Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλοπή.
Περίληψη:
Κλοπή. Λόγοι αναιρέσεως για: 1) απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Κ.Π.Δ., 2) έλλειψη αιτιολογίας και 3) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση
ΑΡΙΘΜΟΣ 10/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χανιώτη, περί αναιρέσεως της 765/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ψ1, που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 346/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το αρ. 365 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, επέρχεται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον εισαγγελέα, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον κατηγορούμενο, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Εξάλλου, η λήψη υπόψη από το ουσιαστικό δικαστήριο αναγνωσθείσας κατάθεσης μάρτυρα κατηγορίας, που έχει ληφθεί στην προδικασία, παραβιάζει δικαίωμα, το οποίο προβλέπεται από το αρ. 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, κατά το αρ. 28 παρ.1 του Συντ., υπερνομοθετική ισχύ, σε κάθε κατηγορούμενο να μπορεί να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας, οπότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που συνιστά τον κατ' αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν η ανάγνωση της ανωτέρω κατάθεσης έγινε, παρά την αντίρρηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώσθηκε, με εντολή της Προέδρου, εκτός των άλλων εγγράφων και η από 5.10.01 ένορκη εξέταση της ψ1, χωρίς ο κατηγορούμενος ή οι παριστάμενοι συνήγοροί του να προβάλουν κάποια αντίρρηση, αναφορικά με την ανάγνωση της ως άνω κατάθεσης. Εφόσον, λοιπόν, δεν υποβλήθηκε αντίρρηση, δεν δημιουργήθηκε η επικαλούμενη απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και, ως εκ τούτου, δεν παραβιάσθηκε και το από το αρ. 6 παρ. 3 στοιχ. Δ της ΕΣΔΑ πηγάζον δικαίωμα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στην παραπάνω μάρτυρα κατηγορίας και να ελέγξει, συνακόλουθα, και την αξιοπιστία της. Η περαιτέρω αιτίαση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, ότι, και η απόλυτη ακυρότητα επήλθε, και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ παραβιάσθηκε, μόνο από το γεγονός ότι, το Δικαστήριο της ουσίας δεν ήλεγξε προηγουμένως αν η εμφάνιση της ως άνω μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 365 του Κ.Π.Δ., ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η διαπίστωση αυτή, έπεται της υποβολής σχετικού αιτήματος για ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης και κάτι τέτοιο δεν συνέβη εν προκειμένω. Επομένως, ο σχετικός, περί του αντιθέτου, λόγος αναίρεσης, εκ των ως άνω διατάξεων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ' Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 765/07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται και με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη επί 3ετία, για κλοπή, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. Κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος εισήλθε εντός της οικίας της εγκαλούσας ψ1 που βρίσκεται στην οδό .......... και αφαίρεσε την τσάντα της που περιείχε το χρηματικό ποσό των 120.000 δραχμών περίπου, ένα βιβλιάριο καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας, μία εθνοκάρτα, το Δελτίο αστυνομικής ταυτότητάς της, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα. Στην κρίση αυτή άγεται το Δικαστήριο από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (μάρτυς κατηγορίας), αναγνωσθέντα έγγραφα και ειδικότερα από 5-10-2001 ένορκη εξέταση της παθούσας ψ1 και την ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κ.λ.π.). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΔΠ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Δεν δημιουργείται ασάφεια από το γεγονός ότι στο σκεπτικό, αντίθετα με το διατακτικό, δεν έγινε αναφορά ότι αφαιρέθηκαν από τον αναιρεσείοντα, εκτός των άλλων αναφερομένων και το υπ' αρ. ....... διαβατήριο της παθούσας, όπως και διάφορα άλλα έγγραφα, αφού αυτό έγινε πρόδηλα από παραδρομή και μόνο, πέρα από το γεγονός ότι, το διατακτικό, στο οποίο γίνεται πλήρης αναφορά όλων των κινητών πραγμάτων που αφαίρεσε ο αναιρεσείων, συμπληρώνει το σκεπτικό. Δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδικότερη εξειδίκευση του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτήν. Τέλος, δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθεί ο ειδικότερος τρόπος εισόδου του αναιρεσείοντος εντός της οικίας της παθούσας, αφού, η είσοδος που έγινε δεκτή, συνδυαζόμενη με τις περαιτέρω διαπιστωθείσες ενέργειές του (αφαίρεση των αναφερομένων κινητών πραγμάτων της παθούσας, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής τους) ανεξάρτητα από τον τρόπο που έγινε, ήταν αρκετή για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της κλοπής, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι, περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ., δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης και, μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η ένδικη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 765/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ