Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2073 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή, Πολιτική αγωγή, Χρηματική ικανοποίηση, Τόκοι.




Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Έναρξη παραγραφής από τη θεώρηση του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Αρχής που διενήργησε τον έλεγχο. Απορρίπτεται ο περί υπερβάσεως εξουσίας λόγος αναιρέσεως διότι δεν παρήλθε ο χρόνος παραγραφής ώστε να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη. Απορρίπτεται ο περί απόλυτης ακυρότητας λόγος διότι δεν επήλθε τέτοια ακυρότητα από την ανάγνωση και αξιολόγηση αποδεικτικών υπεύθυνης δηλώσεως του μετέπειτα κατηγορουμένου. Απορρίπτεται ο περί απόλυτης ακυρότητας λόγος, διότι δεν επήλθε τέτοια ακυρότητα από την εξέταση ως μάρτυρα στο ακροατήριο του ενεργήσαντος ανακριτικές πράξεις υπαλλήλου ΣΔΟΕ, η εξέταση του οποίου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 174 του Τελωνειακού Κώδικα ήταν επιτρεπτή στη φορολογικής φύσεως υπόθεση. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω επιδικάσεως τόκων επί του επιδικασθέντος στον πολιτικώς ενάγοντα ποσού χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης χωρίς να υπάρχει σχετικό αίτημα. Διατάσσεται η απάλειψη της σχετικής διατάξεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2073/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρυσόστομο Βελλάκη, περί αναιρέσεως της 551/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαρία - Λουίζα Μπακαλάκου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 804/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 και 4 του Ν. 2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα η εν προκειμένω φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή του φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, εικονικό δε είναι το στοιχείο που εκδίδεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή εν μέρει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 10 του ίδιου ως άνω Ν. 2523/1997 "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η τελευταία αυτή διάταξη για το χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, εφόσον δεν κάνει διάκριση, κατελάμβανε και τα εγκλήματα του ως άνω άρθρου 19, μολονότι η ποινική δίωξη γι' αυτά ησκείτο άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά, (σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 3 του Ν. 2523/1997, όπως το εν λόγω εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 πα. 3 του Ν. 2753/1999) και δεν είχε ως προϋπόθεση την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και επί μη ασκήσεως προσφυγής την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της προς τούτο νόμιμης προθεσμίας, όπως επί των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου. Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής ως άνω διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 τίθεται ως αφετηρία της παραγραφής η τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π., δεν προκύπτει ότι για το έγκλημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διαφορετική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως, ο νόμος άφησε ηθελημένα αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος αυτού, ώστε να ισχύσουν επ' αυτού οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα των άρθρων 17, 111 και 112 κατά τις οποίες η παραγραφή επί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα τελέσεώς τους, δηλαδή από την ημέρα που ο δράστης ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Εξάλλου με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 προστέθηκε στην ως άνω παραγ. 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 19 από εκείνη που, κατά τα ανωτέρω, ίσχυε προηγουμένως, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε και επί μη ασκήσεως προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο ενάρξεως αυτής και επομένως εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του, την 2.11.2001. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν έχει εκ του νόμου, τούτο δε συντρέχει, πέραν των περιπτώσεων που ενδεικτικώς αναφέρονται στην ως άνω διάταξη, και όταν το δικαστήριο, ενώ το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφθηκε με παραγραφή, δεν παύει την ασκηθείσα ποινική δίωξη αλλά επιβάλλει για την παραγραφείσα πράξη ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 551/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε δεύτερο βαθμό για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, ο συνήγορος τούτου προέβαλε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η πρώτη μερικότερη πράξη του ως άνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος που φέρεται τελεσθείσα την 31.12.1998 έχει παραγραφεί καθόσον από τον εν λόγω μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως κατ' έφεση την 23.2.2007 είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών, ήτοι ο χρόνος των πέντε ετών της παραγραφής της και των τριών ετών της αναστολής της παραγραφής αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία διέλαβε σχετικώς, μετά την παράθεση νομικών σκέψεων ομοίων προς τις ανωτέρω εκτεθείσες ως προς το χρόνο ενάρξεως της παραγραφής του συγκεκριμένου εγκλήματος, τα εξής: "... Στην προκειμένη περίπτωση, από τη θεώρηση των υπηρεσιακών σημειωμάτων ελέγχου (ΥΣΕ) από τον Προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης Καβάλας την 8.3.2002 που αποτελεί κατά τα ανωτέρω την έναρξη της παραγραφής για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών... ". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της χρονολογίας θεωρήσεως του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, για την οποία δέχθηκε περαιτέρω ότι έλαβε χώρα την 8.3.2002, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προπαρατέθηκαν απέρριψε τον περί παραγραφής ισχυρισμό και συνεπώς, με το να προχωρήσει στην συζήτηση της υποθέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα και για την ως άνω μερικότερη πράξη που κατηγορείτο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, όπως αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, ο οποίος, μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω περί παραγραφής ισχυρισμού του αναιρεσείοντος και ειδικότερα διότι δεν αναφέρει το χρόνο επιδόσεως στον αναιρεσείοντα του κλητηρίου θεσπίσματος "για να κριθεί πότε και αν διακόπηκε η πενταετία ώστε να γίνεται λόγος περί οκταετίας". Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν αναγκαία, για την πληρότητα της αιτιολογίας απορρίψεως του ως άνω ισχυρισμού, η αναφορά του χρόνου επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού από την έναρξη της υπόψη παραγραφής, με τη θεώρηση των υπηρεσιακών σημειωμάτων ελέγχου, γενομένη, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, την 8.3.2002, μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την 23.2.2007, δεν είχε συμπληρωθεί, σύμφωνα με το εν χρήσει ημερολόγιο, ούτε ο πενταετής χρόνος της παραγραφής. Ούτε εδημιουργείτο αντίθετη υποχρέωση από την αναφορά στην ανωτέρω αιτιολογία ότι δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία από την 8.3.2002 μέχρι την απόφαση αυτή, αφού, με τη διαδρομή του διαστήματος αυτού, δεν είχε συμπληρωθεί η ως άνω πενταετία. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ ως άνω δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει ν' απορριφθεί. Από τις διατάξεις των άρθρων 105, 31 παρ. 2 και 223 παρ. 4 ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκαν η πρώτη με το άρθρο 2 του Ν. 2408/1996 και η δεύτερη με το άρθρο 5 του Ν. 3346/2005, σε συνδυασμό και προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης εξετάσεώς του, που έγινε κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή ανωμοτί καταθέσεως που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Συνακόλουθα, η κατά παράβαση της απαγορεύσεως αυτής αποδεικτική αξιοποίηση, σε βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος, της κατά τα ανωτέρω καταθέσεώς του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2004 και 2/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι αναγνώσθηκε και λήφθηκε υπόψη αποδεικτικώς η από 17.1.2002 υπεύθυνη δήλωση του αναιρεσείοντος, δοθείσα απ' αυτόν, όπως υποστηρίζεται, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξετάσεως που διενήργησε το ΣΔΟΕ επί της υποθέσεως και πριν αποδοθεί σ' αυτόν η ιδιότητα του κατηγορουμένου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον η υπεύθυνη δήλωση του μετέπειτα κατηγορουμένου δεν αποτελεί έγγραφη εξέταση, ούτε κατάθεση τούτου, αλλά έγγραφο, η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση του οποίου, όπως και κάθε άλλου εγγράφου προερχομένου από τον μετέπειτα κατηγορούμενο, δεν εμπίπτει στην ως άνω απαγόρευση και δεν δημιουργείται εντεύθεν η ως άνω ακυρότητα. Κατά το άρθρο 174 του Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, Υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος), όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σ' αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 30 παρ. 23 του Ν. 3296/2004 "Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι κ.λ.π." ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 174 του Ν. 2960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο, εξετάσθηκαν ως μάρτυρες οι Α, Β, Γ και Δ, εφοριακοί υπάλληλοι, παρά την εναντίωση που προέβαλε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α' ΚΠοινΔ και το ότι οι ανωτέρω άσκησαν στην υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα ως υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, η οποία (εναντίωση) απορρίφθηκε, ενόψει της διατάξεως του ως άνω άρθρου 174 του Ν. 2960/2001, με παρεμπίπτουσα απόφαση του δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που προηγήθηκε της αναιρεσιβαλλομένης και συμπροσβάλλεται με αυτή (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠοινΔ). Η διάταξη αυτή του άρθρου 174 του Ν. 2960/2001, ενόψει της διατάξεως του ως άνω άρθρου 30 παρ. 23 του Ν. 3296/2004, ήταν αναλογικά εφαρμοστέα και στην ένδικη (φορολογικής φύσεως) υπόθεση, κατά την εξέταση των ως άνω μαρτύρων ενώπιον του δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικών. Επομένως, δεν έλαβε χώρα ακυρότητα από την εξέτασή τους και ο περί του αντιθέτου έκτος λόγος της αιτήσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ενώ η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγησή τους, καθώς και ο έλεγχος της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος που συνήγαγε εξ αυτών το δικαστήριο της ουσίας, δεν ιδρύουν λόγο αναιρέσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας που την εξέδωσε δέχθηκε στο αιτιολογικό της ότι από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ο κατηγορούμενος, στη ..., τυγχάνων κύριος ενός μηχανήματος, το οποίο χρησιμοποιεί για την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών, αποδέχθηκε τιμολόγια - δελτία αποστολής και συγκεκριμένα Α) για τη χρήση 1998, από την επιτηδευματία Ε, η οποία διατηρεί επιχείρηση εμπορίας οικοδομικών υλικών στη ..., το εξής τιμολόγιο ΑΡ. ΤΙΜ. ΠΩΛ. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΞΙΑ ΦΠΑ ΣΥΝΟΛΟ 17 31-12-1998 373.520 67.234 440.754 Β) για τη χρήση έτους 1999, από τους επιτηδευματίες ΣΤ που διατηρεί συνεργείο αυτοκινήτων και Ζ που διατηρεί παραδοσιακό καφενείο στην ... τα εξής τιμολόγια και δελτία αποστολής χρήσης έτους 1999Α/Α ΑΡ.ΤΙΜ. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΞΙΑ ΦΠΑ ΣΥΝΟΛΟ 1 100* 28-2-1999 265.777 47.840 313.617 2 76** 29-4-1999 554.589 99.826 654.415 ΣΥΝΟΛΟ 820.366 147.666 968.032 Με το ένα * είναι τιμολόγιο - δελτίο αποστολής και με τα δύο ** είναι τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Επίσης αποδέχτηκε από τον Ζ τα παρακάτω τιμολόγια χρήσης έτους 1999Α/Α ΑΡ.ΤΙΜ.ΔΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΞΙΑ ΦΠΑ ΣΥΝΟΛΟ 1 26 30-7-1999 1.810.380 325.868 2.136.248 2 50 24-8-1999 4.462.850 803.313 5.266.163 3 42 31-10-1999 895.920 161.266 1.057.186 ΣΥΝΟΛΟ 7.169.150 1.290.447 8.459.597 Γ) για τη χρήση έτους 2000 αποδέχτηκε από την επιτηδευματία Ζ που διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων στην ... τα εξής τιμολόγια και δελτία αποστολής χρήσης έτους 2000Α/Α ΑΡ.ΤΙΜ. ΠΩΛ. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΞΙΑ ΦΠΑ ΣΥΝΟΛΟ 1 15 23-2-2000 162.400 29.232 191.632 2 40** 30-3-2000 1.002.700 180.486 1.183.186 3 46** 20-4-2000 350.000 63.000 413.000 4 73** 31-8-2000 2.249.190 404. 854 2.654.044 5 83** 31-10-2000 2.627.500 472.950 3.100.450 ΣΥΝΟΛΟ 6.391.790 1.150.522 7.542.312 Με τα δύο είναι τιμολόγια-δελτία αποστολής ενώ το άλλο είναι τιμολόγιο πώλησης. Επίσης αποδέχτηκε για τη χρήση έτους 2001 από την επιτηδευματία ... τα εξής τιμολόγια και δελτία αποστολής: Α/Α ΑΡ.ΤΙΜ ΗΜΕΡΟΜΗΝ. ΑΞΙΑ ΦΠΑ ΣΥΝΟΛΟ 1 281** 20-3-2001 600.000 108.000 708.000 2 207** 30-5-2001 1.094.920 197.085 1.292.005 3 212** 27-6-2001 1.243.530 223.835 1.467.365 4 213** 29-6-2001 346.000 62.280 408.280 5 216** 30-7-2001 819.010 147.422 966.432 ΣΥΝΟΛΟ 4.103.460 738.622 4.842.082 Το περιεχόμενο όλων των ανωτέρω τιμολογίων και δελτίων αποστολής δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον ουδέποτε αναπτύχθηκε επαγγελματική συνεργασία μεταξύ αυτού (κατηγορουμένου) και των εκδωσάντων τα ανωτέρω φορολογικά στοιχεία και ουδέποτε αυτός (κατηγορούμενος) συνεβλήθη με τους ανωτέρω για την εκ μέρους τους παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς εκτέλεση χωματουργικών εργασιών. Εξαιτίας της ανωτέρω αξιόποινης πράξης του κατηγορούμενο το Δημόσιο ζημιώθηκε κατά το ποσό των 8.374.761 δρχ. ή 24.577,44 ευρώ, το οποίο αφορά τις επιστροφές ΦΠΑ των ανωτέρω τιμολογίων και δελτίων αποστολής. Το γεγονός ότι οι συναλλαγές ήταν ανύπαρκτες αποδεικνύεται και από τις καταθέσεις των επιτηδευματιών του εξέδωσαν τα προαναφερόμενα φορολογικά στοιχεία, οι οποίοι δήλωσαν ότι δεν τον γνώριζαν και ότι δεν είχαν καμμία συναλλαγή με τον κατηγορούμενο. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή του στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες αφού α) με το να δεχθεί το δικαστήριο της ουσίας ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων δεν είχε καμία επαγγελματική συνεργασία με τους εκδότες των φορολογικών στοιχείων που αποδέχθηκε, αιτιολόγησε αρκούντως το στοιχείο της εκ μέρους του γνώσεως της εικονικότητας των εν λόγω φορολογικών στοιχείων, β) δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται το τι επεδίωκε ο αναιρεσείων και δη αν επεδίωκε απόκρυψη φορολογητέας ύλης δικής του ή των εκδοτών των τιμολογίων και με ποιο τρόπο θα επετύγχανε την απόκρυψη αυτή και γ) η κατά τον αναιρεσείοντα παρατηρούμενη αντίθεση μεταξύ της καταθέσεως του μάρτυρος Η και της παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της αντιφάσεως και εντεύθεν της έλλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Αλλωστε, ως αντίφαση ή ασάφεια, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό της αποφάσεως είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, η οποία ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως, οι αντίθετοι προς τ' ανωτέρω τέταρτος και πέμπτος λόγοι της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ως προς το πολιτικό μέρος της αποφάσεως, μπορούν να προταθούν ως λόγοι αναιρέσεως, εκτός από τους λόγους της παραγ. 1 του ίδιου άρθρου, και οι λόγοι αναιρέσεως οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, εκτός από το ποσόν των χιλίων (1000) ευρώ που επιδίκασε στο παραστάν ως πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επιδίκασε και νόμιμους τόκους επί του ποσού αυτού, χωρίς να έχει υποβληθεί αντίστοιχο αίτημα από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως. Επομένως ο έβδομος (τελευταίος) λόγος της αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των ανωτέρω άρθρων 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ και 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ ως προς το μέρος της που επιδίκασε τόκους επί της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, μη συντρεχούσης περιπτώσεως παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση, πρέπει να απαλειφθεί με την παρούσα απόφαση η περί τοκοδοσίας διάταξη της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 551/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, κατά τη διάταξή της που επιδίκασε τόκους επί της επιδικασθείσης στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο χρηματικής ικανοποιήσεως.
Απαλείφει την ανωτέρω διάταξη της ίδιας αποφάσεως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 2 Μαϊου 2007 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της ίδιας (551/2007) αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή