Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 250 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Έγγραφα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Ναρκωτικά, Συναυτουργία, Ακροάσεως έλλειψη, Μάρτυρες.




Περίληψη:
Παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως μολονότι φέρει την υπογραφή του Διευθυντή της Φυλακής μόνο στην πρώτη σελίδα της εκθέσεως και όχι στο επισυναπτόμενο κείμενο αναιρετικών λόγων, αφού για την έλλειψη αυτή δεν ευθύνεται ο αναιρεσείων. Ναρκωτικά. Έννοια κατοχής από κοινού. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για από κοινού κατοχή ναρκωτικής ουσίας με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ’ επάγγελμα τελέσεως και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι, εκ των οποίων ο ένας ασχολείται με τα ναρκωτικά λόγω της υπηρεσίας του, είναι άτομα ιδιαίτερα επικίνδυνα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητη ειδική μνεία και αξιολόγηση των δύο Εκθέσεων της Χημικής Υπηρεσίας, διότι η μεν μία δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκε υπόψη, αφού το συμπέρασμα της και το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως ταυτίζονται, η δε άλλη δεν αφορά τη ναρκωτική ουσία για την οποία η καταδίκη (κάνναβη), αλλά άλλη (κοκαΐνη). Η παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 369 παρ. 1, 3 ΚΠΔ επάγεται απόλυτη ακυρότητα, διότι αφορά στην άσκηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Δεν επήλθε στη συγκεκριμένη περίπτωση διότι δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου επί της ενοχής. Ο διευθύνων τη συζήτηση δεν έχει υποχρέωση να δώσει λόγο στους διαδίκους χωρίς αίτησή τους για να προβούν σε παρατηρήσεις και δηλώσεις κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ. Πρακτικά συνεδριάσεως. Αποδεικτική δύναμη αυτών. Παράλειψη εξετάσεως μάρτυρα υπερασπίσεως δεν συνιστά αναιρετική πλημμέλεια αλλά δίνει δικαίωμα στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο Δικαστήριο και αν αυτό παραλείψει να απαντήσει ή απορρίψει την προσφυγή παρά το νόμο, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ακροάσεως. Η μη ανάγνωση εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ακροάσεως. Απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο. Δεν επήλθε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι το έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε αναφέρεται διηγηματικά στην αιτιολογία της αποφάσεως. Δεν επήλθε, επίσης, διότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας εγγράφων στα πρακτικά είναι επαρκής, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση για την επιμέτρηση της ποινής. Αβάσιμος ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως, διότι το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τις οδηγίες και τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ (για τη στερητική της ελευθερίας) και του άρθρου 80 ΠΚ (για την χρηματική ποινή) και δεν είχε υποχρέωση να παραθέσει στην απόφαση επιπλέον περιστατικά για την αιτιολόγηση της ποινής που επέβαλε. Το ιδιαιτέρως επικίνδυνο του δράστη που είχε διαγραφεί από τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987, με το άρθρο 4 παρ.3 του Ν. 2408/1996, συμπεριελήφθη και πάλι στις περιστάσεις αυτές με το άρθρο 2 παρ. 15 του Ν. 2479/1997. Απορρίπτεται ο περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987 λόγος αναιρέσεως και εκ της παραδοχής του ιδιαιτέρως επικινδύνου των δραστών, διότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως η επιβαρυντική αυτή περίσταση είχε συμπεριληφθεί και πάλι στις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από το ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του για να υποβάλλουν ερωτήσεις σε συγκατηγορούμενό του, διότι δικαίωμα υποβολής τέτοιων ερωτήσεων έχει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του μόνον δια του Προέδρου και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υποβλήθηκε αίτημα υποβολής ερωτήσεων με τη μεσολάβηση του Προέδρου. Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική δίκη. Διαφορετικά προσβάλλεται το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα. Απόρριψη ελαφρυντικών άρθρ. 84 παρ. 2 δ΄ και ε΄ ΠΚ. Δεν υπήρχε υποχρέωση απαντήσεως και ιδιαίτερης αιτιολογήσεως, διότι τα προβληθέντα σχετικώς δεν συνιστούν ειλικρινή μετάνοια και καλή μετά την πράξη συμπεριφορά με την έννοια των άνω διατάξεων.




Αριθμός 250/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Ελευθέριο Νικολόπουλο (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου (ορισθείσα με την υπ' αριθ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Κουρκάκη) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στο ....., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Μαρούπα, 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, 3) Χ3 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Καπερνάρο και 4) Χ4 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 12/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας. Το Πενταμελές Εφετείο Κερκύρας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4.2.2007, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 2.3.2008 προσθέτους λόγους, 24.4.2007, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 28.2.2008 προσθέτους λόγους, 7.5.2007 και 15.2.2007, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 7.1.2008 προσθέτους λόγους, αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 946/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν εν μέρει δεκτές και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι αιτήσεις αναιρέσεως των πρώτου και δευτέρου και να απορριφθούν του τρίτου και τετάρτου των αναιρεσειόντων.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Συνεκδικάζονται ως συναφείς, στρεφόμενες κατά της αυτής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας (υπ' αριθ. 12/2007), οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως 1) από 4.2.2007 του Χ1, 2) από 24.4.2007 του Χ2 και 3) από 7.5.2007 του Χ3, καθώς και οι παραδεκτώς ασκηθέντες από τους πρώτο και δεύτερο, με τα από 3.3.2008 δύο δικόγραφα, πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Περαιτέρω, εισάγεται ενώπιον του Αρείου Πάγου και η από 15.2.2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, του Χ4, ασκηθείσα ενώπιον του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής ....., περί της οποίας συντάχθηκε η 3/28.2.2007 Έκθεση. Στην Έκθεση αυτή, που υπογράφεται τόσον από τον αναιρεσείοντα, όσον και από τον ανωτέρω Διευθυντή της Φυλακής, δεν περιέχεται κανένας σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, αλλά παρατίθεται απλώς το κείμενο της διατάξεως, που προβλέπει ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, το οποίο (κείμενο) δεν αρκεί για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Περιέχεται, όμως, στην εν λόγω Έκθεση η δήλωση του αναιρεσείοντος ότι "αιτεί την αναίρεση ... και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει στην από 12.2.2007 επισυναπτόμενη αίτησή του". Η τελευταία αυτή αίτηση περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους αναιρέσεως και έχει επισυναφθεί στην ως άνω Έκθεση, όπως προκύπτει από τη σφραγίδα που έχει τεθεί επ' αυτής περί της παραλαβής της από την Κλειστή Φυλακή ....."την 15.2.2007 με αριθ. πρωτ. 2285", πλην υπογράφεται μόνον από τον αναιρεσείοντα. Η μη υπογραφή της, εν τούτοις, και από τον Διευθυντή της ανωτέρω Φυλακής, καίτοι παραλήφθηκε και προωθήθηκε αρμοδίως, προσαρτημένη στην Έκθεση, δεν επιτρέπεται να λειτουργήσει σε βάρος του αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν ευθύνεται για την παράλειψη αυτή. Επομένως, η συγκεκριμένη αίτηση θεωρείται ότι έχει ενσωματωθεί στην Έκθεση αναιρέσεως, της οποίας συμπληρώνει το περιεχόμενο, με συνέπεια η τελευταία να καθίσταται έτσι παραδεκτή, ως περιέχουσα λόγους αναιρέσεως, εντεύθεν δε να είναι παραδεκτοί και οι ασκηθέντες απ' τον ίδιο αναιρεσείοντα, με το από 7/8.1.2008 δικόγραφο, πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι, μετά ταύτα (αίτηση και πρόσθετοι λόγοι), πρέπει να συνεκδικασθούν με τις προαναφερθείσες τρεις αιτήσεις.
Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. ζ' του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 και ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες (17.5.2005), το έγκλημα της κατοχής ναρκωτικών, στα οποία περιλαμβάνεται και η ινδική κάνναβη, το οποίο τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και με χρηματική ποινή 2099 μέχρι 290.000 ευρώ και αν ο δράστης είναι υπάλληλος, ο οποίος λόγω της υπηρεσίας του ασχολείται με τα ναρκωτικά, με κάθειρξη 15 ετών και χρηματική ποινή 15.000 μέχρι 440.000 ευρώ (άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου), πραγματώνεται αντικειμενικώς με τη φυσική εξουσίαση των ουσιών αυτών από τον δράστη, κατά τρόπο που να μπορεί αυτός σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγματικά κατά την βούλησή του, ενώ για την υποκειμενική θεμελίωσή του απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και την θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει την πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόστασή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23 του ανωτέρω Κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον ως άνω ενδιαφέροντα χρόνο, με τις σ' αυτό προβλεπόμενες (βαρύτερες των ανωτέρω) ποινές τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του ίδιου νόμου, αν, εκτός άλλων περιπτώσεων, ενεργεί κατ' επάγγελμα ή οι περιστάσεις τελέσεως μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' και ζ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ιδιαίτερα δε επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν από τη βαρύτητα της πράξεως, τον τρόπο και τις συνθήκες τελέσεώς της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικούς κοινός δόλος όλων όσοι συμπράττουν, δηλαδή ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος (Ολ. ΑΠ 50/1990). Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι η τελευταία πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συναυτουργών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της, οι επί μέρους ενέργειες καθενός εξ αυτών. Ενόψει αυτών, συναυτουργία στην κατοχή, ειδικότερα, ναρκωτικών ουσιών (συγκατοχή) υπάρχει όταν μεταξύ των δραστών υφίσταται κοινός δόλος φυσικής εξουσιάσεως της συγκεκριμένης ποσότητας των ουσιών αυτών, καθώς και δυνατότητα ασκήσεως της φυσικής αυτής εξουσιάσεως από όλους τους συναυτουργούς, κατά τρόπο που να μπορεί καθένας απ' αυτούς να διαπιστώνει την ύπαρξη της και να τη διαθέτει κατά τη βούληση του.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στην παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων, όπως είναι και οι προαναφερθείσες των άρθρων 8 του Ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. στ' και ζ' ΠΚ, και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών και δη 264 κιλών ακατέργαστης ινδικής καννάβεως, πράξη που τέλεσαν κατ' επάγγελμα και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, ο δ' εξ αυτών Χ3 με την ιδιότητα του ασχολουμένου με τη δίωξη των ναρκωτικών υπαλλήλου - λιμενοφύλακα, και επιβλήθηκε στον καθένα, αφού τους αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, κάθειρξη 18 ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από τον συνδυασμό του σκεπτικού και του διατακτικού της, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: "Τις νυχτερινές ώρες της 17-5-2005 ομάς της Δίωξης Ναρκωτικών Κερκύρας εκτελούσε υπηρεσία στην περιοχή ..... της ..... και συγκεκριμένα στα παράλια της περιοχής αυτής. Στην ομάδα αυτή μετείχαν, μεταξύ άλλων, και οι εξετασθέντες μάρτυρες (Α- Β). Η ομάς, στην οποία μετείχε ο δεύτερος μάρτυρας, αντιλήφθηκε, μετά την 12η νυχτερινή ώρα, μικρό ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής OPEL (.....), με δυο επιβαίνοντες να κινείται με προσοχή και να κατέρχεται ατραπό που οδηγεί στην θάλασσα. Κοντά στην παραλία, το αυτοκίνητο αυτό σταμάτησε με αναμμένα φώτα και κατέβηκε ο ένας των επιβαινόντων. Ο τελευταίος κατευθύνθηκε σε μέρος της ακτής όπου ήταν επιμελώς κρυμμένοι σάκκοι και αφού άνοιξε ένα ή δύο τούτων ήλεγξε δε το περιεχόμενο τους επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Την στιγμή εκείνη έγινε αισθητή η παρουσία στην περιοχή της άλλης ομάδος διώξεως με μηχανοκίνητα μέσα και έτσι το ΙΧΕ αυτό αυτοκίνητο επεχείρησε να απομακρυνθεί του σημείου, αλλά πιο κάτω, σε μικρή απόσταση από τούτο, με επέμβαση της άλλης ομάδος ακινητοποιήθηκε και συνελήφθησαν οι επιβαίνοντες. Επρόκειτο περί του δευτέρου και τρίτου των κατηγορουμένων (εννοούνται οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2). Στο μεταξύ και στο ανωτέρω σημείο, μετά ταύτα εμφανίσθηκε κι άλλο ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής NISSAN τύπου "MICRA" (.....) που πραγματοποίησε τις ίδιες κινήσεις. Εξ αυτού κατήλθε ο ένας των επιβαινόντων και αφού ήλθε σε επαφή με το περιεχόμενο των σάκκων ήλεγξε τούτο επέστρεψε στο αυτοκίνητο και προσπάθησαν να απομακρυνθούν της τοποθεσίας, πιστεύοντας ότι έγιναν αντιληπτοί. Έτσι ακινητοποιήθηκε το αυτοκίνητο και συνελήφθησαν και οι επιβαίνοντες τούτου από τη δεύτερη ομάδα. Επρόκειτο περί των πρώτου και τετάρτου των κατηγορουμένων (εννοούνται οι αναιρεσείοντες Χ3 και Χ4), εκείνος δε που κατήλθε του αυτοκινήτου ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, λιμενικός υπάλληλος και μάλιστα των Ειδικών Δυνάμεων του Λιμενικού Σώματος. Μετά την επέμβαση της ανωτέρω διωκτικής δυνάμεως πήγαν στον χώρο εναποθέσεως των σάκκων, όπου καταμετρήθηκαν δώδεκα, με περιεχόμενο 264 κιλών, περίπου, ακατέργαστης ινδικής καννάβεως. Τα ναρκωτικά αυτά ήλθαν από την Αλβανία με ταχύπλοο σκάφος, που απόθεσε το φορτίο του στην παραλία και υπό τα όμματα του τρίτου κατηγορουμένου (Χ2). Οι κατηγορούμενοι μετά την σύλληψή τους οδηγήθηκαν στο κατάστημα της Υπηρεσίας όπου διενεργήθηκαν και οι πράξεις προδικασίας (ως η έκθεση συλλήψεως χωρίς στην πράξη αυτή να μετέχει και ο δεύτερος εξετασθείς μάρτυρας, Β). Ιθύνων νους της όλης επιχειρήσεως είναι, ως συνομολογείται, ένα άτομο, Αλβανικής καταγωγής, ονόματι Γ που διαφεύγει της συλλήψεως. Ο τελευταίος, διαθέτων για τις κινήσεις του και ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής ROVER, οργάνωσε την όλη επιχείρηση μεταφοράς των ναρκωτικών όχι δια των μικρών, ως άνω ΙΧΕ αυτοκινήτων αλλά δια φορτηγού, το οποίο, μετά την επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων, δεν εμφανίσθηκε. Ειδικότερα ο Γ οργάνωσε την ομάδα των κατηγορουμένων, γνωρίζοντας το τέταρτο τούτων και αφού τον πλησίασε, εκμεταλλευόμενος την οικονομική του ανάγκη, του είπε για μια "δουλειά" στην ....., αντί αμοιβής 3.000€. Μετά στρατολογήθηκε ο τρίτος κατηγορούμενος και στη συνέχεια οι πρώτος και δεύτερος, που ήταν και γνωστοί, ώστε τελικά να συγκροτηθεί η τετραμελής ομάς, που θα μετέβαινε στην ..... αντί αμοιβής, δι' έκαστον, του ποσού των 3.000 €. Στην συνέχεια, από γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων μισθώθηκαν τα παραπάνω αυτοκίνητα, με τα οποία ανά ζεύγη η ομάς μετέβη στην ..... . Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, παρά το ότι είχε δικό του αυτοκίνητο, μίσθωσε άλλο ΙΧΕ από εταιρεία (Hertz). Βέβαια οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι δεν ήξεραν τίποτε σχετικά με τα ναρκωτικά, αλλά απλά θα φύλαγαν "τσίλιες", όμως ιδιαίτερα εκ των απολογιών των κατηγορουμένων προκύπτει ότι οι ίδιοι ήξεραν το παράνομο της ενεργείας τους αυτής, για την οποία και θα έπαιρναν την ανωτέρω αμοιβή για την μεταφορά των ναρκωτικών στην ...... Τούτο οπωσδήποτε περιήλθε σε γνώση του πρώτου κατηγορουμένου ανθρώπου με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, εκ της υπηρεσίας του, εφ' όσον από τις κινήσεις της ομάδος (ενοικίαση αυτοκινήτων, μετάβαση στην ....., κίνηση σε παραλιακή, ερημική τοποθεσία κατά τις νυκτερινές ώρες και αμοιβή) έπρεπε και να καταλάβει το έκνομο των ενεργειών αυτών. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος για την δραστηριότητά του αυτή αποτάχθηκε ήδη του Λιμενικού Σώματος. Μάλιστα, όταν έφθασαν στην ....., οι κατηγορούμενοι, με εναλλαγή των ενοικιασθέντων ως άνω αυτοκινήτων, βρέθηκαν σε συγκέντρωση για τον συντονισμό του κοινού σχεδίου δράσεώς τους. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι ο τρίτος κατηγορούμενος δέχθηκε στο Δικαστήριο ότι είδε το σκάφος από το οποίο πετούσαν τους σάκκους στην ξηρά. Οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, χωρίς να είναι τοξικομανείς, οπωσδήποτε ήλθαν σε άμεση επαφή με την ποσότητα των ναρκωτικών και ήταν γνώστες της κοινής τους δράσεως, είχαν την κατοχή των ναρκωτικών, η δε πράξη τους αυτή αξιολογείται ότι τελέσθηκε κατ' επάγγελμα, ... αφού από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει και συγκεκριμένα από το γεγονός ότι ενήργησαν βάσει οργανωμένου σχεδίου ορμώμενοι από την πόλη της Αθήνας με προορισμό την ..... για την τέλεση της πράξεώς τους, ήτοι την παραλαβή της ανωτέρω μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών από απόμερο σημείο στην παραλία ....., τη χρησιμοποίηση ενοικιαζομένων μεταφορικών μέσων, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της άνω πράξεως καθώς και τη συμφωνημένη αμοιβή τους ανερχόμενη σε 3.000 ευρώ για τον καθένα, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος ... από δε τις ανωτέρω περιστάσεις, με τις οποίες τελέσθηκε η πράξη τους και ειδικότερα από το μεγάλο μέγεθος της ποσότητας των ναρκωτικών με σκοπό την απόκτηση ευκόλου κέρδους χωρίς στάθμιση της τεράστιας επικινδυνότητας που προκαλείται από αυτήν, την ποιότητα και την ένταση των αιτίων που τους ώθησαν σε αυτήν, προκύπτει ροπή τους προς διάπραξη νέων παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον, ήτοι ότι είναι άτομα ιδιαίτερα επικίνδυνα ... . Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως της κατοχής ναρκωτικών από κοινού με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8 ν. 1729/87 και με την συνδρομή του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ μετ' απόρριψη των σχετικών ισχυρισμών των κατηγορουμένων περί α) ακυρότητας της προδικασίας, β) απόπειρας και συνεργείας σε κατοχή ναρκωτικών, γ) υπάρξεως προπαρασκευαστικών πράξεων μη τιμωρητέων και χορηγήσεως ελαφρυντικού ειλικρινούς μεταμέλειας, κατά τα προεκτεθέντα ...".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, τόσον ως προς την τέλεση εκ μέρους των αναιρεσειόντων της ως άνω πράξεως της κατοχής ναρκωτικών ουσιών από κοινού, όσον και ως προς την παραδοχή των επιβαρυντικών περιστάσεων, υπό τις οποίες η πράξη αυτή τελέσθηκε, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της από κοινού κατοχής ναρκωτικών ουσιών, κατ' επάγγελμα και από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 περ. ζ', 6 και 8 του Ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. στ', ζ' και 45 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, λεκτέα τα εξής: α) οι ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως θεμελιώνουν την υπό των αναιρεσειόντων τέλεση κατά συναυτουργία της πράξεως της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, καθόσον η φυσική εξουσίαση, με την έννοια που προεκτέθηκε, δεν πληρούται μόνον με τη σωματική επαφή του δράστη με τη ναρκωτική ουσία, αλλ' αρκεί το γεγονός, όπως εν προκειμένω, ότι οι αναιρεσείοντες βρέθηκαν σε τοπική εγγύτητα προς τη συγκεκριμένη ποσότητα των ναρκωτικών, η οποία τους επέτρεπε, μετά τον έλεγχο της εν λόγω ποσότητας από τους δύο εξ αυτών και τη διαπίστωση της υπάρξεώς της στον καθορισμένο τόπο, να τη διαθέτουν κατά βούληση, όντος αδιαφόρου μέχρι πότε την κατείχαν και τι απέγινε η ποσότητα αυτή, β) η κατά συναυτουργία ως άνω κατοχή των ναρκωτικών από τους αναιρεσείοντες αναφέρεται ρητώς στην απόφαση με την ως άνω έννοια της φυσικής εξουσιάσεως τούτων από αυτούς, αιτιολογείται δε πλήρως από την παραδοχή ότι ενήργησαν από κοινού, στον αυτό τόπο και χρόνο και ότι ο καθένας γνώριζε επακριβώς τις ενέργειες και το δόλο του άλλου να τελέσει την ίδια με αυτόν πράξη και ήθελε την εν λόγω σύμπραξη μ' εκείνον, γ) η κατ' επάγγελμα και από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους τέλεση της πράξεως αιτιολογείται πλήρως από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως και ιδίως από το λεπτομερώς περιγραφόμενο ευρύτερο εγκληματικό σχέδιο και την ένταξη των αναιρεσειόντων σ' αυτό, το οποίο περιελάμβανε μετάβασή τους από την ..... στην ....., ως ομάδας, με μισθωμένα αυτοκίνητα που ενήλλασσαν μεταξύ τους, σύσκεψη αυτών στην ..... για το συντονισμό του σχεδίου δράσεώς τους, με κατανομή αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού, ανάπτυξη της σε εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου δραστηριότητάς τους νυχτερινές ώρες, επιλογή ερημικής τοποθεσίας της ..... και λήψη αμοιβής, ήτοι παραδοχές που αιτιολογούν τη διαμόρφωση υποδομής με πρόθεση τελέσεως της πράξεως προς πορισμό εισοδήματος, συνδυαζόμενες δε με το ότι, κατά τις ίδιες ως άνω παραδοχές, επρόκειτο για μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών και ότι οι αναιρεσείοντες ενήργησαν χωρίς στάθμιση της επικινδυνότητας που προκαλείται από αυτή, αιτιολογούν, επίσης, ότι οι περιστάσεις τελέσεως της πράξεως μαρτυρούν πως οι αναιρεσείοντες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, εντεύθεν δε την αντικοινωνικότητά τους και τη ροπή τους προς διάπραξη παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον, δ) η παραδοχή της αποφάσεως ότι οι αναιρεσείοντες στρατολογήθηκαν αντί 3.000 ευρώ αμοιβής, ο καθένας, δεν είναι αντιφατική προς την κατοχή των ναρκωτικών, με την εκτεθείσα έννοια, που δέχθηκε η απόφαση, καθόσον η στρατολόγηση δηλώνει την ένταξη των αναιρεσειόντων στο ανωτέρω ευρύτερο εγκληματικό σχέδιο, στα πλαίσια του οποίου έλαβαν στην κατοχή τους τα ναρκωτικά και είχαν δυνατότητα διαθέσεως αυτών ανά πάσα στιγμή, ε) η παραδοχή της αποφάσεως ότι ο αλβανός Γ είχε τον γενικό συντονισμό της υποθέσεως, με το να οργανώσει την δια ταχυπλόου σκάφους εισαγωγή των ναρκωτικών στη Χώρα μέσω ερημικής παραλιακής περιοχής της ....., την απόθεσή τους στο συγκεκριμένο σημείο, τη στρατολόγηση της ομάδας των αναιρεσειόντων, την ειδοποίηση αυτών ότι τα ναρκωτικά θα ευρίσκοντο κατά τον συγκεκριμένο χρόνο στον ως άνω τόπο και την περαιτέρω μεταφορά τους από τον συγκεκριμένο τόπο σε άλλον με φορτηγό αυτοκίνητο, δεν είναι αντιφατική προς την παραδοχή της κατοχής των ναρκωτικών από τους αναιρεσείοντες, διότι η δραστηριότητα αυτή του αλβανού Γ δεν αποκλείει την ύπαρξη της κατοχής των εν λόγω ουσιών από τους αναιρεσείοντες, την οποία δεν αποκλείει, επίσης, ούτε η μη κατάφαση από την απόφαση κυριότητας των αναιρεσειόντων επί των ναρκωτικών αυτών, στ) δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει με ιδιαίτερη αιτιολογία στους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων περί ελλείψεως των στοιχείων της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκαν και περί του ότι η πράξη αυτή δεν τελέσθηκε με τις επιβαρυντικές περιστάσεις που έγιναν δεκτές, καθόσον οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αυτοτελείς αλλά αρνητικοί της κατηγορίας, ενώ, εξάλλου, δεχόμενη η απόφαση ότι αποδείχθηκε τετελεσμένη συγκατοχή των ναρκωτικών με φυσικούς αυτουργούς τους αναιρεσείοντες, επαρκώς αιτιολόγησε, εκ του πράγματος, την απόρριψη των ισχυρισμών τους ότι επρόκειτο για απόπειρα κατοχής των ναρκωτικών, ή για απλή συνέργεια σε τέτοια κατοχή, ή για μη τιμωρητές προπαρασκευαστικές πράξεις της κατοχής αυτής, ζ) η από 7.6.2005, με αριθ. πρωτ. 1896, "Έκθεση Εξέτασης" της Γ' Χημικής Υπηρεσίας Αθηνών, η οποία αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και αναφέρεται στα πρακτικά υπό τον αριθμό 14 του καταλόγου των και πρωτοδίκως αναγνωσθέντων εγγράφων, ως προς την οποία προβάλλεται ότι δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, αφού δεν μνημονεύεται ειδικώς, καίτοι αποτελεί το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν αφορά στην πράξη για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες, αλλ' αναφέρεται, όπως από την παραδεκτή επισκόπησή της προκύπτει, στην εξέταση δείγματος σκόνης 2,2 γραμμαρίων, στο οποίο οι διενεργήσαντες την εξέτασή του ανίχνευσαν την ναρκωτική ουσία "κοκαΐνη" και συνεπώς χωρίς έννομο συμφέρον προβάλλονται τα ανωτέρω, η) η από 24.5.2005, με αριθ. πρωτ. ..... "Έκθεση Εξέτασης" της Χημικής Υπηρεσίας ....., η οποία αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως υπό τον αριθμό 13 του ως άνω καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων και της οποίας προβάλλεται η μη ειδική μνημόνευση, οπουδήποτε του σκεπτικού, αν και αποτελεί το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, δεν ήταν αναγκαίο, για να υπάρχει η βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και εντεύθεν να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία της αποφάσεως από απόψεως αποδεικτικών μέσων, να μνημονευθεί και να αξιολογηθεί ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η Έκθεση αυτή λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, αφού το συμπέρασμά της, όπως αυτό προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, ήτοι ότι τα εξετασθέντα δείγματα αποξηραμένων φυτικών αποσπασμάτων ήταν φυτικά αποσπάσματα ινδικής κάνναβης, δεν είναι αντίθετο προς το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως, αλλά ταυτίζεται με εκείνο και θ) δεν ήταν αναγκαία ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός, ή αναφορά των επί μέρους αποδεικτικών μέσων ούτε από ποιά εξ αυτών προέκυψε η κάθε παραδοχή. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, αντίθετοι προς τα ανωτέρω, λόγοι των συνεκδικαζομένων αιτήσεων και των δικογράφων προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ήτοι μοναδικός της αιτήσεως του Χ3, δεύτερος (κατ' εκτίμηση), τρίτος και τέταρτος πρόσθετοι λόγοι του Χ1, πρώτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος της αιτήσεως του Χ2, καθώς και δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος του, τέταρτος και τελευταίος, κατά το πρώτο σκέλος του, πρόσθετοι λόγοι του ιδίου, μοναδικός της αιτήσεως του Χ4, κατά τα πρώτο και δεύτερο σκέλη του, και δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι του ιδίου.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369 παρ. 1, 3 και 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίνεται υποχρεωτικά ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του για την ενοχή και έπειτα για την ποινή, διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 333 παρ. 2 και 358 ή άλλη διάταξη του ΚΠοινΔ, δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίνει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 141 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις ή δηλώσεις του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους των τελευταίων, οι οποίοι ανέπτυξαν την υπεράσπιση, ακολούθως δ' εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση που κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους. Περαιτέρω, από τα αυτά πρακτικά προκύπτει ότι, μετά την εξέταση του κάθε μάρτυρα, ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στον Εισαγγελέα, στους Δικαστές και στους συνηγόρους των κατηγορουμένων, για να απευθύνουν ερωτήσεις στους μάρτυρες, δεν προκύπτει, όμως, ειδικότερα ως προς τους συνηγόρους του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ1, ότι ζήτησαν τον λόγο από τον Πρόεδρο για να υποβάλουν δηλώσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Β, κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ και δεν τους δόθηκε. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως του Χ1 και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του ιδίου, με τους οποίους παραπονείται ο εν λόγω αναιρεσείων για έλλειψη ακροάσεως από τη μη δόση του λόγου στους συνηγόρους του για να αγορεύσουν μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής και, κατ' εκτίμηση, για απόλυτη ακυρότητα από την ίδια αιτία και από το ότι δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του για να απευθύνουν ερωτήσεις στο μάρτυρα Β είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, ενώ, εξάλλου, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το ότι, μετά την εξέταση του ανωτέρω μάρτυρα, δεν δόθηκε ο λόγος από τον διευθύνοντα τη συζήτηση στον ως άνω αναιρεσείοντα ή τους συνηγόρους του, αυτεπαγγέλτως και χωρίς αίτησή τους, για να εκθέσουν τις απόψεις και παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση. Η παράλειψη εξετάσεως μάρτυρα υπερασπίσεως από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δεν συνιστά αναιρετική πλημμέλεια, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 ΚΠοινΔ, να προσφύγει στο δικαστήριο και, αν το τελευταίο παραλείψει να αποφασίσει ή αν απορρίψει την προσφυγή παρά τον νόμο, τότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Χ4, ούτε ο συνήγορός του υπέβαλαν, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αίτημα να εξετασθούν και άλλοι παριστάμενοι στο ακροατήριο μάρτυρες υπερασπίσεως τούτου, εκτός από την Δ, η οποία και εξετάσθηκε. Επομένως, ο μοναδικός, κατά το τελευταίο σκέλος του, λόγος της αιτήσεως του Χ4, με τον οποίο παραπονείται ο εν λόγω αναιρεσείων, κατ' εκτίμηση, για έλλειψη ακροάσεως απ' τη μη εξέταση άλλων δύο μαρτύρων υπερασπίσεως αυτού, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από την διάταξη 364 παρ. 1 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η μη ανάγνωση στο ακροατήριο των αναφερομένων στο άρθρο αυτό εγγράφων, μεταξύ των οποίων και αυτά που υποβλήθηκαν κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα, εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση κάποιου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε ν' αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, η οποία αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υποβλήθηκε στο ακροατήριο από τον αναιρεσείοντα Χ4 ή το συνήγορό του αίτημα για ανάγνωση άλλων εγγράφων, πλην εκείνων που αναφέρονται στα αυτά πρακτικά ότι προσκομίσθηκαν απ' αυτόν και ανεγνώσθησαν, ειδικότερα δε των αναφερομένων στο τέταρτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως της αιτήσεως του ανωτέρω και συνεπώς ο λόγος αυτός, με τον οποίον παραπονείται ο εν λόγω αναιρεσείων, κατ' εκτίμηση, για έλλειψη ακροάσεως από τη μη ανάγνωση των εγγράφων αυτών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως απ' αυτήν προκύπτει, δεν διατάχθηκε η απέλαση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ4 από την Ελλάδα, όπως είχε συμβεί με την πρωτόδικη 297/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας και συνεπώς το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο δεν ώφειλε να αιτιολογήσει την ιδιότητα του εν λόγω αναιρεσείοντος ως ημεδαπού ή αλλοδαπού, το δε περί του αντιθέτου παράπονο τούτου, με το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, ως αποδεικτικό μέσο, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Τέτοια έγγραφα είναι μόνον όσα μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου και τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής. Η ανωτέρω ακυρότητα αποτρέπεται αν το έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως ή είναι διαδικαστικό ή αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως που προπαρατέθηκε, εκτίθεται, πλην άλλων, ότι "οι κατηγορούμενοι, μετά τη σύλληψή τους, οδηγήθησαν στο κατάστημα της Υπηρεσίας όπου διενεργήθηκαν και οι πράξεις προδικασίας (ως η έκθεση συλλήψεως ...)". Η "έκθεση συλλήψεως", που μνημονεύεται στην εν λόγω περικοπή του σκεπτικού, αναφέρεται διηγηματικά σ' αυτό, κατά την ιστόρηση της δικονομικής πορείας της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανακρίσεως και, επιπλέον, δεν αποτελεί έγγραφο που δημιουργεί την ανωτέρω ακυρότητα, όταν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο χωρίς να έχει αναγνωσθεί στο ακροατήριο. Επομένως και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του Χ4, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του, χωρίς προηγούμενη ανάγνωσή της, τη μνημονευόμενη στην ως άνω περικοπή του σκεπτικού έκθεση συλλήψεως, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.
Όπως αμέσως ανωτέρω εκτέθηκε, απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, προκαλείται αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Περαιτέρω, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα, εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για την δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου και έτσι δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκε, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, εκτός άλλων, έγγραφα που είχαν προσκομισθεί από τους κατηγορουμένους στο πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς "26. Αντίγραφα πινάκων ενσήμων ΙΚΑ, 27. Αντίγραφα ατομικού δελτίου εισφορών ΙΚΑ", καθώς και έγγραφα που προσκομίσθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μεταξύ των οποίων, υπό τον αριθμό 12 του οικείου καταλόγου, "βεβαίωση ανικανότητας για εργασία". Ο κατ' αυτόν τον τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά των εν λόγω εγγράφων, δεν δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες και ειδικότερα στον Χ2, ο οποίος είχε έτσι την δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ' αυτών, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Άλλωστε, ενόψει του ότι τα έγγραφα αυτά προσκομίσθηκαν, όπως εκτέθηκε, από τους κατηγορουμένους προς υπεράσπισή τους, οι οποίοι, όπως απ' την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, δεν προέβαλαν αντίθετη μεταξύ τους υπεράσπιση, η ως άνω ακυρότητα δεν επήλθε στη συγκεκριμένη περίπτωση και εκ του λόγου ότι τα ως άνω έγγραφα δεν λήφθηκαν υπόψη για την ενοχή των κατηγορουμένων και ειδικότερα του Χ2.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του Χ2, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, επειδή λήφθηκαν υπόψη από το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο τα ανωτέρω τρία έγγραφα, των οποίων δεν προσδιορίζεται, κατά τον εν λόγω αναιρεσείοντα, η ταυτότητα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή παραπέμπει σ' εκείνη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) την βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου ως προς τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του εγκληματία, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του ειδικότερη για όλα αυτά αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στους κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες, των 18 ετών καθείρξεως και 30.000 ευρώ χρηματικής ποινής, συμμορφώθηκε προς την ανωτέρω απαίτηση του νόμου, αφού ρητώς αναφέρει στην απόφαση ότι έλαβε υπόψη τη βαρύτητα της πράξεως που διέπραξαν και την προσωπικότητα αυτών, για την εκτίμηση δε των στοιχείων αυτών χρησιμοποίησε και τα κριτήρια που αναφέρονται προς τούτο στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ. Επίσης, συμμορφώθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο και προς την διάταξη του άρθρου 80 παρ. 1 ΠΚ, αφού ρητώς αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, για την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής που επέβαλε στους κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες, έλαβε υπόψη και τους οικονομικούς όρους αυτών και των υπ' αυτών συντηρουμένων μελών των οικογενειών τους, μη υποχρεούμενο και στην περίπτωση αυτή σε ειδικότερο προσδιορισμό των επί μέρους περιστατικών και των λόγων, εκ των οποίων οδηγήθηκε στην κρίση του.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του Χ2, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της ποινής εκείνου και συγχρόνως απόλυτη ακυρότητα, λόγω παραβιάσεως, ως εκ της ως άνω ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, της αρχής του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α' της ΕΣΔΑ και εντεύθεν υπερασπιστικού του δικαιώματος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2408/1996 διαγράφηκαν από το εδ. α' του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987, (όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 13 του Ν. 2161/1993), οι λέξεις "ή οι περιστάσεις μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος", πλην, όμως, με το άρθρο 2 παρ. 15 του Ν. 2479/1997, που ισχύει από 6.5.1997, το άρθρο 8 του Ν. 1729/1987, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 13 του Ν. 2161/1993 και με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2408/1996, αναδιατυπώθηκε, ώστε συμπεριέλαβε και πάλι, στις προβλεπόμενες απ' αυτό επιβαρυντικές περιστάσεις, το ιδιαιτέρως επικίνδυνο του δράστη. Επομένως, εφόσον η πράξη για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες τελέσθηκε, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στις 17.5.2005, ο δεύτερος, κατά το πρώτο σκέλος του, πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του Χ2, με τον οποίο παραπονείται ο εν λόγω αναιρεσείων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987, κατόπιν της οποίας παρά το νόμο δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση την επιβαρυντική περίσταση του ιδιαιτέρως επικινδύνου, ενώ αυτή είχε διαγραφεί από την εν λόγω διάταξη με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2408/1996, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά το άρθρο 366 εδ. γ' και δ' ΚΠοινΔ, "... Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του μπορούν να υποβάλλουν ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενό του μόνον με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση και εφόσον το ζητήσουν απ' αυτόν. Και αν μεν ζητήσουν αυτοί το λόγο και δεν τους δοθεί, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, ενώ αν δεν ζητήσουν το λόγο ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται, έστω και αν δόθηκε ο λόγος και υπέβαλαν ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενο του κατηγορουμένου άλλοι παράγοντες της δίκης.
Συνεπώς, ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του Χ2, με τον οποίο προβάλλεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι μετά το τέλος των απολογιών των κατηγορουμένων δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορό του για να υποβάλει ερωτήσεις προς τους συγκατηγορουμένους του, ενώ δόθηκε ο λόγος και υπέβαλαν ερωτήσεις στους τελευταίους ο Εισαγγελέας και οι Δικαστές, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον ανωτέρω αναιρεσείοντα ή το συνήγορό του αίτημα να τους δοθεί ο λόγος προς υποβολήν ερωτήσεων στους συγκατηγορουμένους του.
Κατά το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠοινΔ, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας καθείρξεως και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Εξάλλου, από το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο περιλαμβάνονται και τα υπό τους αριθμούς 6 και 7 του καταλόγου των και πρωτοδίκως αναγνωσθέντων εγγράφων, ήτοι τα "6. Ανάλυση επικοινωνίας της VODAFONE που αφορά τον αριθ. τηλ. συνδρομητή ..... και 7. Ανάλυση επικοινωνίας της VODAFONE που αφορά τον αριθ. τηλ. συνδρομητή .....". Ήδη ο αναιρεσείων Χ2, ο οποίος, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω πρακτικά, δεν προέβαλε αντίρρηση κατά της αναγνώσεως των εγγράφων αυτών, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως του οικείου δικογράφου του, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ταυτοχρόνως για έλλειψη αιτιολογίας, επειδή η περί της ενοχής του κρίση του δικάσαντος Πενταμελούς Εφετείου στηρίχθηκε και στα ως άνω έγγραφα, τα οποία αποτελούν, κατ' αυτόν, παράνομο αποδεικτικό μέσο. Ο λόγος αυτός, ενόψει του ότι το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο δεν είναι σε κάθε περίπτωση, καθεαυτό και άνευ ετέρου, παράνομο, επιτρέπεται δε να συνεκτιμηθεί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα όταν ο ίδιος ο δικαιούχος της τηλεφωνικής συνδέσεως προσκομίζει την ανάλυση των μέσω αυτής τηλεφωνικών του συνδιαλέξεων και, περαιτέρω, ενόψει του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προβάλλεται ότι οι ως άνω "αναλύσεις" προσκομίσθηκαν μη συννόμως από μη δικαιούμενο να τις κατέχει, ούτε ότι προσκομίσθηκαν από τρίτον σε σχέση με τον αναιρεσείοντα και αφορούν στον τελευταίο χωρίς τη συναίνεσή του, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν αντέλεξε στην ανάγνωσή τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε, συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, θεωρούνται και (υπό δ') "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του" και (υπό ε') "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για την πρώτη από τις περιστάσεις αυτές (υπό δ'), πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης. Για τη δεύτερη (υπό ε') πρέπει η καλή συμπεριφορά να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα αυτά ως άνω πρακτικά, οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2, εκτός από το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, που τους αναγνωρίσθηκε, ζήτησαν να τους αναγνωρισθούν και εκείνα της ειλικρινούς μεταμέλειας και της μετά την πράξη τους καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο, τα οποία απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, ρητώς το πρώτο και σιωπηρώς το δεύτερο. Για τη θεμελίωσή τους επικαλέσθηκαν τα εξής: Α) Ο Χ1 ότι "με μεγάλη ειλικρίνεια από την πρώτη στιγμή ομολόγησε τη συμμετοχή του και είπε περισσότερα από όσα προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά, δεν προσπάθησε να επιρρίψει τις ευθύνες σε άλλους και ανέλαβε την ευθύνη της πράξεώς του" και "επέδειξε καλή διαγωγή κατά το διάστημα της κρατήσεώς του στο ..... Κρατουμένων ....., δεν έχει δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα, εργάζεται κατά το χρόνο της κρατήσεώς του και ανταποκρίνεται με ζήλο και συνέπεια στις εργασίες που του ανατίθενται" και Β) Ο Χ2 ότι "μετανοεί από τα βάθη της καρδιάς του και ζητεί συγγνώμη από όλους και κυρίως από την οικογένειά του και τη μνηστή του ..... μέμφεται τον εαυτό του για το ότι δεν επέμεινε από την Αθήνα να μάθει το σκοπό του ταξιδιού στην ..... και δεν έσπευσε από τη στιγμή που συνειδητοποίησε την τέλεση του αδικήματος να απομακρυνθεί έστω και τρέχοντας με τα πόδια ..... η μετάνοιά του αποδεικνύεται από την αποφασιστική και αποκλειστικά δική του συμβολή στην αποκάλυψη του ρόλου του Γ ..." και "επέδειξε καλή διαγωγή στη δικαστική φυλακή ....., χωρίς να υποστεί πειθαρχικές κυρώσεις, η συμπεριφορά του δε αυτή δεν οφείλεται σε καταναγκασμό, αλλά είναι προϊόν της ελεύθερης βουλήσεώς του και της ανάγκης να λειτουργεί ως άτομο έτοιμο ανά πάσα στιγμή να επανενταχθεί στην κοινωνία". Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν θεμελιώνονται στα ως άνω επικληθέντα από τους συγκεκριμένους αναιρεσείοντες, καθόσον α) δεν συνιστά ειλικρινή μετάνοια η μετά τη σύλληψη του κατηγορουμένου ομολογία της πράξεώς του και η δι' αυτής διευκόλυνση του έργου της ανακρίσεως, ακόμη και αν έγινε αυθόρμητα, ούτε η ρηματική έκφραση συγγνώμης, ούτε η αποκάλυψη του ρόλου συμμετόχου της πράξεως, αλλά απαιτούνται περιστατικά που να μαρτυρούν ειλικρινή προσπάθεια άρσεως ή μειώσεως των συνεπειών της πράξεως και τέτοια δεν είναι τα ανωτέρω και β) η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή, με παράλληλη προσφορά εργασίας απ' αυτόν, δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, όπως προεκτέθηκε. Επομένως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, που δεν αιτιολόγησε την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της αναιτιολόγητης απορρίψεως αυτών και συγχρόνως της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβιάσεως, ως εκ της αναιτιολόγητης αυτής απορρίψεως, της αρχής του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και εντεύθεν υπερασπιστικού δικαιώματος των ως άνω αναιρεσειόντων, ή στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, όπως αντιθέτως υποστηρίζουν οι εν λόγω αναιρεσείοντες, αφού δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την περί αυτών απορριπτική κρίση του. Οι λόγοι αναιρέσεως, συνεπώς, τρίτος (κατ' εκτίμηση) του δικογράφου προσθέτων λόγων του Χ1, όγδοος της αιτήσεως του Χ2 και τελευταίος του δικογράφου προσθέτων λόγων του ιδίου, ως προς τα λοιπά σκέλη του, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα προς τα ανωτέρω, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι αντίθετοι επί της ουσίας ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου και είναι ως εκ τούτου απαράδεκτοι.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1, την από 24 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ2, την από 7 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ3 και την από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ4, όπως οι πρώτη, δεύτερη και τετάρτη διαμορφώθηκαν με τους στο σκεπτικό πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 12/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή