Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 70 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υφαίρεση.




Περίληψη:
Υφαίρεση. Απορρίπτει λόγο αναίρεσης για ειδική αιτιολογία. Απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που αφορά την αξία των υφαιρεθέντων και το χαρακτηρισμό της πράξης της υφαίρεσης ως ευτελούς αξίας.




Αριθμός 70/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσακίρη, περί αναιρέσεως της 985/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 624/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται χωριστά τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά. Η κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων είναι αναγκαία όχι μόνο για την περί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή στους ισχυρισμούς εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής, καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση ποινής ή στην απαλλαγή απ' αυτήν. Όμως οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί δεν είναι αυτοτελείς και γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψη τους και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί, όπως και η εσφαλμένη ερμηνεία αυτής, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, αλληλοσυμπληρούμενο με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης με αριθμ. 985/2008 απόφασης του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (επί των Πλημμελημάτων), που την εξέδωσε, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα και πολιτικώς ενάγουσα Ψ είχαν συνδεθεί και συζούσαν σε διαμέρισμα του 4ου ορόφου της επί της οδού ..... στη ..... πολυώροφης οικοδομής. Στις 2-4-2001 και περί ώρα Ιβ.ΟΟ' ο κατηγορούμενος μετέβη στο διαμέρισμα και αφήρεσε από αυτό τα παρακάτω κινητά πράγματα τα οποία ανήκαν στην ιδιοκτησία της πολιτικώς ενάγουσας και συγκεκριμένα αφήρεσε ένα ραδιόφωνο μάρκας ΤΕΛΕΦΟΥΝΓΚΕΝ, ένα γραμμόφωνο-έπιπλο, μία εικόνα χειροποίητη του Αγίου Νεκταρίου και ένα σακβουαγιάζ, το οποίο περιείχε το βιβλιάριο ασθενείας της εγκαλούσας και του υιού της Α, διάφορα έγγραφα, το βιβλιάριο ενσήμων του Ι.Κ.Α, το βιβλιάριο υγείας και το διαζευκτήριο αυτής συνολικής αξίας 2.000.000 δραχμών, περίπου, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί όλα αυτά παράνομα. Μετά από αυτά ο κατηγορούμενος άλλαξε και την κλειδαριά του διαμερίσματος και έτσι η εγκαλούσα δεν είχε οποιαδήποτε πρόσβαση στο διαμέρισμα. Ο κατηγορούμενος, δεν απολογήθηκε στην προανάκριση που έγινε, δεν προσήλθε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά ούτε και στο Δικαστήριο τούτο για να δώσει εξηγήσεις για την παραπάνω πράξη του. Η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υφαιρέσεως και όχι της κλοπής, η οποία του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από κλοπή σε υφαίρεση να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής της υφαιρέσεως. Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την παραπάνω αξιόποινη πράξη της υφαιρέσεως και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, την οποία μετέτρεψε. Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υφαιρέσεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2.ζ· παρ.1α, 27 παρ.1, 372 παρ.1 και 378 στοιχ. γ' ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι αντίθετοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της, περιέχονται στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Η αιτίαση, ειδικότερα, του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία τα αναφερθέντα πράγματα είναι ευτελούς αξίας και συνεπώς το Δικαστήριο έπρεπε να χαρακτηρίσει την πράξη για την οποία καταδικάστηκε ως υφαίρεση ευτελούς αξίας και να παύσει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 377 ΠΚ και 31 του ν. 3346/2005, είναι απαράδεκτη, γιατί η κρίση αυτή του δικαστηρίου, δηλαδή ως προς την αξία των αντικειμένων της υφαιρέσεως, ανερχομένη, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, στο ποσό των 2.000.000 δραχμών και το ευτελές ή μη αυτής, είναι ανέλεγκτη. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 του ΚΠΔ) .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 13-3-2008 (και με αριθ.2360/14-3-2008) αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθ. 985/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή