Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια παρ’ υποχρέων. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Αοριστία λόγου ελλείψεως ακρόασης. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 961/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο των Ελένη Γούλα, περί αναιρέσεως της 3441/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Ιουνίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις των, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1129/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδαφ. α' του Π.Κ., ''όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών'' και κατά τη διάταξη άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, ''από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, (μη συνειδητή) απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω των προσωπικών του καταστάσεων, ιδιοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Εάν δε στην επέλευση του αποτελέσματος συντέλεσαν περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις διαφόρων προσώπων, οι ενέργειες των οποίων είχαν ως αποτέλεσμα τη σωματική βλάβη από αμέλεια του παθόντος (ενός ή περισσοτέρων), τότε για τον προσδιορισμό της ευθύνης του καθενός, σε σχέση με το αποτέλεσμα που επήλθε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εκείνη η πράξη ή παράλειψη του υποκειμένου είναι δυνατό να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το αποτέλεσμα, όταν, κατά την κοινή αντίληψη, το μεν είναι αυτή που αμέσως προκάλεσε και την ενέργεια των άλλων, το δε τελεί, αυτή μόνη ή μαζί με άλλη άλλου προσώπου, σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Εξ' άλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, που αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την παραπάνω έννοια, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το επιτρεπτό συνδυασμό του αιτιολογικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, αφού έλαβε υπόψη του τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ1), ήταν, κατά το χρόνο τέλεσης της κατωτέρω αναφερομένης αξιόποινης πράξης, υπεύθυνος λειτουργίας εργοστασίου μαρμάρων ευρισκομένου στο ..... Θεσσαλονίκης. Ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ2) εχειρίζετο, κατ' εντολήν του πρώτου, γερανογέφυρα (ισχύος 13, 8 KW), στερούμενος όμως της απαιτούμενης άδειας χειρισμού αυτής. Στις 23-6-2000, από αμέλειά τους, αμφότεροι οι παραπάνω κατηγορούμενοι, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξεως για την οποία κατηγορούνται και έτσι προκάλεσαν σωματική βλάβη στον εγκαλούντα ....... Ειδικότερα, κατά τον παραπάνω χρόνο, κατά τα αναφερόμενα με λεπτομέρεια στο διατακτικό της παρούσης- ο μεν πρώτος ως υπεύθυνος λειτουργίας του παραπάνω εργοστασίου, ο δε δεύτερος ως χειριστής του προαναφερθέντος μηχανήματος, κατέστησαν υπαίτιοι του τραυματισμού του εγκαλούντος, που έλαβε χώρα υπό τις ακόλουθες περιστάσεις: 'Οταν ο τραυματίας μετέβη για να φορτώσει πλάκες (βάσει συμφωνίας) με τον πρώτο κατηγορούμενο στο φορτηγό του, το έργο της φόρτωσης και του χειρισμού της γερανογέφυρας, ανέλαβε, κατ' εντολή του πρώτου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος κατά το χειρισμό της γερανογέφυρας και της εναπόθεσης των πλακών στο φορτηγό, από έλλειψη της προσοχής του, αφενός, αλλά και της ανεπιτηδειότητάς του, αφετέρου, λόγω του ότι εστερείτο αδείας χειρισμού της γερανογέφυρας προκάλεσε τον τραυματισμό του εγκαλούντος(κάταγμα δεξιάς κνήμης, περόνης, σφυρού και εκχυμώσεις κάτω άκρων), όταν, μετά την εναπόθεση του πρώτου φορτίου στα δεξιά του φορτηγού, επιχειρήθηκε φόρτωση στο αριστερό μέρος, κατά την οποία (φόρτωση), προκλήθηκαν κραδασμοί στο πρώτο φορτίο, το οποίο κατέπεσε στην πλευρά του παθόντος, του οποίου την παρουσία δεν είχε αντιληφθεί ο δεύτερος κατηγορούμενος. Κατά συνέπεια, αμφότεροι οι παραπάνω κατηγορούμενου, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τον παραπάνω τραυματισμό". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεους και επέβαλε στον καθένα ποινή φυλάκισης 8 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 28 και 314 Π.Κ, τις οποίες το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το ατύχημα αυτό και ο τραυματισμός του παθόντος, οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά αμφοτέρων των αναιρεσειόντων το οποίο δεν προείδαν, τόσο ο πρώτος των αναιρεσειόντων Χ1, όσο και ο δεύτερος Χ2, και το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί, εάν αυτοί είχαν καταβάλει την προσοχή, την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν. Συγκεκριμένα, ο πρώτος αναιρεσείων-κατηγορούμενος, αν και γνώριζε ότι ο συγκατηγορούμενός του, εστερείτο της σχετικής άδειας χειρισμού της γερανογέφυρας, παρόλα αυτά, του είχε αναθέσει το χειρισμό του μηχανήματος στο χώρο της επιχείρησής του, προκειμένου να φορτώσει στη συνέχεια το αυτοκίνητο του παθόντος, ενώ ο δεύτερος, ως χειριστής του μηχανήματος, αν και γνώριζε ότι δεν είχε την απαιτούμενη άδεια για το χειρισμό της γερανογέφυρας, παρόλα αυτά, ανέλαβε τον χειρισμό της και στη συνέχεια την εναπόθεση στο αυτοκίνητο, των πλακών μαρμάρων, χωρίς να φροντίσει ο ίδιος, αλλά και ο συγκατηγορούμενός του, να απομακρύνουν τον παθόντα από το χώρο του συμβάντος, πολύ δε περισσότερο από το σημείο εναπόθεσης αυτών. Με τις σκέψεις αυτές, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, ορθώς έκρινε ότι η κατά τα ανωτέρω αμελής υπαίτια παράλειψη των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2, επέφερε αιτιωδώς και προκάλεσε τον ως άνω τραυματισμό του παθόντος και κήρυξε αυτούς ενόχους για σωματική βλάβη από αμέλεια, επιβάλλοντας στον καθένα απ' αυτούς ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών. Προσέτι, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας εκ του ότι το σκεπτικό είναι αντιγραφή του διατακτικού, αφού το τελευταίο περιέχει τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως στο σκεπτικό, είναι δε αυτά που αποδείχθηκαν και όχι άλλα, διαφορετικά. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ.β του Κ.Π.Δ, αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες και συγκεκριμένα ο πρώτος από αυτούς, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου και ο δεύτερος με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του ίδιου δικογράφου, παραπονούνται ότι " η προσβαλλομένη απόφαση, όχι μόνο δεν αιτιολόγησε ιδιαίτερα τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προέβαλε η συνήγορος υπεράσπισης, η οποία τους ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που τους προσκόμισε και εγγράφως, αλλά περιορίστηκε απλά στην αντιγραφή αυτών στο σκεπτικό της, χωρίς καμμία απάντηση ως προς αυτούς". Ο σχετικός, όμως, λόγος αναιρέσεως, όπως προβάλλεται, ανεξάρτητα της προφανούς αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται στα δικόγραφα αναιρέσεως, σε τι συνίσταται η συγκεκριμένη πλημμέλεια, είναι αβάσιμος αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σε σχέση με την ευθύνη ενός εκάστου των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στην οποία αναφέρονταν οι πιο πάνω, αρνητικοί της κατηγορίας (και όχι αυτοτελείς) ισχυρισμοί αυτών, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης. Οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθμούς 27/5-6-2007 και 28/5-6-2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμό 3441/28-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, για τον καθένα τους.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ