Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 549 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Παράβαση καθήκοντος, Αποσιώπηση λόγου εξαιρέσεως.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος και αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης. Ακυρότητα από τη μεταγωγή κατηγορουμένης για να απολογηθεί. Απορρίπτεται ο λόγος γιατί το αίτημα υποβλήθηκε από τους δικηγόρους που την εκπροσώπησαν στη δίκη μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.




Αριθμός 549/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, περί αναιρέσεως της 2153/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27.10.2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1837/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 340 παρ.2 ΚΠΔ, σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωση του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Το Δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμη και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 369 του ίδιου κώδικα, μετά την αποδεικτική διαδικασία, που τελειώνει με την απολογία του κατηγορουμένου και την παροχή τυχόν συμπληρωματικών διευκρινίσεων, ακολουθεί το στάδιο των αγορεύσεων του εισαγγελέα και των συνηγόρων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 273 παρ.2β ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει, ακόμη δε και να απολογηθεί. Το δικαίωμα σιωπής του αναγνωρίζεται, κατά μείζονα λόγο, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, διασφαλίζεται δε τούτο και από το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, που εισάγει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αν ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι δεν θα παρασταθεί στη δίκη, αλλά θα εκπροσωπηθεί από συνήγορο, τον οποίο έχει διορίσει νομότυπα, θεωρείται παρών, μπορεί όμως το Δικαστήριο να διατάξει την προσωπική του εμφάνιση, όταν την κρίνει αναγκαία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ο κατηγορούμενος διατηρεί το δικαίωμα του να εμφανιστεί και αυτός στο ακροατήριο, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, έστω και αν δεν την παρακολούθησε από την αρχή, παρά το γεγονός ότι έχει διορίσει δικηγόρο, δίχως να έχει προηγηθεί διάταξη του Δικαστηρίου για την προσέλευση του. Ακόμη, έστω και αν με σχετική δήλωση του προς το Δικαστήριο παραιτήθηκε από το δικαίωμα του να απολογηθεί, μπορεί να ανακαλέσει ελεύθερα αυτήν και να προσέλθει προς απολογία, με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει ακόμη δικονομικό στάδιο για την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών που ενσωματώνονται στην προσβαλλομένη απόφαση, στην οποία παραδεκτά προβαίνει ο Άρειος Πάγος, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, κατά τη δικάσιμο της 10-9-2008, οπότε η δίκη αναβλήθηκε για τις 12-9-2008, απέστειλε με FAX, την από 8-9-2008 υπεύθυνη δήλωση της, με την οποία καθιστούσε γνωστό στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ότι δεν επιθυμούσε να παρασταθεί ενώπιον του κατά τη δικάσιμο της 10-9-2008, κατά την οποία εκδικαζόταν η έφεση της και ότι θα εκπροσωπηθεί από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Παναγιώτη Βασιλακόπουλο και Αθανασία Σταυρή. Το Δικαστήριο επέτρεψε την εκπροσώπηση της και η διαδικασία άρχισε και συνεχίστηκε κατά την 12-9-2008, σαν να ήταν και η κατηγορουμένη παρούσα. Κατά την ημέρα αυτή (12-9-2008) απολογήθηκε ο συγκατηγορούμενος της αναιρεσείουσας και στη συνέχεια οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της, αφού έλαβαν το λόγο από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου, "δήλωσαν ότι η κατηγορουμένη δεν επιθυμεί να προσέλθει στο Δικαστήριο και να απολογηθεί". Μετά από αυτά, ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τους συνηγόρους των κατηγορουμένων και τον παρόντα κατηγορούμενο αν χρειάζονται καμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και, όταν απάντησαν αρνητικά, κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, στη συνέχεια δε διέκοψε τη συνεδρίαση για την 15-9-2008 και ώρα 0900. Την ημέρα αυτή οι συνήγοροι υπεράσπισης της κατηγορουμένης Χ1 (αναιρεσείουσας),αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσαν "ότι η κατηγορουμένη επιθυμεί να μεταχθεί από τις Φυλακές όπου κρατείται, προκειμένου να απολογηθεί". Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της κατηγορουμένης, διαλλαμβάνοντας στην απόφαση του την παρακάτω αιτιολογία: Η κατηγορουμένη, κατά τη δικάσιμο της 10-9-2008, οπότε η δίκη διακόπηκε για τις 12-9-2008, απέστειλε με fax την από 8-9-2008 υπεύθυνη δήλωση της, ότι "δεν θα παρασταθεί ενώπιον του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 10-9 2008, όπου εκδικάζεται η έφεση της, αλλά θα εκπροσωπηθεί από τους δικηγόρους της Παναγιώτη Βασιλακόπουλο και Αθανασία Σταυρή". Επομένως κατόπιν της δηλώσεως της αυτής, η εν λόγω κατηγορουμένη θεωρείται παρούσα, αφού εκπροσωπείται από τους συνηγόρους της, ενώ το δικαστήριο δεν έκρινε ότι έπρεπε να διατάξει την προσωπική της εμφάνιση, ενόψει του ότι ανάπτυξε αυτή διεξοδικά τους ισχυρισμούς της κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου προσκόμισε και έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν. Εκτιμάται δε ότι, με τη δήλωση αυτή, παραιτήθηκε από το δικαίωμα της να απολογηθεί και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, εφόσον μάλιστα δεν δήλωσε ότι θα επιθυμούσε να παραστεί σε κάποια φάση της δίκης, η οποία πιθανολογείτο ότι θα διαρκούσε πλέον της μίας ημέρας, τοσούτο μάλλον καθόσον κατά τη δικάσιμο της 12.9.08 δήλωσε, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, ότι δεν επιθυμεί να προσέλθει στο Δικαστήριο και να απολογηθεί. Παρά ταύτα και ενώ, περί ώρα 15.00 της 12.9.08, περατώθηκε η αποδεικτική διαδικασία και διακόπηκε η δίκη για τις 15.9.08 για να επακολουθήσουν οι αγορεύσεις και να εκδοθεί η οριστική απόφαση, κατά την τελευταία αυτή ημέρα και πριν να αρχίσουν οι αγορεύσεις απέστειλε με FAX την από 15.9.08 υπεύθυνη δήλωση της, ότι "επιθυμεί να απολογηθεί ενώπιον του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 15.9.08, όπου εκδικάζεται η έφεση της και ως εκ τούτου επιθυμεί να μεταχθεί στο ανωτέρω Δικαστήριο". Όμως η κατηγορουμένη, ενόψει και της από 8.9.08 δηλώσεως της, που προηγήθηκε, αλλά και εκείνης που έγινε στις 12.9.08 δια των συνηγόρων της, δεν μπορούσε στο σημείο αυτό, ήτοι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, να ζητήσει να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο ακροατήριο για να απολογηθεί και το αίτημα της να διαταχθεί η μεταγωγή της από τις Γυναικείες Φυλακές ......, όπου κρατείται, για το σκοπό αυτό, πρέπει να απορριφθεί. Με το να απορρίψει το Δικαστήριο το αίτημα της κατηγορουμένης, που αναφέρεται στην μεταγωγή της από τις φυλακές, προκειμένου αυτή να ασκήσει αποκλειστικά και μόνο το δικαίωμα της να απολογηθεί, δεν προκλήθηκε ακυρότητα στο ακροατήριο, από τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση της και τούτο γιατί ακόμη και αν διατασσόταν η μεταγωγή της, εμφανιζόταν δε στο ακροατήριο, δεν υπήρχε, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δυνατότητα να ασκήσει τούτο δηλαδή να απολογηθεί, δοθέντος ότι, όπως δέχθηκε το δικαστήριο, προκύπτει δε και από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, κατά το χρόνο που το αίτημα υποβλήθηκε, είχε ήδη περατωθεί η αποδεικτική διαδικασία. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α',171 παρ.1 εδ. δ' ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αναιρέσεως. Κατά το άρθρο 254 ΠΚ, υπάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ' αυτήν την υπόθεση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία διαμορφώνεται στο νόμο ένα έγκλημα γνήσιο παραλείψεως, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται απλώς και μόνο σε αποθετική συμπεριφορά, δηλαδή σε αποχή από ορισμένη ενέργεια, προκύπτει, αφενός μεν ότι δράστης του προβλεπόμενου και τιμωρούμενου από τη διάταξη αυτή εγκλήματος της αποσιώπησης λόγου εξαιρέσεως είναι υπάλληλος, με την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα, δηλαδή εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αφετέρου δε, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτούνται α) διάταξη νόμου που να ιδρύει για τον υπάλληλο λόγο εξαίρεσης στην υπόθεση που ενεργεί, β)η από τον υπάλληλο με γνώση αποσιώπηση του περιστατικού αυτού και γ)η αποσιώπηση να έγινε με σκοπό αθέμιτης ωφέλειας του δράστη ή κάποιου άλλου ή προς βλάβη άλλου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 15 του ΚΠΔ, όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου (δηλ. οι δικαστικοί λειτουργοί και οι δικαστικοί υπάλληλοι), είναι εξαιρετέα, αν υπάρχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίες, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται οι ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορουμένους, δεν μπορεί μόνος του να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση. Τέλος, κατά το άρθρο 259 ΠΚ, ο υπάλληλος, ο οποίος παραβαίνει από πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή κάποιον άλλον παράνομο όφελος, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια, αν άλλη ποινική διάταξη δεν τιμωρεί την πράξη αυστηρότερα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι υποκείμενο της παραβάσεως καθήκοντος είναι ο υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ και ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτούνται: α) παράβαση από τον υπαίτιο των καθηκόντων της υπηρεσίας του, δηλαδή των καθηκόντων, τα οποία επιβάλλονται στον υπάλληλο από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητικές πράξεις ή απορρέουν από ιδιαίτερες διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχουν σ' αυτήν την ίδια τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρονται στην έκφραση από αυτόν της θελήσεως της πολιτείας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι σε τρίτους, β) η παράβαση αυτή να γίνει από πρόθεση, ήτοι ο υπαίτιος να γνωρίζει έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι ενεργώντας παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και να θέλει ή να αποδέχεται να παραβεί αυτά και γ) ο υπαίτιος να ενεργεί με σκοπό, είτε να ωφελήσει παράνομα τον εαυτό του ή άλλον, είτε να βλάψει το κράτος ή άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός, πρέπει, όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, προϋποθέτει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο). Μεταξύ δε της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή βλάβης. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους. Απαιτείται μόνο να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθόσον στην περίπτωση αυτή, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν τούτο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, αλληλοσυμπληρούμενο από το διατακτικό, της προσβαλλομένης με αριθμό 2153/2008 απόφασης του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην 1η κατηγορουμένη Χ1, που υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, είχαν ανατεθεί καθήκοντα Ανακρίτριας, κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο 1998 έως το Σεπτέμβριο 2002, και είχε τοποθετηθεί αυτή στο .....Ανακριτικό Τμήμα. Ως εκ τούτου, αυτή ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α σε συνδυασμό με 263α Π.Κ. Κατά το διάστημα αυτό από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών ασκήθηκε ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων, και εναντίον των 1) Κ1 2) ....., 3) ...... 4) ..... και 5) Κ2 για α) απάτη από κοινού σε βαθμό κακουργήματος (Ι05, 20ς και 3) και άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή (4ος και 5ος), β) παράβαση του άρθρου 34 εδάφ. Α' του Ν.3632/1928 (χειραγώγηση μετοχών) και γ) παράβαση του Ν.2331/1995 (νομιμοποίηση παράνομων εσόδων). Η ποινική αυτή δίωξη ασκήθηκε μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως σε σχέση με την συντελεσθείσα από οργανωμένες ομάδες επιτήδειων κερδοσκόπων εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού, με διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών και παράνομες μεθοδεύσεις επί των συναλλαγών μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιριών κ.λπ. Η διενέργεια της κυρίας ανακρίσεως της ανωτέρω υποθέσεως ανατέθηκε στην κατηγορουμένη πρωτοδίκη, η οποία χειρίστηκε συνολικά 29 υποθέσεις με το ίδιο αντικείμενο, δεδομένου ότι για κάθε μερικότερη υπόθεση σχηματίστηκε ξεχωριστή δικογραφία. Στις υποθέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ο Ψ1, ιδιοκτήτης της ΕΛΔΕ ".....", ο οποίος, με την από 14-6-2001 χωρίς όρκο κατάθεσή του ενώπιον της ανωτέρω Ανακρίτριας, δήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από τα ανωτέρω αδικήματα των προαναφερομένων κατηγορουμένων. Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως, η κατηγορουμένη, καίτοι ήταν έγγαμος με τον ..... και μητέρα μιας θυγατέρας 26 ετών περίπου από προηγούμενο γάμο της, και παρά το γεγονός ότι στο ανακριτικό γραφείο και στα χέρια της ήταν εκκρεμείς και ευρίσκοντο σε εξέλιξη υποθέσεις με κατηγορουμένους τους Κ1 Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της χρηματιστηριακής εταιρίας "...... Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.", που ήταν από τις μεγαλύτερες χρηματιστηριακές εταιρίες με ετήσιο τζίρο, κατά τους ισχυρισμούς του, τεσσάρων περίπου τρισεκατομμυρίων δραχμών ετησίως, συγχρόνως όμως ήταν και μία από τις εταιρίες που είχε ελεγχθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και της επιβλήθηκαν πρόστιμα υψηλά για παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας), ....., ....., ....., ..... και ...., δημιούργησε, μέσα στο έτος 2001 και σε χρόνο που δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί ειδικότερα από την ανάκριση, ερωτικό και συναισθηματικό δεσμό με τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Δ1 που ήταν ένας από τους δικηγόρους των αμέσως ανωτέρω κατηγορουμένων. Ο άλλος δικηγόρος των εν λόγω κατηγορουμένων ήταν ο δικηγόρος Αθηνών Δ2 (2ος κατηγορούμενος), για τον οποίο θα γίνει αναφορά παρακάτω. Ο δικηγόρος Δ1 ήταν νομικός σύμβουλος του χρηματιστηριακού κέντρου Θεσσαλονίκης (ΧΚΘ) και της εταιρίας ΑΣΥΚ (Ανάπτυξη Συστημάτων Υπηρεσιών Κεφαλαιαγοράς), που είναι θυγατρικές εταιρίες της ΕΧΑΕ (Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε.). Το εν λόγω ερωτικό ζευγάρι, ενώ η ανάκριση για τις υποθέσεις του Χρηματιστηρίου βρισκόταν σε εξέλιξη, πραγματοποίησε κατ' επανάληψη κοινά ταξίδια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα 1) την 9-9-2001 αναχώρησαν από την Αθήνα με την πτήση 131L της Ολυμπιακής για τη Ζυρίχη Ελβετίας και επέστρεψαν την 13-9-2001 με την πτήση 132L της ίδιας εταιρίας και 2) την 28-9-2001, ήτοι μετά από 15 ημέρες, αναχώρησαν με την πτήση 201Κ της Ολυμπιακής Αεροπορίας για Παρίσι και επέστρεψαν την 1-10-2001 με την πτήση 202Κ της ίδιας αεροπορικής εταιρίας. Η προαναφερόμενη σχέση τους, καθώς και τα ταξίδια τους στο εξωτερικό, περιήλθαν σε γνώση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 ο οποίος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που βρήκε, προκειμένου, μέσω της ανακρίσεως και δη της ανωτέρω συμπεριφοράς της ανακρίτριας και του δικηγόρου των ως άνω κατηγορουμένων, να πετύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό του, ήτοι να εξαναγκάσει τους τελευταίους και κυρίως τον Κ2 να του καταβάλουν τα χρήματα που ζητούσε για να αποσύρει την εναντίον τους πολιτική αγωγή. Για την επίτευξη του σκοπού του απέστειλε στον δικηγόρο Δ1 και την εταιρία "...... ΑΧΕ" την από 14-1-2002 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση, με την οποία, αφού τον ενημέρωνε ότι γνώριζε την ανωτέρω σχέση του με την κατηγορουμένη Ανακρίτρια, καθώς και τα ως άνω ταξίδια τους, ζήτησε από αυτόν εξηγήσεις και απείλησε ευθέως ότι προτίθετο να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ενώπιον του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για τον πειθαρχικό και ποινικό έλεγχο της Ανακρίτριας. Το περιεχόμενο της ως άνω εξώδικης πρόσκλησης - δήλωσης περιήλθε αμέσως σε γνώση της Ανακρίτριας από τον δικηγόρο φίλο της Δ1. Για να αποφύγει η κατηγορουμένη τις δυσμενείς γι' αυτήν συνέπειες της άνω συμπεριφοράς της, υπέκυψε στις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και διεξήγαγε την Ανάκριση επί των υποθέσεών του σύμφωνα με τις υποδείξεις του τελευταίου, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει αυτός από τους τότε κατηγορουμένους τα χρήματα που ζητούσε, τα οποία, όσον αφορά τον Κ2 , ανέρχονταν στο ποσό των 700.000.000 δραχμών. Μάλιστα, η κατηγορουμένη - Ανακρίτρια δέχθηκε σχετικά αιτήματα του Ψ1 και πραγματοποίησε έναν κύκλο κατ' αντιπαράσταση εξετάσεων μεταξύ αυτού και των τότε κατηγορουμένων, που διήρκεσαν επί μακρόν και προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους. Κατά τη διάρκεια των εξετάσεων αυτών, η Ανακρίτρια, υπό το βάρος των πιέσεων και απειλών του Ψ1 εντελώς απαράδεκτα και παράνομα, ασκούσε την επιρροή της στους κατηγορουμένους και ιδίως στον Κ2 τον οποίο παρότρυνε με επιμονή να ικανοποιήσει τον πολιτικώς ενάγοντα, υποσχόμενη σ' αυτόν ενώπιον των δικηγόρων του και μάλιστα δια χειραψίας ότι, σε περίπτωση που "τα βρουν", θα έκλεινε την υπόθεση και θα ανακαλούσε τη διάταξή της, με την οποία είχε δεσμεύσει τους προσωπικούς λογαριασμούς του. Η ως άνω συμπεριφορά της 1ης κατηγορουμένης θεμελιώνει την υποκειμενική και την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος, εφόσον, ενώ, όπως αναφέρθηκε, ήταν υπάλληλος, παρέβη τα υπηρεσιακά της καθήκοντα και συγκεκριμένα μεθόδευσε τις κατ' αναπαράσταση εξετάσεις και ανέχθηκε το κλίμα υπό το οποίο αυτές διεξήχθησαν, παροτρύνοντας με πρόθεση τον Κ2 να καταβάλει στον Ψ1 το ποσό των 700.000.000 δρχ. με σκοπό να προσπορίσει τόσο σ' αυτόν όσο και στον εαυτό της παράνομο όφελος, το οποίο συνίστατο όσον αφορά αυτόν στο εν λόγω ποσό που ο Κ2 αρνιόταν ότι οφείλει, ενώ όσον αφορά την ίδια στην αποτροπή της εκ μέρους του Ψ1 καταγγελίας για τη σχέση της με τον Δ1 και την αποφυγή του πειθαρχικού της ελέγχου. Και ναι μεν με την υπ' αριθ. 7/2004 απόφαση του Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εφετείου Αθηνών, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 40/2004 απόφαση του Επταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η 1η κατηγορουμένη τέλεσε και την ως άνω πράξη της παράβασης καθήκοντος που της αποδίδεται. Πλην, η απόφαση αυτή δεν μεταβάλλει την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς το ότι η ανωτέρω τέλεσε την πράξη αυτή, γιατί έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις μαρτυρικές καταθέσεις ιδίως του παθόντος Κ2, της .....(που εργαζόταν στην εταιρία του Κ2 και είχε επισκεφθεί μαζί του την Ανακρίτρια) και του ...... (που εξετάστηκε πρωτοδίκως και αναγνώστηκε η κατάθεση του από τα πρακτικά), για την αλήθεια των οποίων δεν αμφιβάλλει το Δικαστήριο, τοσούτω μάλλον καθόσον ο παθών δεν θα είχε λόγους να καταθέσει σε βάρος της κατηγορουμένης -Ανακρίτριας στοιχεία τόσο σοβαρά που θα επέσυραν τη δίωξή της για παράβαση καθήκοντος, αν τα ως άνω περιστατικά δεν είχαν λάβει χώραν. Περαιτέρω, νόμιμος λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση αποτελεί και η συνδρομή σοβαρού λόγου ευπρεπείας. Ως τέτοιος μπορεί να θεωρηθεί και η, περισσότερο της απλής, γνωριμία του δικαστικού λειτουργού με τον διάδικο ή τον συνήγορό του. Στην προκειμένη περίπτωση, την ιδιαίτερα στενή της σχέση με τον Δ1 καθώς και τα ταξίδια στο εξωτερικό μαζί του, όπως αναφέρονται παραπάνω, παραδέχεται και η ίδια η κατηγορουμένη στην πρωτόδικη απολογία της. Με δεδομένη την ύπαρξη της σχέσης αυτής, η οποία έγινε γνωστή σε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα στις συναφείς υποθέσεις που η κατηγορουμένη ερευνούσε στην ανάκριση, καθώς και στους δικηγόρους που συμμετείχαν στις ανακριτικές πράξεις ως συνήγοροι, φανερό είναι ότι συνέτρεχε λόγος στο πρόσωπο της κατηγορουμένης Χ1 να ζητήσει κατ' άρθρο 23 παρ. 1 ΚΠολΔ να εξαιρεθεί από τα καθήκοντά της ως Ανακρίτριας στην υπόθεση στην οποία παρίστατο ως συνήγορος του Κ1 ο ως άνω δικηγόρος Δ1, πλην αυτή, παρά την ως άνω υποχρέωσή της συνέχισε τις ανακριτικές πράξεις. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω κατηγορουμένη, από τον Ιανουάριο του 2001, διατηρούσε φιλικές σχέσεις και με τον κατηγορούμενο δικηγόρο Δ2, πράγμα που προκύπτει από το ότι η κόρη της ..... ναι μεν είχε απασχοληθεί, ως ασκούμενη δικηγόρος, κατά το χρονικό διάστημα από 10.12.01 μέχρι 12.5.03 στην Εμπορική Τράπεζα, πλην και με τον ως άνω δικηγόρο είχε παρακολουθήσει μερικές ποινικές δίκες, γεγονός που μπορούσε να δικαιολόγησει εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία της κατηγορουμένης - Ανακρίτριας. Η εν γνώσει της κατηγορουμένης Χ1 Ανακρίτριας του 19ου Ανακριτικού Τμήματος Πλημ/κών Αθηνών κατά το έτος 2001, αποσιώπηση των ανωτέρω λόγων εξαίρεσης αναμφιβόλως έγινε με σκοπό την άμεση παράνομη ωφέλεια του Κ1 εντολέα των δικηγόρων Δ1 και Δ2 αφού οι οποιεσδήποτε ενέργειες αυτής, όπως αναφέρθηκε, σε σχέση με την αποδιδόμενη σ' αυτήν πράξη της παράβασης καθήκοντος ήταν υπό την επίδραση των προαναφερομένων σχέσεων. Σημειωτέον, ότι, με την προαναφερθείσα υπ' αριθ. 7/2004 απόφαση του Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εφετείου Αθηνών, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 40/2004 απόφαση του Επταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, κρίθηκε αυτή πειθαρχικά ελεγκτέα, μεταξύ άλλων, και για την αποσιώπηση νόμιμου λόγου εξαίρεσης και της επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης έξι μηνών. Μετά από τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η 1η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη παραβάσεως καθήκοντος και αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, καταδίκασε την κατηγορουμένη για τις παραπάνω πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και επέβαλε σ' αυτήν συνολική ποινή φυλάκισης τριάντα τεσσάρων (34) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφαση του την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων που προαναφέρθηκαν, για τις οποίες καταδικάστηκε η κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13α, 26 παρ.1α,27 παρ.1,94 παρ.1,259,254 ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και γι' αυτό είναι αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι της αναιρέσεως. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας, που αναφέρεται στην ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία της απόφασης, ως προς το στοιχεία του σκοπού και της ωφέλειας, που είναι αναγκαία για την θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της αποσιώπησης λόγου εξαιρέσεως είναι αβάσιμη και τούτο γιατί, όπως σαφώς προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης, με επαρκή αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι η αποσιώπηση των λόγων εξαίρεσης έγινε με σκοπό την άμεση παράνομη ωφέλεια του Κ1, εντολέα των δικηγόρων Δ1 και Δ2 αφού οι οποιεσδήποτε ενέργειες αυτής ήταν υπό την επίδραση των σχέσεων της με τον Δ1, δεν ήταν δε αναγκαίο να αιτιολογηθεί, ειδικότερα, η γνώση της για την ωφέλεια αυτή, αφού ενυπάρχει στο πρόσωπο της, ούτε να παρατεθούν επιπλέον πραγματικά περιστατικά, με τα οποία να δικαιολογείται ο τρόπος με τον οποίο επετεύχθη η παραπάνω ωφέλεια και σε τι συνίσταται αυτή, γιατί, όπως δέχεται το δικαστήριο, η ωφέλεια προκλήθηκε από την παράλειψη της να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες ανακριτικές ενέργειες και συνίσταται στη μη διαλεύκανση της υπόθεσης, όσον αφορά τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Αλλά και η αιτίαση της ότι η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει αντιφατική αιτιολογία, όσον αφορά το σκοπό της ωφέλειας και ειδικότερα ότι ενώ δέχεται ότι η κατηγορουμένη διέπραξε την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος προς όφελος του Ψ1 ο οποίος ήταν αντίδικος του Κ1, παράλληλα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι την ίδια πράξη διέπραξε με σκοπό την άμεση παράνομη ωφέλεια του Κ1, είναι αβάσιμη, γιατί, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της, το δικαστήριο δέχεται ότι η αναιρεσείουσα παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας της με σκοπό να προσπορίσει τόσο στον Ψ1 όσο και στον εαυτό της παράνομο όφελος, το οποίο, όσον αφορά τον πρώτο συνίστατο στο χρηματικό ποσό των 700.000.000 δρχ., το οποίο ο Κ2 αρνιόταν ότι οφείλει, όσον αφορά δε την ίδια, στην αποτροπή της εκ μέρους του Ψ1 καταγγελίας της και με τον τρόπο αυτό την αποφυγή του πειθαρχικού ελέγχου της. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, στο σύνολο της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-10-2008 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της με αριθμό 2153/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσόν των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή