Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 679 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Απορριπτέος ο 1ος Λόγος Αναιρέσεως, διότι δεν συντρέχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά τα άρθρα 32 παρ. 1, 171 παρ. 1β, 501 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ , αν το Δικαστήριο απορρίψει αίτημα αναβολής της δίκης που υποβλήθηκε από τον συνήγορο του κατηγορουμένου μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας κατά την αγόρευσή του επί της ενοχής και μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας επί της ενοχής, χωρίς ο διευθύνων τη συζήτηση να δώσει προηγουμένως το λόγο στον Εισαγγελέα για να προτείνει και επί του άνω αιτήματος, αφού δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι ο Εισαγγελέας ζήτησε το λόγο να δευτερολογήσει και να προτείνει επί του αιτήματος αναβολής, όπως εδικαιούτο και ο διευθύνων τη συζήτηση δεν του έδωσε το λόγο. (ΑΠ 813, 992/2008, 1433/2007). 2. Αβάσιμοι κατ΄ ουσία οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, τόσον για την ενοχή, (2ος + 5ος Λόγος), όσον και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών Τοξικομανίας (4ος Λόγος). 3. Αβάσιμος ο 3ος λόγος αναιρέσεως και 1ος, 2ος Πρόσθετος λόγος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας απορρίψεως αυτοτελούς ισχυρισμού απαραδέκτου διώξεως λόγω δεδικασμένου και για παραβίαση Δημοσίου Διεθνούς δεδικασμένου, από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση Ολλανδικού δικαστηρίου, κατά τα άρθρα 14 παρ. 7, 2 ΔΣΑΠΔ/1966 του ΟΗΕ, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1987 και 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και για παραβίαση ενδοευρωπαϊκού δεδικασμένου, και δη της αρχής “ne bis in idem”, που καθιερώνεται με το άρθρο 54 του Ν. 2514/1997, που κύρωσε τη Συνθήκη του Schengen, λόγω ισχύος και εφαρμογής της αρχής αυτής για το δεδικασμένο, να μη δικάζεται κανείς πολίτης δύο φορές για την ίδια πράξη, όταν έχει αθωωθεί ή καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όσον αφορά μόνο τα δικαστήρια κάθε επί μέρους συμβαλλόμενης χώρας, ήτοι του ιδίου κράτους, αρχή που ήδη προβλεπόταν από το άρθρο 57 του ΚΠΔ ( Ολ. ΑΠ 7/2002), ενώ για την καθιερούμενη ιδία αυτή αρχή, δια του άρθρου 54 της άνω Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen, η Ελλάδα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 55 της άνω Συνθήκης, που επιτρέπει επιφυλάξεις στα συμβαλλόμενα κράτη, για προστασία ουσιώδους συμφέροντος του κράτους, δήλωσε ρητή επιφύλαξη με το άρθρο 3 του άνω κυρωτικού νόμου, ότι δε θα δεσμεύεται συνεπεία της αρχής του άνω δεδικασμένου από τις ποινικές αποφάσεις των συμβαλλομένων κρατών για ορισμένα εγκλήματα, μεταξύ των οποίων (άρθρο 8 περ. θ ΠΚ) και το έγκλημα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΑΠ 887/2001). Επομένως δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό κεκτημένο, δεν συντρέχει περίπτωση δεδικασμένου από την Ολλανδική καταδικαστική απόφαση και δεν εμποδίζεται η νέα δίωξη για ίδιο τέτοιο αδίκημα ναρκωτικών, εν μέρει, πλην όμως προβλέπεται από το άρθρο 10 ΠΚ, η αφαίρεση της ποινής που έχει ήδη αποτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε στην ημεδαπή. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 679/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου .... και ήδη κρατούμενου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο, περί αναιρέσεως της 170/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.

Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 24 Νοεμβρίου 2008 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1638/2007.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2 και 369 παρ. 1 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους και κατά την παράγραφο 3 της ιδίας διατάξεως (138 ΚΠοινΔ), η παράβαση της παραγράφου 2 αυτού, συνεπάγεται την ακυρότητα της αποφάσεως. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι καμία απόφαση ποινικού Δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο, δεν έχει κύρος αν δεν ακουσθεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν στον Εισαγγελέα δεν δοθεί ο λόγος και, ως εκ τούτου, δεν διατυπώσει αυτός πρόταση πριν την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται αίτηση του κατηγορουμένου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 εδ. β ΚΠοινΔ, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 511 ΚΠοινΔ. Προκειμένου όμως, περί αυτοτελών ισχυρισμών, που προτείνονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του κατά το στάδιο που ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία, δεν δίδεται και πάλι, μετά την πρότασή του επί της ενοχής, ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας, εκτός αν ζητήσει ο ίδιος το λόγο για να δευτερολογήσει, οπότε και μπορεί να προτείνει επί του υποβληθέντος ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. (ΑΠ 813, 992/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ενσωματούμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά της δίκης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι, μετά την περί της ενοχής αυτού πρόταση του Εισαγγελέα, δόθηκε από τον διευθύνοντα τη συζήτηση ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, ο οποίος ανέπτυξε προφορικά την υπεράσπιση και κατά την αγόρευσή του, ζήτησε, εκτός άλλων, "όλως επικουρικώς την αναβολή της δίκης προκειμένου να κληθεί και να προσέλθει ο Μ1, για να εξετασθεί από το Δικαστήριο αυτό", στη συνέχεια δε εκδόθηκε απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το ως άνω αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, με την αιτιολογία ότι δεν υφίσταται κάποιος βάσιμος λόγος για την προσέλευση και εξέταση του εν λόγω μάρτυρα και κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, χωρίς να δοθεί προηγουμένως και πάλιν ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας για να προτείνει επί της παραδοχής ή μη του άνω αιτήματος αναβολής. Όμως, σύμφωνα με αυτά που αναπτύχθηκαν παραπάνω, αφού το εν λόγω αίτημα αναβολής υποβλήθηκε μετά την επί της ενοχής αγόρευση του Εισαγγελέα της έδρας και ο τελευταίος δε ζήτησε το λόγο να δευτερολογήσει και να προτείνει και επί του αιτήματος αυτού, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε από την έκδοση της απορριπτικής του αιτήματος αναβολής παρεμπίπτουσας αποφάσεως, χωρίς να δοθεί και πάλι ο λόγος στον Εισαγγελέα και χωρίς να υποβληθεί σχετική πρόταση αυτού, ανεξάρτητα του ότι την έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα δε δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα από τη μη δόση του λόγου στην Εισαγγελέα, επί του παραπάνω αιτήματος αναβολής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. α, β, γ και ζ του ν.1729/1987, όπως ίσχυε κατά το χρόνο πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 10 του ν.2161/1993, τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή εκατό χιλιάδες (100.000) μέχρι εκατό εκατομμύρια (100.000.000) δραχμές, όποιος, πλην άλλων, εισάγει στην επικράτεια, διαμετακομίζει, πωλεί, αγοράζει, αποθηκεύει ή μεταφέρει ναρκωτικές ουσίες. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών: Εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών στην Ελληνική επικράτεια είναι η διακίνηση των ναρκωτικών από το εξωτερικό στην Ελλάδα και θεωρείται τελειωμένο με την είσοδο αυτών στο Ελληνικό έδαφος, δια της τελωνειακής υπηρεσίας ή και από μη νόμιμη διασυνοριακή οριογραμμή. Αγορά και πώληση των ουσιών αυτών είναι η με την κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και η για το σκοπό αυτό παράδοσή της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Για τη θεμελίωση της αγοράς και της πώλησης δεν είναι αναγκαία η ρητή μνεία και αναφορά στη συγκεκριμένη κατηγορία του συμφωνηθέντος τιμήματος, γιατί ο νομικός αυτός όρος αγορά και πώληση έχει ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια, υποδηλώνει δε οπωσδήποτε και συνομολόγηση τιμήματος, γιατί χωρίς τίμημα δε νοείται αγορά και πώληση. Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για αγορά και πώληση ναρκωτικών ουσιών, δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται η ταυτότητα του αντισυμβαλλομένου του κατηγορουμένου δράστη, ούτε το ύψος του καταβληθέντος ή εισπραχθέντος αντίστοιχα τιμήματος. Με τον όρο μεταφορά ναρκωτικών νοείται η μετακίνηση αυτών από τόπο σε τόπο, πάντοτε όμως εντός της Ελληνικής επικράτειας, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, με απλή ιδιόχειρη ή μέσου τρίτου μετακίνηση είτε στο έδαφος της επικράτειας, είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε ιπτάμενος στον ελληνικό εναέριο χώρο. Για τη στοιχειοθέτηση όμως του αυτοτελούς εγκλήματος της μεταφοράς ναρκωτικών, απαιτείται η μετακόμιση αυτών να τελείται προς διευκόλυνση ή πραγματοποίηση της κυκλοφορίας αυτών, για οποιαδήποτε αιτία, από ατόμου σε άτομο. Διαμετακόμιση δε σημαίνει η διέλευση μέσω της Ελλάδος των ναρκωτικών, που εκκινούν από μία άλλη χώρα και προορίζονται να καταλήξουν μέσω της Ελλάδος σε άλλη τρίτη χώρα, όντος αδιαφόρου, αν η κρίσιμη διέλευση γίνεται μέσω των ελληνικών χωρικών υδάτων, μέσω τελωνειακά ελεύθερων ζωνών ή σε συνθήκες transit. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του άνω ν. 1729/1987, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 2 παρ.15 β του ν.2479/1997, με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές μέχρι διακόσια εκατομμύρια (200.000.000) δραχμές, τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5,6 και 7, " αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή . . . ή οι περιστάσεις τέλεσης μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η έννοια των περιστάσεων αυτών ορίζεται, αντίστοιχα, στις διατάξεις του άρθρου 13 εδ. στ' και ζ' ΠΚ, όπως προστέθηκαν με το άρθρο 1 του ν.2408/1996 που ισχύει από 4-6-1996, που είναι επιεικέστερος κατά τούτο για τον κατηγορούμενο και πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του ν.2479/1997 που ισχύει από 6-5-1997, κατά τις οποίες, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, έστω και αν τούτο δεν είναι ουσιώδες. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επανειλημμένη δε τέλεση της πράξεως, συμβαίνει και στο κατ'εξακολούθηση έγκλημα (άρθρο 98 ΠΚ), όπου πρόκειται περί μορφής, πραγματικής ομοειδούς συρροής ή η διαπίστωση του σκοπού του δράστη από την ύπαρξη υποδομής, από την οποία να γίνεται καταφανής ο σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος μέσω της επανειλημμένης τέλεσης. Έτσι και μία μεμονωμένη πράξη μπορεί να αξιολογηθεί ως κατ'επάγγελμα τελεσθείσα, εφόσον αποδεικνύεται ότι τελέσθηκε όχι ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου και η ύπαρξη αυτής της ειδικής κατά περίπτωση υποδομής για την επανειλημμένη τέλεσή της κατά τρόπο που να εξασφαλίζει εισόδημα στο δράστη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού, όπως είναι ο κατ'άρθρον 13 παρ.1,3 του ν.1729/1987 ισχυρισμός τοξικομανίας ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα γενικώς, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο κατηγορούμενος Χ1 τέλεσε τις πράξεις της αγοράς, μεταφοράς, εισαγωγής στην Ελλάδα, αποθήκευσης και διαμετακόμισης, εξαγωγής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας αποφάσεως πραγματικό περιστατικά. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1991 μέχρι 25-11-1991 και σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε, αγόρασε στο Καράκας της Βενεζουέλας, άγνωστη ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, τουλάχιστον όμως 1000 κιλό κοκαΐνης, συσκευασμένη σε 36 'χελώνες' μολύβδου και αλουμινίου συνολικού βάρους 2500 κιλών η κάθε μία, από την οποία τα 27 κιλά ήταν κοκαΐνη και τα υπόλοιπα μέταλλο μολύβδου. Η αγορά της κοκαΐνης έγινε από άγνωστα άτομα, αντί αγνώστου, αλλά συμφωνημένου τιμήματος με σκοπό την εμπορία και δη: την πώληση της σε άλλα άτομα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και δη: στην Ολλανδία και στην Ελλάδα. Από το Καράκας το ανωτέρω φορτίο, με ενέργειες του κατηγορουμένου, μεταφέρθηκε με το πλοίο ..... στο λιμάνι ..... της Μ. Βρεττανίας και από το λιμάνι αυτό στο λιμάνι του Πειραιώς, όπου εκφορτώθηκαν και εκτελωνίστηκαν μαζί με άλλες 82 "χελώνες", που περιείχαν αλουμίνιο, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε οικόπεδο του κατηγορούμενου, που βρισκόταν στο .... και αποθηκεύτηκαν εκεί. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν οι 35 "χελώνες" με φορτηγά αυτοκίνητα στο λιμάνι του Πειραιά, και, αφού φορτώθηκαν στο πλοίο ....., μεταφέρθηκαν στο ..... της Ολλανδίας όπου αφίχθησαν στις 24-12-1991. Στο ..... ο κατηγορούμενος είχε μισθώσει μία αποθήκη στην περιοχή ...... της πόλης αυτής όπου εναποτέθηκαν οι 35 "χελώνες" και με τρυπάνια, που αυτός είχε αγοράσει, άρχισαν, αυτός και οι συνεργάτες του, την εργασία εξαγωγής της κοκαΐνης από αυτές δηλ. τις "χελώνες". Υπόψη ότι ο κατηγορούμενος την 1-1-1992 είχε μεταβεί από την Αθήνα στο .... με σκοπό να φροντίσει για την επιχείρηση εξαγωγής και διαθέσεως της ναρκωτικής ουσίας. Στην ως άνω αποθήκη, που βρισκόταν στην περιοχή ....., συνελήφθη ο κατηγορούμενος σης 18-1-1992 από τις αρμόδιες Ολλανδικές αρχές στο δε χώρο της αποθήκης βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 819 κιλά κοκαΐνης ενώ τα υπόλοιπα 154 κιλά κοκαΐνης ο κατηγορούμενος τα πώλησε έναντι ανταλλάγματος σε άγνωστα άτομα στο .... της Ολλανδίας κατά το χρονικό διάστημα από 7-1-1992 μέχρι 18-1-1992 και σε ημερομηνίες που δεν διακριβώθηκαν. Εκτός από την ποσότητα αυτή των 154 κιλών ο κατηγορούμενος πώλησε στην Αθήνα 27 κιλά κοκαΐνης, έναντι ανταλλάγματος, σε άγνωστα άτομα, κατά το χρονικό διάστημα από 26-11-1991 μέχρι 24-12-1991 και σε ημερομηνίες, που δεν διακριβώθηκαν. Η ποσότητα αυτή υπήρχε στη μία "χελώνα" του ως άνω φορτίου, που ο κατηγορούμενος άφησε στην Αθήνα και η οποία δεν μεταφέρθηκε στην Ολλανδία αφού για τη χώρα αυτή φορτώθηκαν τελικά οι 35 από τις 36 χελώνες του ως άνω φορτίου κατά τα ανωτέρω. Στην τελευταία του ενέργεια προέβη, προκειμένου να πωλήσει την ποσότητα των 27 κιλών κοκαΐνης κατά τα προαναφερόμενα, στην Αθήνα έναντι ανταλλάγματος, όπως και τελικά έπραξε, κατά τα ανωτέρω. Η διάπραξη των ανωτέρω πράξεων από τον κατηγορούμενο αποδείχθηκε από την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας Κ1 και Κ2 καθώς και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Ειδικά τα ανωτέρω βεβαιώνονται κατά τρόπο σαφή από τον πρώτο μάρτυρα Κ1 τελωνειακό υπάλληλο, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι στην έρευνα οδηγήθηκαν από ένα μικρό δημοσίευμα σε εφημερίδα και κατόπιν ειδικής εισαγγελικής παραγγελίας, ενώ κατέθεσε και για τον τρόπο και τα μέσα εισαγωγής της ναρκωτικής ουσίας στην Ελλάδα, της μεταφοράς της στον Πειραιά και στην αποθήκη του κατηγορουμένου στο ..... και την εξαγωγή της στην Ολλανδία, προσέθεσε δε ότι "παραλήπτης των σφαιρών αλουμινίου ήταν ο Χ1 όταν όμως έγινε η παραγγελία των εμπορευμάτων στη Βενεζουέλα έγινε στο όνομα του Σ1 ο οποίος έχει εταιρεία εμπορίας μετάλλων, όταν εστάλησαν τα φορτωτικά έγγραφα στον Σ1 στη ....., ο Σ1 είπε, ότι δεν είναι δικά του αυτά τα εμπορεύματα Χ1 είπε ότι έγινε λάθος και άλλαξε το όνομα του Σ1 με το όνομα του Χ1. Ο Σ1 είχε οπισθογραφήσει την διατακτική, εκ των υστέρων μπήκε η φράση "παραδώσατε εις εντολή Χ1". Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε επίσης άτι η ναρκωτική ουσία στη χελώνα δεν μπορούσε να διαπιστωθεί και ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο παραλήπτης του εμπορεύματος και αυτός τα εξήγαγε στη συνέχεια στην Ολλανδία, αφού αυτός είχε τα φορτωτικά έγγραφα και συνεπώς ήξερε τι περιείχε, προσθέτει δε ότι μόνος του ο Χ1 που δεν είχε σχέση με μέταλλα, δεν μπορούσε να κάνει την εισαγωγή των εμπορευμάτων, αν δεν έβαζε το όνομα του Σ1 ενώ καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος πλήρωσε για την εισαγωγή του αλουμινίου. Ο δεύτερος μάρτυρας Κ2 χειριστής μηχανημάτων μεταφοράς κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, για την μεταφορά του ανωτέρω εμπορεύματος στο ...... σε ένα οικόπεδο στο οποίο υπήρχε ένα κτίσμα, όπου εκεί έγινε η εκφόρτωση του εμπορεύματος και ότι κατά τη διαδικασία της εκφόρτωσης ήταν εκεί ο αδελφός του κατηγορουμένου ..... Αλλά και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα πιστοποιούνται τα ανωτέρω. Ειδικά από την υπ'αριθμ. 1529/1993 απόφαση του Εφετείου του Άμστερνταμ, επισήμως μεταφρασμένη αποδεικνύεται, εκτός των άλλων, ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών για τις πράξεις της εισαγωγής στην Ολλανδική Επικράτεια, αποθήκευσης κ.τ.λ. της ως άνω ναρκωτικής ουσίας, η οποία βρέθηκε στην αποθήκη, που είχε μισθώσει στην Ολλανδία ο κατηγορούμενος. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται τόσο από την κατάθεση του μάρτυρος του κατηγορητηρίου Κ3, όσο και από όλα τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο κατηγορούμενος και αναγνώστηκαν. Ο τελευταίος με την απολογία του ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι τα εμπορεύματα μετάλλου και αλουμινίου εισήχθησαν απ "αυτόν από την Βενεζουέλα, αλλά δεν ήξερε ότι μέσα σ'αυτά ήταν τα ναρκωτικό, προσθέτοντας όμως, ότι τον συνέλαβαν στην ανωτέρω αποθήκη και καταδικάστηκε στην Ολλανδία ως τοξικομανής. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι τις ως άνω πράξεις ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ "επάγγελμα, καθόσον αποδείχτηκε ότι τις διέπραξε όχι ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου και ειδικής και αξιόλογης υποδομής για την επανειλημμένη τέλεση τέτοιων σοβαρών πράξεων με αντικείμενο υπερβολικά μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, κατά τρόπο που να του εξασφαλίζει σοβαρό και μόνιμο εισόδημα. Ειδικότερα για την επιτυχία του σχεδίου του φρόντισε και εξασφάλισε δίκτυο κατάλληλων προσώπων που τον διευκόλυναν, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό για την αγορά, μεταφορά, εξαγωγή, αποθήκευση κλπ, καθώς και την πώληση των ανωτέρω μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών. Επίσης φρόντισε και συνεργάστηκε με ιδιοκτήτες κατάλληλων οχημάτων για την μεταφορά του ως άνω φορτίου στους ανωτέρω χώρους, ενώ φρόντισε, με άκρως σοβαρά τεχνάσματα, για την απόκρυψη των ναρκωτικών ουσιών στους ανωτέρω χώρους προς αποφυγή της ανακάλυψης τους από τους αρμόδιους ημεδαπούς και αλλοδαπούς υπαλλήλους. Εκτός αυτών, είχε εξασφαλίσει ειδικούς μεγάλους χώρους-αποθήκες στην Ελλάδα και στην Ολλανδία για την αποθήκευση του ως άνω φορτίου έτσι ώστε να διευκολύνεται όχι μόνο η μεταφορά και η αποθήκευση του, αλλά και η διάθεση των ναρκωτικών στους ανθρώπους, που αυτός είχε επιλέξει ένανπ ανταλλάγματος, ενώ, τέλος τεχνηέντως είχε χρησιμοποιήσει για την εισαγωγή στην Ελλάδα του ανωτέρω εμπορεύματος, άλλο όνομα και όχι το δικό του και είχε προμηθευτεί και τα κατάλληλα εργαλεία για την εξαγωγή της κοκαΐνης από το υπόλοιπο φορτίο. Ωσαύτως από την τέλεση των ως άνω πράξεων, το σκοπό που επιδίωκε, τα μέσα και τους τρόπους που χρησιμοποίησε και προαναφέρθηκαν, προκύπτει σταθερή ροπή του κατηγορουμένου προς επανειλημμένη διάπραξη των ως άνω συγκεκριμένων εγκλημάτων κακουργηματικού χαρακτήρος με αντικείμενο την εμπορία μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, και με μοναδικό σκοπό τον πλουτισμό του από την άσκηση της δραστηριότητας του αυτής στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις ανωτέρω πράξεις και κατά συνήθεια. Εξάλλου από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχτηκε, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη τριών (3) μελών του Δικαστηρίου αυτού, ότι ο κατηγορούμενος κατά τους ως άνω χρόνους τελέσεως των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων ήταν τοξικομανής, όπως ισχυρίζεται. Ο τελευταίος προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού του περί τοξικομανίας επικαλείται την από 21-6-1999 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού Μ1. Όμως απ' αυτήν, η οποία αναγνώστηκε, δεν αποδεικνύεται η εν λόγω ιδιότητα της τοξικομανίας, γιατί η έκθεση αυτή αναφέρεται σε πραγματογνωμοσύνη, που έγινε για τον κατηγορούμενο το έτος 1999, δηλαδή μετά από 7 περίπου έτη από την τέλεση των ανωτέρω πράξεων και όχι στους κρινόμενους χρόνους, με αφορμή άλλη ποινική κατηγορία για ναρκωτικά σε βάρος του κατηγορουμένου και όχι για τις ένδικες πράξεις που τελέστηκαν το έτος 1991 και 1992. Δηλαδή η ανωτέρω έκθεση δεν αναφέρεται ειδικώς στους ανωτέρω κρίσιμους χρόνους τελέσεως των προαναφερομένων πράξεων και γι' αυτό δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή ως προς την ιδιότητα της τοξικομανίας που επικαλείται ότι είχε αποκτήσει ο κατηγορούμενος. Επιπλέον δεν στηρίζεται η έκθεση αυτή σε αντικειμενικά κριτήρια, αλλά στα ιστορούμενα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και από τον τότε συνοδό του αστυνομικό. Ωσαύτως, για την έκθεση αυτή δεν έγινε εργαστηριακός έλεγχος των σωματικών υγρών του κατηγορουμένου (ούρα-αίμα) για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη ναρκωτικών ουσιών σ'αυτά. Επίσης δεν εισήχθη ο κατηγορούμενος σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα επί πενθήμερο τουλάχιστον για κλινικό έλεγχο, ενώ κατά την εξέταση του από τον ως άνω ιατρό δεν παρουσίασε κανένα αντικειμενικό εύρημα τοξικομανίας. Ενόψει αυτών ο πραγματογνώμονας εντελώς αβάσιμα χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο τοξικομανή. Ναι μεν επικαλείται προς στήριξη του συμπεράσματος του το πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης του κατηγορουμένου στο οποίο αναφέρεται ότι κρίθηκε ακατάλληλος για στράτευση, κατηγορίας 15, ως πάσχων εκ τοξικομανίας, αντικοινωνικής συμπεριφοράς επί βαρείας ψυχοπαθητικής προσωπικότητας, πλην όμως αυτό δεν μπορεί να πληρώσει τα κενά της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Αυτό γιατί το εν λόγω πιστοποιητικό είναι όλως αόριστο και ασαφές αφού δεν προσδιορίζει το βαθμό της τοξικομανίας και έχει συνταχθεί για να πληρώσει άλλους σκοπούς ενώ δεν παρέχει πληροφορίες για τα στοιχεία, που βασίστηκε η κρίση αυτή περί τοξικομανίας που περιέχεται στο ως άνω πιστοποιητικό το οποίο συντάχθηκε σε χρόνο απέχοντα από τον κρίσιμο χρόνο περί τα επτά (7) έτη και δη: την 1-11-1984. Επίσης, η από 14-2-2002 βεβαίωση του ΟΚΑΝΑ ότι ο κατηγορούμενος παρακολούθησε πρόγραμμα προένταξης προκειμένου να εισαχθεί στη μονάδα κοινωνικής επανένταξης δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη τοξικομανία του, η οποία επίσης δεν αποδεικνύεται ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος του κατηγορητηρίου Κ3 συνταξιούχου ιατροδικαστή, αφού, όλως αβασίμως, κατέθεσε, ότι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, δεδομένου ότι στηρίχτηκε κυρίως στο πιστοποιητικό της στρατολογίας και τις δηλώσεις του ίδιου του κατηγορουμένου. Τέλος και από όλα τα ως άνω έγγραφα που αναγνώστηκαν, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής και συνεπώς ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί κατά πλειοψηφία, και να γίνει κατά τούτο δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου, ήτοι: των 1) Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη και 2) Στυλιανού Γωνιωτάκη ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου έπρεπε να γίνει δεκτός ως κατ'ουσίαν βάσιμος, γιατί από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής κατά τους κρίσιμους χρόνους.
Περαιτέρω οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί της συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α, 84 παρ. 2δ' και 84 παρ. 2ε' Π.Κ. πρέπει να απορριφθούν ως κατ'ουσίαν αβάσιμοι. Αυτό γιατί δεν αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση των ως άνω πράξεων έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Αντίθετα προέκυψε η εμπλοκή του στην τέλεση διαφόρων εγκληματικών πράξεων και δη: με αντικείμενο ναρκωτικές ουσίες και ακάλυπτες επιταγές, ενώ επίσης δεν προέκυψε ότι είχε απασχοληθεί σοβαρά και συστηματικά με κάποια εργασία. Επίσης, δεν αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια, αλλ' ούτε επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των σοβαρών ως άνω πράξεων, με αντικείμενο την ως άνω ποσότητα των 1000 κιλών κοκαΐνης. Αντίθετα προέκυψε ότι με την συμπεριφορά του προσπαθεί να συσκοτίσει την αποκάλυψη των πράξεων του και να αποφύγει τις συνέπειες του σχετικού νόμου. Άλλωστε η επικαλούμενη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο ορισμένο. Τέλος δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων. Ναι μεν επικαλείται ότι συμπεριφέρθηκε καλά μέσα στην φυλακής που κρατήθηκε, πλην όμως αυτό δεν αρκεί για την χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού, αφού απαιτείται κατά την ως άνω διάταξη για την χορήγηση του καλή συμπεριφορά μέσα στην κοινωνία. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου, ήτοι των Εφετών: 1) Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτου και 2) Στυλιανού Γωνιωτάκη έπρεπε να γίνει κατ'ουσίαν δεκτός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί χορηγήσεως του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α'Π.Κ., γιατί μέχρι την τέλεση των ως άνω πράξεων έζησε έντιμη εν γένει ζωή.
Εξάλλου, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε η τέλεση της πράξης της νόθευσης εγγράφου, αφού προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος είχε τη συναίνεση του ανωτέρω εκδότη του προαναφερομένου εγγράφου για την ως άνω παρέμβαση του σ'αυτό. Τέλος το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης προκειμένου να κληθεί για να προσέλθει ο Μ1 πρέπει να απορριφθεί. Αυτό γιατί δεν υφίσταται βάσιμος κάποιος λόγος για την προσέλευση του εν λόγω μάρτυρα-ιατροδικαστή, αφού ο τελευταίος έχει συντάξει την ως άνω έκθεση του και περιλαμβάνει σ'αυτήν, τόσο το προαναφερόμενο συμπέρασμα του, όσο και όσα υπέπεσαν στην αντίληψη του κατά την εξέταση του κατηγορουμένου. Άλλωστε, ενόψει των ανωτέρω, δεν υφίσταται κάποιος λόγος προς επεξήγηση της έκθεσης ώστε να καθίσταται αναγκαία η προσέλευση του εν λόγω προσώπου ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αφού κάτι τέτοιο ούτε και ο κατηγορούμενος δεν επικαλείται. Κατ'ακολουθίαν όλων αυτών, αφού απορριφθούν οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί και κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος της 8ης πράξεως (νόθευσης εγγράφου) πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος των ανωτέρω πράξεων και δη: της αγοράς, μεταφοράς, εισαγωγής στην Ελλάδα, αποθήκευσης, διαμετακόμισης, εξαγωγής, και πώλησης ναρκωτικών κατ εξακολούθηση, που ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αλλά χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση της επικινδυνότητας λόγω του ότι με την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2° Ν.2408/1996 είχε καταργηθεί η σχετική επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8 Ν.1729/87, και χωρίς την ιδιότητα του τοξικομανούς, κατά τα ανωτέρω και δη: κατά πλειοψηφία, ως προς τον τελευταίο σχετικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου".
Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε ως αβάσιμους κατ'ουσίαν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, περί τοξικομανίας (κατά πλειοψηφία), για μη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του ν. 1729/1987 και τους ισχυρισμούς για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδαφ. α, δ και ε του ΠΚ, (κατά πλειοψηφία ως προς την περίσταση του εδ.α και ομοφώνως ως προς τις λοιπές), κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο, αγοράς, εισαγωγής στην Ελληνική επικράτεια, μεταφοράς, διαμετακόμισης, εξαγωγής, αποθηκεύσεως και πωλήσεως κατ'εξακολούθηση της ναρκωτικής ουσίας κοκαϊνης, (συνολικής ποσότητας τουλάχιστον 1.000 χλγ.) και του επέβαλε μία ποινή της ισόβιας καθείρξεως και χρηματική ποινή 100.000 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1, 8 εδ. θ, 9, 10, 13 εδ. στ και ζ', όπως το τελευταίο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 ν.2408/1996, των άρθρων18,26 παρ.1 εδ. α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 και 98 ΠΚ και των άρθρων 4 παρ. 1,3- Πιν. Β αρ.3, 5 παρ. 1 εδ. α, β, γ, ζ, 5 παρ.2, 8 παρ.1 του ν.1729/1987, όπως το άρθρο 98 ΠΚ και τα άρθρα 4 παρ.1,3 Πιν. Β αρ.3, 5 παρ.1 περ. α , β, γ, ζ,παρ.2, και 8 του ν.1729/1987, ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως (1991-1992) των εν λόγω εγκλημάτων, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσεως.
Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω εκτεταμένου αιτιολογικού συνάγεται: α) επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των άνω εγκλημάτων, β) δεν υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις στο αιτιολογικό και στο διατακτικό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, δεν ήταν απαραίτητο για την αγορά των ναρκωτικών ουσιών στο Καράκας της Βενεζουέλας (άγνωστη ποσότητα, αλλά τουλάχιστον 1.000 χιλιογρ. κοκαϊνης κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1-6-1991 μέχρι 25-11-1991) και τις πωλήσεις σε Ελλάδα (27 χιλιογρ.) και σε Ολλανδία (184 χιλιογρ.) να αναφέρεται συγκεκριμένη σύμβαση (συμφωνία) και συγκεκριμένο τίμημα και συγκεκριμένα πρόσωπα πωλητών και αγοραστών, ενώ αναφέρονται σαφώς οι χρόνοι και οι συγκεκριμένες ποσότητες κοκαϊνης που αγοράσθηκαν στο Καράκας και εισήχθηκαν στην Ελλάδα και μετά πωλήθηκαν εδώ στην Ελλάδα και την Ολλανδία, αντί τιμήματος όχι συγκεκριμένου, ως μη εξακριβωθέντος. Επίσης δεν υπάρχει στο αιτιολογικό ασάφεια ως προς την αποθήκευση των ναρκωτικών ουσιών, συσκευασμένων και κρυμμένων σε 36 σφαίρες-χελώνες από μόλυβδο, μαζί με άλλες 46 όμοιες χελώνες που εισήχθηκαν από τον κατηγορούμενο στο λιμάνι του Πειραιά με πλοίο, όπου εκτελωνίστηκαν και παραλήφθηκαν από τον κατηγορούμενο, ο οποίος στη συνέχεια μετέφερε όλες τις άνω χελώνες μολύβδου στο ..., όπου και τις αποθήκευσε σε οικόπεδό της ιδιοκτησίας του, όπου υπήρχε και ένα κτίσμα, στο οποίο ασφαλώς μόνο ο ίδιος είχε πρόσβαση, απόδειξη ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος από το χώρο αυτό παρέλαβε και φόρτωσε σε φορτηγά αυτοκίνητα τις 35 από τις 36 χελώνες μολύβδου που περιείχαν εσωτερικά κρυμμένη την κοκαϊνη και μέσω του λιμανιού του Πειραιά, πάλι με πλοίο, μετέφερε στο λιμάνι του ..... της Ολλανδίας(24-12-1991), εκεί τις παρέλαβε, τις μετέφερε και τις αποθήκευσε σε από αυτόν μισθωμένη αποθήκη στην περιοχή ....., στην οποία αποθήκη του και συνελήφθη στις 18-1-1992 και βρέθηκαν μόνο 819 χιλιόγρ. κοκαϊνης, ενώ τα υπόλοιπα 154 χιλιόγρ, έλλειπαν, γιατί ήδη ο κατηγορούμενος είχε πωλήσει στην Ολλανδία κατ'εξακολούθηση, από 7-1-1992 μέχρι 18-1-1992. γ) επαρκώς αιτιολογείται η συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως 1) της κατ' επάγγελμα τελέσεως των άνω κακουργηματικών πράξεων, αφού αναφέρεται η υποδομή που είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων αυτών κατά τέτοιο τρόπο και με σκοπό πορισμού εισοδήματος, με οργάνωση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, δικτύου κατάλληλων προσώπων που τον διευκόλυναν στην τέλεση των πράξεων αυτών, με κίνηση όχι ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου και με χρήση, στα φορτωτικά έγγραφα, ξένου ονόματος, κάποιου Σ1 εμπόρου μετάλλων από τη ...... (κατά την εισαγωγή) και χρήση σοβαρών τεχνασμάτων για την εισαγωγή, μεταφορά, διαμετακόμιση, αποθήκευση, απόκρυψη και πώληση των ναρκωτικών ουσιών στην Ελλάδα και στην Ολλανδία και 2) της κατά συνήθεια τελέσεως των άνω πράξεων, αφού αναφέρεται ότι από την τέλεση των άνω πράξεων, το σκοπό που επεδίωκε της κατ' εξακολούθηση πωλήσεως στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τα μέσα και τους τρόπους που χρησιμοποίησε, προκύπτει σταθερή ροπή του κατηγορουμένου προς επανειλημμένη διάπραξη των ως άνω συγκεκριμένων εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος, με αντικείμενο την εμπορία μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών και με μοναδικό σκοπό τον πλουτισμό του από την άσκηση της δραστηριότητάς του αυτής, στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ροπή αυτού προς τέλεση των ανωτέρω πράξεων. δ) επαρκώς αιτιολογείται η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί τοξικομανίας, αντικρουομένων πλήρως και με εκτεταμένη επιχειρηματολογία των περί του αντιθέτου βεβαιουμένων, που συνεκτιμήθηκαν, όπως καταθέσεων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και λοιπών επικληθέντων και προσαχθέντων υπό του κατηγορουμένου και αναγνωσθέντων εγγράφων και ιατρικών βεβαιώσεων, όπως του ..... πιστοποιητικού στρατολογίας, του προσωρινού απολυτηρίου Ι-5 του 1979, που αναφέρονται αόριστα σε τοξικομανία του κατηγορουμένου, της με αρ. 1529/1993 αποφάσεως του Εφετείου Άμστερνταμ Ολλανδίας, σε νόμιμη μετάφραση, που δέχθηκε την τοξικομανία του κατηγορουμένου, όσον και του πορίσματος της αναγνωσθείσας εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του συνταξιούχου ιατροδικαστή - τεχνικού συμβούλου καθηγητή Κ3 που κατέθεσε και σαν μάρτυρας και της με αρ. 1.... διενεργηθείσας στην Ολλανδία Ψυχιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης και ..... ιατρικής βεβαιώσεως του σουηδού Ψυχιάτρου ... σε νόμιμη μετάφραση, και της πλήρως αντικρουόμενης αντίθετης από 21-6-1999 εκθέσεως ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού Μ1, που σε κάθε περίπτωση δεν καταλήγει σε κατηγορηματικό συμπέρασμα, αλλά ότι " υπάρχουν ισχυραί ενδείξεις ότι είναι τοξικομανής", έκθεση που έγινε με αφορμή άλλης ποινικής κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου για ναρκωτικά το 1999 και αναφέρεται όμως σε εξέταση του κατηγορουμένου μετά 7 περίπου έτη από του χρόνου της τελέσεως των άνω εγκλημάτων, ως μη στηριζόμενη σε αντικειμενική κριτήρια και σε εργαστηριακό έλεγχο σωματικών υγρών, ούτε σε κλινικό έλεγχο σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, ενώ αξιολογείται και η από .... βεβαίωση του ΟΚΑΝΑ, που αναφέρει απλώς ότι "ο κατηγορούμενος παρακολούθησε πρόγραμμα προένταξης, προκειμένου να εισαχθεί σε μονάδα κοινωνικής επανένταξης", χωρίς να προκύπτει ή να βεβαιώνει ο ΟΚΑΝΑ περί τοξικομανίας του κατηγορουμένου και δη κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ δεν υπάρχει δεσμευτικό δεδικασμένο για το ζήτημα της τοξικομανίας, κατ'άρθρο 57 ΚΠοινΔ, από την επικληθείσα ως άνω απόφαση του Ολλανδικού Δικαστηρίου, που δέχθηκε το 1993 τον ισχυρισμό αυτό. ε) επαρκώς αιτιολογείται η μη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α, δ και ε του ΠΚ.
Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα, που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τους πρόσθετους λόγους, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, σε σχέση με την καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για τις πράξεις αυτές, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ιδίου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή, από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Εναπόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να θεσπίσει περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη αναγνώριση των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων. 'Ετσι ορίζεται με το άρθρο 9 παρ. 1 του Π.Κ., ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο όμως 2 του ιδίου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 Π.Κ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του εμποδίζει νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής αποφάσεως, αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνεται (υπό στοιχείο θ') και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων (ουσιών). Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εμποδίζεται νέα δίωξη, πλην όμως προβλέπεται από το άρθρο 10 του ιδίου Κώδικα, η αφαίρεση της ποινής που έχει εκτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε τυχόν ακολούθως στην ημεδαπή. Αυτά ισχύουν, βεβαίως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική με άλλα κράτη συμβατική ρύθμιση, η οποία είναι δεσμευτική για τα συμβληθέντα μέρη. Το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το ν.2462/1997, επιβάλλει την υποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται στο Δ.Σ. στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του Δ.Σ. καθιερώνεται η αρχή "ne bis in idem", δηλαδή ότι "κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικαστεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώρας". Η αρχή αυτή καθιερώνεται, ως προστασία ατομικού δικαιώματος και από το άρθρο 4 παρ.1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 54 - 57 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen, που κυρώθηκε με το ν.2514/1997. Η διατύπωση αυτή σημαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επιμέρους συμβαλλόμενης χώρας, ήτοι "του ιδίου Κράτους". Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη-Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους.
Συνεπώς οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Δ.Σ., διότι με αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου Κράτους. Όμως η αρχή αυτή (ne bis in idem) είχε προβλεφθεί ήδη από τον ημεδαπό νομοθέτη, με τη διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠοινΔ, που προαναφέρθηκε, επαναλήφθηκε δε και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1705/1987, σύμφωνα με την οποία "κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού". Από τη σαφή διατύπωση και της παραπάνω διατάξεως της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις παράγουν δεδικασμένο μόνο στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους στο οποίο εκδόθηκαν.(ΑΠ 7/2002 σε Τακτική Ολομέλεια, ΑΠ 501/2002).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen, που έχει συναφθεί μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και έχει κυρωθεί με το ν.2514/27.6.1997, ορίζεται ότι "όποιος δικάστηκε τελεσίδικα από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρο όμως ότι σε περίπτωση καταδίκης η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του Συμβαλλόμενου Μέρους που επέβαλε την καταδίκη". Με αυτή τη διάταξη εφαρμόζεται μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών η αρχή "ne bis in idem". Η Ελλάδα όμως, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 55 της Συμφωνίας, διατύπωσε σαφή επιφύλαξη και δήλωσε, με το άρθρο 3 του κυρωτικού νόμου που ορίζει: "όταν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο της αλλοδαπής απόφασης, έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας, στοιχειοθετούν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες προβλέπονται από την ελληνική ποινική νομοθεσία α) . . . . . η) παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων . .", ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της Σύμβασης συνεπεία της αρχής του δεδικασμένου από τις ποινικές αποφάσεις των Συμβαλλομένων Μερών για ορισμένα εγκλήματα, μεταξύ των οποίων και το έγκλημα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Εάν όμως γινόταν δεκτό ότι με τη διάταξη της παρ.7 του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου, που κυρώθηκε στις 26.2.1997, οι αλλοδαπές αποφάσεις παράγουν δεδικασμένο, τότε η παραπάνω διατυπωθείσα επιφύλαξη (από 27.6.1997) στο άρθρο 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen θα ήταν αντίθετη με τη διάταξη της παρ.7 του άρθρου 14 του ευρύτερης εφαρμογής Διεθνούς Συμφώνου και εντεύθεν κενή περιεχομένου. (ΑΠ 887/2001).
Στην κρινόμενη υπόθεση, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον Έλληνα κατηγορούμενο παραβάσεων ως άνω του ν. 1729/1987 περί ναρκωτικών, με συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων και του επέβαλε ποινή ισόβιας καθείρξεως και χρηματική ποινή 100.000 ευρώ, ενώ με την ως άνω αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου να κηρυχθεί, κατ'άρθρο 57 και 370 περ.γ ΚΠοινΔ, απαράδεκτη, η κατ'αυτού ασκηθείσα στην Ελλάδα ποινική δίωξη, λόγω διεθνούς δεδικασμένου, προκύπτοντος από την με αρ. 1529/1993 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου του Άμστερνταμ Ολλανδίας που τον καταδίκασε για την ίδια πράξη ναρκωτικών, για παράβαση του Ολλανδικού νόμου περί οπίου, σε ποινή φυλακίσεως 10 ετών, για το ότι "κατά την περίοδο από 1-8-1991 έως και 18-1-1992, στο Δήμο του ..... μαζί και από κοινού με άλλους, με πρόθεση έφερε από το εξωτερικό στην Ολλανδική επικράτεια μία παρτίδα ουσίας περιέχουσας κοκαϊνη, κρυμμένη σε 35 μολύβδινες σφαίρες περίπου 955 χλγ εμπορεύσιμη ποσότητα ουσίας, κλπ.".
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, θεώρησε την ποινική δίωξη παραδεκτή και απέρριψε την περί απαραδέκτου αυτής ασκηθείσα ως άνω ένσταση του κατηγορουμένου, κατά το άρθρο 57 ΚΠοινΔ, λόγω μη συνδρομής δεδικασμένου, με την παρακάτω αιτιολογία:
Κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 του ίδιου κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Εναπόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να θεσπίσει περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη απαγόρευση των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων. Ετσι ορίζεται με το άρθρο 9 παρ. 1 του Π.Κ., ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο όμως 2 του ίδιου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 Π.Κ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του, εμποδίζεται νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης, αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα, που ορίζει το άρθρο 8 του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνεται (υπό στοιχ. θ') και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων (ουσιών). Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εμποδίζεται νέα δίωξη, πλην όμως, προβλέπεται από το άρθρο 10 του ίδιου κώδικα η αφαίρεση της ποινής που έχει εκτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε τυχόν ακολούθως στην ημεδαπή. Αυτά ισχύουν, βεβαίως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική με άλλα κράτη συμβατική ρύθμιση, η οποία να είναι δεσμευτική για τα συμβληθέντα μέρη (βλεπ. Ολ. ΑΠ 7/2002 ΠΧ. ΝΒ 704). Περαιτέρω το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ επιβάλλει την υποχρέωση στα συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, κατάλληλων για την προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο ΔΣ, στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παρ. 7 του άρθρου 14 του ΔΣ καθιερώνεται η αρχή ότι "κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικαστεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώρας". Η διατύπωση αυτή σημαίνει, αλλά και η πρόδηλη έννοια της διάταξης αυτής δεν μπορεί να είναι παρά, ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επιμέρους συμβαλλόμενης χώρας, ήτοι "του ίδιου Κράτους". Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη - Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους.
Συνεπώς οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ΔΣ, διότι αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου Κράτους. Όμως η αρχή αυτή είχε προβλεφθεί ήδη από τον ημεδαπό νομοθέτη, με την διάταξη του άρθρου 57 ΚΠΔ, που προαναφέρθηκε, επαναλήφθηκε δε και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, σύμφωνα με την οποία "κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού" (βλ. σχετ. Ολ. ΑΠ 7/2002 ΠΧ.ΝΒ (2002) 704). Ενόψει όλων αυτών ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω δεδικασμένου, που απορρέει: α) από την ως άνω απόφαση του Ολλανδικού Δικαστηρίου, β) από το Διεθνές Δίκαιο - Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και γ) από τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ωσαύτως, πρέπει να απορριφθεί και το επικουρικά προβαλλόμενο αίτημα περί παραπομπής του θέματος ως προς την εφαρμογή των άρθρων 54 - 58 της συνθήκης SENGEN και της κατά το άρθρο 55 νομιμότητας της επιφύλαξης της Ελλάδος προς το ΔΕΚ, δεδομένου ότι το Δικαστήριο κρίνει, ενόψει όλων των ανωτέρω, ότι δεν συντρέχει προς τούτο κάποιος λόγος για την παραδοχή του εν λόγω αιτήματος". Με βάση όμως τις παραδοχές του αυτές και αυτά που αναπτύχθηκαν παραπάνω, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 57 ΚΠοινΔ και 8,9,10 του ΠΚ, και τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 14 παρ.4,7 του ν.2462/2007 περί του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ(ΔΣΑΠΔ), 4 παρ.1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 54,55 του ν. 2514/1997 περί κυρώσεως της Συνθήκης Schengen, οι οποίες ισχύουν στην Ελλάδα και ορθά αποφάνθηκε ότι οι άνω διατάξεις 8, 9, 10 του ΠΚ, δεν αντίκεινται στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο και δεν επηρεάσθηκαν από την ως άνω διάταξη άρθρου 14 παρ.7 του ΔΣΑΠΔ, τις διατάξεις του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τις διατάξεις της Συμβάσεως Εφαρμογής της Συνθήκης Schengen και ορθά και σύννομα, λόγω της μη καταργηθείσας επιφυλάξεως της Ελλάδος, του άρθρου 55 του ν. 2514/1997, προχώρησε στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της κρινόμενης υποθέσεως παραβάσεων του ν.1729/1987 περί ναρκωτικών, τελεσθεισών εν μέρει και στην Ολλανδία, κατ'άρθρο 8 περ. θ ΠΚ και με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τις προβληθείσες ενστάσεις και ισχυρισμούς του κατηγορουμένου να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα στην Ελλάδα σε βάρος του ποινική δίωξη, λόγω συνδρομής διεθνούς (εξωευρωπαϊκού) δεδικασμένου και ευρωπαϊκού (ενδοευρωπαϊκού) δεδικασμένου. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε ΚΠοινΔ κύριοι και πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να απορριφθούν ως αβάσιμοι στο σύνολό τους και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση-δήλωση του Χ1 και τους προσθέτους από 24-11-2008 λόγους αυτής, για αναίρεση της με αριθμό 170/ 2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή