Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Μαστροπεία.
Περίληψη:
Αιτιολογία. Υπάρχει τέτοια όταν το διατακτικό αλληλοσυμπληρώνεται από το αιτιολογικό γιατί αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν το αιτιολογικό είναι ταυτόσημο με το διατακτικό, εάν στο τελευταίο περιλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να είναι περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του αιτιολογικού. Απορρίπτεται σχετικός λόγος αναίρεσης ως αβάσιμος αφού το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, ενόψει του ότι υπάρχει στην προσβαλλομένη απόφαση πλήρης αιτιολογία με την προαναφερθείσα έννοια. Απορρίπτεται επίσης ως αβάσιμος και ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, ενόψει του ότι περιλαμβάνονται στις αιτιολογίες της προσβαλλομένης απόφασης όλα τα αναγκαία στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της μαστροπείας από κερδοσκοπία. Έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν απαιτείται να γίνεται καταχώριση του περιεχομένου τους στα πρακτικά της δίκης, πρέπει όμως να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που εξατομικεύουν αυτά, διαφορετικά παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364, 369 ΚΠΔ που επιβάλλουν την ανάγνωση αυτών (εγγράφων) στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για την κρίση του. Απορρίπτεται ο συναφής λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ.
Αριθμός 1751/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Μάλλιο και Αντώνιο Αθηναίο (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ινέγλη, περί αναιρέσεως της 3646/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.2.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 336/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 349 παρ. 3 ΠΚ, όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 18 μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση με οποιονδήποτε τρόπο γυναίκας, που δεν έχει ακόμη πορνευθεί, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή η ανηλικότητά της. Στις σαρκικές ηδονές με την έννοια των ακολάστων πράξεων, περιλαμβάνεται κάθε ασελγής επαφή των προσώπων και όχι μόνο αποκλειστικά η κατά φύση συνουσία. Ο δράστης ενεργεί από κερδοσκοπία όταν αποβλέπει σε πορισμό εισοδήματος που αρκεί να προέρχεται και από μία μόνο γυναίκα, ανήλικη ή ενήλικη, έστω και μία φορά. Επίσης, δεν απαιτείται η υπόδειξη και αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο, έναντι αμοιβής, παρέσχε η παρακινούμενη σαρκικές ηδονές. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, με τα αντικειμενικά ή υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, πρέπει όμως να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εφόσον σ' αυτό εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλομένη απόφαση, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, δέχθηκε ότι από την συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος, αποδείχθηκε ότι: "Ο κατηγορούμενος, στην αγροτική περιοχή του ......, την 27 27.11.2002, ως ιδιοκτήτης καταστήματος καφέ-μπαρ, παρακίνησε τις αλλοδαπές ....... και ......, οι οποίες εργάζονταν στο κατάστημά του, να εκδίδονται με αμοιβή, χωρίς να είναι αυτές πόρνες. Ειδικότερα, αυτές κατελήφθησαν να ενεργούν ασελγείς πράξεις (ετεροαυνανισμό) στον αστυνομικό ....., ο οποίος προσποιήθηκε πελάτη του καταστήματος. Ο κατηγορούμενος προέβη στην παραπάνω πράξη από κερδοσκοπία, αφού εισέπραξε από τον προαναφερόμενο το ποσό των (45) ευρώ, ενώ μέρος του ποσού αυτού που δεν προσδιορίσθηκε κατά την προανάκριση, κατέβαλε στις λοιπές κατηγορούμενες.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος τέλεσε την άνω πράξη που του αποδίδεται κατ' εξακολούθηση και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής".Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την κατά την ανωτέρω έννοια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 349 παρ. 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα,ναι μεν το αιτιολογικό είναι ως προς τη διατύπωσή του σχεδόν ταυτόσημο με το διατακτικό, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν στερεί την προσβαλλομένη απόφαση από την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο τελευταίο (διατακτικό) εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται άσκοπη και περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του αιτιολογικού. Περαιτέρω, την προσβαλλομένη απόφαση αναφέρονται με πληρότητα όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και συγκεκριμένα η με παρακινήσει προώθηση στην πορνεία των αναφερομένων σ' αυτή (απόφαση) δύο γυναικών, που δεν είχαν προηγουμένως εκπορνευθεί, καθώς και η τέλεση της πράξης αυτής από κερδοσκοπία, αφού ο αναιρεσείων εισέπραττε από κάθε πελάτη το ποσό των 45 ευρώ, μέρος του οποίου παρέδιδε στις γυναίκες, το δε υπόλοιπο παρακρατούσε ο ίδιος. Επομένως, οι υπό του αναιρεσείοντος προβληθέντες δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης που στηρίζονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν ως τέτοιοι.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικό μέσο, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, διότι έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναφέρονται τα στοιχεία που εξατομικεύουν τούτο, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο έγγραφο πράγματι αναγνώσθηκε. Διαφορετικά, παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί με δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, μεταξύ των εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, περιλαμβάνονται και τα εξής έγγραφα: 1) έκθεση σύλληψης, 2) έκθεση αστυνομικής σύλληψης, 3) φωτοαντίγραφα προσημειουμένων χαρτονομισμάτων, 4) το υπ' αριθ. ..... γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης, 5) η βεβαίωση απόδοσης ΑΦΜ και 6) το μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας του ...... Η κατά τον τρόπο αυτό καταχώριση στα πρακτικά των εν λόγω εγγράφων, δεν δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό, δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να προβάλλει τις παρατηρήσεις του επ' αυτών, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης.
Συνεπώς, και ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης περί απόλυτης ακυρότητας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ ΚΠοινΔ, με την προεκτεθείσα έννοια, που στηρίζεται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ως τέτοιος, και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14.2.2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 3646/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ