Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για κακουργηματική πλαστογραφία με την επίκληση των λόγων, α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, και γ) υπερβάσεως εξουσίας. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας από το γεγονός ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την πράξη της πλαστογραφίας και απαλλάχτηκε για την πράξη της απόπειρας απάτης, η οποία απορροφάται από την πράξη της πλαστογραφίας. Υπάρχει αιτιολογία στην απόρριψη του ισχυρισμού για την επιμέτρηση της ποινής (άρθρο 79 ΠΚ). Απαράδεκτος ο αυτοτελής ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικού άρθρου 84 παρ. 2δ΄, λόγω αοριστίας του. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2324/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Κατσέλη, περί αναιρέσεως της 2458/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 120/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο συνολικό περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000) ευρώ. Εξάλλου, ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο), καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία, από μόνη της, αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας, δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο, του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τις εν λόγω διατάξεις, σε συνδυασμό προς αυτή του άρθρου 216 του Π.Κ., προκύπτει ότι για την "κατ' επάγγελμα" τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, είτε πρώτη φορά τέλεση της πράξεως, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά με διαμορφωμένη οργανωτική υποδομή για επανάληψη του εγκλήματος στο μέλλον, υποκειμενικά δε απαιτείται σκοπός του υπαιτίου να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων πλαστογραφίας.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42, 216 και 386 του Π.Κ, σαφώς προκύπτει ότι οι πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης συρρέουν αληθώς (πραγματικά) μεταξύ τους και καμιά απ' αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, διότι η κάθε μία από αυτές είναι αυτοτελής, και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία συστατικό στοιχείο της άλλης ή επιβαρυντική περίσταση, ούτε και αναγκαίο μέσο διαπράξεως αυτής. Η απόπειρα όμως της απάτης και η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με σκοπό περιποιήσεως οφέλους (άρθρο 216 παρ. 3 Π.Κ.), όταν τα για την απάτη παρασταθέντα ψευδή γεγονότα ως αληθή ταυτίζονται προς τα συγκροτούντα την χρήση του πλαστού εγγράφου, όχι δε και όταν συντρέχουν και άλλες ψευδείς παραστάσεις που δεν ταυτίζονται προς τις αποτελούσες μόνο τη χρήση του πλαστού εγγράφου, δεν είναι αυτοτελή εγκλήματα και η απόπειρα απάτης απορροφάται από τη χρήση πλαστού εγγράφου. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως, λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, και συγκεκριμένα "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν και από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά μήνα Ιούνιο του έτους 2004, κατάρτισε εξ' υπαρχής πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλο, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, έχοντας σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου και ότι στη συνέχεια έκανε χρήση αυτού του εγγράφου. Συγκεκριμένα κατάρτισε εξ' υπαρχής πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που έφερε τα στοιχεία ....., γεννηθείς την 16-10-1953 στην ....., έμπορος και με αριθμό δελτίου ..... από το ... Τ.Α. Αθηνών" με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τρίτους και να αποκομίσει περιουσιακό όφελος με βλάβη αυτών. Ειδικότερα με το πλαστό δελτίο ταυτότητας εμφανίστηκε α) στις 30-6-2004 στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας στην οδό ..... και επιδίωξε να λάβει δάνειο ύψους 6.000 ευρώ, πλην όμως έγινε αντιληπτό ότι η ταυτότητα ήταν πλαστή και ειδοποιήθηκαν οι αρχές και συνελήφθη, β) στις 17-6-2004 με την προσκόμιση πάλι της ίδιας πλαστής ταυτότητας στο υποκατάστημα της Γενικής Τράπεζας στον ..... επιχείρησε να λάβει δάνειο ύψους 9.000 ευρώ, το οποίο δεν εκταμιεύτηκε επειδή αποκαλύφθηκε ότι ήταν πλαστή η ταυτότητα, γ) στις 25-6-2004 με την προσκόμιση της ίδιας πλαστής η ταυτότητα, γ) στις 25-6-2004 με την προσκόμιση της ίδιας πλαστής ταυτότητας στο κεντρικό κατάστημα ..... της Ελληνικής Τράπεζας προσπάθησε να λάβει δάνειο ύψους 15.000 ευρώ, η πράξη του όμως δεν ολοκληρώθηκε διότι συνελήφθη και αποκαλύφθηκε η δράση του. Εξάλλου, από τον τρόπου που έδρασε και την υποδομή που δημιούργησε προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και γι' αυτό ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα και συνήθεια και το συνολικό όφελος που επιδίωξε αυτός με αντίστοιχη βλάβη των τραπεζών υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ".
Στη συνέχεια το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και του επέβαλε ποινή κάθειρξης (6) ετών. Με τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 216 παρ.1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκεκριμένα, ότι ο αναιρεσείων κατάρτισε εξ' υπαρχής πλαστό έγγραφο και μάλιστα το επίμαχο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, με τα στοιχεία ....., με χρονολογία γέννησής του, την 16-10-1953, στην ..... . Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων, είχε σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου του τρίτους, προκειμένου να προσπορίσει ο ίδιος περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία τρίτων. Ακόμη, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται με πλήρη αιτιολογία, ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι το συγκεκριμένο δελτίο ταυτότητας, ήταν εξ' υπαρχής πλαστό, αφού άλλωστε ο ίδιος το είχε καταρτίσει, και παρόλα αυτά έκανε επανειλημμένα χρήση του, σε τρία διαφορετικά υποκαταστήματα Τραπεζών, προκειμένου να λάβει αυτός δάνειο. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων, με την ως άνω εξακολουθητική δράση του, ενήργησε κατ' επάγγελμα, προκειμένου να πορισθεί εισόδημα, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη τρίτων προσώπων, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και συγκεκριμένα αυτό των 30.000 ευρώ, αλλά και κατά συνήθεια, με τον τρόπο που αυτός έδρασε σε συνδυασμό με την υποδομή που ο ίδιος δημιούργησε, με την κατάρτιση του πλαστού δελτίου ταυτότητας και την επανειλημμένη χρήση του. Δεν υφίσταται δε στην προσβαλλόμενη απόφαση, οποιαδήποτε αντίφαση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, από το γεγονός ότι ενώ, αυτός καταδικάσθηκε για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, το ίδιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν διέπραξε και το αδίκημα της απόπειρας απάτης, για την οποία τον κήρυξε αθώο, αφού, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της απόπειρας απάτης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορροφάται από το αδίκημα της πλαστογραφίας, και για το οποίο μόνο αυτός κηρύχθηκε ένοχος.
Επίσης, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 περ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 του Π.Κ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαραδέκτως προβληθέντα ισχυρισμό. 'Ετσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν.(Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για την πράξη που προαναφέρθηκε, στην πιο πάνω ποινή, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, μετά την κρίση του Δικαστηρίου περί ενοχής του, ζήτησε να αναγνωριστεί σ' αυτόν (κατηγορούμενο) το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2δ του Π.Κ, χωρίς, όμως, να καταθέσει εγγράφως τον ισχυρισμό του για την αναγνώριση σ' αυτόν της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως και πολύ περισσότερο χωρίς να αναπτύξει αυτόν. Με το πιο πάνω περιεχόμενο, ο σχετικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια, είναι απαράδεκτος ως αόριστος, αφού δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού, ως εκ περισσού δε το δικαστήριο διέλαβε αιτιολογία για την απόρριψή του. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και εσφαλμένης εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, καθώς και ο περί υπερβάσεως εξουσίας, (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ίδιου Κώδικα) σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 79 Π.Κ. "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 14) προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε αυτός, αλλά και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση, δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία, επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών.
Συνεπώς, ο σχετικός τρίτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ), και ως προς το τμήμα αυτό, με το οποίο υποστηρίζεται, ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της ποινής, είναι επίσης αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό πρωτ. 3140 από 20-12- 2006 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμό 2458/3-11-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ