Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δυσφήμηση απλη.
Περίληψη:
Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για απλή δυσφήμηση. Έγγραφα τα οποία διηγηματικώς αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως και δεν σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την πράξη για την οποία δικάζεται ο κατηγορούμενος. Η μνεία αυτών στο σκεπτικό, χωρίς να έχουν αναγνωσθεί δεν δημιουργεί ακυρότητα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 854/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρίνα Φιλιππίδου, περί αναιρέσεως της 1179/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1857/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της αποφάσεως, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1179/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάσθηκε, για την πράξη της απλής δυσφήμησης και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών η οποία ανεστάλη. Το δικαστήριο, με την κατ' είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πολιτικός μηχανικός με έδρα της επαγγελματικής του δραστηριότητας την ... όπου δραστηριοποιείται επαγγελματικά, αναλαμβάνοντας κυρίως την ανοικοδόμηση ακινήτων με το σύστημα της αντιπαροχής, έχοντας συστήσει για το σκοπό αυτό ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "... και Σία ". Κατά το παρελθόν είχε διατελέσει δημοτικός σύμβουλος του Δήμου ... και κατά τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του έτους 2002 εκλέχτηκε δήμαρχος του παραπάνω Δήμου. Το έτος 1994 στα πλαίσια της παραπάνω επαγγελματικής του δραστηριότητας δυνάμει του με αριθμ. ... προσυμφώνου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καβάλας Ανδρονίκης Μουτσοκάπα - Μαλακασιώτου ανέλαβε την υποχρέωση ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, σε οικόπεδο εμβαδού 2500 τ.μ. περίπου, συγκυριότητας των κληρονόμων του ..., που βρίσκεται στην ..., στη συνοικία "..." στη συμβολή των οδών .... Το εν λόγω οικόπεδο σύμφωνα με το σχέδιο πόλης... του έτους 1985 ήταν εξ ολοκλήρου οικοδομήσιμο. Όμως με την τροποποίηση του σχεδίου πόλης του έτους 1989 διαχωρίστηκε σε τρία οικοδομικό τετράγωνα, και συγκεκριμένα τα με αριθμούς ..., ... και ... εκ των οποίων το ένα χαρακτηρίσθηκε ως "χώρος κατοικίας", το άλλο ως "χώρος ανέγερσης κοινωφελούς κτιρίου" και το τρίτο ως "χώρος πρασίνου". Ο πολιτικώς ενάγων, μετά την ανάθεση της ανέγερσης οικοδομής στο οικόπεδο αυτό από τους συνιδιοκτήτες του, με την από ...αίτηση του προς τον Δήμο ... ζήτησε την τροποποίηση του σχεδίου πόλης, προκειμένου να αρθεί το πολεοδομικό βάρος που είχε επιβληθεί επί του ακινήτου, προτείνοντας προς τούτο διάφορες εναλλακτικές λύσεις (αντικατάσταση με άλλο οικόπεδο, αποζημίωση ή αξιοποίηση αυτού). Η αρμόδια για το σχέδιο πόλης τού Δήμου Επιτροπή, η οποία εξέτασε την παραπάνω αίτηση, αντιπρότεινε να γίνει αποχαρακτηρισμός του τμήματος του οικοπέδου για "χώρο ανέγερσης κοινωφελούς κτιρίου" και να ενοποιηθεί το οικόπεδο με αντάλλαγμα την κατασκευή μιας αίθουσας πολλαπλών χρήσεων, εμβαδού 100 τ.μ. προς την οδό ...ή την οδό ... αναλόγως των αναγκών του Δήμου και την με συμβολαιογραφική πράξη δωρεά της αίθουσας αυτής στο Δήμο ..., χωρίς η επιφάνεια αυτής να υπολογισθεί στη συνολική επιτρεπόμενη δόμηση του οικοπέδου. Την ανωτέρω λύση (αντιπρόταση) αποδέχθηκε ο πολιτικώς ενάγων για λογαριασμό των οικοπεδούχων με την από ... επιστολή του, απευθυνόμενη προς τον Δήμο ... . Ακολούθως, ο πολιτικώς ενάγων απηύθυνε προς τη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας την από ... αίτησή του, με την οποία ζήτησε να ενημερωθεί αν η υπηρεσία αυτή προτίθεται να απαλλοτριώσει το τμήμα του ακινήτου επί του οποίου είχε τεθεί το πολεοδομικό βάρος και έλαβε προς τούτο αρνητική απάντηση (βλ. το με αριθμ. ... έγγραφο της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας). Η τροποποίηση του σχεδίου πόλης στις οδούς ... εγκρίθηκε ομόφωνα με τις με τις με αριθμ. ... και ... αποφάσεις του Δ.Σ. του Δήμου ..., το οποίο με την με αριθμό ... απόφαση του απέρριψε τις ενστάσεις των περιοίκων κατά της τροποποίησης του σχεδίου με το σκεπτικό ότι κανένας φορέας δεν ήταν διατεθειμένος να απαλλοτριώσει το εν λόγω τμήμα. Ειδικότερα το παραπάνω Δ.Σ. αποφάσισε (παρ. 75.13 της ... απόφασης) να αποχαρακτηρισθεί ο "χώρος ανέγερσης κοινωφελούς κτιρίου" και να γίνει συνένωση των οικοδομικών τετραγώνων 637 ΑΧ - ΚΧ χωρίς προσαύξηση ΣΔ (συντελεστή δόμησης), όπως φαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την με αριθμό ... απόφαση του Δ.Σ. Η οικοδομή που θα κατασκευαστεί θα είναι σύμφωνα με τα προσχέδια που έχουν κατατεθεί στην τεχνική υπηρεσία ως προς το ύψος και την μορφή του κτιρίου και θα παραχωρηθεί μία αίθουσα 100 τ.μ. στο Δήμο ... για κοινωνική χρήση. Η παραπάνω με αριθμ. ... απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου ... υποβλήθηκε στο ΣΧΟΠ και τελικά η τροποποίηση του σχεδίου πόλης στο εν λόγω οικόπεδο εγκρίθηκε με την ... απόφαση του Νομάρχη και εκδόθηκε στη συνέχεια η με αριθμό ... οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας ..., δυνάμει της οποίας ο πολιτικώς ενάγων κατασκεύασε επί του οικοπέδου κτίρια επιφανείας 1.878,30 τ.μ. Μεταξύ των χώρων που κατασκευάσθηκαν ήταν και η αίθουσα κοινωνικών εκδηλώσεων, εμβαδού 100 τ.μ., την οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο πολιτικώς ενάγων είχε αναλάβει την υποχρέωση να παραχωρήσει στο Δήμο .... Όμως, μεταξύ αυτού (πολιτικώς ενάγοντος) και του Δήμου ..., ανέκυψε διάσταση απόψεων σχετικό με το ζήτημα της μεταβίβασης της συγκεκριμένης αίθουσας στο Δήμο κατά κυριότητα ή κατά χρήση, γεγονός το οποίο δεν είχε διευκρινισθεί κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Ο πολιτικώς ενάγων προς εκτέλεση της αναληφθείσας εκ μέρους του υποχρεώσεως απέστειλε προς τον Δήμο ... την από 9-3-2001 επιστολή, με την οποία τον καλούσε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να καταστεί δυνατή η παραχώρηση σ' αυτόν με συμβολαιογραφικό έγγραφο ανεξάρτητου χώρου συνολικού εμβαδού 100 τ.μ. (ήτοι 20 τμ της ιδιοκτησίας του πολιτικώς ενάγοντος και 80 τ.μ. κατά χρήση), καθώς και η μεταβίβαση κατά κυριότητα και χρήση ημιυπαίθριου χώρου εμβαδού 13,75 τ.μ. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά τον παραπάνω χρόνο είχε την ιδιότητα, του Δημάρχου ..., υπό την ιδιότητα του αυτή εξέλαβε το περιεχόμενο της επιστολής του πολιτικώς ενάγοντος ως αθέτηση εκ μέρους του των έναντι της προηγούμενης διοίκησης του Δήμου ... ανειλημμένων υποχρεώσεων του προς παραχώρηση της εν λόγω αίθουσας στο Δήμο, ο οποίος ως αντάλλαγμα γι' αυτήν προέβη στην τροποποίηση του σχεδίου πόλης για το εν λόγω οικόπεδο και για το λόγο αυτό δεν αποδέχθηκε την παραπάνω προσφορά (του πολιτικώς ενάγοντος), ο οποίος τότε απέστειλε προς τον πρόεδρο του Δ.Σ. του Δήμου ... την από 13-12-2001 επιστολή του, με την οποία αφού ισχυρίζονταν ότι καίτοι νομική δέσμευση του για την παραχώρηση του προαναφερόμενου χώρου στο Δήμο ... δεν υφίσταται, καθόσον η προαναφερόμενη απόφαση του Νομάρχη ... περί τροποποίησης του σχεδίου πόλης, έπαψε να ισχύει από τριετίας, λόγω ακύρωσης της τροποποίησης και επαναφοράς του σχεδίου του έτους 1985, ότι πουθενά δεν αναγράφεται η υποχρέωση του για μεταβίβαση κατά κυριότητα της εν λόγω αίθουσας, ότι η παραχώρηση της χρήσης ενός ακινήτου σε Ν.Π.Δ.Δ., ισοδυναμεί ουσιαστικά με κυριότητα, δήλωνε ότι εμμένει στη δέσμευση που είχε αναλάβει, πλην όμως, ότι αναστέλλει την προσφορά του μέχρι τις 31-12-2002 και ότι θα επανέλθει με τη νέα διοίκηση που θα προκύψει μετά τις επόμενες εκλογές ή θα προτείνει την παραχώρηση σε άλλο φορέα (βλ. από 13-12-2001 επιστολή). Κατά τη δημόσια συνεδρίαση του Δ.Σ. του Δήμου... της 19-12-2001 ο κατηγορούμενος υπό την ως παραπάνω ιδιότητα του, του Δημάρχου..., ισχυρίστηκε ενώπιον των μελών του Δ.Σ. του Δήμου ..., πολυπληθούς ακροατηρίου και εκπροσώπων των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αναφερόμενος στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος, μεταξύ άλλων, και τα εξής: " 1)... Είναι αυτοί που θησαύρισαν με τη βοήθεια αποφάσεων της προηγούμενης διοίκησης να τηρούν κάποτε και το λόγο τους. Ο κ. Ψ1 ο οποίος είναι πολύ μικρός για να απευθύνεται με τέτοια επιστολή στο Δήμαρχο που τον ανέχεται τρία χρόνια να παρανομεί και να κλέβει το Δήμο και το Κράτος..." "...Στη δική μου θητεία ικανοποιήσαμε και ένα άλλο αίτημα του εξαιτίας του οποίου γίναμε κακοί με όλους τους κατοίκους της οδού ... γιατί στερήσαμε την περιοχή από χώρους στάθμευσης, για να μην πάει στη φυλακή λόγω των παρανομιών που έκανε εκεί. Και τώρα θέλει να κάνει κι' άλλες παρανομίες και μας εκβιάζει γι' αυτό...". "Δεν προχωράει, για να μας εκβιάσει και μας στέλνει αυτή την επιστολή αφού προηγουμένως βγήκε στα κανάλια όπου και την ανέγνωσε λέγοντας παράλληλα και άλλες αλητείες. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να υπηρετήσουν την τοπική αυτοδιοίκηση Ουαί και αλίμονο για την τοπική αυτοδιοίκηση. Οι άνθρωποι που θα την υπηρετήσουν πρώτα απ' όλα πρέπει να έχουν αγωγή και τρόπους και να μην ασχημονούν σε βάρος της. Αυτός είναι ο κ. Ψ1 που θέλει να γίνει και Δήμαρχος στη ... για να την κατακλέψει ...". Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς και ικανοί να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού τον εμφανίζουν ως άνθρωπο που δεν τηρεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, που πλούτισε αθέμιτα και γενικώς παρανομεί. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος υποστήριξε ότι ο πολιτικώς ενάγων ευνοήθηκε αδικαιολόγητα από τις παραπάνω τροποποιήσεις του σχεδίου πόλης, που είχαν αποτέλεσμα την αύξηση της δομήσιμης επιφάνειας του οικοπέδου και την εξ αυτού του λόγου αποκόμιση μεγαλύτερης οικονομικής ωφέλειας του πολιτικώς ενάγοντος, ότι από τα όργανα της πολεοδομίας έγιναν μη νόμιμες παρεμβάσεις στις "πινακίδες" του σχεδίου πόλεις στη δεύτερη ανάρτηση και συγκεκριμένα στην αναγραφή του όρθρου 12 του ν. 1577/1984 προστέθηκε η παράγραφος 6, που δεν υπήρχε στην πρώτη ανάρτηση των "πινακίδων" και η προσθήκη αυτή έδινε προσαύξηση συντελεστή δόμησης στο οικόπεδο, με αντίστοιχη ωφέλεια του πολιτικώς ενάγοντος, ότι στην απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου δεν υπήρχε όρος για το μη υπολογισμό της αίθουσας στο συντελεστή δόμησης, ότι ο πολιτικώς ενάγων είχε αναλάβει την υποχρέωση να διαμορφώσει κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων πλησίον του οικοπέδου, το εμβαδόν του οποίου όμως είναι ελάχιστο σε σχέση με το προβλεπόμενο, ούτε άλλωστε έγινε διαμόρφωση αυτού από τον πολιτικώς ενάγοντα, και τέλος αμφισβήτησε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του εν λόγω οικοπέδου, ισχυριζόμενος ότι αυτό ανήκει στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα όσον αφορά το ψευδές των ισχυρισμών του κατηγορουμένου αποδείχθηκε ότι όλες οι διαδικασίες της διοίκησης, βάσει των οποίων ο πολιτικώς ενάγων ανήγειρε στο οικόπεδο κτίσματα συνολικού εμβαδού 1878,30 τ.μ., (τροποποίηση σχεδίου πόλης, έκδοση άδειας από την πολεοδομική αρχή) ήταν σύννομες και ουδέποτε η νομιμότητα αυτών των πράξεων αμφισβητήθηκε είτε από το Δήμο ..., είτε από το Ελληνικό Δημόσιο, τουλάχιστον μέχρι το χρόνο που ο κατηγορούμενος προέβη στους ισχυρισμούς του σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, αλλά ούτε και το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οικοπέδου αμφισβητήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Για τη μη διαμόρφωση του κοινόχρηστου χώρου που είχε χαρακτηριστεί ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων δίπλα στο οικοδομηθέν οικόπεδο, υπεύθυνος ήταν ο Δήμος και όχι ο πολιτικώς ενάγων. Βέβαια το εμβαδόν του εν λόγω κοινόχρηστου χώρου είναι μικρότερο από το αρχικό προβλεπόμενο, διότι μέρος αυτού χρησιμοποιήθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα για την κατασκευή "ράμπας" για την δυνατότητα πρόσβασης ατόμων με ειδικές ανάγκες, στην ενέργεια όμως αυτή προέβη ο τελευταίος σε συνεννόηση και με τη σύμφωνη γνώμη του Δήμου. Όσον αφορά το ζήτημα της νομικής μορφής που θα είχε η παραχώρηση της αίθουσας στο Δήμο για κοινωφελή χρήση, υπάρχει ασάφεια ως προς το εάν η συμφωνία της προηγούμενης διοίκησης με τον ενάγοντα αφορούσε την παραχώρηση της στον Δήμο ...κατά κυριότητα ή κατά χρήση, αφού αυτό δεν ορίζεται ρητά σε κάποιο έγγραφο. Βέβαια κατά τις μεταξύ τους συζητήσεις και προκειμένου ο Δήμος να συναινέσει στην επιθυμητή από τον πολιτικώς ενάγοντα τροποποίηση του σχεδίου πόλης, έγινε αναφορά για μεταβίβαση και μάλιστα δωρεά της αίθουσας, έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεταβίβαση κατά κυριότητα και όχι μόνο κατά χρήση. Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιφάνεια της συγκεκριμένης αίθουσας δεν προσμετρήθηκε στο συντελεστή δόμησης κατά τη συμφωνία των μερών. Όμως το γεγονός αυτό είχε σαν συνέπεια να υπάρχει νομικό κώλυμα για τη μεταβίβαση της κατά κυριότητα, επιπλέον δε παρείχε στον πολιτικώς ενάγοντα τη δυνατότητα να ωφεληθεί, αποκτώντας την κυριότητα ενός διαμερίσματος της διπλανής οικοδομής, που αντιστοιχούσε στο μη προσμετρηθέντα συντελεστή δόμησης της αίθουσας. Όσον αφορά την τροποποίηση του σχεδίου πόλης του έτους 1998 πρέπει να σημειωθεί ότι πράγματι αρχικό στην απόφαση του ΣΧΟΠ αναγραφόταν μόνο το άρθρο 12 του ν. 15577/1984, που σήμαινε χωρίς προσαύξηση συντελεστή δόμησης και στη συνέχεια στη δεύτερη ανάρτηση έγινε η προσθήκη της παραγράφου 6 στις σχετικές "πινακίδες" του σχεδίου πόλης, που σημαίνει με προσαύξηση συντελεστή δόμησης και συνακόλουθα μεγαλύτερη δομήσιμη επιφάνεια του οικοπέδου με αντίστοιχη ωφέλεια του πολιτικώς ενάγοντος, χωρίς όμως από κανένα στοιχείο να προκύπτει ότι η προσθήκη αυτή έγινε με παράνομο τρόπο και συγκεκριμένα με μη νόμιμες παρεμβάσεις των οργάνων της πολεοδομίας. Ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στους ψευδείς για τον πολιτικώς ενάγοντα ισχυρισμούς, που συνδέονται άμεσα με τα παραπάνω γεγονότα, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας αυτών και επομένως δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικώς η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία κατηγορείται αυτός, αλλά της απλής δυσφήμησης, για την οποία πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν είναι άδικη η πράξη του διότι συνιστά εκδήλωση που έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και για τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων του Δήμου, καθώς και ότι οι ισχυρισμοί του δεν είναι πραγματικά γεγονότα αλλά αξιολογικές κρίσεις, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, κατά το πρώτο σκέλος του για το λόγο ότι από τον τρόπο και τις περιστάσεις που ο κατηγορούμενος προέβη στους προαναφερθέντες ισχυρισμούς για τον εγκαλούντα προκύπτει σκοπός εξύβρισης αυτού, καθόσον ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφρασθεί προσηκόντως το περιεχόμενο της σκέψης του για την προάσπιση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του και μολονότι το γνώριζε αυτό ο κατηγορούμενος προέβη στις δηλώσεις αυτές με σκοπό να βλάψει την τιμή του εγκαλούντος και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 367 του ΠΚ, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στο τελευταίο μέρος της προηγηθείσας νομικής σκέψης και κατά το δεύτερο σκέλος του για το λόγο ότι ως γεγονός νοείται και η έκφραση αξιολογικής κρίσης, καθώς και οι χαρακτηρισμοί, όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός, ώστε με τη σύνδεση και τη σχέση τους μ' αυτό να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητας του (βλ. ΑΠ 1272/1995 ΠΧρ. ΜΣΤ' 388), όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο δεύτερος αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον οποίο δεν στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση διότι τα όσα ισχυρίστηκε δεν ήταν ψευδή, καθόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε ότι τα όσα ισχυρίστηκε γιο τον εγκαλούντα ήταν ψευδή, για τον ίδιο δε λόγο είναι απορριπτέος και ο τρίτος αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ., καθόσον αυτή εφαρμόζεται μόνο αν το γεγονός του όρθρου 362 είναι αληθινό, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση...".
Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής δυσφήμησης, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 362 του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε ορθά και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, αλλά ούτε και εκ πλαγίου. Ειδικότερα δε, αναφέρονται στο σκεπτικό και διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αλληλοσυμπληρώνονται, τα περιστατικά τα οποία στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ... ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε περί του εγκαλούντος τα οποία είναι πράγματι γεγονότα κατά την έννοια της άνω διατάξεως και επίσης ότι τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή ήταν δε πρόσφορα και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του. Η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιλεκτικά εκτίμησε και αξιολόγησε ορισμένα μόνο έγγραφα και αγνόησε εκείνα τα οποία ο κατηγορούμενος προσκόμισε και αναγνώσθηκαν είναι αβάσιμη. Το δικαστήριο για να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, το γεγονός δε ότι στο σκεπτικό της αποφάσεως εξαίρονται ορισμένα μόνο εξ αυτών δεν σημαίνει ότι δεν εκτίμησε και αγνόησε ειδικώς τα έγγραφα εκείνα την ανάγνωση των οποίων είχε ζητήσει ο κατηγορούμενος και για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται ξεχωριστά σε καθένα από αυτά. Εξάλλου, με όσα διαλαμβάνονται στην απόφαση, με πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί συνδρομής των όρων εφαρμογής του άρθρου 367 παρ.1 του ΠΚ δεχόμενο ότι ο τρόπος και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η απλή δυσφήμηση προέκυπτε σκοπός εξυβρίσεως του εγκαλούντος. Τέλος, με την παραδοχή ότι τα γεγονότα τα οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε περί του εγκαλούντος ήσαν ψευδή, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 366 ΠΚ ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Η από τον τελευταίο και για τη θεμελίωση των άνω ισχυρισμών του επίκληση πραγματικών περιστατικών διαφορετικών από εκείνα τα οποία δέχεται η απόφαση και η κατά τούτο αιτίαση για ελλειπή αιτιολογία, είναι απαράδεκτη διότι υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ουσιαστικώς πλήττεται η ανέλεγκτη περι πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 364 και 365 του Κ.Π.Δ προκύπτει, ότι όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έγγραφα, τα οποία εκτιμά προς θεμελίωση της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να αναγνωσθούν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, κατ' άρθρο 358 του ΚΠΔ, σχετικώς με το αποδεικτικό αυτό μέσο και έτσι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, από την οποία δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της απόφασης. Δεν δημιουργείται, όμως, οποιαδήποτε ακυρότητα όταν τα μη αναγνωσθέντα έγγραφα διηγηματικά και μόνον αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως και δεν σχετίζονται με αποδεικτικούς σκοπούς εν σχέσει με το δικαζόμενο έγκλημα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, στήριξε στα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και στα αναγνωστέα και αναφερόμενα στα πρακτικά έγγραφα. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν δεν περιλαμβάνονται α) το υπ' αριθμ. ... προσύμφωνο συμβολαίου της Σ/φου Καβάλας Ανδρ. Μουτσικάπα. β) η από ... αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος προς τον Δήμο .... γ) η από ... αίτηση του ιδίου προς την Δ/νση Κοινωνικής Πρόνοιας. δ) οι υπ' αριθμ...,. ... και ... αποφάσεις του Δημ. Συμβουλίου ... και ε) η υπ' αριθμ. ...απόφαση του Νομάρχη ... Στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως αναφέρονται βέβαια τα παραπάνω μη αναγνωσθέντα έγγραφα, η αναφορά όμως αυτών, διηγηματικά και μόνο γίνεται για να καταδειχθεί η χρονική σειρά των γεγονότων από τα οποία απέρρευσε η μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος και του Δήμου αντιδικία, τα έγγραφα δε αυτά δεν σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος.
Συνεπώς, και ο περί απολύτου ακυρότητας από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 49/17-11-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.1179/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ