 28 και 29 παρ.1 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι, για την πραγμάτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται, α) έκδοση ακάλυπτης επιταγής, η οποία δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα κατά την εμπρόθεσμη, ήτοι, κατ'άρθρο 29 παρ.1 και 4 Ν.5960/1933, εντός οκτώ (8) ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της εμφάνισης αυτής προς πληρωμή, β) έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής και γ) δόλος, για την ύπαρξη του οποίου αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 περ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Λόγο αναιρέσεως συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε ως εφετείο, μετ'εκτίμηση και αξιολόγηση των στην απόφασή του αυτήν αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "...Ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΟΜΙΛΟΣ ΜΟΔΑΣ ΑΕΒΕ" στον Πειραιά εξέδωσε με πρόθεση στις 28-2-2004 την με αριθ. ... επιταγή ποσού 136.051 ευρώ σε διαταγή της εγκαλούσης εταιρίας και με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία, αφού εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την εγκαλούσα, ως τελευταία νόμιμη κομίστρια της επιταγής, δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για τον λόγο ότι η επιταγή αυτή αποτελεί αντικατάσταση άλλης επιταγής που έχει εκδοθεί την 31-12-2003 όταν αυτός ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της παραπάνω ανωνύμου εταιρείας και ήδη κατά τον παραπάνω χρόνο εκδόσεως της επίδικης επιταγής (28-2-2004) είχε παύσει να είναι νόμιμος εκπρόσωπος της αφού 22-12-2003 νόμιμος εκπρόσωπος Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος διορίστηκε ο .... Ο ισχυρισμός του αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος διότι από το προσκομιζόμενο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών την παραπάνω εταιρία εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος μέχρι την 22-12-2004 ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας. Επομένως ο κατηγορούμενος που εξέδωσε την επίδικη επιταγή σε αντικατάσταση προηγουμένης προς διασφάλιση τιμήματος πωλήσεως εμπορεύματος προς την ανωτέρω εταιρία, η οποία κατά του παραπάνω χρόνους αντιπροσωπευόταν από τον κατηγορούμενο γνώριζε κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως της επιταγής αλλά και τον μεταγενέστερο που δόθηκε η επιταγή αυτή σε αντικατάσταση της προηγούμενης ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα υπόλοιπα για την κάλυψη της επιταγής στην πληρώτρια Τράπεζα, αφού η εταιρία την 1-3-2004 υπέβαλε δήλωση παύσης των πληρωμών της ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς . Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2124/12-5-2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η εν λόγω εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ως χρόνος παύσης των πληρωμών της η 20-12-2003. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι με την πτώχευση της εταιρίας αίρεται η ευθύνη που πρέπει να απορριφθεί, διότι επί πτωχεύσεως ανωνύμου εταιρίας στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της πραγματικής ημερομηνίας εκδόσεως της μεταχρονολογημένης επιταγής και αυτής εκείνης που αυτή εμφανίστηκε στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή, ήτοι εντός του οκταημέρου από την στο σώμα της επιταγής αναγραφόμενη ημερομηνία, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του άρθρου 79 ν. 5960/1933 και η υπαιτιότητα στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας που την εξέδωσε και η αστική του ευθύνη προς αποζημίωση. Τούτο γιατί το αποτέλεσμα της πτωχευτικής απαλλοτριώσεως που επήλθε με βάση του άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 635/1937 "περί διατάξεων του πτωχευτικού δικαίου" που στερεί αυτοδικαίως τον πτωχεύσαντα της διοικήσεως (διαθέσεως και διαχειρίσεως) της πτωχευτική περιουσίας και της επιλεκτικής εξόφλησης των εταιρικών χρεών δεν επεκτείνεται και στην περιουσία του νομίμου εκπροσώπου της πτωχευσάσης εταιρίας η αστική και ποινική ευθύνη του οποίου από την έκδοση της ακάλυπτης και πληρωθείσης επιταγής διατηρείται, μη επηρεαζόμενη από την επελθούσα εκ της πτωχεύσεως μεταβολή στη νομική κατάσταση της ανωνύμου εταιρίας .......". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/33, όπως ισχύει και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης είκοσι μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Με τις παραδοχές του αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά που δίκασε ως εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνησθέντα περιστατικά στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 79 παρ.1 Ν.5960/1933, που εφάρμοσε και τις οποίες, έτσι, ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, παραβίασε, γι'αυτό και πρέπει ν'απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι περί του αντιθέτου και από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Δ και Ε' ΚΠΔ σχετικοί αναιρετικοί λόγοι. Ειδικότερα είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Η του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς καθ' υπέρβαση της εξουσίας του επιδίκασε στον ... (ως πολιτικώς ενάγοντα) προσωπικά και ατομικά χρηματική ικανοποίηση ύψους τριάντα ευρώ, ενώ η παράσταση πολιτικής αγωγής αυτού είχε γίνει δεκτή με φερόμενο ως πολιτικώς ενάγοντα αυτόν με την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΑΝΤΡΟ ΜΠΡΟΥΝΙ ΝΤΙΣΤΡΙΜΠΟΥΣΙΟΝ Α.Ε.Β.Ε. ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΕΩΣ", η οποία και είχε το δικαίωμα να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή και να της επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση. Από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο ότι ο ... δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων "με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΑΝΤΡΟ ΜΠΡΟΥΝΙ ΝΤΙΣΤΡΙΜΠΟΥΣΙΟΝ Α.Ε.Β.Ε. ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΕΩΣ" και με αυτήν προφανώς την ιδιότητα του επιδικάστηκε (και όχι προσωπικά και ατομικά) χρηματική ικανοποίηση ύψους τριάντα ευρώ, αφού με αυτήν την ιδιότητα έγινε δεκτή η παράσταση της πολιτικής αγωγής, την οποία ακολούθως το Δικαστήριο δέχθηκε και κατ' ουσία και επιδίκασε σ' αυτόν το πιο πάνω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση. Επίσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 ν. 5960/1933, αφού έκρινε ότι κατηγορούμενος αναιρεσείων έχει ευθύνη, ενώ δέχθηκε ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε την 28-2-2004, όταν αυτός είχε παύσει από 22-12-2003 να είναι νόμιμος εκπρόσωπος και Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "Όμιλος Μόδας ΑΕΒΕ". Όπως, όμως, προκύπτει από το πιο πάνω σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δέχθηκε ακριβώς τα αντίθετα. Συγκεκριμένα απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα, κατά τον οποίο κατά χρόνο εκδόσεως της επίδικης επιταγής (28-2-2004) είχε παύσει να είναι νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, διότι, όπως αναφέρεται στην απόφαση, "από το προσκομιζόμενο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών (προκύπτει ότι) την παραπάνω εταιρία εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος μέχρι την 22-12-2004 ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας".
ΙΙΙ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι η εταιρεία που εκπροσωπούσε ("Όμιλος Μόδας ΑΕ") κηρύχθηκε σε πτώχευση με την 2124/04 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και είχε κάνει ήδη παύση πληρωμών από 20-12-2003 και ότι για το λόγο αυτό απαγορευόταν διά νόμου να πληρώσει την επίμαχη οφειλή της. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, περί μη δυνατότητας εξοφλήσεως της πιο πάνω επιταγής, έτσι όπως προτάθηκε, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, δηλαδή ισχυρισμό με την έννοια που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη, αφού, ούτε από την διάταξη του άρθρου 79 παρ.1 Ν.5960/1933, ούτε και από κάποια άλλη, προκύπτει ότι, αν ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είχε, κατά τον χρόνο έκδοσής της, πτωχεύσει ή παύσει τις πληρωμές του, ως έμπορος, το γεγονός τούτο επιδρά στο αξιόποινο της συμπεριφοράς του και ειδικότερα αίρει τον άδικο χαρακτήρα ή εξαλείφει το αξιόποινο της ποινικώς αξιόλογης αδικοπραξίας της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ούτε και αίρει την προς καταλογισμό ικανότητα του δράστη. Πολύ δε περισσότερο δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 και η υπαιτιότητα στο πρόσωπο του νομίμου αντιπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, αφού το αποτέλεσμα της πτωχευτικής απαλλοτριώσεως που επήλθε με βάση το άρθρο 2 παρ.1 του α.ν. 635/1937 "περί διατάξεων τινων του πτωχευτικού δικαίου", που στερεί αυτοδικαίως τον πτωχεύσαντα της διοικήσεως (διαθέσεως και διαχειρίσεως) της πτωχευτικής περιουσίας και την επιλεκτική εξόφληση των εταιρικών χρεών, δεν επεκτείνεται και στην περιουσία του νομίμου αντιπροσώπου της πτωχευσάσης εταιρείας, η ποινική και αστική ευθύνη του οποίου από την έκδοση της ακάλυπτης και μη πληρωθείσης επιταγής διατηρείται, μη επηρεαζομένη από την επελθούσα εκ της πτωχεύσεως μεταβολή στη νομική κατάσταση της ανωνύμου εταιρείας. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ο πιο πάνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος συνιστά απλό αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, αφού ενεργεί ως στοιχείο αναιρετικό του δόλου του και τίποτε περισσότερο και το Δικαστήριο δεν όφειλε να απαντήσει επ' αυτού με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ανεξαρτήτως αυτού, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν με την πιο πάνω αναφερόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και, με τις παραδοχές του ότι ".... ο κατηγορούμενος που εξέδωσε την επίδικη επιταγή σε αντικατάσταση προηγουμένης προς διασφάλιση τιμήματος πωλήσεως εμπορεύματος προς την ανωτέρω εταιρία, η οποία κατά του παραπάνω χρόνους αντιπροσωπευόταν από τον κατηγορούμενο γνώριζε κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως της επιταγής αλλά και τον μεταγενέστερο που δόθηκε η επιταγή αυτή σε αντικατάσταση της προηγούμενης ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα υπόλοιπα για την κάλυψη της επιταγής στην πληρώτρια Τράπεζα, αφού η εταιρία την 1-3-2004 υπέβαλε δήλωση παύσης των πληρωμών της ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς....", αιτιολόγησε με πληρότητα και τον δόλο του κατηγορουμένου στην πράξη για την οποία κρίθηκε ένοχος.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε και Δ ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 79 του ν.5960/33, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις και, όπως εκτιμάται και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του πιο πάνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-2-2009 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (με αρ.πρωτ. 1106/9-2-09) του ..., κατοίκου ..., κατά της ΒΤ7112/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ