Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1396 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Για τη θεμελίωσή της απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση πως τα περιστατικά είναι αναληθή, η δε καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και ιδίως του απαιτούμενου επί του παραπάνω εγκλήματος άμεσου δόλου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αναφορά και μόνο του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος ήταν εν γνώσει της αναληθείας δεν αρκεί, εκτός αν αναφέρονται περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η γνώση του κατηγορουμένου. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.





Αριθμός 1396/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)
Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Παναγιώτη Γιαταγαντζίδη και Βασίλειο Χειρδάρη, περί αναιρέσεως της 6800/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Ξενάκη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Οκτωβρίου 2006 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, καθώς και στα από 29 Μαρτίου 2007 (δύο) δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1849/2006.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, τον πληρεξούσιο της πολιτικώς ενάγουσας που ζήτησε την απόρριψη των αιτήσεων και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο έγγραφο πράγματι αναγνώσθηκε. Διαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. 'Ετσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του και καταδίκη του αναιρεσείοντος και στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα με αριθμούς... 4) Δύο κατηγορητήρια με κατηγορουμένη την Ψ1, 6) Έγγραφο Δήμου Βύρωνα, υπηρεσία νεκροταφείου, 8) Έγγραφο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ -ΘΡΑΚΗΣ, 9 Φωτοτυπία εγγράφου χρηματιστηριακής Μακεδονίας - Θράκης, 10) Αντίγραφο καταθετηρίου, 11) Φωτοτυπία υπεύθυνης δήλωσης, 12) φωτοτυπία εντάλματος πληρωμής. Με την καταχώριση των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, για την ανάγνωση των οποίων, άλλωστε, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση, δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, όπως και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε άλλη αναφορά σχετική με τα πρόσθετα στοιχεία αυτών, όπως ο συντάκτης τους, ή ο τόπος και ο χρόνος εκδόσεώς τους, αφού, με την ανάγνωσή τους, προσδιορίστηκε η ταυτότητά τους και κατά το περιεχόμενό τους, οπότε ο αναιρεσείων είχε την δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας τα ως άνω έγγραφα και ο σχετικός λόγος των αιτήσεων, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της; κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΕΠΕΙΔΗ, η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του Εισαγγελέως και του Συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, έλαβαν τον λόγο οι συνήγοροι των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και ζήτησαν την αθώωσή τους, άλλως να δεχθεί το Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε δόλος και να εφαρμοσθεί το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, σε περίπτωση δε που κηρυχθούν ένοχοι, να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α' και το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 β' Π.Κ. Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και τους αναγνώρισε ότι μέχρι τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Επομένως, ο συναφής λόγος της εσφαλμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την απόρριψη του ισχυρισμού τους αυτού για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ., πρέπει να απορριφθεί, διότι στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, αλλά και διότι προβάλλεται χωρίς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.
ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο δεν έχει κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας. Κατά δε το άρθρο 138 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη που εκδίδεται στο ακροατήριο, παίρνουν τον λόγο ο εισαγγελέας και οι παρόντες διάδικοι. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, η παράβαση της παραγράφου 2 αυτού συνεπάγεται την ακυρότητα της αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι αν δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα και ως εκ τούτου δεν διατυπώσει αυτός πρόταση πριν την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου, με την οποία απορρίπτεται ισχυρισμός ή αίτημα του κατηγορουμένου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Α και 171 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων Χ1 προέβαλε κατά την απολογία του τον εξής, κατά λέξη ισχυρισμό: "... Εγώ δεν συκοφάντησα κανένα. Εγώ προσέφυγα στη δικαιοσύνη για να υπερασπιστώ την πραγματική βούληση του θείου μου". Τον ίδιο ακριβώς ισχυρισμό προέβαλαν στη συνέχεια, με την αγόρευσή τους και οι συνήγοροι των αναιρεσειόντων. Με τη συναφή αιτίαση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ισχυρίζεται ο ανωτέρω αναιρεσείων ότι, με την ανωτέρω περικοπή της απολογίας του, προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό της άρσεως του αδίκου της πράξεώς του, λόγω ενασκήσεως νόμιμου δικαιώματός του, το δε δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα. Όμως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, πριν χωρήσει στην έκδοση της καταδικαστικής για τους αναιρεσείοντες αποφάσεως, έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την ενοχή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Στη συνέχεια το Δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 και ακολούθως κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους. Στην ως άνω περί ενοχής πρόταση του Εισαγγελέως περιέχεται εμμέσως πλην σαφώς και απορριπτική πρόταση αυτού, αναφορικά με τον ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Χ1 και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν προέβη στην έκδοση της απορριπτικής του αποφάσεως χωρίς πρόταση του Εισαγγελέως. Επομένως, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Ποινικού Κώδικα, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο, γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Δεν αρκεί δηλαδή απλός ή ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική ή στην ευπρέπεια. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και ιδίως του απαιτούμενου επί του παραπάνω εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 362 και 363 του Π.Κ., άμεσου δόλου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτίθενται, για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση, με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης 6800/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων), που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το ως άνω Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι, στην Αθήνα, στις 7.3.2000, ισχυρίσθηκαν για την εγκαλούσα Ψ1 ενώπιον τρίτων, εν γνώσει τους, ψευδές γεγονός, το οποίο μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της. Συγκεκριμένα κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6.3.2000 αγωγή κατά της εγκαλούσας με αίτημα την ακύρωση της υπ' αριθ. ........ δημόσιας διαθήκης του θανόντος Γ1 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Περράκη, με την οποία (αγωγή) ισχυρίσθηκαν για την εγκαλούσα ενώπιον των δικαστικών γραμματέων, δικαστικών επιμελητών, δικηγόρων, δικαστών, οι οποίοι εκ των καθηκόντων τους έλαβαν γνώση, ότι η εγκαλούσα: α) διατηρούσε επί πολλά έτη ερωτικές σχέσεις με τον άνω διαθέτη, β) απείλησε αυτόν ότι θα τον εγκατέλειπε μετά το θάνατο της συζύγου του, αν δεν της άφηνε την περιουσία του και γ) ότι τον εξαπάτησε για να της αφήσει την περιουσία του, ότι το τρίτο παιδί της Γ ήταν δικό του, δηλαδή γνήσιο τέκνο του. Τα ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και εν γνώσει τους τα ισχυρίσθηκαν ενώπιον τρίτων με πρόθεση να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της. Η αλήθεια, την οποία και οι δύο κατηγορούμενοι γνώριζαν ήταν ότι ουδέποτε η εγκαλούσα διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον διαθέτη Γ1 και ουδέποτε τον απείλησε ότι θα τον εγκαταλείψει, ως νοσηλεύτριά του και ούτε τον εξαπάτησε πείθοντάς τον ψευδώς ότι το τέκνο της Γ είναι γνήσιο τέκνο του. Με την άνω διαθήκη του, της άφησε τρία από τα τέσσερα ακίνητα και στο δεύτερο κατηγορούμενο ένα διαμέρισμα δύο δωματίων στην παλιά οδό της ...... Ο διαθέτης ήταν έξυπνος άνθρωπος και ήξερε τι έκανε. Η μάρτυρας υπεράσπισης ...... εκθέτει σε ένα σημείο της κατάθεσής της "... ... ο θείος μου ήταν έξυπνος άνθρωπος......". Το ότι φοβόταν μη την χάσει, όπως βεβαιώνει η ίδια μάρτυρας, δεν σημαίνει ότι είχαν ερωτικές σχέσεις. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι τα ανωτέρω τα ισχυρίσθηκαν στην αγωγή τους, ασκώντας νόμιμο δικαίωμα. Όπως όμως προαναφέρθηκε, τα ανωτέρω ισχυρισθέντα είναι συκοφαντικά και θίγουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και υπερβαίνουν προφανώς τα όρια του άρθρου 20 του Π.Κ. και συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν. Κατ' ακολουθία πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως που τους αποδίδεται, όπως ειδικότερα τίθεται στο διατακτικό. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού υπάρχει στο σκεπτικό της αποφάσεως (και στο συμπληρούν αυτό διατακτικό) ειδική αιτιολογία του άμεσου δόλου των αναιρεσειόντων, συναγόμενη από το γεγονός της εξ ιδίας αντιλήψεως αναφοράς των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, την αναλήθεια των οποίων γνώριζαν λόγω της συγγένειάς τους με τον διαθέτη και της συναναστροφής τους με αυτόν. Πέραν τούτου, οι κατηγορούμενοι εμμέσως συνομολόγησαν στο ακροατήριο τη γνώση τους, αφού, όπως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αναφέρεται, δήλωσαν ότι στην πράξη τους προέβησαν ασκώντας νόμιμο δικαίωμα. Επομένως, ο σχετικός λόγος των αιτήσεων και του δικογράφου των προσθέτων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν τούτων και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως που συνεκδικάζονται λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, όπως και οι πρόσθετοι επ' αυτών λόγοι και να επιβληθούν στον καθένα από τους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και η δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, που παραστάθηκε (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 27 Οκτωβρίου και με αριθμούς πρωτοκόλλου 9738/30.102006 και 3739/30.10.2006 αιτήσεις των αναιρεσειόντων αντιστοίχως Χ2 και Χ1, για αναίρεση της 6800/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (πλημμελημάτων) και τους πρόσθετους επ' αυτών λόγους. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή