Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αναίρεση μερική, Υπεξαίρεση, Επεκτατικό αποτέλεσμα.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση και πλαστογραφία. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρεί εν μέρει. Παύει οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη για πλημμεληματικές πράξεις. Επεκτείνει αποτέλεσμα και στον μη ασκήσαντα αναίρεση συναυτουργό, για τις πλημμεληματικές πράξεις. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση.
Αριθμός 963/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 και συγκατηγορουμένους τους: 1)Χ2 και 2) Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.2.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 338/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, με αριθμό 243/15.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 27/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Ευαγγελία Ανδριανάκου του Κωνσταντίνου, δυνάμει της από 14-2-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3024/2005 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1 , καθώς και τους μη ασκήσαντες αναίρεση Χ2 και Χ3, προκειμένου να δικασθούν οι μεν Χ1 και Χ2 για τις πράξεις: α) της απάτης κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, β) της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, γ) της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, δ) της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους από δράστες που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και ε) της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920, την δε Χ3 για άμεση συνέργεια στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1, καθώς και η Χ3, άσκησαν εφέσεις. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1507/2006 βούλευμά του έκανε δεκτές τυπικά και εν μέρει κατ'ουσία τις εφέσεις αυτές. Συγκεκριμένα αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 για την πράξη της απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, καθώς και εναντίον της κατηγορουμένης Χ3 για άμεση συνέργεια στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της απάτης και της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, ενώ έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της απιστίας και της άμεσης σ'αυτήν συνέργειας. Περαιτέρω επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς τις παραπεμπτικές διατάξεις του αναφορικά με τις πράξεις: α) της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, κατ'εξακολούθηση, β) της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από υπαιτίους που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 και γ) της άμεσης συνέργειας στην δεύτερη και τρίτη των πράξεων αυτών. Επί πλέον επαναδιατύπωσε κατά τρόπο σαφέστερο την κατηγορία για τις πράξεις αυτές. Κατά των ανωτέρω παραπεμπτικών διατάξεων του εν λόγω υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 6-2-2007 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 ΚΠΔ. Στη συνέχεια επιδόθηκε την 7-2-2007 στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Ανδριανάκο, η δε αίτηση ασκήθηκε την 15-2-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 27/21-2-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακουργήματα, επεκτείνεται δε και στα συναφή πλημμελήματα της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 (άρθρ. 482 παρ. 1 ΚΠΔ).
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 εδ. α' ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι δια τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητά του ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και, επί πλέον, να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή, ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή 73.000 ευρώ, κατά το άρθρο 5 Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται η εξουσία αυτή και από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως (ΑΠ 2124/2006, ΑΠ 1364/2006). Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της όταν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως έχει αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, περί του οποίου κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας συνολικά για όλα τα ξένα κινητά πράγματα που έχει ιδιοποιηθεί ο δράστης (ΑΠ 1327/2006). Επί εξακολουθητικής δε υπεξαιρέσεως που τελέσθηκε μετά την 3-6-1999, έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999 και ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δε αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 1589/2006). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η πλαστογραφία, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 α' Ν. 2408/1996 και, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2721/1999, προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εάν, ως άμεσο αποτέλεσμα της πράξεώς του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (άρθρο 5 Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία σε ευρώ) ή διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης του τρίτου (ΑΠ 1364/2006). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς να απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες (ΑΠ 1364/2006, ΑΠ 1023/2006).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό προς τις απολογίες των εκκαλούντων κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, ο Γ1 ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο Χ2, συγκατηγορούμενος του Χ1, με την υπ' αριθμ...... πράξη σύστασης ανώνυμης εταιρείας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Λιακάκου, ίδρυσαν την εταιρεία με την επωνυμία "DESSUS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "DESSUS ΑΕΛΔΕ", με έδρα την Αθήνα, Πανεπιστημίου αριθμός 59, της οποίας η σύσταση δημοσιεύθηκε νομίμως εις το υπ' αριθμ. 9579/1.12.1999 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. Το ορισθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυτής, εις το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δραχμών, καλύφθηκε κατά το χρηματικό ποσό των 15.300.000 δραχμών από τον πρώτο των εκκαλούντων, κατά το ίδιο χρηματικό ποσό από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, ενώ κάθε ένας από τους Γ1 και την μηνύτρια κατέβαλαν το χρηματικό ποσό των 14.700.000 δραχμών. Συμμετείχαν συνεπεία της καταβολής των πιο πάνω χρηματικών ποσών εις το μετοχικό κεφάλαιο της προαναφερθείσας εταιρείας ο μεν πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατά ποσοστό 25,5 % κάθε ένας, η δε μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα και ο Γ1 κατά ποσοστό 24,5 % κάθε ένας.
Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 εξελέγη από το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής Πρόεδρος αυτού, ο συγκατηγορούμενός του Χ2 Διευθύνων Σύμβουλος και ο Γ1 Αντιπρόεδρος. Ο συγκατηγορούμενός των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2, με την λεχθείσα ιδιότητα, εκπροσωπούσε νόμιμα την προαναφερθείσα εταιρεία, είχε δε το αποκλειστικό δικαίωμα υπογραφής υπό την εταιρική επωνυμία. Τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, ανέθεσαν εις την δεύτερη εκκαλούσα Χ3, την ευθύνη τήρησης του λογιστηρίου της πιο πάνω εταιρείας.
Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 ασχολούνταν με την εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής και τη διαχείριση των υποθέσεων της, ο Γ1 δε, Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχος της εταιρείας αυτής, δεν παρέστη από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2000 σε καμία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας αυτής. Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000 έως τον Ιούλιο του έτους 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 προέβηκαν εις την καταχώριση εις τα λογιστικά βιβλία εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών που αφορούσαν κάλυψη προσωπικών των αναγκών, καθώς και πλαστών αποδείξεων πληρωμής. Συγκεκριμένα προέβηκαν εις την καταχώρηση των ακολούθων τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών συνολικού χρηματικού ποσού 6.016.372 δραχμών ή 17.656,26 ευρώ α) του υπ' αριθμ. ..... τιμολογίου αγοράς της προαναφερθείσης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ", χρηματικού ποσού 1.080.000 δραχμών, με την αιτιολογία "έξοδα αναδιοργάνωσης" β) της υπ' αριθμ. ..... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, χρηματικού ποσού 2.310.883 δραχμών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου, γ) της υπ' αριθμ. ..... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου χρηματικού ποσού 1.592.489 δραχμών, και δ) της χωρίς αριθμό απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα-κατηγορουμένου το έτος 2001, για το χρηματικό ποσό των 463.000 δραχμών της πρώτης και έκδοσης του συγκατηγορουμένου των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 το έτος 2001 της δεύτερης, για το χρηματικό ποσό των 570.000 δραχμών. Το προαναφερθέν τιμολόγιο καθώς και τις λεχθείσες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών κατεχώρισαν ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας προκειμένου, να αιτιολογηθεί η από αυτούς ιδιοποίηση των αναφερομένων εις το τιμολόγιο και τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών αυτές χρηματικών ποσών. Εξάλλου για τον ίδιο σκοπό ο πρώτος των εκκαλούντων -κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας τα ακόλουθα τιμολόγια αγοράς προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και δαπανών συνολικού χρηματικού ποσού 2.033.875 δραχμών και Συγκεκριμένα α) το υπ' αριθμ. ....τιμολόγιο αγοράς επαγγελματικής τσάντας, αξίας 36.000 δραχμών, β) το π' αριθμ. ..... τιμολόγιο αγοράς προϊόντων από το ......, αξίας 51.475 δραχμών, γ) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αγοράς ειδών ένδυσης από την εταιρεία Corporate Fashio ABE, αξίας 115.500 δραχμών, δ) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "....... Ε.Ε." για διαμονή σε ξενοδοχείο, αξίας 38.000 δραχμών, ε) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο παροχής ανδρικού παντελονιού από την εταιρεία "Μαρινόπουλος ΑΒΕΤΕ", αξίας 18.900 δραχμών, στ) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "....... ΕΕ" για ταξίδι, αξίας 77.000 δραχμών, ζ) τα υπ' αριθμ. ...., ... και ...... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών των δύο πρώτων και δαπανών του τρίτου της εταιρείας "......ΕΕ", αξίας 260.000, 560.000 και 177.000 δραχμών, αντίστοιχα, για ταξίδια στο εξωτερικό. Τα χρηματικά αυτά ποσά δεν προέκυψε ότι καταβλήθηκαν εις την πιο πάνω αναφερόμενη εταιρεία "..... ΕΕ", αλλά με αυτά οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κάλυπταν προσωπικές τους ανάγκες, έχοντες εισπράξει αυτά από την εταιρεία "DESSUS ΑΕΛΔΕ" με την προαναφερθείσες ιδιότητές των. Ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της εταιρείας DESSUS ΑΕΛΔΕ τις υπ' αριθμ. 23, 24 και 25 από 1ης Δεκεμβρίου 2000 αποδείξεις πληρωμής, χρηματικού ποσού 3.142.375 δραχμών της δεύτερης και τρίτης, 3.142.380 δραχμών της πρώτης, με την αιτιολογία "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Γ1" εις την πρώτη, "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Χ2" εις την δεύτερη και "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Ψ1" εις την τρίτη. Εις την πρώτη και τρίτη των αποδείξεων πληρωμής αυτών (..... και .....) τέθηκαν από τον πρώτο των εκκαλούντων και τον συγκατηγορούμενό του χωρίς την εντολή ή συναίνεση οι υπογραφές των μετόχων της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας Γ1 και Ψ1, αντίστοιχα. Με τις αποδείξεις πληρωμής αυτές, φέρονται οι προαναφερθέντες μέτοχοι της εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" να έχουν εισπράξει από την εταιρεία αυτή τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία οφείλουν εις την εταιρεία αυτή. Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και Χ2 κατεχώρισαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" και την υπ' αριθμ. ....... απόδειξη πληρωμής με την οποία φέρεται ότι ο δεύτερος αυτών έχει εισπράξει χωρίς νόμιμη αιτία το χρηματικό ποσό των 3.142.375 δραχμών. Τα χρηματικά δε αυτά ποσά, που ανέρχονται εις 9.427.130 δραχμές, ιδιοποιήθηκαν παράνομα ο εκκαλών - κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του Χ2. Την 31η Μαΐου 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2 και με την συνδρομή της δεύτερης εκκαλούσας Χ3, η οποία είναι λογίστρια και έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, προέβηκαν εις την σύνταξη και δημοσίευση εικονικού ισολογισμού της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., καθώς και εις την εφημερίδα "....." για την υπερδωδεκάμηνη χρήση από την 25η Νοεμβρίου 1999 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2000. Κάτω δε από το κείμενο του ισολογισμού αυτού, προέβηκαν εις την σύνταξη πλαστού πιστοποιητικού με ημερομηνία την 31η Μαΐου 2001, φερόμενου ως εκδοθέντος από τον ορκωτό λογιστή Δ1. Την ίδια ημερομηνία, οι προαναφερθέντες κατήρτισαν και την από 10ης Απριλίου 2001 πλαστή έκθεση ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της εταιρείας, η οποία φέρεται ότι εκδόθηκε από τον μικτό ορκωτό λογιστή Δ2, θέτοντες κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου. Με το προαναφερθέν πλαστό πιστοποιητικό και την προαναφερθείσα πλαστή έκθεση ελέγχου φέρονται οι πιο πάνω αναφερόμενοι ορκωτοί λογιστές να πιστοποιούν ότι έχουν ελέγξει τις οικονομικές καταστάσεις και το σχετικό προσάρτημα της εταιρείας της πρώτης εταιρικής χρήσης, η οποία έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2000. Του προαναφερθέντος πλαστού πιστοποιητικού έκαναν χρήση οι πιο πάνω αναφερόμενοι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις τη δημοσίευσή του εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως καθώς και στην οικονομική εφημερίδα, η οποία ελέχθη. Της πλαστής δε έκθεσης ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας έκαναν χρήση ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις την δημοσίευσή της εις το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών. Την πράξη τους δε αυτή της πλαστογραφίας τέλεσαν οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή της προκύπτει αφενός μεν σκοπός τους πορισμού εισοδήματος, αφετέρου δε σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ενώ το συνολικό όφελος που σκόπευαν να προσπορίσουν εις τον εαυτό τους και η αντίστοιχη συνολική ζημία της εταιρείας ανέρχεται εις το χρηματικό ποσό των 51.290,90 ευρώ. Εις τις πράξεις τους δε της καταχωρίσεως εις τα βιβλία της εταιρείας "DESSUS Ανώνυμη Εταιρεία Λήψης και Διαβίβασης Εντολών" των προαναφερθέντων εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών και των αποδείξεων πληρωμής προέβηκαν ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προκειμένου να συγκαλύψουν τα παρανόμως ιδιοποιηθέντα από αυτούς χρηματικά ποσά της εταιρείας αυτής, τα οποία ανέρχονται εις 17.477.377 δραχμές ή 51/290,30 ευρώ.
Από τα προεκτεθέντα, σαφώς συνάγεται ότι ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 τέλεσαν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση, το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί εις τους υπαιτίους λόγω της ιδιότητας τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, καθόσον η παράνομη ιδιοποίηση του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού προηγήθηκε των απατηλών πράξεων που αποδίδονται εις αυτούς.
?Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσιας κατηγορίας σε βάρος των εκκαλούντων για τις πράξεις της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί εις τους υπαιτίους λόγω της ιδιότητας των ως διαχειριστών ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση επί σκοπώ προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου από υπαίτιους που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ και θα πρέπει, ως προς τις πράξεις αυτές, ως προς τις οποίες οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων είναι αβάσιμοι, να απορριφθούν κατ' ουσία οι υπό κρίση εφέσεις και να επαναδιατυπωθεί η κατηγορία για τις πράξεις αυτές, αφού γίνει προηγουμένως η αναφερόμενη εις το διατακτικό της παρούσης τροποποίηση και συμπλήρωση.
Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων: α) της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας και β) της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από δράστες που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 3024/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με τις παραπάνω δύο πράξεις της υπεξαιρέσεως κατ'εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος και της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση σε βαθμό επίσης κακουργήματος, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω δύο εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περίπτ. στ', 14, 26, 27, 94, 98, 216 παρ. 1 και 3 και 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Κατά συνέπεια δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται, κατ'είδος, όλα τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών για την παραπεμπτική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναλυτική παράθεσή τους, καθώς και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε η αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά ή η αξιολογική συσχέτισή τους. Οι λοιπές αναφερόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις του αναιρεσείοντα πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Κατ'ακολουθίαν οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και ε' ΠΚ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, αναφορικά με τις πράξεις της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας και της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από δράστες που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 112 ΠΚ, το αξιόποινο του εγκλήματος εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία στα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 370 στοιχ. β' και 485 ΚΠΔ,- συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ως συμβουλίου, ο οποίος, αν διαπιστώσει την συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 Ν. 3160/2003 δεν παραπέμπει, προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων, στο άρθρο 511 ΚΠΔ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003 (ΑΠ 2140/2006, ΑΠ 1023/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων Χ1 παραπέμφθηκε στο δικαστήριο, προκειμένου να δικασθεί και για τα εγκλήματα της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περίπτ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920, τα οποία στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ότι τελέσθηκαν την 31η Μαΐου 2001, προβλέπονται δε και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Επομένως το αξιόποινο αυτών των πράξεων έχει εξαλειφθεί με παραγραφή, αφού από την τέλεση αυτών (31 Μαΐου 2001) μέχρι σήμερα έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να μεσολαβήσει στο διάστημα αυτό κάποιος νόμιμος λόγος αναστολής της παραγραφής. Κατόπιν τούτων, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κρίνεται παραδεκτή και παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών από την τέλεση των παραπάνω πράξεων του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το μέρος που αφορά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περίπτ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 και να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε για τις πράξεις αυτές τόσο κατά του αναιρεσείοντα Χ1, όσο και κατά των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3, οι οποίοι δεν άσκησαν αναίρεση και οι οποίοι έχουν παραπεμφθεί με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο μεν Χ2 ως συναυτουργός, η δε Χ3 ως άμεση συνεργός των ανωτέρω πλημμεληματικών πράξεων, κατ'εφαρμογή του από το άρθρο 469 εδ. α' ΚΠΔ επεκτατικού αποτελέσματος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, οι λόγοι της οποίας δεν αναφέρονται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα Χ2 (ΑΠ 1464/2003).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να αναιρεθεί εν μέρει το υπ'αριθ. 1507/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε: α) κατά των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 , για τις πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περίπτ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 κατά συναυτουργία και β) εναντίον της κατηγορουμένης Χ3, για άμεση συνέργεια στις πράξεις αυτές, οι οποίες φέρονται ότι τελέσθηκαν από αυτούς στην Αθήνα την 31η Μαΐου 2001 και περιγράφονται με λεπτομέρεια στο διατακτικό του προσβαλλομένου υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Γ) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπ'αριθ. 27/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του ανωτέρω υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Αθήνα 11 Απριλίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ, 314, 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠΔ, αρχίζει, είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β και 484, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον ή αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν, ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται να κριθεί και βάσιμος, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/2003 δεν παραπέμπει για ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση οι αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β, γ, 62α και 63β Ν. 2190/1920, που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Αθήνα, στις 31 Μαϊου 2001, φέρουν το χαρακτήρα πλημμελήματος. Το αξιόποινο, συνεπώς, των πράξεων αυτών εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, διότι από την τέλεσή τους (31-5-2001), μέχρι τη διάσκεψη(15-1-2008) και την έκδοση του παρόντος έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, αφού δεν άρχισε ακόμη η κύρια διαδικασία για να συντρέξει χρόνος αναστολής. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτώς και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως, που ανάγονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β, δ ΚΠΔ), πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί, κατά το μέρος που αφορά τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις του αναιρεσείοντος και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Επίσης πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, να επεκταθεί το αποτέλεσμα της 27/15-2-2007 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ως προς τον κατηγορούμενο Χ2, που παραπέμφθηκε ως συμμέτοχος του αναιρεσείοντος για τις πιο πάνω πλημμεληματικές πράξεις, και δεν άσκησε αναίρεση, καθόσον οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, να αναιρεθεί και ως προς αυτόν, εν μέρει, το πιο πάνω βούλευμα και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής ως προς τις πιο πάνω πλημμεληματικές πράξεις.
Η κρινόμενη 27/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγιναν τυπικά και εν μέρει κατ' ουσία δεκτές, τόσο η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, όσο και η έφεση της Χ3 κατά του υπ' αριθμό 3024/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αφενός μεν, αποφάνθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος Χ1 και του Χ2, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, και σε βάρος της Χ3 για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή, αφετέρου δε, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της απιστίας σε βάρος των δυο πρώτων και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή σε βάρος της Χ3. Περαιτέρω το ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις α) της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, και β) της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, με σκοπό τον πορισμό περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 73/000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της (πλήν του μέρους που αφορά τις πλημμεληματικές πράξεις, για τις οποίες κρίθηκε, ότι έχουν παραγραφεί). Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (παρ.1 περ.β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση (παρ. 2 εδ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β του Ν.2721/1999). Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου( του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. Εξ άλλου, από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο), καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη, τέλος, αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί και η εξ' ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή, από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, ο Γ1 ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο Χ2, συγκατηγορούμενος του Χ1, με την υπ' αριθμ........ πράξη σύστασης ανώνυμης εταιρείας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Λιακάκου, ίδρυσαν την εταιρεία με την επωνυμία "DESSUS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "DESSUS ΑΕΛΔΕ", με έδρα την Αθήνα, Πανεπιστημίου αριθμός 59, της οποίας η σύσταση δημοσιεύθηκε νομίμως εις το υπ' αριθμ. 9579/1.12.1999 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. Το ορισθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυτής, εις το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δραχμών, καλύφθηκε κατά το χρηματικό ποσό των 15.300.000 δραχμών από τον πρώτο των εκκαλούντων, κατά το ίδιο χρηματικό ποσό από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, ενώ κάθε ένας από τους Γ1 και την μηνύτρια κατέβαλαν το χρηματικό ποσό των 14.700.000 δραχμών. Συμμετείχαν, συνεπεία της καταβολής των πιο πάνω χρηματικών ποσών, εις το μετοχικό κεφάλαιο της προαναφερθείσας εταιρείας, ο μεν πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, κατά ποσοστό 25,5 % κάθε ένας, η δε μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα και ο Γ1 κατά ποσοστό 24,5 % κάθε ένας.
Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 εξελέγη από το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής Πρόεδρος αυτού, ο συγκατηγορούμενός του Χ2 Διευθύνων Σύμβουλος και ο Γ1 Αντιπρόεδρος. Ο συγκατηγορούμενός των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2, με την λεχθείσα ιδιότητα, εκπροσωπούσε νόμιμα την προαναφερθείσα εταιρεία, είχε δε το αποκλειστικό δικαίωμα υπογραφής υπό την εταιρική επωνυμία. Τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, ανέθεσαν εις την δεύτερη εκκαλούσα Χ3, την ευθύνη τήρησης του λογιστηρίου της πιο πάνω εταιρείας.
Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 ασχολούνταν με την εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής και τη διαχείριση των υποθέσεων της, ο Γ1 δε, Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχος της εταιρείας αυτής, δεν παρέστη από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2000 σε καμία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας αυτής. Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000 έως τον Ιούλιο του έτους 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 προέβηκαν εις την καταχώριση εις τα λογιστικά βιβλία εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών που αφορούσαν κάλυψη προσωπικών των αναγκών, καθώς και πλαστών αποδείξεων πληρωμής. Συγκεκριμένα προέβηκαν εις την καταχώρηση των ακολούθων τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών συνολικού χρηματικού ποσού 6.016.372 δραχμών ή 17.656,26 ευρώ α) του υπ' αριθμ. ...... τιμολογίου αγοράς της προαναφερθείσης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ", χρηματικού ποσού 1.080.000 δραχμών, με την αιτιολογία "έξοδα αναδιοργάνωσης" β) της υπ' αριθμ. .... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, χρηματικού ποσού 2.310.883 δραχμών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου, γ) της υπ' αριθμ. ...... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου χρηματικού ποσού 1.592.489 δραχμών, και δ) της χωρίς αριθμό απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα-κατηγορουμένου το έτος 2001, για το χρηματικό ποσό των 463.000 δραχμών της πρώτης και έκδοσης του συγκατηγορουμένου των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 το έτος 2001 της δεύτερης, για το χρηματικό ποσό των 570.000 δραχμών. Το προαναφερθέν τιμολόγιο καθώς και τις λεχθείσες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών κατεχώρισαν ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας προκειμένου, να αιτιολογηθεί η από αυτούς ιδιοποίηση των αναφερομένων εις το τιμολόγιο και τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών αυτές χρηματικών ποσών. Εξάλλου για τον ίδιο σκοπό ο πρώτος των εκκαλούντων -κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας τα ακόλουθα τιμολόγια αγοράς προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και δαπανών συνολικού χρηματικού ποσού 2.033.875 δραχμών και Συγκεκριμένα α) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αγοράς επαγγελματικής τσάντας, αξίας 36.000 δραχμών, β) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο αγοράς προϊόντων από το ......., αξίας 51.475 δραχμών, γ) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αγοράς ειδών ένδυσης από την εταιρεία Corporate Fashio ABE, αξίας 115.500 δραχμών, δ) το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "..... Ε.Ε." για διαμονή σε ξενοδοχείο, αξίας 38.000 δραχμών, ε) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο παροχής ανδρικού παντελονιού από την εταιρεία "Μαρινόπουλος ΑΒΕΤΕ", αξίας 18.900 δραχμών, στ) το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "...... ΕΕ" για ταξίδι, αξίας 77.000 δραχμών, ζ) τα υπ' αριθμ. ..., .... και .... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών των δύο πρώτων και δαπανών του τρίτου της εταιρείας "...... ΕΕ", αξίας 260.000, 560.000 και 177.000 δραχμών, αντίστοιχα, για ταξίδια στο εξωτερικό. Τα χρηματικά αυτά ποσά δεν προέκυψε ότι καταβλήθηκαν εις την πιο πάνω αναφερόμενη εταιρεία "...... ΕΕ", αλλά με αυτά οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κάλυπταν προσωπικές τους ανάγκες, έχοντες εισπράξει αυτά από την εταιρεία "DESSUS ΑΕΛΔΕ" με την προαναφερθείσες ιδιότητές των. Ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της εταιρείας DESSUS ΑΕΛΔΕ τις υπ' αριθμ. ..., ... και ..... από 1ης Δεκεμβρίου 2000 αποδείξεις πληρωμής, χρηματικού ποσού 3.142.375 δραχμών της δεύτερης και τρίτης, 3.142.380 δραχμών της πρώτης, με την αιτιολογία "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Γ1" εις την πρώτη, "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Χ2" εις την δεύτερη και "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Ψ1" εις την τρίτη. Εις την πρώτη και τρίτη των αποδείξεων πληρωμής αυτών (.... και ......) τέθηκαν από τον πρώτο των εκκαλούντων και τον συγκατηγορούμενό του χωρίς την εντολή ή συναίνεση οι υπογραφές των μετόχων της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας Γ1 και Ψ1, αντίστοιχα. Με τις αποδείξεις πληρωμής αυτές, φέρονται οι προαναφερθέντες μέτοχοι της εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" να έχουν εισπράξει από την εταιρεία αυτή τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία οφείλουν εις την εταιρεία αυτή. Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και Χ2 κατεχώρισαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" και την υπ' αριθμ. ..... απόδειξη πληρωμής με την οποία φέρεται ότι ο δεύτερος αυτών έχει εισπράξει χωρίς νόμιμη αιτία το χρηματικό ποσό των 3.142.375 δραχμών. Τα χρηματικά δε αυτά ποσά, που ανέρχονται εις 9.427.130 δραχμές, ιδιοποιήθηκαν παράνομα ο εκκαλών - κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του Χ2. Την 31η Μαΐου 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2 και με την συνδρομή της δεύτερης εκκαλούσας Χ3, η οποία είναι λογίστρια και έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, προέβηκαν εις την σύνταξη και δημοσίευση εικονικού ισολογισμού της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., καθώς και εις την εφημερίδα "......" για την υπερδωδεκάμηνη χρήση από την 25η Νοεμβρίου 1999 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2000. Κάτω δε από το κείμενο του ισολογισμού αυτού, προέβηκαν εις την σύνταξη πλαστού πιστοποιητικού με ημερομηνία την 31η Μαΐου 2001, φερόμενου ως εκδοθέντος από τον ορκωτό λογιστή Δ1. Την ίδια ημερομηνία, οι προαναφερθέντες κατήρτισαν και την από 10ης Απριλίου 2001 πλαστή έκθεση ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της εταιρείας, η οποία φέρεται ότι εκδόθηκε από τον μικτό ορκωτό λογιστή Δ2, θέτοντες κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου. Με το προαναφερθέν πλαστό πιστοποιητικό και την προαναφερθείσα πλαστή έκθεση ελέγχου φέρονται οι πιο πάνω αναφερόμενοι ορκωτοί λογιστές να πιστοποιούν ότι έχουν ελέγξει τις οικονομικές καταστάσεις και το σχετικό προσάρτημα της εταιρείας της πρώτης εταιρικής χρήσης, η οποία έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2000. Του προαναφερθέντος πλαστού πιστοποιητικού έκαναν χρήση οι πιο πάνω αναφερόμενοι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις τη δημοσίευσή του εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως καθώς και στην οικονομική εφημερίδα, η οποία ελέχθη. Της πλαστής δε έκθεσης ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας έκαναν χρήση ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις την δημοσίευσή της εις το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών. Την πράξη τους δε αυτή της πλαστογραφίας τέλεσαν οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή της προκύπτει αφενός μεν σκοπός τους πορισμού εισοδήματος, αφετέρου δε σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ενώ το συνολικό όφελος που σκόπευαν να προσπορίσουν εις τον εαυτό τους και η αντίστοιχη συνολική ζημία της εταιρείας ανέρχεται εις το χρηματικό ποσό των 51.290,90 ευρώ. Εις τις πράξεις τους δε της καταχωρίσεως εις τα βιβλία της εταιρείας "DESSUS Ανώνυμη Εταιρεία Λήψης και Διαβίβασης Εντολών" των προαναφερθέντων εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών και των αποδείξεων πληρωμής προέβηκαν ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προκειμένου να συγκαλύψουν τα παρανόμως ιδιοποιηθέντα από αυτούς χρηματικά ποσά της εταιρείας αυτής, τα οποία ανέρχονται εις 17.477.377 δραχμές ή 51/290,30 ευρώ.
Από τα προεκτεθέντα, σαφώς συνάγεται ότι ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 τέλεσαν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση, το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί εις τους υπαιτίους λόγω της ιδιότητας τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, καθόσον η παράνομη ιδιοποίηση του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού προηγήθηκε των απατηλών πράξεων που αποδίδονται εις αυτούς. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων α) της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και β) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει σε άλλον περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, (ήδη 15.000 ευρώ). Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε την, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, τόσο της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, κατά συναυτουργία, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που είχαν εμπιστευθεί στο δράστη, λόγω της ιδιότητάς του, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση, όσο και της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, με σκοπό τον πορισμό περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και μάλιστα αυτό των 27.665,80 ευρώ, αλλά και τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, 45, 98, 216 παρ.1 και 2, 375 παρ. 2 του Π.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι αυτό το βούλευμα δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα το Συμβούλιο, με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα, ότι ο αναιρεσείων από κοινού με τον Χ2, έλαβε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των 27.665,80 ευρώ, με την ιδιότητα του διαχειριστή, στον οποίο το εμπιστεύθηκαν και το οποίο παράνομα ιδιοποιήθηκε και το ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία, ανέρχεται δε αυτό σε 27.665,80 ευρώ. Τέλος, για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του, εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 216 παρ.3 του Π.Κ, όπως συμπληρώθηκε με άρθρο 1 παρ.7α του Ν. 2408/1996), δεν απαιτείται η επέλευση ζημίας στον παθόντα, ούτε η πραγματοποίηση του οφέλους, αρκεί το όφελος να επιδιώχθηκε δια βλάβης τρίτου ή να σκόπευε ο πλαστογράφος να βλάψει τον παθόντα, εφόσον το επιδιωχθέν δια βλάβης του τρίτου όφελος ή η επιδιωχθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ήδη 73.000 ευρώ.
Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, ότι, λόγω της κακής οικονομικής θέσης της εταιρείας, της οποίας αυτός ετύγχανε Πρόεδρος, ήταν αδύνατο να προσποριστεί αυτός οποιοδήποτε περιουσιακό όφελος και ότι ουδέποτε αυτός συνέταξε οποιοδήποτε πλαστό έγγραφο από αυτά που κατηγορείται, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί προσβάλλουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 375 παρ.1,2 και 216 παρ.3 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι καθώς και η αίτηση στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί κατά ένα μέρος το υπ' αριθμό 1507/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, κατά των κατηγορουμένων: α) Χ1 και Χ2, για τις πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 παρ. β και γ, 62α και 63β του Ν. 2190/1920, β) κατά της κατηγορούμενης Χ3, για άμεση συνέργεια στις πράξεις αυτές, που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Αθήνα στις 31-5-2001.
Επεκτείνει το αποτέλεσμα της από 27/15-2-2007 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ1, κατά του 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ως προς τον κατηγορούμενο Χ2, αναιρεί εν μέρει και ως προς αυτόν, το πιο πάνω βούλευμα και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ως προς τις πιο πάνω πράξεις των άρθρων 55,57, 62α και 63β του Ν.2190/1920, που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν, στις 31 Μαΐου 2001.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την με αριθμό 27 από 15-2-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ