Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 212 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναίρεση μερική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για α) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συρροή, κατά μόνας και από κοινού, β) υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως, γ) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, τελεσθείσα από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και δ) ψευδορκία μάρτυρα. Παραγραφή πλημμεληματικών πλαστογραφιών και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Παύει οριστικώς ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και ως προς την αιτιολόγηση του ότι κατέθεσε ενόρκως «εν γνώσει ψευδώς». Απορρίπτει τους λόγους αυτούς. Αναιρεί εν μέρει.




Αριθμός 212/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ψ και πολιτικώς ενάγοντα τον ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1454/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 525/14-11-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 του Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 149/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, που ασκήθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ευαγγέλου Διον. Νικολόπουλου, κατά του υπ'αριθμ. 1207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 887/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε και τον κατηγορούμενο Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργήματων) Αθηνών, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατά συρροή, κατά μόνας και από κοινού, β) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, γ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και κατά συρροή, τελεσθείσης από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και δ) της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 13γ', στ', 45, 94 § 1, 98, 216 § § 1 και 3 εδ. β', 220 § 1 και 224 § § 2 και 1 Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων την υπ'αριθμ. 208/24-4-2008 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο έγινε τυπικά δεκτή η έφεση αυτή και απερρίφθη κατ'ουσία. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος άσκησε ο αναιρεσείων νομοτύπως εμπροθέσμως και παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφού ασκήθηκε διά του προς τούτο εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου του ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 § ιβ' και ε' Κ.Π.Δ.). Κατά το άρθρο 216 του ΠΚ, στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση εγγράφου, προκειμένου με τη χρήση του να παραπλανηθεί άλλος, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια, δηλαδή είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος, ή έννομης σχέσης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 περ.γ' εδ. πρώτο του ΠΚ, έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Στην έννοια αυτή του εγγράφου περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλης συσκευής, αφού υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου με μηχανικό τρόπο (φωτοτυπικό μηχάνημα). Επομένως, το γεγονός με έννομη συνέπεια, που το πρωτότυπο του εγγράφου προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει, εμφανίζεται και στο φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και άρα μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. Ενόψει αυτών, και το ανεπικύρωτο φωτοτυπικό αντίγραφο, παρότι δεν είναι πρωτότυπο, είναι δυνατόν να καταστεί υλικό αντικείμενο πλαστογραφίας (κατάρτισης πλαστού ή νόθευσης . Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση, κατά τη φωτοτύπηση, στοιχείων του γνησίου εγγράφου, συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντίγραφαν εγγράφου, που έχει νοθευτεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσης πλαστού εγγράφου (Ολ. ΑΠ 2/2000, ΑΠ 1803/2007, Δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1000/2006, Δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 2234/2005, Δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2α και 2β του Ν. 2721/1999, η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον η σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρω και β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρω (ΑΠ 1131/2002 ΠοινΧρον ΝΓ 401, ΑΠ 184/2002 ΠοινΧρον ΝΒ 898). Περαιτέρω, η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά, όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο του τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του χωρίς να απαιτείται και να λάβει πραγματική γνώση του εν λόγω εγγράφου ή να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος (βλ. ΑΠ 1753/2003 ΠοινΧρον ΝΔ 635). Κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ.1 ΠΚ, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται: α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο, κατά την έννοια των άρθρων 438 και 439 ΚΠολΔ, έγγραφο για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, β) η αναληθής βεβαίωση να προκλήθηκε με οποιοδήποτε απατηλό μέσο δια του οποίου παρασύρθηκε ο υπάλληλος, έστω και από αμέλεια η ευπιστία, στην παροχή της βεβαίωσης και γ) δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές είτε για τον εαυτό του είτε γα άλλον τρίτο (βλ. ΑΠ 1547/2002 ΝοΒ 2003 528, ΑΠ 507/2000 ΠοινΧρον Ν 977, ΑΠ 147/1998 ΠοινΧρον ΜΗ 777, ΑΠ 1018/1996 ΠοινΧρον ΜΖ 552). Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1-2 ΠΚ, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα κατατεθέντα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Στην ψευδορκία μάρτυρα η ένορκη κατάθεση του δράστη μπορεί να αναφέρεται σε αντικειμενικώς αναληθή γεγονότα και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε αντικειμενικά ψευδές το-κατατιθέμενο περιστατικό όχι μόνο όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 591/2001 ΠοινΧρον ΝΒ 131, ΑΠ 603/2000 ΠοινΧρον Ν 1007, ΑΠ 859/1998 ΠοινΧρον ΜΘ 458). Κατά δε το άρθρο 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού"νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΑΠ 50/1990 (σε ολομ) και ΑΠ 810/2006 Π.Χρ. ΝΖ/222). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 98 § 1 Π.Κ. ως αντικ. με άρθρο 14 § 1 Ν.2721/1999, ορίζεται ότι αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 § 1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί προς το σκόπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων (ΑΠ 59/2004, Ποιν. Χρ. ΝΔ/512). Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 98 Π.Κ., όπως προστέθηκε με άρθρο 14 § 1 Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό, και στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξάλλου κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 § 2 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 § 6 του Ν.1408/96, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320, 321, 339, 340 και 343 Κ.Π.Δ., αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως (αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο) ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 310 § 1 εδ. β', 370 εδ. β', 484 § 2, 511 και 512 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής δίκης, ακόμα και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναίρεσης κατά βουλεύματος υποχρεούται να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 310 § ιβ του Κ.Π.Δ., αρκεί η αίτηση αναιρέσεως ν'ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους, που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ιδίου Κώδικα (Ολομ. ΑΠ 382/1992, 583-585/1992 και ΑΠ 1855/06 Π.Χρ. ΝΖ'/809). Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν.2408/96, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα των υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ'όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη εφαρμογή όταν ο δικαστής, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1650/2002 Π.Χρ. ΝΓ/613). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις δέχθηκε ότι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα προανάκριση (αρθ. 243 §2 ΚΠΔ) και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών πρώτος κατηγορούμενος Χ, κατήρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλους σχετικά με γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 16.4.2002 μέχρι 5.9.2003, σε ημερομηνία ή ημερομηνίες που ακόμη δεν εξακριβώθηκαν, έχοντας στην κατοχή του μία κανονική με ημερομηνία 16.4.2002, βεβαίωση "Κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοση; δελτίου ταυτότητας", που είχε εκδοθεί από το Αστυνομικό Τμήμα Παγκρατίου, μέσω του τότε Διοικητή ...., . Ανθυπαστυνόμου, είχε παραλάβει την ίδια αυτή ημερομηνία (16.4.2002) η πρώην σύζυγος του ...., με την οποία βεβαιωνόταν ότι η τελευταία αυθημερόν είχε καταθέσει δικαιολογητικά για την έκδοση του υπ' αριθμ. ... δελτίου ταυτότητας της και η οποία επείχε θέση δελτίου ταυτότητας, έφερε μηχανογραφημένες ενδείξεις προοριζόμενες για χειρόγραφη συμπλήρωση, οι οποίες και ήταν συμπληρωμένες, και την κωδική ένδειξη ΚΑ- 32 (Ε9- 5), στο δε κάτω μέρος του, και συγκεκριμένα κάτω από τη σχετική ένδειξη "ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ", είχε τεθεί από τον Ανθυπαστυνόμο ... η υπογραφή του, ενώ επιπρόσθετα επί της βεβαίωσης αυτής, εκτός από τις χειρόγραφες ενδείξεις και την υπογραφή, υφίσταντο και δύο (2) εντυπώματα στρογγυλής σφραγίδας, από τα οποία το ένα είχε τεθεί επί της φωτογραφίας που υπήρχε στο επάνω και δεξιό μέρος του εντύπου (στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε και μία μονογραφή), ενώ το άλλο είχε τεθεί στη σχετική ένδειξη "Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ", ένα (1) εντύπωμα σφραγίδας με ενδείξεις "ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ", το οποίο είχε τεθεί στο επάνω ran αριστερό μέρος του εντύπου και συγκεκριμένα στη σχετική ένδειξη "(Τίτλος Υπηρεσίας)", και ένα (Γ) εντύπωμα ατομικής σφραγίδας με ενδείξεις "... ΑΝΘΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ", το οποίο είχε τεθεί στη σχετική ένδειξη "Ο ΔΙΟΙΚΗΤΉΣ", ο κατηγορούμενος με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ), διέγραψε από τη βεβαίωση αυτή τις χειρόγραφες ενδείξεις που βρίσκονταν δίπλα από τα στοιχεία ταυτότητας και όσα άλλα στοιχεία ήθελε και του ήταν απαραίτητα και στη συνέχεια δημιούργησε μία πλαστή βεβαίωση κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοσης δικαιολογητικών έκδοσης δελτίου ταυτότητας, θέτοντας με συρραφή στο επάνω και δεξιό μέρος αυτής (βεβαίωσης), ήτοι στο μέρος της φωτογραφίας, μία φωτογραφία του ως ιερωμένου και συμπληρώνοντας στη θέση των πραγματικών στοιχείων της πρώην συζύγου του ... διαφορετικά στοιχεία, ειδικότερα δε ανέγραψε ιδιοχείρως, δίπλα από την ένδειξη "ΕΠΩΝΥΜΟ", το επώνυμο "...."και δίπλα από την αντίστοιχη αγγλική ένδειξη ("SURNAME") το επώνυμο αυτό στην αγγλική γλώσσα, δίπλα από την ένδειξη "ΟΝΟΜΑ"το όνομα "...."και δίπλα από την αντίστοιχη αγγλική ένδειξη ("GIVEN NAMES"), το ίδιο αυτό όνομα στην αγγλική γλώσσα ("...."), δίπλα από την ένδειξη "ΟΝΟΜΑ ΠΑΤΕΡΑ"το όνομα "...."και δίπλα από την αντίστοιχη αγγλική ένδειξη ("FATHER'SNAME") το όνομα αυτό στην αγγλική γλώσσα ("...."), δίπλα από την ένδειξη "ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΑΤΕΡΑ"το επώνυμο "...", δίπλα από την ένδειξη "ΟΝΟΜΑ ΜΗΤΕΡΑΣ"το όνομα "...", δίπλα από την ένδειξη "ΕΠΩΝΥΜΟ ΜΗΤΕΡΑΣ"το επώνυμο "...", δίπλα από την ένδειξη "ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ (DATE OF BIRTH)"την ημερομηνία "7-12-1960", δίπλα από την ένδειξη "ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ"την "...", δίπλα από την ένδειξη "ΥΨΟΣ"τον αριθμό "180", δίπλα από την ένδειξη "ΔΗΜΟΤΗΣ"τη λέξη "...", δίπλα από την ένδειξη "Α.Δ."(Αριθμό Δημοτολογίου) τον αριθμό "...", και στο κάτω μέρος της βεβαίωσης, στα δεξιά των έντυπων ενδείξεων, τις ενδείξεις "κδ", ενώ μεταξύ των έντυπων ενδείξεων "Ο ανωτέρω, μας κατέθεσε σήμερα δικαιολογητικά για την έκδοση του υπ' αριθμ."και "δελτίου ταυτότητας. Η παρούσα, επέχει θέση δελτίου ταυτότητας και παραδίδεται με την παραλαβή αυτού", δηλαδή στη θέση του αριθμού του δελτίου ταυτότητας στο οποίο αφορούσε δήθεν η συγκεκριμένη βεβαίωση, έθεσε τα στοιχεία "...". Επιπροσθέτως, επί της πλαστής αυτής βεβαίωσης έθεσε την "16 ΑΠΡ. 2003"ως ημερομηνία καθώς και δύο (2) εντυπώματα στρογγυλής σφραγίδας με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΤ. ΑΘΗΝΩΝ ΑΣΤΥΝ. . ΤΜΗΜΑ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ", από τα οποία το ένα, μαζί με μία μονογραφή, έθεσε επί της ανωτέρω φωτογραφίας του, και το άλλο στην ένδειξη "Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ". Με το πλαστό αυτό έγγραφο σκόπευε να παραπλανήσει άλλους σχετικά με γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα ότι δήθεν η βεβαίωση αυτή ήταν γνήσια, ότι είχε εκδοθεί πραγματικά για τον ίδιο, ότι αυτός πράγματι είχε καταθέσει στις 16-4-2003 δικαιολογητικά για την έκδοση δελτίου ταυτότητας και ότι ο αριθμός αυτού του δελτίου ήταν όντως ...., ενώ όλα αυτά ήταν ψευδή, ο δε αμέσως προαναφερόμενος αριθμός (...) είχε κατανεμηθεί στο Αστυνομικό Τμήμα Παλαιού Φαλήρου κατ είχε εκδοθεί ταυτότητα επ' ονόματι της ... γεν. στις 4-8-1985 στο .... Ακολούθως και ειδικότερα στις 5-9-2003 έκανε χρήση της πλαστής αυτής βεβαίωσης καθόσον, αφού πρώτα εξήγαγε φωτοαντίγραφο της πλαστής αυτής βεβαίωσης με τη μέθοδο εξ ολοκλήρου της ηλεκτροφωτοαντιγραφικής αναπαραγωγής (φωτοαναπαραγωγικό μηχάνημα laser toner) σε χαρτί κοινής εμπορικής χρήσης, προσκόμισε αυτό, μαζί με άλλα δικαιολογητικά, στους αρμοδίους, καθ'ύλην και κατά τόπον, υπαλλήλους της Νομαρχίας Αθηνών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς, προκειμένου να εκδοθεί διαβατήριο για τον εαυτό του με τα στοιχεία ..., γεν. στις 7-12-1960 στην .., με αριθμό αστυνομικού δελτίου ταυτότητας "...", αριθμό δημοτολογίου τον αριθμό ... του Δημοτολογίου του Δήμου ... και με τόπο κατοικίας τον Δήμο ..., σκοπό και τον οποίο πέτυχε, αφού την ίδια ήμερα (5-9-2003) εκδόθηκε από τη Νομαρχία Αθηνών, μέσω των ανωτέρω υπαλλήλων που εξαπατήθηκαν από την πλαστή αυτή βεβαίωση το υπ' αριθμ. ... διαβατήριο, με διάρκεια ισχύος από 5-9-2003 έως 4-9-2008, στο οποίο αναγράφηκε ως επώνυμο του το επώνυμο "..."("..."), ως όνομα του το όνομα "..."("..."), ως όνομα πατρός του το όνομα "..."("...") και ως ημερομηνία γεννήσεως του η "07-12-1960". Εξάλλου, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα στις 5-9-2003, προσήλθε στη Νομαρχία Αθηνών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς και υπέβαλε ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων αίτηση-δήλωση για έκδοση διαβατηρίου για τον εαυτό του, δηλώνοντας με πρόθεση όχι τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητας του, δηλαδή τα στοιχεία Χ το έτος 1961, αλλά ως επώνυμο του το επώνυμο "....", ως κύριο όνομα του το συνδυασμό ονομάτων "...", ως επώνυμο του πατέρα του το επώνυμο "...", ως κύριο όνομα του πατέρα του το όνομα "...", ως όνομα και επώνυμο της μητέρας του το ονοματεπώνυμο "...", ως ημερομηνία γέννησης του την "7-12-1960", ως τόπο γέννησης του την ..., ως αριθμό του αστυνομικού δελτίου ταυτότητας του τον αριθμό "..."και ημερομηνία εκδόσεως αυτού την "16-4-2003", αριθμό δημοτολογίου τον αριθμό ... του Δημοτολογίου του Δήμου Αθηναίων, ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό "...", στον Δήμο "...", ενώ επιπλέον δήλωσε και πάλι ψευδώς ότι δεν είχε λάβει άλλο διαβατήριο μέχρι τότε. Παραλλήλως με την αίτηση του αυτή για την έκδοση του διαβατηρίου με τα παραπάνω στοιχεία προσκόμισε και υπέβαλε ως δικαιολογητικά α) ένα έντυπο λογαριασμού, που ανήκε στον πραγματικό ..., φερόμενο ως κάτοικο ..., επί της οδού ..., και το οποίο είχε προηγουμένως αφαιρέσει και β) μία πλαστή, με ημερομηνία "16 ΑΠΡ. 2003", βεβαίωση κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοσης δελτίου ταυτότητας, που είχε προηγουμένως καταρτίσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος-εκκαλών Χ, φερόταν ότι είχε εκδοθεί από τον Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Παγκρατίου ..., Ανθυπαστυνόμο, έφερε φωτογραφία του ως ιερωμένου, φερόταν να έχει θέση δελτίου ταυτότητας και στην οποία βεβαιωνόταν ότι δήθεν αυτός, με τα στοιχεία που ανωτέρω αναφέρονται, δηλαδή ως "..."("...") "..."("...") του ... και της ..., γεν. στην Αθήνα την 7-12-1960, δημότης του Δήμου.., με αριθμό δημοτολογίου ..., είχε καταθέσει την ανωτέρω ημερομηνία ("16 ΑΠΡ. 2003") δικαιολογητικά για την έκδοση του υπ' αριθμ. ... δελτίου ταυτότητας. Με τα παραπάνω ψευδή στοιχεία που περιέλαβε στην αίτηση-δήλωσή του, το έντυπο του λογαριασμού που δεν του ανήκε και την πλαστή, με ημερομηνία "16 ΑΠΡ. 2003"βεβαίωση κατάθεσης δικαιολογητικών, δηλαδή με όλα αυτά τα απατηλά μέσα, παρέσυρε και εξαπάτησε με πρόθεση τους καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδίους υπαλλήλους της Νομαρχίας Αθηνών να πιστέψουν ότι τα στοιχεία που αναφέρονταν στην αίτηση-δήλωσή του ήταν τα πραγματικά και πέτυχε έτσι να εκδοθεί αυθημερόν, ήτοι στις 5-9-2003, μέσω αυτών από την Νομαρχία Αθηνών το υπ' αριθμ. ... διαβατήριο, με διάρκεια ισχύος από 5-9-2003 έως 4-9-2008, στο οποίο αναγράφηκε ως επώνυμο του το επώνυμο "..."("..."), ως όνομα του το όνομα "..."("..."), ως όνομα πατρός του το όνομα "..."("...) και ως ημερομηνία γέννησης του η "07-12-1960". Με το εν λόγω διαβατήριο, δηλαδή, την έκδοση του οποίου πέτυχε με εξαπάτηση των καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδίων υπαλλήλων, βεβαιώθηκε αναληθώς ότι αυτός έφερε τα αμέσως ανωτέρω στοιχεία, ενώ τούτο ήταν ψευδές και αυτός το γνώριζε, το γεγονός δε αυτό μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, καθόσον κάνοντας χρήση αυτού του διαβατηρίου, που ανέγραφε στοιχεία διαφορετικά από τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητας του, μπορούσε να μεταβεί από και προς την Ελλάδα και να αποφεύγει την σύλληψη του από τις διωκτικές αρχές δυνάμει των διωκτικών εγγράφων που έφεραν τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητας του. Περαιτέρω, κατά μήνα Δεκέμβριο του έτους 2000 κοιμήθηκε ο μακαριστός Πατριάρχης Ιεροσολύμων και Πάσης Παλαιστίνης, Συρίας, Αραβίας, Πέραν του Ιορδανού, Κανά της Γαλιλαίας και Αγίας Σιών, κύρος ..., με αποτέλεσμα να αρχίσει η διαδικασία εκλογής νέου Πατριάρχη. Στον κατάλογο των υποψηφίων περιελήφθη και ο Μητροπολίτης Ιεραπόλεως και Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα Φ, μετέπειτα Πατριάρχης Φ' και νυν Μοναχός, κατά κόσμον .... Προς στήριξη της υποψηφιότητας του Μητροπολίτη Ιεραπόλεως Φ, μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα διάφορα άτομα μεταξύ των οποίων, εκτός των άλλων, περιλαμβάνονταν και οι κατηγορούμενοι Χ και Ψ, χωρίς να έχει διαπιστωθεί εάν τα άτομα αυτά πήγαν αυτοβούλως ή ότι στάλθηκαν με πρωτοβουλία οποιασδήποτε εκκλησιαστικής αρχής ή παραεκκλησιαστικής οργάνωσης, πάντως σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσαν μέλη επίσημης αντιπροσωπείας, είτε του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, λαμβανομένου υπόψη ότι η εκλογή Πατριάρχη Ιεροσολύμων αποτελούσε ανέκαθεν θέμα εθνικής σημασίας, λόγω του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, πλην όμως, όπως προκύπτει από το στοιχεία της δικογραφίας, η υπεύθυνη κυβερνητική πολιτική "υποκαταστάθηκε"παράνομα και αυθαίρετα από εξωθεσμικά κέντρα λήψης αποφάσεων, από φυγόδικους, φυγόποινους, αποστράτους και απότακτους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ, ως και από άτομα εμφορούμενα από "χριστιανο-εθνικο-πατριωτικά ιδεώδη". Ως προαναφέρεται, ο κατηγορούμενος Χ μετέβη στα Ιεροσόλυμα χρησιμοποιώντας το υπ' αριθμ. .... διαβατήριο με το όνομα ...... Κατά το χρονικό διάστημα πριν την εκλογή του νέου Πατριάρχη Ιεροσολύμων, οι υποστηρικτές του Μητροπολίτη Ιεραπόλεως Φ με προεξάρχοντα τον κατηγορούμενο Χ, με γκαιμπελικές μεθόδους παραπληροφόρησης, συκοφαντίας και αθέμιτης προπαγάνδας προσπάθησαν και πέτυχαν να θέσουν εκτός μάχης τους άλλους υποψηφίους και κυρίως τον Μητροπολίτη Βόστρων Ζ, ως και τον Μητροπολίτη Πέτρας ..... Ειδικότερα, στην σκανδαλοθηρικού περιεχομένου εφημερίδα των Αθηνών "ESPRESSO"δημοσιεύθηκαν πλαστές πορνοφωτογραφίες οι οποίες ήσαν προϊόντα φωτομοντάζ και προήρχοντο από πορνογραφικό περιοδικό, σύμφωνα με τις οποίες (φωτογραφίες-μοντάζ) φέρονταν να απεικονίζονται ο Μητροπολίτης Βόστρων και ο Αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος ..... Συγκεκριμένα, είχαν αφαιρεθεί από τις πρωτότυπες φωτογραφίες τα πρόσωπα ομοφυλόφιλων ανδρών σε άσεμνες στάσεις και είχαν αντικατασταθεί με τα πρόσωπα του Μητροπολίτη Βόστρων Ζ και του Αρχιεπισκόπου Τιβεριάδος ..... Μετά από χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών περίπου από την ως άνω δημοσίευση των πλαστών φωτογραφιών, φεϊγβολάν με τις ίδιες άσεμνες πλαστές φωτογραφίες, ως και φωτογραφικό υλικό σε βάρος του Μητροπολίτη Πέτρας ..., τον οποίο εμφάνισαν μαζί με άλλους Μητροπολίτες, ως προδότη και μασόνο, διασκορπίστηκαν στους δρόμους της Παλιάς Πόλης των Ιεροσολύμων. Σύμφωνα με κάμερες ασφαλείας του Αστυνομικού Τμήματος της Παλιάς Πόλης (Kislah), βιντεοσκοπήθηκε άγνωστο άτομο, το οποίο έφερε ράσα. να προβαίνει στην ως άνω πράξη. Στον ανωτέρω τόπο βρέθηκε και ένα ζευγάρι γυαλιών μυωπίας, σχήματος οβάλ, γυαλιά τα οποία συνήθιζε να φορά ο κατηγορούμενος Χ. Ανεξαρτήτως δε του γεγονότος εάν ο ρασοφόρος που διασκόρπισε το ως άνω δυσφημιστικό υλικό σε βάρος συνυποψήφιων του Μητροπολίτη Ιεραπόλεως Φ, ήταν ή όχι ο κατηγορούμενος Χ, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ήταν ο εμπνευστής, δημιουργός και παραγωγός του ανωτέρω δυσφημιστικού υλικού, λαμβανομένης υπόψη της ικανότητας αυτού στην πλαστογράφηση εγγράφων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Από τις καταθέσεις δε των μαρτύρων δημοσιογράφων, οι οποίοι κάλυπταν δημοσιογραφικά την εκλογή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι, συνεπικουρούμενοι και από τρίτα πρόσωπα, εκτόπισαν τον πνευματικό χαρακτήρα από την εκλογή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, αναστάτωσαν την Αγιοταφική Αδελφότητα και δυσφήμησαν σε μέγιστο βαθμό τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Την ίδια χρονική περίοδο στα Ιεροσόλυμα μετέβη και ο ...., Αστυνόμος Α' της ΕΛ.ΑΣ, όντας μακρινός συγγενής του Μητροπολίτη Ιεραπόλεως Φ. Κατά την παραμονή του στα Ιεροσόλυμα αντιλήφθηκε ότι οι κατηγορούμενοι και κυρίως ο Χ συμπεριφέρονταν κατά τρόπο που δεν συνάδει με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και για το λόγο αυτό ενημέρωσε άμεσα τον Φ, πλην όμως αυτός τον καθησύχασε λέγοντας του ότι είχε άδικο και ότι τους ανθρώπους αυτούς τους είχε αποστείλει προς βοήθεια του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.... Στη συνέχεια, μετά την εκλογή του Φ ως Πατριάρχη, ο ανωτέρω μάρτυρας έλαβε πρόσκληση προκειμένου να παραστεί στηΛ' τελετή ενθρόνισης του νέου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ, που θα γινόταν στις 15-9-2001. Πριν όμως μεταβεί στα Ιεροσόλυμα πληροφορήθηκε από αστυνομικό του Τμήματος Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος, αλλά και τον Διευθυντή Ασφαλείας της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής ότι το πρόσωπο του ... που είχε γνωρίσει στα Ιεροσόλυμα ταυτιζόταν με το πρόσωπο του Χ, ο οποίος κατεζητείτο από την ΙΝΤΕΡΠΟΛ για εμπορία ναρκωτικών. Μετά την ενθρόνιση του νέου Πατριάρχη ο ... ενημέρωσε τον Πατριάρχη Φ, ο οποίος συγκλονισμένος αποφάσισε να τους εκδιώξει αμέσως, πλην όμως, κατόπιν συμβουλών του ...., απομάκρυνε τους κατηγορούμενους από το Πατριαρχείο σε χρονικό διάστημα ενός μηνός περίπου. Μετά την ρήξη των σχέσεων των κατηγορουμένων Χ και Ψ με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ και την απομάκρυνση τους από το περιβάλλον του Πατριαρχείου, οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να εκδικηθούν και να πλήξουν τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, κατήρτισαν πλαστό έγγραφα και συγκεκριμένα, στην Αθήνα σας αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κατήρτισαν στην αγγλική γλώσσα μία (Γ) επιστολή, που έφερε δήθεν ως τόπο σύνταξης την "Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων", ως ημερομηνία την "17-7-2001". ως συντάκτη, υπογράφοντα και αποστολέα αυτής τον κατά την αμέσως προαναφερόμενη ημερομηνία Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα Μητροπολίτη Ιεραπόλεως - και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων - Φ και ως παραλήπτη της τον πρώην Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής .... και στην οποία αναγραφόταν μεταξύ άλλων, κατ' ακριβή μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, ότι "...Έχετε επίγνωση των αισθημάτων αλληλεγγύης, υποστήριξης και αγάπης που εγώ προσωπικά έχω για τον Παλαιστινιακό λαό. Έχετε επίγνωση των αντιλήψεων μου σχετικά με το μέλλον Αγίας Πόλης των Ιεροσολύμων, καθώς και της υποστήριξης που επανειλημμένα προσέφερα στο παρελθόν στον αγώνα τον λαού σας και του έθνους σας. Έχετε επίγνωση των πολλαπλών παρεμβάσεων μου και προς τον μακαριστό Πατριάρχη ... και την Ελληνική Κυβέρνηση, και προς τα διεθνή φόρουμ για το δικαίωμα των παλαιστινίων να έχουν το δικό τους ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα του τα Ιεροσόλυμα. Έχετε τέλος επίγνωση των αισθημάτων έντονης αποστροφής και δυσαρέσκειας που όλοι οι Πατέρες του Παναγίου Τάφου νιώθουν για τους απογόνους αυτών που σταύρωσαν τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, οι οποίοι τώρα σταυρώνουν το λαό σας, τους Σιωνιστές Εβραίους κατακτητές των Αγίων Τόπων της Παλαιστίνης...". Επίσης, στο τέλος της επιστολής αυτής, χρησιμοποιώντας πλαστή σφραγίδα του ανωτέρω φερομένου ως συντάκτη, δηλαδή του πρώην Εξάρχου του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα Μητροπολίτου Ιεραπόλεως και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ, την οποία είχαν στην κατοχή τους, έθεσαν κάτω από το όλο κείμενο της επιστολής αυτής την υπογραφή του τελευταίου, έτσι ώστε να εμφανίζεται ότι αυτός ήταν ο συντάκτης της και το πρόσωπο που την υπέγραψε. Με την πλαστή αυτή επιστολή αμφότεροι σκόπευαν να παραπλανήσουν τις αρμόδιες αρχές του Ισραήλ ότι δήθεν ο φερόμενος ως συντάκτης της επιστολής διάκειτο εχθρικώς προς το Κράτος αυτό και τον λαό του και ότι για το λόγο αυτό δεν έπρεπε να αναγνωριστεί από την Κυβέρνηση του Ισραήλ η εκλογή του ως Πατριάρχη Ιεροσολύμων, η οποία είχε λάβει χώρα ήδη από το έτος 2001. Ακολούθως και ειδικότερα την 9-9-2003 ο κατηγορούμενος Ψ έκανε χρήση της πλαστής αυτής επιστολής, καθόσον επισύναψε αντίγραφο αυτής στην υπ' αριθμ 12761/9-9-2003 ένορκη βεβαίωση, που συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία, μαζί με την εν λόγω πλαστή επιστολή, προσκομίστηκε και χρησιμοποιήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ισραήλ, που έκρινε το ζήτημα της αναστολής της αποφάσεως της Κυβερνήσεως αυτού του Κράτους περί της αναγνωρίσεως της εκλογής του Φ ως Πατριάρχη Ιεροσολύμων, προκειμένου έτσι το περιεχόμενο της πλαστής επιστολής να συνεκτιμηθεί σε βάρος του τελευταίου και να μην αναγνωριστεί τελικώς η κατά τα ανωτέρω εκλογή του. Επίσης ο κατηγορούμενος Χ με την υπ'αριθμ 2344/10-2-2004 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαριάνθης Θωμά ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗ αναφέρθηκε στην εν λόγω πλαστή επιστολή και στο περιεχόμενο αυτής, το οποίο φέρεται ότι απευθύνεται από τον πρώην Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα Μητροπολίτη Ιεραπόλεως και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ προς τον πρώην Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής ..., καθιστώντας και με τον τρόπο αυτό προσιτό το περιεχόμενο της εν λόγω πλαστής επιστολής στις αρμόδιες Αρχές και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, που σκόπευαν να παραπλανήσουν. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Χ με την υπ' αριθμ 2344/10-2-2004 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαριάνθης Θωμά ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗ κατέθεσε ενόρκως και εν γνώσει του ψευδώς ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Φ τέλεσε διάφορες αξιόποινες και ανήθικες πράξεις εις βάρος των αντιπάλων του - συνυποψήφιων για τον πατριαρχικό θρόνο, κ.κ. Ζ, ... και λοιπών, καθώς επίσης ότι ο τελευταίος (Φ), ήταν αυτός που έχει συντάξει, υπογράψει και αποστείλει στον πρώην Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής την προαναφερόμενη και με ημερομηνία 17-7-2001 πλαστή επιστολή. Πιο αναλυτικά, στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση του, που συντάχθηκε κατά τους νόμιμους τύπους από την ανωτέρω Συμβολαιογράφο κατέθεσε, μεταξύ άλλων, επί λέξει ότι: "... Ο κ. Φ είναι προσωπικά υπεύθυνος για όλες τις ενέργειες που έγιναν για λογαριασμό του πριν και μετά τις εκλογές για την ανάδειξη του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχου ίεροσολύμων και οπωσδήποτε είναι ο μοναδικός που ωφελήθηκε απ' αυτές. Ο κ. Φ εμπνεύσθηκε, σχεδίασε, κατεύθυνε και σε μερικές περιπτώσεις συμμετείχε ενεργά (στην ψεύτικη εκδήλωση στο Μουσείο του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ Υαά Vashsm), σε σειρά αντικανονικών, ενδεχομένως εγκληματικών και οπωσδήποτε "ξένων προς το ήθος"κάθε Χριστιανικής και Ορθόδοξης αντίληψης ενεργειών εναντίον άλλων υποψηφίων και ειδικά εναντίον των κ. Ζ και ... στην προσπάθεια του να, "υποκλέψει"τις ψήφους, του εκλεκτορικού σώματος και έτσι να, αναδειχθεί Πατριάρχης. Ουδεμία ενέργεια που εξετελέσθη από τον υπογράφοντα ή από οποιονδήποτε άλλον συμμετέχοντα στην προεκλογική του καμπάνια, έγινε εν αγνοία του κ. Φ... Η πρώτη μου έμμεση επαφή με τον κ, Φ έγινε την άνοιξη του 2000 όταν μέσω ενός κοινού φίλου μου εζητήθη εάν θα μπορούσα να βοηθήσω "έναν Δεσπότη της εκκλησίας - αργότερα μου απεκαλύφθη η ταυτότητα τον ότι επρόκειτο για τον κ. Φ"να ερευνήσει έναν άνθρωπο στην Ιερουσαλήμ. Μου έδωσε τότε μία τυπωμένη σελίδα που περιείχε πληροφορίες για τον κ. Ζ - τότε Αρχιγραμματέα του Πατριαρχείου. Στο έγγραφο αυτό ο κ. Ζ περιγράφεται καθαρά ως άνδρας χαμηλών ηθικών αξιών, ως συμμετέχων σε σεξουαλικά όργια, ως χρήστης ναρκωτικών, ως ύποπτος και υπό παρακολούθηση από την αστυνομία στην Ελλάδα κ. α.. Το έγγραφο αυτό περιέχει στο κάτω μέρος τους αριθμούς τλφ του κ. Ζ στην Ιερουσαλήμ που αναγράφονται χειρόγραφα με τον γραφικό χαρακτήρα του Φ....Πράγματι, ζήτησα από μία Ισραηλινή εταιρία που δραστηριοποιείται σε θέματα υπηρεσιών και συστημάτων ασφαλείας με την οποία συνεργαζόμουν επαγγελματικά σε διάφορα προγράμματα, την εταιρία NIRTAL LTD από την περιοχή του Τελ - Αβίβ, Ορ -Γιεούντα, που διευθύνεται από τον κ ... να διεξάγει την έρευνα. Μου ζήτησαν λεπτομέρειες σχετικά, μετάφρασα στα αγγλικά το έγγραφο που μου έδωσε ο κ Φ μέσω του κοινού μας φίλου και τους το έστειλα. Η εταιρία αυτή αυτοτελώς ή μέσω τρίτης εταιρίας -δεν μπορώ να το γνωρίζω - διεξήγαγε την έρευνα μου παρέδωσε λεπτομερή αναφορά με φωτογραφίες την οποία μετάφρασα και πάντοτε μέσω του κοινού μας γνωστού την παρέδωσα στον κ. Φ. Έλαβα τη συμφωνηθείσα αμοιβή...Πρέπει να τονίσω ότι σε πλήρη αντίθεση με το "πληροφοριακό έγγραφα"που μας έδωσε ο κ. Φ, η Ισραηλινή εταιρία δεν διαπίσωσε κανένα αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του κ Ζ. Αυτό που αποδεικνύεται εδώ είναι το γεγονός ότι 8 μήνες πριν από το θάνατο τον προηγουμένου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κυρού ..., ο κ. Φ συνειδητά διέδιδε συκοφαντικούς ψιθύρους εναντίον του κ. Ζ. Μετά το θάνατο του κυρού ....τον Δεκέμβριο του 2000, συναντήθηκα για πρώτη φορά με τον κ, Φ στις 4-5 Ιανουαρίου 2001, στην Αθήνα στο γραφείο του Αρχιεπισκόπου και την ίδια ή την επομένη ημέρα στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Συνεστήθην στον κ Φ προκειμένου να μεταβώ στην Ιερουσαλήμ και να τον βοηθήσω όπως μπορούσα στον προγραμματισμό, την οργάνωση, την διοίκηση και όλες τις αναγκαίες ενέργειες της προεκλογικής του καμπάνιας....Στη διάρκεια ενός εκ των δύο αυτών συναντήσεων μας ο ίδιος ο κ. Φ είπε ότι κατά το παρελθόν είχε διατάξει την διερεύνηση της προσωπικής ζωής ενός εκ των συνυποψήφιων του για τη θέση του Πατριάρχου του κ. Ζ, μέσω μιας Ισραηλινής εταιρίας και εκτός αυτού ότι ... "είχε ευαίσθητες πληροφορίες από τις Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες - ο ίδιος είχε αναφέρει την Μοσάντ - ότι ο Ζ είναι εγκληματίας και ότι θα μου δώσει τις αποδείξεις". Μόνον τότε συνειδητοποίησα ότι ο κ Φ ήταν ο Δεσπότης εκείνος που μας είχε αναθέσει "εμμέσως"την έρευνα για τον κ Ζ.... Ο κ. Φ μου έδωσε στην Ελλάδα σε ηλεκτρονική μορφή μερικές φωτογραφίες που περιείχαν ενοχοποιητικές αποδείξεις-για την σεξουαλική συμπεριφορά και τις προτιμήσεις τον κ. Ζ. Αργότερα διαπίστωσα ότι όλες αυτές οι φωτογραφίες ήταν προϊόν ενός ηλεκτρονικού φωτομοντάζ. Επίσης μου είπε ότι μια μεγάλη συνωμοσία ήταν σε εξέλιξη, με την συμμετοχή του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και της Ελληνικής Κυβερνήσεως να κάνουν lobbying υπέρ του Μητροπολίτου κ. .... - τοποτηρητού του θρόνου του Πατριαρχείου, με τους Ρώσους να υποστηρίζουν τον Ζ, ενώ ο ίδιος ήταν φτωχός εγκαταλειφθείς στην τύχη του... Ο Φ μου εξήγησε τότε ότι οι μόνες του πιθανότητες επιτυχίας βασίζονταν στο γεγονός της αποκάλυψης της ανηθικότητας του Ζ και του φίλου του ... στους χριστιανούς ηγέτες ανά τον κόσμο αλλά και στους εκλέκτορες του Πατριαρχείου, εμποδίζοντας τους έτσι από το να εκλεγούν. Όσον αφορά τον ... μου είπε τότε ότι "είναι Μασόνος και άρα δεν πρέπει να εκλεγεί αφού οι Μασόνοι είναι σιωνιστές και εχθροί του Χριστιανισμού". Ο κ. Φ διέταξε να σταλούν οι φωτογραφίες και άλλο ενημερωτικό υλικό σε περίπου 50 αποδέκτες σε όλες τις ανά τον κόσμο Ορθόδοξες Εκκλησίες, κατηγορώντας τον Ζ για ανηθικότητα κλπ. Ένα αντίγραφο εστάλη επίσης και στον Αρχιεπίσκοπο για να μην υποψιαστεί. Αντίγραφα εστάλησαν στους Πρεσβευτές του Ισραήλ, της Ιορδανίας και της Παλαιστινιακής Αρχής στην Αθήνα. Πριν την αποστολή των φακέλων ο κ. Φ τους είδε τους ήλεγξε και "ήταν πολύ ευχαριστημένος και ικανοποιημένος, μου είπε ότι αυτός ήταν ο τρόπος που έπρεπε να δράσουμε και ότι ευχαριστεί Τον θεό που με γνώρισε κλπ: κλπ. "....Με τις προσωπικές εντολές και οδηγίες του κ. Φ, το ίδιο συκοφαντικό υλικό εναντίον του κ Ζ μαζί με άλλες φωτογραφίες που μου εδόθησαν στην Ι. Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ιερουσαλήμ (δρόμος προς την Βηθλεέμ.), παρουσία του αποθανόντος Μητροπολίτου ... (3 Απρ. 2002). Ο κ. Φ συνεχώς παρουσίαζε τους υπολοίπους υποψηφίους ως διεφθαρμένους, ανήθικους, βρώμικους, αποκαλώντας τους με διάφορα απαξιωτικά παρατσούκλια, ισχυριζόμενος ότι εκείνος ήταν φτωχός και ότι "οι σκοτεινές και δαιμονικές δυνάμεις"τον αντιμάχονται κλπ. Κατά την διάρκεια μιας εκ των συναντήσεων μας στον Προφήτη Ηλία ήταν παρών ένας συνταγματάρχης του Ισραηλινού στρατού με τον Δρούζο οδηγό του και ο Φ με τον ... του έδειχναν τις επίμαχες φωτογραφίες και του εξηγούσαν μιλώντας στα αραβικά περί τίνος επρόκειτο. Στον Προφήτη Ηλία συνάντησα μερικές φορές δύο νεαρούς Παλαιστινίους των οποίων δεν ενθυμούμαι τα ονόματα και συζητήσαμε διάφορα θέματα σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να διανεμηθούν αποτελεσματικότερα οι φωτογραφίες και άλλο υλικό, αν έπρεπε να γίνουν και άλλες κλπ. Τελικά οι ίδιες φωτογραφίες μαζί με ένα αραβικό κείμενο εκτυπώθηκαν σε χιλιάδες αντίτυπα και διανεμήθηκαν στην Παλαιά Πόλη και σε άλλα μέρη του Ισραήλ, όπως στην Γαλιλαία, την Δυτική Όχθη και τις Εφημερίδες. Το αραβικό κείμενο στα φυλλάδια ήταν μετάφραση του ελληνικού κειμένου που ο ίδιος ο κ. Φ έγραψε. Καμία πρόταση ή δράση δεν αναλαμβανόταν αν ο Φ δεν έδινε την τελική του έγκριση. Το ίδιο υλικό εστάλη και ταχυδρομικά σε όλους τους εκλέκτορες του Πατριαρχείου. Ανάλογες ενέργειες προγραμματίστηκαν και εκτελέστηκαν πάντοτε με τις εντολές τον Φ, εναντίον άλλων υποψηφίων όπως οι Μητροπολίτες ..., ..., ... κ. α.... Ο κ. ... που προσωπικά συνέστησα στον Πατριάρχη άρχισε να δραστηριοποιείται τον Μάρτιο του 2001 αν θυμάμαι καλά. Aπ' όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω ουδέποτε κατά το παρελθόν είχε την οποιαδήποτε σχέση είτε με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ή το Πατριαρχείο. Συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Φ περίπου τον Μάρτη του 2001 νομίζω και επινόησε μια ιστορία άτι δήθεν ήταν ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος των Ισραηλινών Μυστικών Υπηρεσιών....Ο ίδιος συναντήθηκε ακόμη και με τον Αρχιεπίσκοπο ... στην ... τον Ιούλιο του 2001 μετά την διαγραφή των πέντε (5) Μητροπολιτών από την λίστα των υποψηφίων για τον Πατριαρχικό θρόνο ανάμεσα στους οποίους και του Φ. Κατά την διάρκεια αυτής της συναντήσεως που κανονίστηκε από συγγενείς του προαναφερομένου Μητροπολίτου κ, Φ και εμού, -παρουσίασε στον Αρχιεπίσκοπο ένα φάκελο με το επίσημο εθνόσημο του Κράτους του Ισραήλ, που περιείχε την αναφορά μου του 2000 για τον Ζ, ως μονταρισμένες φωτογραφίες εναντίον του, πολλές σελίδες εικονικού υλικού αποτελέσματος παρακολούθησης που υποτίθεται ενήργησε η υπηρεσία του κ. .... προκειμένου να πείσει τον Αρχιεπίσκοπο που μετά την συνάντηση του με τον Πρέσβη του Ισραήλ κ. ... ήταν πολύ επιφυλακτικός, για το γεγονός ότι αν ο Αρχιεπίσκοπος υποστήριζε έστω και λίγο τον Φ, ο ίδιος δηλαδή ο κ. .... θα κατόρθωνε να ξανακερδίσει την χαμένη υποστήριξη του Ισραήλ για τον Φ. Το πιθανότερο κατά τις 23-5-2001, ο ... είχε την ιδέα να οργανώσει μια "επίσημη τελετή "στο Μουσείο τον Ολοκαυτώματος της Ιερουσαλήμ, Γιαντ Βασέμ, προκειμένου να. προσπαθήσει να κερδίσει τις ψήφους υπέρ του Φ των δύο πλέον "ευάλωτων"ψηφοφόρων, των Μητροπολιτών Θαβωρίου ... και Διοκαισαρείας .... Πρακτικά ο ... ήθελε να παρουσιάσει τον Φ ως έχοντα μεγάλη επιρροή στις Ισραηλινές Αρχές προκειμένου να πείσει τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους της Συνόδου να τον υποστηρίξουν και να ψηφίσουν υπέρ του. Παρουσίασε την ιδέα του στον Φ που ενθουσιάστηκε, την αποδέχτηκε αμέσως και ανέλαβε μάλιστα να "ενημερώσει"σχετικώς τον Μητροπολίτη ... για την μεγάλη τιμή που κανόνισε ο ίδιος να του γίνει από το Ισραήλ. Ο ... με ένα φίλο τον, του οποίου δεν θυμάμαι το όνομα, ντυμένο σαν Συνταγματάρχης των Αλεξιπτωτιστών τον Ισραήλ πήγαν πρώτα στο σπίτι του Ιακώβου στο Πατριαρχείο και στη συνέχεια στην Αγία Αυλή στον Ναό της Αναστάσεως για να συναντηθούν με τον Μητροπολίτη .... Εκεί παρουσίασε τον εαυτό του σαν αξιωματούχο από το γραφείο του ... που ήθελε προσωπικά να τιμήσει τον γηραιό επίσκοπο ως φίλο του Ισραήλ και τον λαού του και να συζητήσουν για τις επερχόμενες εκλογές. Ενώ συζητούσαν μαζί του ένας αστυνομικός από τον παρακείμενο σταθμό ήρθε και άρχισε να ρωτά ερωτήσεις αλλά "επείσθη "από την στολή του Συνταγματάρχη των Αλεξιπτωτιστών και το "επίσημο"στυλ του κ. .... - του υποτιθέμενου αξιωματούχου του γραφείου του πρωθυπουργού και στο τέλος προσπαθούσε να βοηθήσει......Για την τελετή ένα αυτοκίνητο Πεζώ 607 νοικιάστηκε από την εταιρία ΕΛΝΤΑΝ στο οποίο τοποθετήθηκε η Ισραηλινή σημαία και συνοδευόταν από αυτοκίνητο ασφαλείας με δύο φρουρούς για να δοθεί πιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα στο όλο στήσιμο Με κάλεσε (σ.σ.: ο Φ) περίπου στις αρχές Ιουλίου και μου ζήτησε να γράψω μία επιστολή προς τον ........και μου υπαγόρευσε από το τηλέφωνο ένα υπόδειγμα που ήταν απολύτως μη ικανοποιητικό. Έτσι λοιπόν ετοίμασα για τον Φ ένα υπόδειγμα την ίδια ημέρα και του το έστειλα στο φαξ στο σπίτι του στην Ιερουσαλήμ... .Εις απάντηση του προαναφερομένου υποδείγματος με κάλεσε στο τηλέφωνο και μου εξήγησε ξανά τα σημεία που ήθελε να προσθέσω στο αρχικό υπόδειγμα αλλά πάλι δεν του άρεσε δεδομένου ότι δεν μπορούσα να αντιληφθώ το τι ακριβώς ήθελε. Τελικώς μου απέστειλε τυπωμένο από Η/Υ την ελληνική εκδοχή του κειμένου που έπρεπε να μεταφραστεί στα αγγλικά. Το έγγραφο ήταν στα ελληνικά στο ανεπίσημο επιστολόχαρτο της Εξαρχίας του Πατριαρχείου στην Αθήνα και μου το έστειλε με φαξ. Έχω το έγγραφο αυτό που μου έστειλε ο Φ με την εκτύπωση τον μηχανήματος φαξ από την Ιερουσαλήμ με το όνομα και τον αριθμό του τηλεφώνου του. Μόλις διάβασα το ελληνικό, κείμενο σοκαρίστηκα από τη γλώσσα, το μίσος και τον τρόπο που ο Φ παρουσίαζε τον εαυτό του ως φίλο των Παλαιστινίων και εμφανιζόμενο έχοντα καλές σχέσεις με τον .... Μέχρι τότε ο Φ ξεκάθαρα επέμενε ότι τα αισθήματα σε συνδυασμό με τις πεποιθήσεις του υποστήριζε πολιτική ουδετερότητα και οπωσδήποτε υποστήριζε το καθεστώς μιας αδιαίρετης Ιερουσαλήμ ως της κυρίαρχης πρωτεύουσας του Ισραήλ κλπ. Αυτή η απίστευτη στροφή 180 μοιρών στην στάση του με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση δεδομένου ότι μέχρι τότε απέκρουα με πολύ έντονο τρόπο όλες τις προεκλογικές εναντίον του αιτιάσεις τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των αρχικών επιφυλάξεων του καθηγητή ... αναφορικά με "φήμες για πολύ θερμές φιλοπαλαιστινιακές θέσεις και πράξεις του κ Φ ". Δεν θα δεχόμουν ποτέ να έρθω και να τον βοηθήσω αν γνώριζα ότι είχε τόσο σαφή αντισημιτική και αντι-ισραηλινή τοποθέτηση. Του τηλεφώνησα αμέσως και τον ρώτησα σχετικά και μου είπε ότι δεν τα εννοεί όλα αυτά που γράφει στο γράμμα αλλά ήθελε να κάνει κάτι πολύ ισχυρό έτσι ώστε το Ισραήλ να φοβηθεί για ενδεχόμενα προβλήματα με τους Χριστιανούς Παλαιστινίους και να υποχωρήσει να τον ξαναβάλει στην λίστα των υποψηφίων. Δεν επείσθην από τις αιτιάσεις του αυτές αλλά μέσα στην διαδικασία του τρομερού στρες και του φόρτου εργασίας των ημερών μετέφρασα το έγγραφο και του το έστειλα στο Ισραήλ. Όταν επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ, ανάμεσα σε άλλα έγγραφα τα οποία σχεδόν καθημερινώς του παρουσίαζα προς έγκριση και υπογραφή, του έδωσα και το γράμμα αυτό για υπογραφή. Όταν το υπέγραψε ήταν παρόντες ο κ ... και ο π .... και η όλη συζήτηση ξανάρχισε σχετικά με την αναγκαιότητα, υπογραφής και επιστολής ενός τόσο "άγριου "γράμματος. Ο Φ επανέλαβε τα ίδια που αναφέρονται παραπάνω και απλά μας είπε ότι "αυτός είναι εκείνος που αποφασίζει και ότι θα έπρεπε να ξεχάσουμε το όλο ζήτημα". Κράτησε το πρωτότυπο υπογεγραμμένο γράμμα μαζί με μερικά άλλα....Ο κ ... εκείνη την ημέρα απείλησε ότι θα έφευγε αν ο Φ συνέχιζε να κάνει τέτοια τρομερά σφάλματα....Είμαι απολύτως βέβαιος ότι το αντίγραφο στην κατοχή μου είναι αντίγραφο της πρωτοτύπου επιστολής στα αγγλικά, που υπεγράφη μπροστά μου και παρουσία του κ. ... και του π ... και είναι μετάφραση από το ελληνικό κείμενο που έγραψε ο κ. Φ......". Όλα τα ως άνω περιστατικά που καταθέτει στην αμέσως προεκτιθέμενη ένορκη βεβαίωση του αναφορικά με τις πράξεις του πρώην Εξάρχου του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα Μητροπολίτου Ιεραπόλεως και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ εναντίον των συνυποψήφιων του στις εκλογές για τον Πατριαρχικό Θρόνο, αλλά και την επιστολή που, κατά τους ισχυρισμούς του, συνέταξε ο ίδιος και απηύθυνε προς τον πρώην Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, ..., είναι ψευδή, καθόσον, ως προαναφέρεται, ο Φ δεν συμμετείχε, με οποιονδήποτε τρόπο και εν γνώσει του, σε κάποια από τις κατά τα ανωτέρω πράξεις κατά των συνυποψήφιων του, στην δε κατασκευή και διανομή του φωτογραφικού και εν γένει δυσφημιστικού υλικού σε βάρος του Μητροπολιτών Ζ και ... προέβη αυτός (κατηγορούμενος) εν αγνοία του και με δική του πρωτοβουλία, ενώ, όσον αφορά την τελετή στο Μουσείο Ολοκαυτώματος (Yad Vashem), ο τότε υποψήφιος για τον Πατριαρχικό Θρόνο και μετέπειτα Πατριάρχης Ιεροσολύμων Φ σε κάθε περίπτωση αγνοούσε αν αποτελούσε ή όχι προϊόν σκηνοθεσίας. Επιπλέον η προαναφερόμενη επιστολή του τελευταίου προς τον πρώην Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής ... ήταν πλαστή και είχε καταρτιστεί εν αγνοία του υποψηφίου και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων από τον ίδιο και τον συγκατηγορούμενό του Ψ, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, ουδεμία δε σχετική με την επιστολή αυτή συζήτηση έγινε ανάμεσα στους κατηγορούμενους και τον μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Τέλος, όλα τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, τα οποία περιλήφθηκαν στην δυνάμενη να ληφθεί υπόψη από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ και προσκομισθείσα ενώπιον αυτού υπ' αριθμ. 2344/10-2-2004 ένορκη βεβαίωση του, σχετίζονταν ουσιωδώς, τόσο ουσιαστικά όσο και διαδικαστικά, με την υπόθεση της αναγνώριση ή μη της εκλογής του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ, η οποία εκδικαζόταν ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου, μπορούσαν δε να επηρεάσουν ουσιωδώς, σε κάθε δε περίπτωση έστω και επουσιωδώς, την κρίση αυτού επί της υποθέσεως, αφού αφορούσαν την εν γένει συμπεριφορά του εκλεγέντος Πατριάρχη ως Ιεράρχη και ως υποψηφίου για τον Πατριαρχικό Θρόνο, αλλά και τα συναισθήματα του ιδίου απέναντι στο Κράτος και τον λαό του Ισραήλ. Περαιτέρω, Ο εκκαλων Χ και ο μη ασκησας έφεση Ψ μετά την δράση τους στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, έχοντας αποκτήσει προσβάσεις σε εκκλησιαστικούς κύκλους, κατόρθωσαν να διεισδύσουν και σε εκτός Ελλάδος εκκλησιαστικούς κύκλους. Ειδικότερα, δυνάμει του από 1.4.2004 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα Βιβλία Εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών και με αύξοντα αριθμό 5397/6-4-2004, οι: 1)...., 2)..., 3) Ψ, 4) ..., 5) ...., 6) ..., ...., 7) ... και 8) ...., συνέστησαν την Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία "ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ", αποδιδόμενη στην αγγλική γλώσσα ως "MAGNA GRAECIA DEVELOPMENT ORGANIZATION", με έδρα το Δήμο ..., οδός ..., με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανέγερση, αποπεράτωση, αναπαλαίωση και εξοπλισμό κτιριακών μοναστικών κέντρων και ορθοδόξων εκκλησιών σε όλες τις περιοχές που η εταιρία αυτή επιχειρούσε να αναπτύξει τα προγράμματα της, με ιδιαίτερη έμφαση στη Νότια Ιταλία. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αποτελούσαν οι: 1) ... 2) ..., 3) Ψ, μετά δε την τροποποίηση του Καταστατικού της εταιρείας, το Διοικητικό Συμβούλιο παρέμεινε με την ίδια σύνθεση, πλην του ..., την θέση του οποίου κατέλαβε ο αρχιμανδρίτης.... Τέλος, στις 30-4-2004 με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας "ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ - ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ", πρόεδρος του Δ.Σ. ορίσθηκε ο ...αντιπρόεδρος ο ... και εκπρόσωπος - διαχειριστής ο κατηγορούμενος Ψ. Η ως άνω εταιρεία ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του εκκαλουντος κατηγορουμένου Χ, στην οποία ο ίδιος δεν μετείχε τυπικά, πλην όμως με πρόφαση την οικονομική ενίσχυση της εταιρείας, ως και την ανεύρεση χρηματοδοτών μέσω της προώθησης προϊόντων της Κάτω Ιταλίας (λάδι, κρασί, λεμόνια, τυροκομικά) προς τις χώρες της Άπω Ανατολής, με χρήματα της ως άνω εταιρείας πραγματοποιούσε μακρινά ταξίδια (Μπανγκόκ - Ταϊπει) και διαβίωνε σε πολυτελή ξενοδοχεία, φορώντας ράσα και εμφανιζόμενος ως "πατήρ ...". Στα πλαίσια της αναζήτησης χρηματοδοτών, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, συνοδευόμενοι από τον ..., Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την περιοχή της ... και της ...κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Απριλίου- Μαΐου 2004 μετέβησαν στη Πάτρα, όπου επισκέφθηκαν τα γραφεία της ομόρρυθμης, εταιρίας, με την επωνυμία "... Ο.Ε", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο επιχειρηματίας Θ, που γνώριζε την ύπαρξη της ως άνω αστικής και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εταιρίας ("ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ"), όπου εκεί και κατά την επίσκεψή τους αυτή, ο κατηγορούμενος Χ, παρουσιάζοντας και τον εαυτό του ως εκπρόσωπο της αμέσως προαναφερόμενης εταιρίας, παρέστησε στον εν λόγω επιχειρηματία ότι ο ίδιος και ο άνω συγκατηγορούμενός του Ψ ενεργούσαν πράγματι για λογαριασμό και προς το συμφέρον αυτής, ότι προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν χρήματα για την αναπαλαίωση, συντήρηση και διατήρηση των ορθόδοξων Μοναστηριών στη Νότια Ιταλία. Κατά την ως άνω επίσκεψη των κατηγορουμένων στην ... ο κατηγορούμενος Χ παρέστησε επιπλέον στον εν λόγω επιχειρηματία ότι επρόκειτο να προβεί στην έκδοση βιβλίων για το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ότι προς τούτο υπήρχαν και προσχέδια και ότι ορισμένα από αυτά (τα προσχέδια) ήταν, όπως τον διαβεβαίωσε, και αυτά που έφερε κατά την ώρα εκείνη μαζί και του επέδειξε, τέλος δε και ότι τα χρήματα που εκείνος (Θ) θα έδινε ως δωρητής για τον σκοπό αυτόν, θα χρησιμοποιούνταν πράγματι προς τούτο. Ο Θ εξέδωσε με την ιδιότητα του ως νομίμου. εκπροσώπου της εδρεύουσας στην ... ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ".... Ο.Ε."δύο (2) επιταγές, πληρωτέες με χρέωση του ιδίου πιο πάνω (υπ' αριθμ. ...) λογαριασμού της τελευταίας (εκδότριας εταιρίας) και εις διαταγή του Α.Θ.Μ. Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ, στην Τράπεζα Κύπρου, ποσού καθεμία από αυτές δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και ειδικότερα 1) την υπ' αριθμ. .... και με ημερομηνία εκδόσεως 30-11-2006 επιταγή και 2) την υπ' αριθμ. ... και με ημερομηνία εκδόσεως 15-12-2004 επιταγή. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος Χ αμφότερες τις επιταγές αυτές πλαστογράφησε, θέτοντας στη θέση του πρώτου οπισθογράφου την πλαστή σφραγίδα και υπογραφή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, χωρίς ο τελευταίος να γνωρίζει οτιδήποτε σχετικά και χωρίς να του έχει χορηγήσει ποτέ αυτός οποιαδήποτε προς τούτο εντολή, συναίνεση ή εξουσιοδότηση και εμφανίζοντας ακολούθως ότι ο τελευταίος μεταβίβασε, με καθεμία από τις οπισθογραφήσεις του αυτές, τη μεν πρώτη από τις επιταγές αυτές, δηλαδή την υπ'αριθμ..... στον ίδιο, ο οποίος και στη συνέχεια, οπισθογραφώντας αυτήν με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο (Χ) την μεταβίβασε στην εταιρία "ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ-ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ και αυτή ακολούθως, μέσω του διαχειριστή της και συγκατηγορουμένου του Ψ, και πάλι στον ίδιο, τη δε δεύτερη από τις επιταγές αυτές, ήτοι την υπ' αριθμ ...., στην παραπάνω εταιρία με την επωνυμία "ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ"("MAGNA GRAECIA"), η οποία και στη συνέχεια τη μεταβίβασε και πάλι σ'αυτόν. Ακολούθως, επίσης, προέβη σε χρήση αμφοτέρων των εν λόγω πλαστογραφημένων, στη θέση της πρώτης οπισθογράφησης, επιταγών, καθώς στο ... κατά την 6.12.2004 και 21.12.2004 εμφάνισε αντιστοίχως αυτές στην πληρώτρια Τράπεζα, και εκεί, παρέστησε στους αρμοδίους για την πληρωμή τους υπαλλήλους αυτής ότι ήταν νόμιμος κομιστής τους, και αφού έθεσε στο πίσω μέρος των σωμάτων των επιταγών μια δυσανάγνωστη υπογραφή, που την εμφάνισε ως υπογραφή του "....", δηλαδή ενός προσώπου που στην πραγματικότητα ήταν, κατά τα προαναφερόμενα, ανύπαρκτο, έκανε χρήση του πλαστού διαβατηρίου, που επίσης, ως προαναφέρθηκε, είχε εκδοθεί για το ίδιο αυτό ανύπαρκτο πρόσωπο "...."), παραπλάνησε τους ως άνω υπαλλήλους να του καταβάλουν τα ποσά των δύο επιταγών, δηλαδή να του καταβάλουν συνολικά είκοσι χιλιάδες (20.000). Εξάλλου, από την επανειλημμένη από μέρους του κατηγορουμένου Χ τέλεση της πλαστογραφίας και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του ιδίου εγκλήματος, αφού επέτυχε την έκδοση των δυο επιταγών σε διαταγή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, διαθέτοντας άνεση στην κατάρτιση πλαστών εγγράφων και κάνοντας χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και του διαβατηρίου που κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα είχε υφαρπάξει με παράνομο τρόπο, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Τέλος από την επανειλημμένη από μέρους του Χ τέλεση της ιδίας εγκληματικής πράξης προκύπτει και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της ποοσωπικότητάς του. Ο κατηγορούμενος Χ τόσο με την από 30.5.2006 απολογία του στον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, όσον και με το από 30.5.2006 απολογητικό υπόμνημα του, αρνείται την σε βάρος του κατηγορία πλην της πράξης της πλαστογραφία και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης σχετικά με την βεβαίωση προσωρινού δελτίου ταυτότητας και το πλαστό διαβατήριο επ' ονόματι "...". Ειδικότερα. Ισχυρίζεται ότι η σε βάρος του καταδίκη για διακίνηση ναρκωτικών από το Δικαστήριο της Βενετίας στηρίχθηκε αποκλειστικά στην κατάθεση του κατηγορουμένου..., αιτία για την οποία αναγκάσθηκε να φυγοδικεί, ότι με πλαστό διαβατήριο ταξίδευσε αρχές του 2001 στα Ιεροσόλυμα προς στήριξη της εκλογής του Μητροπολίτη Ιεραπόλεως Φ, πλην όμως μετά την ανακάλυψη των στόχων και των προθέσεων αυτού, την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας και τη ρήξη των σχέσεων του με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, προέβη στην πλαστογράφηση βεβαίωσης προσωρινού δελτίου ταυτότητας και στην έκδοση διαβατηρίου επ' ονόματι "....". Επίσης ισχυρίζεται ότι ουδέποτε πλαστογράφησε με τον συγκατηγορούμενό του την από 3.7.2001 επιστολή του Φ προς τον .... και ότι ο ίδιος ο Φ την υπέγραψε ενώπιον του ίδιου και του συγκατηγορούμενου του, παρά τις διαφωνίες τους σχετικά με το ύφος της επιστολής και την σκοπιμότητα της. Τέλος όσον αφορά την εταιρεία "ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ"("MAGNA GRAECIA") ο ίδιος δεν συμμετείχε αλλά απλώς ανέλαβε να βοηθήσει στις εκδοτικές και εμπορικές πρωτοβουλίες της εταιρείας, λόγω της εμπειρίας του στο marketing, ότι τα χρήματα όσον αφορά τις δύο επιταγές που εξέδωσε ο επιχειρηματίας Θ σε διαταγή του Πατριάρχη Φ, αυτό έγινε κατόπιν συναίνεσης του ίδιου του Πατριάρχη προς έκδοση βιβλίου, ότι οι εν λόγω επιταγές στάλθηκαν στα Ιεροσόλυμα, πλην όμως ο Φ, εντελώς αναιτιολόγητα αρνήθηκε να ασχοληθεί με την έκδοση του βιβλίου και αφού οπισθογράφησε τις επιταγές τις επέστρεψε στον ίδιο, ο οποίος, υπό το κράτος του φόβου για σύλληψη του, προέβη σε νέα οπισθογράφηση αυτών από την εταιρεία "ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ"και στη συνέχεια τις εισέπραξε ο ίδιος με το όνομα "....". Τα όσα όμως ισχυρίζεται κρίνονται αβάσιμα και συνεπώς απορριπτέα.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κατά του κατηγορουμένου Χ για τις πράξεις: α) πλαστογραφίας με χρήση κατά συρροή, κατά μόνας και από κοινού β) υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως γ) πλαστογραφίας με χρήση, κατ'εξακολούθηση και κατά συρροή, τελεσθείσα από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και δ) της ψευδορκίας μάρτυρα, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση είναι αβάσιμα. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με αριθμό 887/2008, που επικύρωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, οι με στοιχεία "ια', ιβ'"πράξεις στο διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος της πλαστογραφίας και πλαστογραφίας από κοινού, αντίστοιχα, φέρονται να τελέσθηκαν η πρώτη το χρονικό διάστημα από 16-4-2002 έως 5-9-2003 και η δεύτερη αρχές Σεπτεμβρίου 2003, η δε με στοιχείο "
ΙΙ"πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως φέρεται να τελέσθηκε στις 5-9-2003 και είναι αυτές πλημμελήματα. Επειδή δε από του χρόνου αυτού της τελέσεως τους παρήλθε ο για την παραγραφή τους χρόνος της πενταετίας και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε παραδεκτώς και περιέχεται σ'αυτή σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και δη αυτός της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής διάταξης και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί ως προς τις πράξεις αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα και να αποφανθεί το Δικαστήριό σας την οριστική παύση της ποινικής δίωξης του αναιρεσείοντος κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 310 § ιβ' Κ.Π.Δ. Κατά τα λοιπά με τις παραδοχές του το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κλατ'εξακολούθηση και κατά συρροή, τελεσθείσης από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ και β) της ψευδορκίας μάρτυρα, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή του αναιρεσείοντος και εντεύθεν για την κατ'ουσία απόρριψη ως αβασίμου της εφέσεώς του. Ειδικότερα δε αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα όλα τα στοιχεία εκείνα που στηρίζουν την κρίση για την κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πιο πάνω κακουργηματικής πλαστογραφίας, καθώς επίσης αναλύεται πλήρως και αιτιολογείται ο δόλος του αναιρεσείοντος στην τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα για την οποία παραπέμπεται να δικασθεί. Κατ'ακολουθία όλων των παραπάνω εκτιθεμένων αβάσιμος ελέγχεται ο με αριθμό "2"του δικογράφου της αναιρέσεως, λόγος αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1. Να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και να αποφανθεί το Δικαστήριό σας την οριστική παύση της ποινικής δίωξης του αναιρεσείοντος για τις με στοιχεία "ια, ιβ και
ΙΙ"πράξεις της πλαστογραφίας, πλαστογραφίας από κοινού και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως που αναφέρονται στο σκεπτικό του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος και
2. Να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αναφορικά με τον με αριθμό "2"δεύτερο λόγο του δικογράφου αυτής, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα. Αθήνα 28 Οκτωβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη 149/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του 1207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ' ουσία η 208/24-4-2008 έφεσή του κατά του 887/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατά συρροή, κατά μόνας και από κοινού, β) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, γ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και κατά συρροή, τελεσθείσα από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και δ) της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 13γ', στ', 45, 94 § 1, 98, 216 § § 1 και 3 εδ. β', 220 § 1 και 224 § § 2 και 1 Π.Κ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. II. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001. Στην έννοια του εγγράφου (άρθρο 13 περ. γ του ΠΚ) περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλου μηχανικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου με μηχανικό τρόπο. Επομένως, το γεγονός με έννομη σημασία, που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εγγράφου εμφανίζεται και στο φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και, συνεπώς, μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση κατά τη φωτοτύπηση στοιχείων του γνήσιου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευθεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητάς του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 220 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης απαιτείται α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο έγγραφο για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή το έγγραφο από μόνο του σε συσχετισμό προς άλλο, να μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής, β) αναληθής βεβαίωση που προκλήθηκε με οποιοδήποτε απατηλό μέσο εξαιτίας του οποίου παρασύρθηκε ο υπάλληλος έστω και από αμέλεια ή ευπιστία στην παροχή της βεβαίωσης και γ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη θέληση του να προκαλέσει αναληθή βεβαίωση και στη γνώση ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές, είτε για τον εαυτό του είτε για τον άλλον τρίτο Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 224 παρ. 2 Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση της αναλήθειας όσων κατατέθηκαν από το μάρτυρα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για ψευδορκία μάρτυρα απόφασης, ή παραπεμπτικού βουλεύματος, είναι αναγκαίο, εκτός άλλων, να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδορκίας, και δή ποια είναι τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο μάρτυρας και ποια τα αληθινά, που γνώριζε αυτός και αντί αυτών κατέθεσε τα ψευδή, ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο μάρτυρας είχε γνώση ότι αυτά ήταν ψευδή, αφού η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη σε τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της κατάθεσης ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του. Η απαιτούμενη, τέλος, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών.

ΙΙΙ. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320, 321, 339, 340, και 343 ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β και 484 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον ή αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν, ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται να κριθεί και βάσιμος, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/2003 δεν παραπέμπει για ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό του 887/2008 πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που επικύρωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, οι πράξεις με στοιχεία ια', ιβ', της πλαστογραφίας και της πλαστογραφίας από κοινού, αντίστοιχα, καθώς και η με στοιχείο
ΙΙ πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, φέρονται να τελέσθηκαν η πρώτη το χρονικό διάστημα από 16-4-2002 έως 5-9-2003, η δεύτερη αρχές Σεπτεμβρίου 2003, η δε τρίτη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως φέρεται ότι τελέσθηκε στις 5-9-2003. Ειδικότερα, οι αναφερόμενες στο διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος: α) η με στοιχείο ια', πράξη της κατάρτισης πλαστού εγγράφου, με χρήση, της με ημερομηνία 16.4.2002, βεβαίωσης "κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοσης δελτίου ταυτότητας", φέρεται ότι τελέστηκε από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 16.4.2002 μέχρι 5.9.2003, σε ημερομηνία ή ημερομηνίες που ακόμη δεν εξακριβώθηκαν, β) η με στοιχείο ιβ', πράξη της από κοινού (με τον συγκατηγορούμενό του Ψ, που δεν συμμετείχε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα) κατάρτιση, με χρήση, πλαστού εγγράφου, φέρεται ότι τελέστηκε, στην Αθήνα στις αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003, και συγκεκριμένα κατά το χρόνο αυτό κατάρτισε από κοινού μια επιστολή, που έφερε δήθεν ως τόπο σύνταξης την "Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων", ως ημερομηνία την "17-7-2001", ως συντάκτη, υπογράφοντα και αποστολέα αυτή, τον κατά την αμέσως προαναφερόμενη ημερομηνία Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα Μητροπολίτη Ιεραπόλεως - και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων - Φ και ως παραλήπτη της τον τότε Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής ...., και γ) η με στοιχείο "
ΙΙ"πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, φέρεται ότι τελέσθηκε στις 5-9-2003, και αφορά το Α 109720 διαβατήριο, με διάρκεια ισχύος από 5-9-2003 έως 4-9-2008, στο οποίο αναγράφηκε ως επώνυμο του το επώνυμο "..."("..."), ως όνομα του το όνομα "..."("..."), ως όνομα πατρός του το όνομα "...."("...") και ως ημερομηνία γέννησης του η "07-12-1960". Οι πράξεις αυτές φέρουν χαρακτήρα πλημμελήματος (άρ.216 § § 1 και 220 § 1 Π.Κ.). Το αξιόποινο, συνεπώς, των πράξεων αυτών εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής (μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος), διότι από της τελέσεώς τους μέχρι τη διάσκεψη και την έκδοση του παρόντος έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, αφού δεν άρχισε ακόμη η κύρια διαδικασία για να συντρέξει χρόνος αναστολής. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτώς και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β, δ ΚΠΔ), πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί, κατά το μέρος που αφορά την παραπομπή του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. IV. Κατά τα λοιπά, ως προς τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρο 224 § § 2 και 1 Π.Κ.) και της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, που τελέστηκε από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, (άρ.216 § § 1 και 3 εδ. β', όπως ισχύει), το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα αναφερόμενα στην ενσωματωμένη στην παρούσα απόφαση εισαγγελική πρόταση, πιο πάνω λεπτομερώς εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα πιο πάνω δύο αξιόποινες πράξεις, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή αυτού (κατηγορουμένου) στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.γ και στ', 98, 216 § § 1 και 3 εδ. β', όπως ισχύει, και 224 § § 2 και 1του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών με τις παραδοχές του ότι, από την επανειλημμένη από μέρους του κατηγορουμένου Χ τέλεση της πλαστογραφίας, την οποία ειδικώς προσδιορίζει, και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του ιδίου εγκλήματος, αφού, όπως αναφέρει στο προσβαλλόμενο βούλευμα, "επέτυχε την έκδοση των δυο επιταγών σε διαταγή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, διαθέτοντας άνεση στην κατάρτιση πλαστών εγγράφων και κάνοντας χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και του διαβατηρίου που κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα είχε υφαρπάξει με παράνομο τρόπο, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, τέλος από την επανειλημμένη από μέρους του Χ τέλεση της ιδίας εγκληματικής πράξης προκύπτει και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του", παραθέτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα, όπου, επιπλέον, λεπτομερώς περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος πέτυχε την έκδοση των δύο πιο πάνω επιταγών, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ (που αποτελεί και το συνολικό από την πλαστογραφία όφελος αυτού), ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως από τον ίδιο της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και κατά συρροή, που τελέστηκε από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες. Επομένως το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο σε απλή επανάληψη του αρθρ. 13 περ. στ' ΠΚ, σχετικώς με την έννοια του κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια δράστη, χωρίς να αναφέρει περιστατικά που να θεμελιώνουν την επιβαρυντική αυτή περίσταση, κατά τις αβάσιμες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Επίσης, ως προς το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, το Συμβούλιο Εφετών, με τις παραδοχές του: Α) Ότι ο κατηγορούμενος Χ μετέβη στα Ιεροσόλυμα χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα (...) και πλαστό διαβατήριο, μαζί με αλλους ως υποστηρικτές του Μητροπολίτη Ιεραπόλεως Φ και "με προεξάρχοντα τον κατηγορούμενο Χ, με γκαιμπελικές μεθόδους παραπληροφόρησης, συκοφαντίας και αθέμιτης προπαγάνδας προσπάθησαν και πέτυχαν να θέσουν εκτός μάχης τους άλλους υποψηφίους και κυρίως τον Μητροπολίτη Βόστρων Ζ, ως και τον Μητροπολίτη Πέτρας ..."με τη δημοσίευση και διανομή πλαστών πορνοφωτογραφιών, κλπ και ότι ο Χ, "από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ήταν ο εμπνευστής, δημιουργός και παραγωγός του ανωτέρω δυσφημιστικού υλικού, λαμβανομένης υπόψη της ικανότητας αυτού στην πλαστογράφηση εγγράφων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή". Και Β) Ότι "μετά την ρήξη των σχέσεων των κατηγορουμένων Χ και Ψ με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ και την απομάκρυνση τους από το περιβάλλον του Πατριαρχείου, οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να εκδικηθούν και να πλήξουν τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φ, κατάρτισαν τη πιο πάνω αναφερόμενη πλαστή επιστολή με δήθεν αποστολέα αυτής, τον μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων - Φ και με παραλήπτη της τον πρώην Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής ..., και ότι "ο κατηγορούμενος Χ με την υπ'αριθμ 2344/10-2-2004 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαριάνθης Θωμά ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗ αναφέρθηκε στην εν λόγω πλαστή επιστολή και στο περιεχόμενο αυτής, καθιστώντας και με τον τρόπο αυτό προσιτό το περιεχόμενο της εν λόγω πλαστής επιστολής, στις αρμόδιες Αρχές και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, που σκόπευαν να παραπλανήσουν...", αιτιολόγησε την κρίση του ότι ο αναιρεσείων, εν γνώσει του κατέθεσε ενόρκως ψευδώς, όσα αναφέρονται στο βούλευμα. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος με την 2344/10-2-2004 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαριάνθης Θωμά ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗ, κατέθεσε ενόρκως και εν γνώσει του ψευδώς ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Φ τέλεσε διάφορες αξιόποινες και ανήθικες πράξεις εις βάρος των αντιπάλων του - συνυποψήφιων για τον πατριαρχικό θρόνο, . Ζ, .... και λοιπών, καθώς επίσης ότι ο τελευταίος (Φ), ήταν αυτός που έχει συντάξει, υπογράψει και αποστείλει στον πρώην Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής την προαναφερόμενη και με ημερομηνία 17-7-2001 πλαστή επιστολή. Είναι, επομένως, σαφές, ότι με τις πιο πάνω παραδοχές του, αλλά και όσα λεπτομερώς εκτίθενται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, από τα οποία συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, λόγω του ότι, είτε ήταν ο ίδιος εμπνευστής όσων αποδίδει στον εγκκαλούντα, περιστατικών, είτε, λόγω της θέσεώς και της περιγραφόμενης στο βούλευμα δραστηριότητάς του, γνώριζε ότι, όσα κατέθεσε ενόρκως, ήταν ψευδή, όπως λ.χ. γνώριζε ότι, όσα αναφέρονται στην πλαστή επιστολή, ήταν ψευδή, καθόσον ο ίδιος την είχε καταρτίσει, ενώ τα όσα διαπράχθηκαν σε βάρος των αντιπάλων του εγκαλούντος - συνυποψήφιων του για τον πατριαρχικό θρόνο, Ζ, και .... ήταν δικές εμπνεύσεις, και, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, διαπράχθηκαν εν αγνοία του τελευταίου.
Συνεπώς, το Συμβούλιο Εφετών με τις πιο πάνω παραδοχές του, αιτιολόγησε την κρίση του ότι ο αναιρεσείων, εν γνώσει του κατέθεσε ενόρκως ψευδώς, όσα αναφέρονται στο βούλευμα, εξεταζόμενος ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση και οι αιτιάσεις αυτού ότι "σε κανένα σημείο του προσβαλλόμενου βουλεύματος δεν αναλύεται το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου και ειδικότερα από ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι γνώριζα πως όσα κατέθετα ενώπιον της κ. συμβολαιογράφου ήτο αναληθή και ψευδή", είναι αβάσιμα. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, συναφείς με στοιχεία 2.1 και 2.2, λόγοι αναίρεσης του αναιρεσείοντος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς τις πράξεις που κρίθηκε ότι έχουν παραγραφεί, και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές, απορριπτομένης της αιτήσεως κατά τα λοιπά.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί μερικώς το 1207/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά το μέρος που κρίθηκε στο σκεπτικό .

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, κατά του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ, για τις εξής αναφερόμενες στο διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος πράξεις : α) της με στοιχείο ια', πράξης της κατάρτισης πλαστού εγγράφου, με χρήση, ήτοι της με ημερομηνία 16.4.2002, βεβαίωσης "κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοσης δελτίου ταυτότητας", η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 16.4.2002 μέχρι 5.9.2003, σε ημερομηνία ή ημερομηνίες που δεν εξακριβώθηκαν, β) της με στοιχείο ιβ', πράξης της από κοινού κατάρτισης, με χρήση, πλαστού εγγράφου, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε, στην Αθήνα στις αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003, και συγκεκριμένα μιας επιστολής, που έφερε δήθεν ως ημερομηνία την "17-7-2001"και ως συντάκτη, υπογράφοντα και αποστολέα αυτή, τον μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων - Φ. Και γ) της με στοιχείο "
ΙΙ"πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, που φέρεται να τελέσθηκε στις 5-9-2003, και αφορά το .... διαβατήριο, με διάρκεια ισχύος από 5-9-2003 έως 4-9-2008,
Απορρίπτει κατά τα λοιπά
την 149/8-9-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του 1207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή