Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1025 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Αναίρεση μερική, Νομιμοποίηση εσόδων, Επεκτατικό αποτέλεσμα, Λαθρομεταναστών μεταφορά.




Περίληψη:
Αλλοδαποί. Μεταφορά κλπ λαθρομεταναστών. Παράβαση άρθρων 55 ν. 2910/2001, 37 παρ. 1γ ν. 3153/2003. Κακουργηματική η πράξη, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό. Εφόσον διαπράχθηκε με περισσότερους τρόπους και ο καθένας από αυτούς με την επιβαρυντική πιο πάνω περίσταση, η έλλειψη της σχετικής αιτιολογίας ως προς ένα τρόπο, δεν επιδρά ως προς την στοιχειοθέτηση και τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως, επιδρά όμως στην επιμέτρηση της ποινής. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998). Έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας». «Βασικά» αδικήματα κατά το αρ. 1 α΄ του ν. 2331/1995. Περιέχονται και τα εγκλήματα της εκβίασης του αρ. 385 παρ. 1, περ. α-β του ΠΚ και της λαθρομεταναστεύσεως. Με τον ν. 3424/2005 απαλείφθηκε η εκβίαση. Προστέθηκε «Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ». Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/ 1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα. Λόγοι αναίρεσης, ως προς τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων (84 παρ. 2α). Αόριστος ο λόγος. Πρόσθετοι λόγοι για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως και εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρεί εν μέρει μόνο ως προς τις διατάξεις για την επιμέτρηση της ποινής, για την πράξη της μεταφοράς λαθρομεταναστών, για έλλειψη της σχετικής αιτιολογίας ως προς την επιβαρυντική περίσταση του κινδύνου για άνθρωπο και για εσφαλμένη εφαρμογή του ν. 2331/1995. Επεκτατικό αποτέλεσμα για συναυτουργούς.





Αριθμός 1025/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Διοματάρη, για αναίρεση της 2748/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ1 και 2. Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2007 αίτηση καθώς και στους από 18 Δεκεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 603/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. Εάν όμως θεωρηθεί τυπικά δεκτή η κυρία αναίρεση, οι πρόσθετοι λόγοι να γίνουν εν μέρει δεκτοί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2910/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 (ΦΕΚ Α' 153/19.6.2003) " "1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη τιμωρούνται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ` επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. γ) με κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. δ) με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν στην περίπτωση του στοιχείου γ` επήλθε θάνατος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998, "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία, ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ'επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Η έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998, προσδιορίζεται, στη τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α' του αρ. 1 του Ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρονται και τα εγκλήματα της εκβίασης του άρ. 385 παρ.1 , περ.α-β του ΠΚ και της λαθρομεταναστεύσεως (υποπεριπτώσεις αδ και και αιθ, αντίστοιχα, του αρ.1α του ν.2331/95). Με την τροποποίηση του Ν. 2331/95 δια του Ν. 3424/2005, απαλείφθηκε , από τα πιο πάνω περιοριστικά αριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρ. 1 στοιχ.α, η υποπερίπτωση που αφορά την αξιόποινη πράξη της εκβίασης. Προστέθηκε όμως, με την παρ.1 του άρ. 1 του νόμου 3424/2005, η υποπερίπτωση ii, σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα αντικειμενικά μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικά δε, απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας", η οποία περιλαμβάνει τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Προκειμένου δε να ενταχθούν μεταξύ των "βασικών" εγκλημάτων και τα αναφερόμενα στην πιο πάνω υποπερίπτωση ii, που προστέθηκε με την παρ.1 του άρ. 1 του νόμου 3424/2005, μεταξύ των οποίων και η εκβίαση, πρέπει, από την τέλεσή τους, να προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Εξάλλου, από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, (και πριν από την ισχύ του ν. 3424/05), συνάγεται, ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, μόνο στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995 και στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ακολουθεί ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι'αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Επίσης, κατά την παρ.1 στοιχ.δ του άρ.2 του ίδιου Νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ.1 του άρθρ.3 Ν.3424/2005, ρητώς ορίζεται πλέον ότι "η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α, β και γ` της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, "ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α, β και γ, αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης.....". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ` αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις, επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ` αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη γνώση και τη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην αιτιολογία για την ενοχή. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2748/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Α) Οι κατηγορούμενοι Χ και Χ1: 1) στο Νομό Έβρου, στην .... και στους ...... Αττικής μεταξύ της 21-7-03 και 23-7-03 προώθησαν και διευκόλυναν την προώθηση από την μεθοριακή περιοχή .... προς την ..... και ακολούθως εξασφάλισαν κατάλυμα για απόκρυψη σε οίκημα, που βρίσκεται στους .... και στην οδό ......, των στο διατακτικό κατονομαζόμενων 28 αλλοδαπών (22 ενηλίκων και 6 παιδιών) καθώς και άλλων 20 αλλοδαπών, ανεξακρίβωτων στοιχείων, που είχαν εισέλθει στη χώρα από την Τουρκία χωρίς νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα και συνεπώς δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια, πράξη από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των ανωτέρω λαθρομεταναστών, εκ των οποίων οι 20 ήταν αφγανικής ιθαγένειας και εκ των άλλων 28 άλλοι ιρανικής ιθαγένειας, άλλοι ιρακινής ιθαγένειας και άλλοι παλαιστινιακής καταγωγής, λόγω των επικινδύνων συνθηκών μεταφοράς τους αλλά και εξαιτίας των συνθηκών φύλαξής τους, δεδομένου ότι τους κατακρατούσαν στο άνω οίκημα σε πολύ περιορισμένο χώρο και χωρίς επαρκή τροφή. 2) Με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τετελεσμένες και σε απόπειρα, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, εξανάγκασαν άλλους, με σωματική βία και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, σε πράξη από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου και συγκεκριμένα, στους ....., κατά το από 21-7-03 έως 26-7-03 χρονικό διάστημα, κατακράτησαν, παρά τη θέλησή τους, 20 λαθρομετανάστες αφγανικής ιθαγένειας, ανεξακρίβωτων στοιχείων, σε οίκημα επί της άνω οδού (.... αριθ. ....), όπου, απειλώντας τους με μαχαίρι, κτυπώντας τους με γροθιές και λοστούς και προξενώντας τους διάφορες σωματικές βλάβες, τους εξανάγκασαν να καταβάλουν καθένας 2.000 δολ. ΗΠΑ για να τους αφήσουν ελεύθερους, ενώ στους ίδιους αμέσως άνω τόπο και χρόνο, έχοντας αποφασίσει να εξαναγκάσουν και τους άλλους 28 λαθρομετανάστες, Ιρανικής και Ιρακινής ιθαγένειας και παλαιστινιακής καταγωγής, με σωματική βία και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, σε πράξη, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία τους, κατακράτησαν, απείλησαν και κτύπησαν αυτούς, με τον τρόπο που ανωτέρω εκτίθεται, ζητώντας να τους καταβάλουν 1.200, 2.000 ή 3.000 ευρώ ή δολλ. ΗΠΑ καθένας για να τους αφήσουν ελεύθερους, δεν ολοκλήρωσαν όμως τις πράξεις τους αυτές από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη θέλησή τους και συγκεκριμένα, γιατί επενέβησαν αστυνομικοί και τους συνέλαβαν. 3) Στους ...... Αττικής, από 1-1-2001 έως 26-7-2003, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση κατακράτησαν άλλον παρά τη θέληση του και συγκεκριμένα κατακράτησαν σε οίκημα κείμενο επί της άνω οδού ... αρ. ..., παρά τη θέληση τους, 48 αλλοδαπούς λαθρομετανάστες. Επιπρόσθετα, ο πρώτος άνω κατηγορούμενος (ο Χ ), α) στην ....., κατά το από 21-7-2003 έως 26-7-2003 χρονικό διάστημα, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή τους προέλευση μεταβίβασε περιουσία και συγκεκριμένα κατέθεσε σε λογαριασμούς διαφόρων τραπεζών (ΕΤΕ, WESTERN UNION κ.λ.π.) στο όνομα του Γ1 και της Γ2 διάφορα σημαντικά χρηματικά ποσά, των οποίων το συνολικό ύψος ανέρχεται σε 10.500 ευρώ, που προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα της εκβίασης και της παράνομης μεταφοράς και διευκόλυνσης εισόδου στο ελληνικό έδαφος λαθρομεταναστών........"

ΙΙΙ. Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος (όπως και ο συγκατηγορούμενός του Χ1), των πράξεων α) της παράβασης του αρ. 55 παρ. 1α του Ν. 2910/01, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 (προώθηση στο εσωτερικό της χώρας, διευκόλυνση προώθησης και εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη 48 λαθρομεταναστών, από τις πράξεις δε αυτές που μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους), β ) της εκβίασης από κοινού, τελεσμένης και σε απόπειρα, κατ' εξακολούθηση (άρ.385 παρ.1α ΠΚ) και γ) της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της εκβίασης και της παράνομης προώθησης, διευκόλυνσης της προώθησης στη χώρα και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη λαθρομεταναστών (άρ. 1 περ.α,δ, 2 παρ.1, και 4 του ν. 2331/1995), με το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία παράβαση του ν. 2331/1995, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για το ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 21-7-03 έως 26-7-03, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή τους προέλευση, κατέθεσε σε λογαριασμούς διαφόρων τραπεζών (ΕΤΕ, WESTERN UNION κ.λπ.) στο όνομα του Γ1 και της Γ2 διάφορα σημαντικά χρηματικά ποσά, των οποίων το συνολικό ύψος ανέρχεται στο ποσό των 10.500 ευρώ, που προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα της εκβίασης και της παράνομης προώθησης στο εσωτερικό της χώρας, της διευκόλυνσης προώθησης και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη 48 λαθρομεταναστών, πράξεις με τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ως δράστης ο ίδιος. Με την καταδικαστική του αυτή κρίση, ως προς την εν λόγω πράξη, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ορθώς εφάρμοσε τον Ν. 2331/1995, ο δε ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το δικάσαν Δικαστήριο, κατ'εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι μπορούν να συρρέουν αληθώς στο πρόσωπο του ίδιου αυτουργού, η κύρια εγκληματική δραστηριότητα και η παράβαση του άρθρου 2 του ν. 2331/1995, πρέπει, επίσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως αναφέρεται παραπάνω, η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με το δράστη της νομιμοποίησης αυτών, αποκλείεται μόνο στην περίπτωση παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην προκείμενη, ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, μπορεί να είναι ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, με στοιχείο 1.Ι πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τις αντίθετες μερικότερες αιτιάσεις του, είναι αβάσιμος. Αντιθέτως, το Πενταμελές Εφετείο, με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με την προσβαλλόμενη 2748/22-11-2006 απόφασή του, όταν ήδη είχε τεθεί σε ισχύ (από τις 13/12/05), ο Ν. 3424/2005, για νομιμοποίηση εγκληματικής προσόδου που προήλθε από τις τελεσθείσες από τον ίδιο πράξεις της εκβίασης, από την οποία προέκυψε περιουσία 10.500 ευρώ, που έγινε δεκτό ότι προήλθε από τις προηγηθείσες πράξεις της εκβίασης , καίτοι κατά τον χρόνο εκδίκασης της πράξης την 22- 11-2006. δεν προβλέπονταν μεταξύ των βασικών εγκλημάτων του αρ. 1 παρ. 1 του Ν. 2331/95 και η εκβίαση, από την οποία προέκυψε περιουσία μικρότερη των 15.000 ευρώ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/13.12.2005, και ο οποίος εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρ.2 του ΠΚ, ως επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο . Όμως η εσφαλμένη αυτή παραδοχή του Δικαστηρίου της ουσίας δεν επιδρά στο αξιόποινο της πράξεως για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, αφού είναι αδιάφορο αν, η νομιμοποίηση της εγκληματικής προσόδου των 10.500 ευρώ, προήλθε από εγκληματική δραστηριότητά του, που έχει σχέση με ένα ή περισσότερα εγκλήματα, αφού αυτός ένα αδίκημα τέλεσε και μία ποινή για την πράξη αυτή του επιβλήθηκε. Στην προκειμένη δε περίπτωση, αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος ότι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η νομιμοποίηση της εγκληματικής προσόδου των 10.500 ευρώ προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα της παράνομης προώθησης κλπ των 48 λαθρομεταναστών. Είναι ,όμως , προφανές, ότι, εφόσον το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι το εν λόγω έγκλημα της νομιμοποίησης της προσόδου των 10.500 ευρώ προήλθε από μεγαλύτερη εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή και από εκβίαση, από την οποία δεν προέκυψε περιουσία που να υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, η παραδοχή αυτή επιδρά στην επιμέτρηση της ποινής, αφού, κατ' αυτήν λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα του εγκλήματος (79 παρ.2 ΠΚ) . Επομένως, ο από το άρθρο. 510 παρ. 1 εδ. Ε' του ΚΠΔ με στοιχείο 1.
ΙΙ, πρόσθετος λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του ν . 2331/1995, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/13.12.2005, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, είναι βάσιμος και πρέπει, να γίνει δεκτός. IV. Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς τις πράξεις, της εκβίασης από κοινού, τελεσμένης και σε απόπειρα κατ' εξακολούθηση (άρ.385 παρ.1α ΠΚ) και της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της παράνομης προώθησης στη χώρα και εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη λαθρομεταναστών, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των δύο πιο πάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1, 42, 98, Π.Κ., 1 παρ. 1 στοιχ. αδ' και 55 παρ.1α περ. γ του ν. 2910/2001, όπως τροπ.με άρ. 37 ν. 3153/2003 και αρ. 1περ.αδ, 2 παρ.1, 5 του ν. 2331/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη υπόθεση και σε σχέση με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, όπου ταυτίζεται το ενεργητικό υποκείμενο του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, όπως στην προκείμενη υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την αναφορά στο σκεπτικό και στο διατακτικό ότι ο αναιρεσείων μεταβίβασε περιουσία και κατέθεσε σε λογαριασμούς διαφόρων τραπεζών στο όνομα τρίτων το συνολικό ποσό των 10.500 ευρώ με σκοπό να συγκαλύψει την προέλευσή τους, από την εγκληματική δραστηριότητα της παράνομης προώθησης, διευκόλυνσης της προώθησης στη χώρα και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη λαθρομεταναστών (ανεξάρτητα από την πλημμεληματικό ή κακουργηματικό χαρακτήρα της εγκληματικής αυτής δραστηριότητας), διαλαμβάνει, το απαιτούμενο από τον ν. 3424/2005 επιπλέον στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, ότι δηλαδή η τέλεση των εγκλημάτων αυτών εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα, κατ' εξακολούθηση, δεν απαιτείται η αναφορά των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναίρεσης. Ειδικότερα , κατά τις πιο πάνω παραδοχές τις αποφάσεως, το συνολικό ποσό των 10.500 ευρώ προέρχονταν εξ ολοκλήρου και αυτοτελώς από κάθε μία από τις δύο αυτές εγκληματικές δραστηριότητες . Επίσης, για τον προσδιορισμό του κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος πιο πάνω εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από τις πιο πάνω παράνομες πράξεις, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται τα επιμέρους ποσά που φέρεται να κατέθεσε ο αναιρεσείων, το πότε έγιναν αυτές οι επιμέρους καταβολές, ούτε και ο χρόνος τελέσεως εκάστου. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ, περιπτώσεις, δηλαδή στις οποίες δεν αφορά η προκειμένη υπόθεση. Επομένως, ο από το άρθρο. 510 παρ. 1 εδ. Δ' του ΚΠΔ με στοιχείο 2 πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για την εν λόγω πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την κατά παράβαση των διατάξεων του αρ. 37 παρ.1γ Ν 3153/03 εγκληματική δραστηριότητα, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις , είναι βάσιμος και απορριπέος . Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την καταδικαστική της διάταξη για τις πράξεις της παράνομης προώθησης στο εσωτερικό της χώρας, της διευκόλυνσης προώθησης και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη 48 λαθρομεταναστών, στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μόνο όμως ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης (που προσδίδει και τον κακουργηματικό χαρακτήρα στο έγκλημα αυτό), κατά την οποία, από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους. Η καταδικαστική για την πράξη αυτή απόφαση, δεχόμενη τη συνδρομή της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως, πρέπει, για την πληρότητα τη αιτιολογίας της, να εκθέτει πραγματικά περιστατικά που να την στοιχειοθετούν, δηλαδή πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας των λαθρομεταναστών κατά την μεταφορά και την διευκόλυνση της προώθησης αυτών στη Χώρα. Ετσι, ενώ εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ο πιο πάνω κίνδυνος, κατά την διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη των λαθρομεταναστών,("όχι επαρκής τροφή-πολύ περιορισμένος χώρος"), δεν εκτίθενται ανάλογα περιστατικά ως προς τις πράξεις της μεταφοράς- προώθησης των λαθρομεταναστών, μη αρκούσης για την πληρότητα της αιτιολογίας της αναφοράς περί υπάρξεως "επικίνδυνων συνθηκών μεταφοράς των λαθρομεταναστών", χωρίς μνεία συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία να στηρίζουν την παραδοχή αυτή. Όμως, από την έλλειψη αυτή της αιτιολογίας, δεν αναιρείται ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πιο πάνω πράξεως, αφού, η αντικειμενική υπόστασή του εν λόγω εγκλήματος, ως υπαλλακτικώς μικτού, πραγματώνεται με τους περισσότερους πιο πάνω τρόπους (προώθηση-μεταφορά, διευκόλυνση στην προώθηση, εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη), ο αναιρεσείων δε κατηγορούμενος, χρησιμοποιώντας όλους του τρόπους αυτούς, ένα αδίκημα διαπράττει. Αρκεί, επομένως, για τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού, ως κακουργήματος, η συνδρομή της πιο πάνω επιβαρυντικής περίστασης, κατά την πραγμάτωση του εγκλήματος αυτού με οποιονδήποτε από τους πιο πάνω τρόπους. Η έλλειψη, επομένως, αιτιολογίας ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης σε ένα από τους τρόπους πραγματώσεως του εγκλήματος, δεν καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αυτού, εφόσον αυτή αιτιολογείται τουλάχιστον σε ένα από τους λοιπούς εναλλακτικούς τρόπους. Είναι, όμως, προφανές ότι, εφόσον το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι το εν λόγω έγκλημα διαπράχθηκε με περισσότερους τρόπους και ο καθένας από αυτούς με την επιβαρυντική πιο πάνω περίσταση, η έλλειψη της σχετικής αιτιολογίας ως προς ένα τρόπο, επιδρά στην επιμέτρηση της ποινής, αφού, κατ' αυτήν, λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα του εγκλήματος και ειδικότερα ο κίνδυνος που αυτό προκάλεσε ( 79 παρ.2 ΠΚ). Επομένως, ο σχετικός από τη διάταξη του άρθρου 510 περ. Δ' ΚΠΔ σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την συνδρομή της προαναφερόμενης επιβαρυντικής περιστάσεως, είναι βάσιμος και, πρέπει, να γίνει δεκτός. Κατά τα λοιπά, είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον αυτόν πρόσθετο λόγο αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου για την πράξη της προώθησης-, διευκόλυνσης προώθησης κ.λπ. 20 λαθρομεταναστών, αγνώστων στοιχείων. Η μη αναφορά των ονομάτων των είκοσι αυτών λαθρομεταναστών ( επί συνόλου 48), οφείλεται στο ότι δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν τα στοιχεία τους, αυτό όμως δεν καθιστά αναιτιολόγητη την απόφαση, ούτε η μνεία των ονομάτων αυτών αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αρκεί δε, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας, ότι εκτίθεται στην απόφαση ότι και οι μετανάστες αυτοί είχαν εισέλθει παράνομα στη Χώρα και ο κατηγορούμενος αναιρεσείων προώθησε, διευκόλυνε την προώθησή τους και απέκρυψε αυτούς, καθώς επίσης και ότι τους εκβίασε, κατά τον αναφερόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση τρόπο και συνθήκες. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής πιο πάνω αποφάσεως, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ.α). Το ουσιαστικό, όμως, δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ , που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ , αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Προϋπόθεση, επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας αποφάσεως, που απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό για την αναγνώριση ελαφρυντικών, είναι η επίκληση και αναφορά σαφούς και ορισμένου ισχυρισμού για την αναγνώριση των ελαφρυντικών αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αναίρεση προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τον μόνο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου της κρινόμενης αίτησης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ. Ο σχετικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης (16η 17η σελίδα της αποφάσεως), που προβλήθηκε από το συνήγορό του έχει ως εξής: "Ο κατηγορούμενος μέχρι την στιγμή της πράξης για την οποία φέρεται ενώπιον Υμών, διήγε ομαλή ατομική προσωπική και κοινωνική ζωή. Από την πρώτη στιγμή της εισόδου του στη χώρα μας τηρούσε ευλαβικώς όλες τις υποχρεώσεις του απέναντι στο ελληνικό κράτος, είναι δε παντρεμένος με Ελληνίδα (βλ. την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα ληξιαρχική πράξη γάμου με ημερομηνία ...... καθώς και το υπ' αρ. πρ. ....... Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης). Διαθέτει πλήρη νομιμοποιητικά έγγραφα, καθότι κατέχει το υπ' αριθμ........ Διαβατήριο και την υπ' αριθμ. ......... Προσωρινή Άδεια Παραμονής, είχε καταθέσει δε και δικαιολογητικά για έκδοση άδειας διαμονής ως σύζυγος Ελληνίδας (βλ. την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα βεβαίωση με αρ.πρ. ......). Εκ του αναγνωσθέντος εξ Υμών υπ' αριθμ. Πρωτ. ........... εγγράφου της Περιφέρειας Αττικής, Δ/νσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Αθηνών προκύπτει ότι, κατόπιν προσκλήσεως της Υπηρεσίας αυτής στις ....... και περί ώρα 17.30, ο κατηγορούμενος είχε προσέλθει με τη σύζυγο του .......... στη συνεδρίαση της Επιτροπής Μετανάστευσης, στην Αθήνα, στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος του για χορήγηση άδειας διαμονής του στην Ελλάδα λόγω Ελληνίδας συζύγου. Μέχρι την σύλληψη του κατηγορουμένου για την υπό κρισιολόγηση υπόθεση δεν είχε ουδεμία εμπλοκή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας, καθότι διαθέτει - λευκό ποινικό μητρώο. Ο κατηγορούμενος, πριν από την υπό κρισιολόγηση εμπλοκή του, εργαζόταν αδιάλειπτα, ως προκύπτει εκ της αναγγελίας πρόσληψης του ......... (σκηνοθέτη -παραγωγού) για το έτος 2001, εκ της βεβαίωσης εργοδότη της ....... για το έτος 2002. Επιπλέον ο κατηγορούμενος τηρούσε όλες τις φορολογικές και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις (βλ. τα προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα για το έτος 2002 και 2003, αποσπάσματα ατομικού λογαριασμού ασφάλισης στο ΙΚΑ για το έτος 2002 και 2003, δελτίο ασφαλιστικής ταυτότητας και εισφορών του ΙΚΑ για το έτος 2001)". Με αυτό το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο ως άνω λόγος ισχυρισμός ήταν αόριστος. Τούτο δε, διότι, το γεγονός ότι ο αναιρεσείων τηρούσε όλες τις υποχρεώσεις του απέναντι στο ελληνικό κράτος, ότι δεν στερείται νομιμοποιητικών εγγράφων, ως αλλοδαπός, ότι είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, ότι δεν είχε εμπλοκή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας, ότι εργαζόταν συνεχώς κατά τα έτη 2001 και 2002, και ότι τηρούσε τις φορολογικές και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις, αποτελούν, είτε περιστατικά, που είτε δεν έχουν σχέση, κατ' ανάγκη, με πρότερο έντιμο βίο (όπως, ότι είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, και είχε καταθέσει δικαιολογητικά για έκδοση άδειας διαμονής ως σύζυγος Ελληνίδας , ή ότι εργαζόταν κατά τα έτη 2001 και 2002) είτε αποτελούν στο σύνολό τους αρνητικά περιστατικά, (δεν είχε ουδεμία εμπλοκή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας κλπ), περιστατικά μάλιστα τα οποία περιορίζονται χρονικά, αφότου αυτός εισήλθε στη Χώρα, που, όμως, από μόνα τους, δεν δικαιολογούν τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ.. Το Δικαστήριο, επομένως, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον αόριστο αυτόν ισχυρισμό, και, ως εκ περισσού, απέρριψε αυτόν με την αναφερόμενη στην αίτηση συνοπτική αιτιολογία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απορριπτικής του ισχυρισμού αυτού, για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, περιέχεται σ' αυτήν ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναίρεσης (έστω και αβάσιμος), παραδεκτώς ερευνώνται οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, που προβλήθηκαν από τον αναιρεσείοντα εμπρόθεσμα με το από 18/12/2007 δικόγραφό του, το οποίο κατατέθηκε στον αρμόδιο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 20 Δεκεμβρίου 2007, και πρέπει, μετά την παραδοχή, ως βασίμων, των πιο πάνω αναφερομένων προσθέτων λόγων, να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να αναιρεθεί η απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο , αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 485 παρ.1 και 519 του ΚΠΔ), μόνο ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης- προώθησης λαθρομεταναστών, ως προς την περί της ποινής διάταξή της, για την πράξη αυτή και για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής διάταξή της. Επίσης, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, να επεκταθεί το αποτέλεσμα της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και ως προς τον Χ1, που καταδικάστηκε ως συναυτουργός του αναιρεσείοντος για την πιο πάνω πράξη της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, και δεν άσκησε αναίρεση, καθόσον οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος και να αναιρεθεί και ως προς αυτόν, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, της περί της ποινής διάταξή της για την πράξη αυτή, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής διάταξή της.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 2748/22-11-2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών), μόνο ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, την περί της ποινής διάταξή της για την πράξη αυτή και για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής διάταξή της .
Επεκτείνει το αποτέλεσμα της από 20-3-2007 αίτησης (δήλωσης) αναίρεσης και των από 18-12-2007 προσθέτων αυτής λόγων του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ, κατά της 2748/22-11-2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ως προς τον συναυτουργό της πράξεως της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, Χ1, κρατούμενο των Φυλακών Κορυδαλλού, και ειδικότερα, ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, την περί της ποινής διάταξή της για την πράξη αυτή, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής τοιαύτη.
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το παραπάνω μέρος της, για νέα συζήτηση και κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Απορρίπτει, κατά τα λοιπά την από 20-3-2007 αίτηση δήλωση αναίρεσης και τους από 18-12-2007 προσθέτους λόγους του Χ και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Κορυδαλλού, κατά της 2748/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2008




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή