Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 374 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Ψευδής καταμήνυση, Αναβολής αίτημα, Ακροάσεως έλλειψη, Μάρτυρες.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. 1) Απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως εκ του ότι δεν αναγνώστηκαν τα πρακτικά της ίδιας δίκης που είχε προηγούμενα αναβληθεί, διότι από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε ζητήσει ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του την ανάγνωση των πρακτικών αυτών, ώστε το Δικαστήριο να έχει υποχρέωση να απαντήσει στο υποβληθέν αυτό αίτημα και από την παράλειψη αυτή, να ιδρύεται λόγος έλλειψης ακροάσεως (ΑΠ 819/2007). 2) Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄, Β΄ και Δ΄ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας, έλλειψη ακροάσεως και ελλιπή αιτιολογία, εκ του ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί σε υποβληθέν αίτημα του κατηγορουμένου, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής για να κληθεί και προσέλθει ο μάρτυρας κατηγορίας Σ. Κ., να μην αναγνωσθεί η κατάθεση του απόντος μάρτυρα αυτού, διότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα, αλλά ούτε προκύπτει και ότι αναγνώσθηκε η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα κατηγορίας. 3) Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, με την οποίαν απορρίφθηκε το υποβληθέν αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης προκειμένου να κληθεί και να προσέλθει ο απολιπόμενος ουσιώδης μάρτυρας κατηγορίας Σ.Κ. 4) Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως για μη θέση υπό τον έλεγχο της ακροαματικής διαδικασίας της 18102/2005 αθωωτικής των δύο πολιτικώς εναγόντων αποφάσεως του Τριμελές Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι η απόφαση αυτή αναγνώσθηκε, ενώ δεν προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε να προβεί σε εξηγήσεις και σε ερωτήσεις σχετικά με το έγγραφο αυτό και το Δικαστήριο αρνήθηκε. 5) Απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄, Η΄ τέταρτος και έβδομος, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως και υπέρβαση εξουσίας που το Δικαστήριο προχώρησε στην ενοχή απορρίπτοντας αναιτιολόγητα το αίτημα αναβολής και ο όγδοος λόγος για μη καθαρογραμμένο και ακατάληπτο σκεπτικό της αποφάσεως. 6) Απορριπτέοι οι έκτος και ένατος λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, όσον αφορά αντίστοιχα, την κατ΄ άρθρο 79 ΠΚ επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής και όσον αφορά τον κατ΄ άρθρα 94, 96, 97 ΠΚ καθορισμό της συνολικής ποινής (ΑΠ 407/2008, 1233/1991). Απορρίπτει την αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 374/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Δημητρούκα, περί αναιρέσεως της 1002, 1003/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λεωνίδα Σιδηρόπουλο.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1499/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Η έλλειψη όμως ακροάσεως προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αιτήσεως ή προτάσεως, που συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠοινΔ. Επίσης από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η ανάγνωση στο ακροατήριο χωρίς εναντίωση, οποιουδήποτε εγγράφου, του οποίου δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα κατά την αποδεικτική διαδικασία, έστω και ακύρου, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, διότι δεν εμπίπτει σε κανένα από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά την παρ. 2 εδ. α του ίδιου άρθρου (364 ΚΠοινΔ), διαβάζονται τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Η διάταξη όμως αυτή δεν απαγγέλλει ακυρότητα για την μη ανάγνωση των πρακτικών αυτών.
Συνεπώς έλλειψη ακροάσεως, η οποία ιδρύει τον από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος ζήτησε την ανάγνωση των πρακτικών αυτών και το Δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αναγνώσει αυτά, αυτό όμως πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως εκτιμάται, έλλειψη ακροάσεως, διότι το Δικαστήριο δεν ανέγνωσε, κατά το άρθρο 364 ΚΠοινΔ, τα με αριθ.1607/2007 πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί από τη δικάσιμο της 27-11-2007. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον το Δικαστήριο, δεν ανέγνωσε μεν τα ως άνω 1605/2007 πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί, πλην όμως από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων είχε ζητήσει ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του την ανάγνωση των πρακτικών αυτών, ώστε να υποχρεούται το Δικαστήριο να τα αναγνώσει και από την παράλειψη αυτή να ιδρύεται, κατά τα παραπάνω, ο από το άρθρο 510 αρ. 1 στοιχ. Β λόγος αναιρέσεως.
Κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ "Η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση". Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 333 παρ. 2, 352 παρ. 2 και 3 και 358 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, υποβάλλει αίτημα μετά από απόρριψη αιτήματος αναβολής της δίκης, προκειμένου να κληθεί και εξεταστεί συγκεκριμένος απουσιάζων μάρτυρας κατηγορίας, να μην αναγνωσθεί η κατάθεση του απολιπόμενου αυτού μάρτυρα κατηγορίας και το Δικαστήριο παραλείψει να αποφανθεί στο αίτημα αυτό του κατηγορουμένου. Αν δεν απαντήσει το Δικαστήριο επί του πιο πάνω αιτήματος του κατηγορουμένου, υφίσταται έλλειψη ακροάσεως αυτού, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι καμία ακυρότητα δεν δημιουργείται αν το Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, αναγνώσει στο ακροατήριο κατάθεση μάρτυρα που λήφθηκε κατά την προδικασία και αν ακόμη δεν βεβαιώσει στην απόφασή του ότι συνέτρεξε νόμιμη προς τούτο περίπτωση (αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα κ.λ.π.), εφόσον δεν αντέλεξε σχετικά ο κατηγορούμενος. Η λήψη υπόψη τέτοιας καταθέσεως από το Δικαστήριο παραβιάζει το παρεχόμενο από τα άρθρα 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και 6 παρ. 3 στοιχ. Δ της ΕΣΔΑ δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στο μάρτυρα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η κατάθεση αυτή αναγνώσθηκε και λήφθηκε υπόψη παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η παράλειψη αναφοράς στην απόφαση της συνδρομής νόμιμης προϋποθέσεως για την ανάγνωση μιας τέτοιας καταθέσεως μάρτυρα δε δημιουργεί έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, μετά την υπό του Δικαστηρίου απόρριψη του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής της δίκης για απουσία του μάρτυρος κατηγορίας Ψ2, προκειμένου να προσέλθει και εξεταστεί στο ακροατήριο, δεν υπέβαλαν αίτημα να μην αναγνωσθεί η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα, ούτε και αντέλεξε στην ανάγνωση από το Δικαστήριο της προανακριτικής καταθέσεως αυτού, άλλωστε δεν αναφέρεται στα παραπάνω πρακτικά, ότι αναγνώσθηκε η άνω κατάθεση όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Άρα, δεν δημιουργήθηκε καμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από τις προαναφερόμενες αιτίες και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Β και Δ' του ΚΠοινΔ, δεύτερο λόγο αναιρέσεως της αιτήσεως, ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του ως άνω νέου αιτήματος αυτού της μη αναγνώσεως καταθέσεως μάρτυρα κατηγορίας και "για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας" είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 1002,1003/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των σε αυτή κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, (μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο κατηγορούμενος εκμίσθωσε στους πολιτικώς ενάγοντες μια διώροφη μονοκατοικία με υπόγειο επιφάνεια 170m² στον καθένα με τον περιβάλλοντα χώρο που θα χρησίμευε για κατοικία, αντί μισθώματος 250.000 δρχ. Οι συμβάσεις αυτές καταρτίστηκαν το 1999 χάριν της αποπεράτωσης των εργασιών κατασκευής και οι μισθωμένες κατοικίες θα παραδίδονταν από τον εκμισθωτή - κατηγορούμενο σε καθένα από τους μισθωτές πολιτικώς ενάγοντες - την 1-12-99. Κατά την παράδοση των κατοικιών αυτές δεν ήταν πλήρως αποπερατωμένες εφόσον δεν υπήρχαν μπόϊλερ για ζεστό νερό, δεν υπήρχαν καπάκια στις λεκάνες της τουαλέτας, δεν είχαν ολοκληρωθεί τα υδραυλικά του πρώτου ορόφου κατά της απολήξεώς τους, υπήρχαν μικροπροβλήματα διαρροών και οσμής στο αποχετευτικό σύστημα, τα λουτρά στερούνταν αξεσουάρ, στις κεντρικές εισόδους δεν υπήρχαν , εμφανίστηκαν υγρασίες κ.λ.π. Ο εκμισθωτής ειδοποιήθηκε από τους μισθωτές να τακτοποιήσει τις όποιες ελλείψεις υπήρχαν, εφόσον οι τελευταίοι ήταν υποχρεωμένοι να κατοικήσουν στα μισθωμένα σπίτια, λόγω λήξης του χρόνου προγενεστέρων μισθώσεων. Τελικά οι μισθωτές - πολιτικώς ενάγοντες - με δικά της έξοδα και έτσι από το έτος 2000 άρχισε μεταξύ των συμβαλλομένων μια έντονη αντιδικία και προσωπική αντιπαράθεση. Οι πολιτικώς ενάγοντες παρήλθαν σε έγγραφη καταγγελία στην Πολεοδομία Θεσσαλονίκης σε βάρος του εκμισθωτή κατηγορουμένου σε σχέση με φερόμενες οικοδομικές παραβάσεις κατά της ανέγερσης των κατοικιών. Κατά την εξέλιξη της αντιδικίας μισθωτών και εκμισθωτή υπήρξε προσπάθεια προσέγγισης και συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς των αντιδικούντων, πράγμα το οποίο δεν επιτεύχθηκε. Ο κατηγορούμενος την 7-2-01 έγκλησή του κατά των πολιτικώς εναγόντων τους τελευταίους ότι την 8-11-2000 κατέθεσαν στην Πολεοδομία Θεσσαλονίκης την παραπάνω καταγγελία της σε βάρος του για ανύπαρκτη πολεοδομική παράβαση, προκειμένου να τον εξαναγκάσουν να υποκύψει στις παράνομες οικονομικές τους απαιτήσεις που διατυπώθηκαν και εγγράφως δηλώνοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση δε θ' ανακαλέσουν την καταγγελία και πιο συγκεκριμένα για να αποδειχθεί μείωση του τιμήματος από 250.000 δρχ. σε 200.000 δρχ. από Ιανουάριο 2000 έως τον αντίστοιχο μήνα του έτους 2001, να τους χορηγήσει απόδειξη είσπραξης 13 ενοικίων που δεν έχει εισπράξει ποσόν 5.200.000 δρχ. να της αναγνωρίσει αναγκαίες δαπάνες για αποκατάσταση ελαττωμάτων και την άρση των ελλείψεων συμφωνημένων ιδιοτήτων των μισθίων και να διαμορφώσει τον περιβάλλοντα χώρο με ολοκλήρωση της περίφραξης, επίστρωση με κ.λ.π. με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικής αξίας 3.525.000 δρχ. ο καθένας με αντίστοιχη οικονομική ζημία στην περιουσία του κατηγορουμένου. Τα παραπάνω όμως γεγονότα που ανέφερε ο κατηγορούμενος στην έγκλησή του ήταν ψευδή. Αποδέχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες δεν υπέβαλαν την από 8-11-2000 καταγγελία τους στην Πολεοδομία - η οποία μάλιστα και δεν προέκυψε ότι ήταν ψευδής - ως μέσο απειλής, ούτε επεχείρησαν να εξαναγκάσουν τον κατηγορύμενο σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημιά στην περιουσία του με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι περιουσιακό όφελος. Αλλωστε οι οικονομικές τους αξιώσεις λόγω των δαπανών αποκατάστασης των πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων στις οποίες προέβησαν είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους βάσιμες, γεγονός που κρίθηκε με την 5583/01 απόφαση του Μον. Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη την από 27-6-2000 αγωγή των πολιτικώς εναγόντων και έκρινε ότι τα ποσά που δαπανήθηκαν από τους πολιτικώς ενάγοντες - μισθωτές για την άρση των ελλείψεων που υπήρχαν στις κατοικίες που μίσθωσαν ανέρχονται σε 533.692 και 632.692 δρχ. αντίστοιχα. Ο κατηγορούμενος τέλεσε εν γνώσει του ψευδώς των όσων κατεμήνυσε και προέβη στην ενέργεια που αυτός με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των πολιτικώς εναγόντων για την άδικη πράξη της απόπειρας εκβίασης από κοινού, πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της και παραπέμφθηκαν να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Για την πράξη αυτή οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι με την 18102/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης που αναφέρεται στο διατακτικό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος κατά πλειοψηφία. Ένα όμως μέλος του Δικαστηρίου είχε τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί αθώος λόγω αμφιβολίας της παραπάνω πράξης. Ειδικότερα από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρθηκαν προέκυψαν αμφιβολίες ως προς τον δόλο του κατηγορουμένου για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης. Ειδικότερα ενόψει της αντιδικίας, η οποία είχε δημιουργηθεί μεταξύ κατηγορουμένου και πολιτικώς εναγόντων, αλλά κυρίως του γεγονότος ότι από τις πολεοδομικές παραβάσεις που υπήρχαν πραγματικό στις εμπειρίες κατοικίες - κλείσιμο ημιυπαιθρίων χώρων κ.λ.π. - οι πολιτικώς ενάγοντες είχαν όφελος, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποτρέψαν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, ούτε είχαν σχέση με τη διαφορά που είχα ανακύψει, ο κατηγορούμενος εύλογα πίστευε ότι η κίνηση αυτή των πολιτικώς εναγόντων είχε ως στόχο να τον εξαναγκάσουν να υποκύψει στις δικές τους οικονομικές απαιτήσεις". Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό κατ'έφεση του κατηγορουμένου Δικηγόρου, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, κατά πλειοψηφία, για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή σε βάρος των δύο εγκαλούντων πολιτικώς εναγόντων και του επέβαλε, ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, για καθεμία από τις δύο πράξεις και συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 94 παρ.2 και 229 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα: α) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), ενώ οι μάρτυρες Α και Β, αναφέρονται μεν στα πρακτικά ως μάρτυρες κατηγορίας, επειδή κλήθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καίτοι στην ουσία ήταν μάρτυρες υπερασπίσεως και ως τέτοιοι εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πλην όμως η αξιολόγηση των καταθέσεών τους από το Δικαστήριο δεν παραλλάσσει και δε δημιουργείται εκ τούτου καμία ασάφεια ούτε αμφιβολία ως προς το ότι λήφθηκαν υπόψη, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων. β) αναφέρονται στα πρακτικά τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και στην αιτιολογία αναφέρεται κατά τα ανωτέρω, και το αποδεικτικό αυτό μέσο κατά το είδος του, χωρίς να είναι αναγκαίο να μνημονεύεται καθένα έγγραφο χωριστά και το περιεχόμενο εκάστου και εκ τούτου δε δημιουργείται καμία ασάφεια ή αμφιβολία ότι αξιολογήθηκε και η αναγνωσθείσα 18102/2005 αθωωτική των πολιτικώς εναγόντων απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Από τα πρακτικά δε που επισκοπούνται και δεν προσβάλλονται για πλαστότητα, προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση αναγνώσθηκε, ενώ δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του σε σχέση με το συγκεκριμένο έγγραφο και το Δικαστήριο αρνήθηκε και απέρριψε το αίτημα αυτό. γ) το ενσωματωμένο στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογικό, είναι μεν χειρόγραφο της Προέδρου του Δικαστηρίου και όχι καθαρογραμμένο, αλλά από καμία διάταξη, ούτε από εκείνη του άρθρου 473 ΚΠοινΔ, που αναφέρεται στην καταχώρηση των αποφάσεων καθαρογραμμένων στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας, για να αρχίσουν οι προθεσμίες των ενδίκων μέσων, επιβάλλεται και μάλιστα με ποινή ακυρότητας, η καταχώρηση καθαρογραμμένου και του αιτιολογικού, ενώ, εξάλλου, από τα πρακτικά προκύπτει ότι αυτό είναι ευανάγνωστο και όχι ακατάληπτο, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, και συνεπώς μπορούσαν ο αναιρεσείων και ο συνήγορός του να αντιληφθούν πλήρως το όλο περιεχόμενό του και να διατυπώσουν, βάση αυτού, τους λόγους αναιρέσεως, όπως άλλωστε και έπραξαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, προβάλλοντας μάλιστα εννέα συνολικά λόγους αναιρέσεως. δ) αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ, δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει όλα αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Επομένως, υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την ενοχή, δεν επήλθε καμία ακυρότητα της διαδικασίας, το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και με το να προχωρήσει στην κήρυξη της ενοχής και την επιβολή ποινής, δεν υπερέβη την εξουσία του και οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ, και Ε ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι πέμπτος, έβδομος και όγδοος, λόγοι αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις, όπως είναι και η περί απορρίψεως αιτήματος αναβολής απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε κατά την αρχή της διαδικασίας, την αναβολή της δίκης, για το λόγο "ότι απουσίαζεν ο ένας από τους δύο πολιτικώς ενάγοντες Ψ2, του οποίου η μαρτυρία ήταν αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας".
Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό με την εξής αιτιολογία:
"Η απουσία του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2κρίνεται ότι δε μπορεί να οδηγήσει σε αναβολή της εκδίκασης της παρούσης υπόθεσης, εφόσον πέραν του ότι δεν έχει ακόμη προκύψει λόγος αποβολής, ο παραπάνω παρίσταται υπό την ιδιότητα που αναφέρεται δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Λ. Σιδηρόπουλου. Αλλωστε ο παριστάμενος υπό την ίδια ιδιότητα μάρτυρα Γ, ο οποίος από κοινού με τον απολιπόμενο υπέβαλαν στην Πολεοδομία Θεσσαλονίκης την αναφερομένη στο διατακτικό καταγγελία είναι σε θέση να καταθέτει για τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση. Πρέπει λοιπόν ν' απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου". Η παραπάνω αιτιολογία είναι πλήρης, όπως απαιτεί το Σύνταγμα και ο ΚΠοινΔ, και το Δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία έκρινε, κατ'άρθρο 352 ΚΠοινΔ, ότι η παρουσία και η μαρτυρία του άνω μάρτυρα πολιτικώς ενάγοντος, ενόψει της παρουσίας του ετέρου μάρτυρα - πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, αφού και οι δύο υπέβαλαν κοινή καταγγελία στην Πολεοδομία Θεσσαλονίκης, δεν ήταν αναγκαία και προχώρησε στην αποδεικτική διαδικασία, η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου της ουσίας περί της μη αναγκαιότητας αναβολής της δίκης είναι ανέλεγκτη αναιρετικά και το Δικαστήριο, αφού απέρριψεν αιτιολογημένα το παραπάνω αίτημα αναβολής, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας ή της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και έλλειψης ακροάσεως και οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β, Δ και Η τέταρτος λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, ορίζεται ότι " στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αναφέρει τις διατάξεις του ΠΚ που προβλέπουν και τιμωρούν τις πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και κατά την επιμέτρηση της πιο πάνω ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Δικηγόρο, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία, εξειδίκευση της βλάβης των πολιτικώς εναγόντων και αναφορά και συσχετισμός των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από τη διαδικασία δεν χρειαζόταν.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση κατά την επιμέτρηση της συνολικής ποινής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, λόγω απλής επανάληψης της διατάξεως του νόμου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1,2 του ΠΚ, ορίζεται ότι "κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο, με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από : α) . β).. γ)..., οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών κλπ... (παρ.1). Αν τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. (παρ.2). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, μόνο προκειμένου για τον καθορισμό συνολικής ποινής επί συρροής ποινών σε χρήμα πρέπει να διαλαμβάνεται ότι για την επαύξηση ελήφθησαν υπόψη οι οικονομικοί όροι του καταδικασθέντος. Όμως όταν έχουν επιβληθεί δύο ίσης διάρκειας ποινές φυλακίσεως για δύο εγκλήματα που τελέσθηκαν με μία πράξη και όχι ποινές σε χρήμα, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία της αποφάσεως ως προς το μέτρο της κάθε ποινής, αρκεί να είναι η επαύξηση στα όρια που καθορίζονται στην παραπάνω παρ.1 του άρθρου 94 ΠΚ. Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο, για δύο εγκλήματα ψευδούς καταμηνύσεως, που τελέστηκαν με μία πράξη, όπως από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του προκύπτει, αφού επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινές φυλακίσεως έξι μηνών για καθένα από αυτά, προκειμένου, να προβεί στον καθορισμό μιας συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής, στο σκεπτικό του αναφέρει τα εξής: "επειδή στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 94 ΠΚ περί καθορισμού συνολικής ποινής των ποινών που έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο για τα παραπάνω συρρέοντα εγκλήματα. Επομένως πρέπει να καθορισθεί η αναφερόμενη στο διατακτικό συνολική ποινή, όπως ειδικότερα ορίζεται σ'αυτό, ενόψει και των προϋποθέσεων που καθορίζει η διάταξη αυτή" και στη συνέχεια το Δικαστήριο καθόρισε μία συνολική ποινή οκτώ μηνών, αποτελούμενη από τη μία, από τις ίσης διάρκειας έξι μηνών, επιβληθείσες δύο ποινές φυλακίσεως, επαυξανόμενη κατά δύο μήνες από τη δεύτερη ίση ποινή. Με αυτό το περιεχόμενο η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόρισε τη συνολική ποινή μέσα στα ως άνω όρια του νόμου και έχει την οφειλόμενη για την περίπτωση, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν χρειαζόταν ουδείς συσχετισμός των δεδομένων της υποθέσεως με τις άνω τυπικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 94 παρ.1 του ΠΚ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠοινΔ ένατος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη των δια του ιδίου πληρεξουσίου Δικηγόρου παραστάντων πολιτικώς εναγόντων(176,183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθμ. 20/10-9-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 1002, 1003/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή