Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Ισχυρισμός αυτοτελής.
Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Μη αυτοτελής ο ισχυρισμός ότι δεν είχε δόλο διάπραξης η αξιόποινη πράξη του άρθρ. 18 Ν. 2523/1997, εκ του λόγου ότι είχε παύσει τις πληρωμές του πριν τον φερόμενο χρόνο τέλεσης της πράξης. Απορρίπτεται η αναίρεση.
Αριθμός 2618/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φραγκίσκο - Γεώργιο Αυγερινό, για αναίρεση της με αριθμό 1.560/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 547/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος παρ.3 και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 περ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Επίσης, η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 1560/2008 απόφαση, που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην Αθήνα την 25.2.2001 η κατηγορουμένη που ασκούσε ατομική επιχείρηση (πυροσβεστικά είδη και μελέτες πυρασφάλειας), τηρώντας βιβλία Β' κατηγορίας, δεν κατέβαλε προς το δημόσιο το ποσό φόρου προστιθέμενης αξίας, από 17.080.922 δραχμές, που είχε παρακρατήσει κατά τη χρονική περίοδο 1/1 έως 31-12-2000 για να το αποδώσει στο δημόσιο και έπρεπε να υποβάλλει σχετική δήλωση και να καταβάλλει το ποσό μέχρι την 25-2-2001. Η ως άνω φορολογική εγγραφή οριστικοποιήθηκε την 24-9-2004, ενώ ήδη το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 10.00.000 δραχμές (βλ. κατάθεση μάρτυρος). Με την 963/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η κατηγορουμένη κατόπιν αιτήσεως πιστωτή αυτής κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ημερομηνία παύσεως πληρωμών η 12-10-1999. Δεδομένου ότι η κατηγορουμένη γνώριζε ότι η επιχείρησή της βρισκόταν σε κατάσταση παύσης πληρωμών από 12-10-1999, όμως η ίδια δεν τήρησε τη νόμιμη υποχρέωση της προς δήλωση παύσης πληρωμών (άρθρο 526 ΕμπΝ), αλλά συνέχιζε τις εργασίες της επιχείρησης, εμφάνιζε εγγραφές στα βιβλία της επιχείρησης μέχρι και τον Οκτώβριο 2000, προέβη σε περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ προς την αρμόδια ΔΟΥ (βλ. μηνυτήρια αναφορά), δημιουργώντας συγχρόνως περαιτέρω χρέη (στην αιτούσα την πτώχευση, τράπεζες κλπ, βλ την ως άνω απόφαση κήρυξη πτώχευσης), όπως και το επίδικο, που προήλθε από την εμπορική της δραστηριότητα για το έτος 2000, και έπρεπε να καταβληθεί μέχρι την 25-2-200Ι, παρότι από Μάϊο 2000 είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, δεν αναιρείται ο δόλος της για την ως άνω αξιόποινη πράξη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Δικαστήριο της ουσίας, με το να απορρίψει με την πιο πάνω αιτιολογία τον ισχυρισμό της, ότι οι πράξεις που τις αποδίδονται δεν οφείλονται σε δόλια αυτής προαίρεση, αλλά στην παύση των πληρωμών της την 12.10.1999, η οποία ορίσθηκε με την 63/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κήρυξε αυτή σε κατάσταση πτώχευσης, δηλαδή πριν από τις 25.2.2001, που φέρεται ότι διέπραξε το αδίκημα της φοροδιαφυγής, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεσείουσας, περί μη δυνατότητας πληρωμής των οφειλομένων προς το Δημόσιο χρεών, έτσι όπως προτάθηκε, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, δηλαδή ισχυρισμό με την έννοια που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη, αλλά απλό αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, αφού ενεργεί ως στοιχείο αναιρετικό του δόλου και τίποτε περισσότερο. Και τούτο διότι δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου ούτε στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 18 παρ.1α του Ν.2523/1997 και είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με ημέρα παύσεως των πληρωμών προγενέστερη της ως άνω αξιόποινης πράξης, αφού και στην περίπτωση αυτή η προβλεπόμενη αξιόποινη πράξη προϋποθέτει δόλο, ο οποίος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν όφειλε να απαντήσει επ' αυτού. Το Δικαστήριο, όμως, ως εκ περισσού, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν με την πιο πάνω αναφερόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τ' αντίθετα.
Μετά από αυτά και πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.2.2008 αίτηση της Χγια αναίρεση της 1.560/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ