Θέμα
Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Αποδοχές εργαζομένων (παράβαση της παρ.1 του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν. 2336/1995. Η ακυρότητα κλητήριου θεσπίσματος είναι σχετική. Καλύπτεται αν δεν προταθεί με λόγο εφέσεως. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Δεν είναι αυτοτελής ο ισχυρισμός ότι η εγκαλούσα δεν ήταν εργαζόμενη, αλλά εταίρος. Αοριστία λόγου για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει την αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2559/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λιάπη, περί αναιρέσεως της 50357/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, καθώς και στους από 22 Οκτωβρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1141/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2, και 321 παρ.1 στοιχ. δ'και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης 50357/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε συνδυασμό με την 14430/22-12-2005 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας που άσκησε κατά της πρωτοβάθμιας 155346/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που επιτρεπτώς επισκοπείται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως, η τελευταία, εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο αυτής δικηγόρο, προέβαλε ακυρότητα του εν λόγω κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω της μη αναφοράς των αναφερομένων στην ένστασή της στοιχείων. Η ένστασή της αυτή προτάθηκε το πρώτον στο ακροατήριο του Εφετείου κατά την συζήτηση της εφέσεώς της και όχι με το εφετήριο και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με την εξής αιτιολογία. "Οπως προκύπτει από το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στην κατηγορουμένη αναιρεσείουσα και αναγνώστηκε στο ακροατήριο και το κατηγορητήριο περιέχει ακριβή καθορισμό της πρώτης πράξης (παράβαση άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945, όπως αντικ. με άρ. 8 παρ.1 Ν.2336/95 και συγκεκριμένα καθορίζονται οι επιμέρους δεδουλευμένες αποδοχές και τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα χρονικά διαστήματα που αφορούν, καθώς επίσης και ο χρόνος κατά τον οποίο οι οφειλόμενες αποδοχές κατέστησαν απαιτητές και έπρεπε να καταβληθούν....". Η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα με τον πρώτο, από τη διάταξη του άρ. 510 παρ.1 περ. Δ και Η' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι, ενώ είχε υποβάλει στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και του κατηγορητηρίου, το δίκασαν Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή, χωρίς παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ δεν απάντησε καθόλου "ως προς την μη ύπαρξη στο κατηγορητήριο του ελαχίστου νομίμου συμφωνημένου μισθού και κατά τον τρόπο αυτόν υπερέβη την εξουσία του". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου ( λόγω αναιτιολόγητης απορρίψεως της πιο πάνω ενστάσεως), είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται, ότι τον ισχυρισμό αυτόν είχε περιλάβει η αναιρεσείουσα στην έκθεση της έφεσής της, όπως θα έπρεπε. Εξάλλου, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε προταθεί με λόγο εφέσεως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν. Άλλωστε, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προταθεί με λόγο εφέσεως, η ως άνω τυχόν ακυρότητα, καλύφθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, ενώ με τις περαιτέρω εκτιθέμενες στην αναίρεση αιτιάσεις, δεν θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, αφού η αναφερόμενη από την αναιρεσείουσα έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως ιδρύει τον από την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 περ.Δ λόγο αναίρεσης και όχι τον από την περ. Η της ίδια διάταξης (για υπέρβαση εξουσίας).
ΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β. του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον δεύτερο λόγο του κυρίως δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεώς της, προβάλλει την αιτίαση ότι το δίκασαν Δικαστήριο δεν απάντησε σε αυτοτελή ισχυρισμό, που κατέθεσε εγγράφως, κατά τον οποίο η σχέση αυτής και της εγκαλούσας - μηνύτριας δεν ήταν σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά της αφανούς εταιρίας και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρ. μόνου του ν. ΑΝ 539/45. Από τα πρακτικά της δίκης, προκύπτει μεν, ότι ο εκπροσωπών την αναιρεσείουσα δικηγόρος κατέθεσε εγγράφως εκτενή ισχυρισμό, το οποίο χαρακτηρίζει ως αυτοτελή, όπου αναπτύσσει τους λόγους για τους οποίους πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σχέση της αναιρεσείουσας και της εγκαλούσας - μηνύτριας δεν ήταν σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά της αφανούς εταιρίας, πλην όμως, δεν προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός αναπτύχθηκε και προφορικώς. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό και διότι δεν πρόκειται περί αυτοτελούς ισχυρισμού με την πιο πάνω έννοια, αλλά για αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και συγκεκριμένα για άρνηση της συνδρομής των αντικειμενικών στοιχείων της παραβάσεως του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/45. Εντούτοις το Δικαστήριο, στο περί ενοχής σκεπτικό του, απάντησε στον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο και απέρριψε με την ακόλουθη αιτιολογία: "Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι η εγκαλούσα .... είχε την εκμετάλλευση του καταστήματος και συγκεκριμένα συμμετείχε στα κέρδη κατά 50% στα πλαίσια αφανούς εταιρείας δεν αποδείχθηκε βάσιμος από κανένα από τα προσαχθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι αυτή είχε την ιδιότητα μόνο της υπαλλήλου γραφείου". Στην κρίση του δε αυτή κατέληξε το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του, όπως στην αρχή του σκεπτικού του αναφέρει, " ...την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως". Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας του πιο πάνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στον αυτό λόγο αιτιάσεις, ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση της μάρτυρας υπεράσπισης ..., από την οποία, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, προέκυπτε η βασιμότητα του πιο πάνω ισχυρισμού της, κατά μεν το σκέλος, κατά το οποίο προβάλει ότι δεν λήφθηκε υπόψη η εν λόγω κατάθεση, είναι αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς αναφέρει μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη της και τις "καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας", ενώ κατά το σκέλος που προβάλλει, ότι εξ αυτής της καταθέσεως προέκυπτε η βασιμότητα του ισχυρισμού της, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης η αναιρεσείουσα με το μοναδικό συναφή πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προβάλει την αιτίαση ότι η παραπάνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ο προαναφερόμενος ισχυρισμός της, "είναι ελλιπής και αόριστη, αφού δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που καταδεικνύουν την παραδοχή, αλλά αντίθετα αφήνοντας ασχολίαστα τα αντίθετα αποδεικτικά μέσα που επιστηρίζουν την αντίθετη άποψη και συγκεκριμένα από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος απόδειξης ... προέκυψε ότι υπήρχε τέτοια συμφωνία και όχι σχέση εξαρτημένης εργασίας... ". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες για τους αυτούς πιο πάνω εκτιθέμενους λόγους. Οι ειδικότερες δε αιτιάσεις, ότι "το δίκασαν δικαστήριο κατά τον τρόπο αυτόν, καθ' υπέρβαση εξουσίας παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας, αφήνοντας εκτός δικαστικής εκτίμησης νόμιμο αποδεικτικό μέσο που οδηγούσε σε απαλλακτική κρίση και αδυναμία συγκρότησης του αδικήματος, αφού η προϋπόθεση της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, λειτουργεί ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, που εσφαλμένα εφαρμόστηκε", απαραδέκτως προβάλλονται και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον με την επίφαση της υπέρβασης εξουσίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και εκ πλαγίου παράβασης του άρ. μόνου του ν. ΑΝ 539/45, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
I
ΙΙ. Κατά την παράγρ. 1 του άρθρου μόνου του ΑΝ. 690/1945, όπως αυτή αντικατ. με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995, "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερόμενων κλπ.". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από διοικητικές πράξεις (άρθρ. 655 ΑΚ). Εξ άλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση περιέχονται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στη διατάξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του καταδίκασε την αναιρεσείουσα για παράβαση του α.ν. 690/1945 σε φυλάκιση εξήντα ημερών, την οποία ανάστειλε για μία τριετία και σε χρηματική ποινή 1600 ευρώ. Η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλει την αιτίαση ότι η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα, αφού αναπτύσσει τις απόψεις της, για το πότε η απόφαση είναι αιτιολογημένη, αναφέρει τα εξής "Στην συγκεκριμένη περίπτωση η επιλεκτική εκτίμηση με σιωπηρό τρόπο ενοχοποιητικών αποδεικτικών μέσων τα οποία δεν γνωρίζουμε και η ταυτόχρονη ανυπαρξία εκτίμησης συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων που οδηγούν στην απαλλαγή της κατηγορουμένης, οδήγησαν στην παραβίαση της δίκαιης δίκης, την παράκαμψη της ηθικής απόδειξης και την εν τέλει προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας όπως παραπάνω. Οι σκέψεις που δεν παρατίθενται σαν αιτιολογία δικαστικής κρίσης, δημιουργούν αδυναμία αναιρετικού ελέγχου και αντίκρουσης των. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν μπορεί να είναι η οποιαδήποτε εκτός θέματος αυθαίρετη κατασκευή που δεν επιστηρίζεται στην πραγματικότητα της δίκης". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί οι λόγοι αυτοί, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, σε ποία κεφάλαια αυτού ανάγονται, ποία πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, και ποιες είναι σκέψεις που δεν παρατίθενται, πρέπει, να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω της αοριστίας τους. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται τα αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που από αυτά προέκυψαν και αποδεικνύουν την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, αυτή, με τις πιο πάνω αόριστες αιτιάσεις της και με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της απόφασης, πλήττει ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου.
Μετά από αυτά, πρέπει, να απορριφθεί, η αίτηση αναιρέσεως και ο πρόσθετος αυτής λόγος και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25/2/2007 (αρ.πρωτ. 1767/25-2-08) αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως και τους από 22/10/2008 προσθέτους λόγους της ..., για αναίρεση της 50357/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Kαταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ