Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Κλοπή.
Περίληψη:
Διακεκριμένες κλοπές τετελεσμένες και σε απόπειρα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα. Απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 916/2008).
ΑΡΙΘΜΟΣ 40/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ταύρη, περί αναιρέσεως της 2919/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 733/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ "Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών", κατά δε το άρθρο 374 περ. ε' του ίδιου Κώδικα. "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ, 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη", καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει ν' αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/90}. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2919/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι γνωρίζονταν και συνδέονταν φιλικά, από κοινού, κατά τους αναφερομένους στο διατακτικό τόπους και χρόνους, αφαίρεσαν από την κατοχή τρίτων κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Ειδικότερα, αφαίρεσαν α) ένα ραδιοκασετόφωνο μάρκας SONY από το αυτοκίνητο του Α, β) 7 ευρώ και μερικά κέρματα σε δραχμές από το αυτοκίνητο της Β, γ) δύο ηχεία και μια ηλεκτρική θήκη τροφοδότησης από το αυτοκίνητο του Γ, δ) από την κατοχή αγνώστων ιδιοκτητών διάφορα κινητά πράγματα (ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη και άλλα), τα οποία είχαν επιμελώς συσκευασμένα σε χαρτοκιβώτια με σκοπό τη μεταφορά τους στην Αλβανία και τα οποία βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στην οικία του 1ου κατηγορουμένου. Ο τελευταίος δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει την κατοχή τους, ούτε ευσταθεί ο ισχυρισμός του ότι τα αγόρασε από το ....., ενόψει του ότι η αγορά και κατοχή τόσων πραγμάτων (άνω των 50 - βλ. από 29.10.2004 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως) για ιδία χρήση δεν δικαιολογείται, αλλά ούτε και προσκόμισε κάποια απόδειξη αγοράς. Περαιτέρω, τις πρώτες πρωΐνές ώρες της 28.10.2004, αφού παραβίασαν τις κλειδαριές των υπ' αριθ. κυκλ. ..... και ..... ΙΧΕ αυτοκινήτων, ιδιοκτησίας Δ και Ε, που ήταν σταθμευμένα στην οδό ..... (.....), εισήλθαν εντός αυτών και ερεύνησαν το εσωτερικό τους με σκοπό να αφαιρέσουν κινητά πράγματα, πλην δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την πράξη τους από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θελήσεώς τους, καθόσον δεν βρήκαν τίποτε για να αφαιρέσουν. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται ότι διέπραξαν τις παραπάνω πράξεις, πλην διαψεύδονται από τους μάρτυρες αστυνομικούς, οι οποίοι καταθέτουν ότι τους κίνησε την περιέργεια ότι το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ήταν σταθμευμένο στην οδό ..... (που διασταυρώνεται με την οδό ....., όπου βρέθηκαν διαρρηγμένα τα παραπάνω αυτοκίνητα) στου ..... ανάποδα στο μονόδρομο. Μάλιστα, ο αστυνομικός ΣΤ κατέθεσε πρωτοδίκως (βλ. πρακτικά εκκαλουμένης) ότι ο οδηγός, όταν τους είδε, έριξε έξω από το αυτοκίνητο ένα κασετόφωνο. Οι διαρρήξεις των αυτοκινήτων γίνονταν με σιδηρολοστό που βρέθηκε στο αυτοκίνητο και κατασχέθηκε, τα δε κασετόφωνα βρέθηκαν κομμένα με κοπιδάκια. Όπως δε αναγράφεται στην από 28.10.2004 έκθεση κατάσχεσης, ο λοστός είχε μήκος 40 εκατοστά και ήταν ειδικά διασκευασμένος για διαρρήξεις αυτοκινήτων, ενώ κατασχέθηκαν ακόμη, μεταξύ άλλων, δύο κατσαβίδια μήκους 30 και 15 εκατοστών, ένας κόφτης, ένας φακός τσέπης, ένα κατσαβίδι δοκιμαστικό και ένα σφυρί με πλαστική κεφαλή. Πολλά δε κλοπιμαία έχουν ήδη επιστραφεί στους ιδιοκτήμονες (βλ. από 29 και 30.10.2004 εκθέσεις αποδόσεως κατασχεθέντων). Οι κατηγορούμενοι δεν μπόρεσαν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στον τόπο όπου έγιναν οι κλοπές ούτε και τον τρόπο κτήσεως των αντικειμένων που βρέθηκαν στην οικία του 1ου. Οι ως άνω κλοπές (τετελεσμένες και σε απόπειρα) τελέστηκαν κατ' επάγγελμα, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων και την υποδομή που έχουν διαμορφώσει οι κατηγορούμενοι με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της κλοπής (χρήση διαρρηκτικών εργαλείων - σιδερολοστού, κατσαβιδιών, κόφτη κ.λ.π.) προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Το γεγονός ότι ενδεχομένως τα εργαλεία που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ανήκαν στην κατοχή του Ζ (μάρτυρα υπερασπίσεως του 1ου κατηγορουμένου) δεν ασκεί επιρροή, εφόσον δεν αποκλείει τη χρήση τους από τους κατηγορουμένους για την τέλεση των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων. Κατά συνέπειαν, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις των κλοπών που τους αποδίδονται, οι οποίες αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων και του ήδη αναιρεσείοντα από αυτούς Χ1, για τις αποδιδόμενες σε αυτούς διακεκριμένες κλοπές από κοινού και κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένες και σε απόπειρα, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α του ΠΚ και επέβαλε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως τριών ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ.1, 45,83, 84 παρ.2 α, 98, 372 παρ. 1 και 374 περ. ε' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος συμμετέσχεν στην τέλεση του άνω εγκλήματος ως συναυτουργός του συγκατηγορουμένου του Χ2, και δη ότι συνέπραξαν στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως των διακεκριμένων κλοπών κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένων και σε απόπειρα και ήθελαν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς της γνωρίζοντας ο καθένας απ' αυτούς ότι ο συμμέτοχος συγκατηγορούμενός του έπραττε με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της κλοπής κατ' εξακολούθηση, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος, κατ' εξακολούθηση, όσο και στην προαναφερθείσα υποδομή που είχαν διαμορφώσει αυτοί με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της εν λόγω πράξεως, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν ο σχετικός μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά δε με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-12-2007 αίτηση του Χ1για αναίρεση της με αριθμό 2919/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ