Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 821 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής.




Περίληψη:
Μη επέλευση απόλυτης ακυρότητας από την μη υποβολή ερωτήσεων από τον συνήγορο του αναιρεσείοντος προς τον συγκατηγορούμενό του μετά το πέρας της απολογίας του, εφόσον δεν υπεβλήθη σχετικό προς τούτο αίτημα δια μέσου του διευθύνοντος την συζήτηση. Απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό για την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. λόγω αοριστίας. Απορρίπτει.





Αριθμός 821/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο Αλιγιζάκη, για αναίρεση της 1117/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με συγκατηγορούμενο τον .......
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2957/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδάφ. γ' και δ' του ΚΠΔ, αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνο που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: α) Ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει δικαίωμα να απευθύνει ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο μετά την απολογία του ούτε με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση. β) Ο συγκατηγορούμενος του απολογουμένου, είτε ο ίδιος, είτε ο συνήγορός του, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με την μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να υποβληθεί από αυτούς σχετικό αίτημα. Και γ) Αν παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού δεν επιτραπεί στον συγκατηγορούμενο του απολογουμένου ή στο συνήγορό του να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του τελευταίου, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα διότι παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, δεν υποβλήθηκε από τον συνήγορο που εκπροσωπούσε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο αίτημα για υποβολή ερωτήσεων στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος μετά την απολογία του και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για το λόγο ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για να υποβάλλει ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος, με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α) . Στην περίπτωση αυτή, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή . Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και το πιο πάνω αίτημα για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνεται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο συνήγορος του αναιρεσείοντος ανέπτυξε προφορικά την υπεράσπιση και ζήτησε να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων, άλλως να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου .
Τον πιο πάνω ισχυρισμό το Δικαστήριο της ουσίας τον απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την εξής αιτιολογία: Το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο αναιρεσείων μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξεώς του, έζησε έντιμο βίο, διότι ναι μεν αυτός δεν έχει καταδικαστεί στο παρελθόν, τα περιστατικά όμως αυτά δεν είναι επαρκή για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, ο οποίος προυποθέτει έντιμη ζωή . Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, απάντησε, ως εκ περισσού, στον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, με την προαναφερόμενη αιτιολογία του η οποία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής της πιο πάνω ελαφρυντικής περιστάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμόν 68/ 3-12-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1117/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης . Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή