Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πολιτική αγωγή, Αποπλάνηση ανηλίκου.
Περίληψη:
Αποπλάνηση παιδιού νεότερου των 13 ετών. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 339 ΠΚ και απόλυτη ακυρότητα, που προκλήθηκε στο ακροατήριο, από την παράσταση της πολιτικής αγωγής.
ΑΡΙΘΜΟΣ 779/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιπποκράτη Μυλωνά, περί αναιρέσεως της 252, 253, 258, 259/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της, κάτοικου ...., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Κελαϊδή.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 442/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την διάταξη του άρθρου 339 παρ.Ι ΠΚ, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ' όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ' αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. Ι στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία, τέλος, της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή, κατά πλειοψηφία (6-1) καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλάκισης τριών ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια, για την πράξη της αποπλάνησης παιδιού, νεότερου των δέκα τριών ετών, κατ' εξακολούθηση. Για να καταλήξει στη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Εις την επί της οδού .... οικοδομή, διέμενον εις μεν το ισόγειο διαμέρισμα ο κατηγορούμενος από το 1996 αρχικώς με την πατρική του οικογένεια και αργότερα μόνος του, εις δε το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου η Ψ1 με την ηλικίας, το 2003, 11 ετών θυγατέρα της Ψ2 και την μεγαλύτερη θυγατέρα της ..... Ο κατηγορούμενος, τελειόφοιτος πολιτικός μηχανικός, ειργάζετο τότε στο μελετητικό γραφείο του Πολιτικού Μηχανικού ...., με απόδειξη παροχής υπηρεσιών στην έδρα του, επί καθημερινής βάσεως, από το πρωϊ μέχρι το απόγευμα, ασχολούμενος με ..... Η άνω Ψ1 μητέρα της ως ανωτέρω παθούσης Ψ2, ευρισκομένη σε διάσταση με το σύζυγο της, ως και η μεγαλύτερη θυγατέρα της ..... εργάζονταν και απουσίαζαν, γι' αυτό, πολλές ώρες από την οικία των, ενώ η μικρότερη κόρη Ψ2, μαθήτρια, έμενε πολλές ώρες στο σπίτι μόνη της, έβγαινε δε στην αυλή για παιγνίδι με τη φίλη της .... λίγο μεγαλύτερη απ' αυτήν, 13 ετών τότε, αυλή στην οποία είχε πρόσβαση και η ισόγεια κατοικία του κατηγορουμένου Χ1. Οι σχέσεις με τον κατηγορούμενο και την οικογένεια του ήσαν καλές γειτονικές σχέσεις, η Ψ1 μάλιστα, όταν η μητέρα του κατηγορουμένου ήτο ασθενής, την επεσκέφθη στο ισόγειο διαμέρισμα των, ο δε κατηγορούμενος και ο αδελφός του, ο οποίος από το 1998 που ήρθε στην Αθήνα από τη ...., απ' όπου κατήγοντο για να σπουδάσει στο Ιστορικό Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Σχολής και μέχρι το 2003, έμεναν μαζί, δεν είχαν δημιουργήσει μέχρι το τελευταίο αυτό έτος πρόβλημα κα ήταν ήσυχα παιδιά, όπως και η ίδια η άνω Ψ1 καταθέτει σήμερα. Μετά το τέλος της σχολικής περιόδου, τον Ιούνιο του 2003 ημέρα Σάββατο και σε ημερομηνία που μέχρι σήμερα δεν έχει προσδιορισθεί επακριβώς, η ανήλικη, έχουσα συμπληρώσει τα 10 έτη, όχι όμως και τα δέκα τρία έτη της ηλικίας της, γεννηθείσα την 1/7/1992, Ψ2, επρόκειτο να μεταβεί με την αδελφή της και μία φίλη των για μπάνιο στη θάλασσα και τις ανέμενε στα σκαλιά του σπιτιού τους, φορώντας μόνο το μπικίνι της. Ο κατηγορούμενος είχε ανέβει στην ταράτσα και καθώς κατέβαινε, προφασιζόμενος ότι κάτι θέλει να πει στην Ψ2, την κάλεσε να πάει στην οικία του. Μόλις αυτή εισήλθε, ο κατηγορούμενος έβαλε το χέρι του στο μαγιό της, στο κάτω μέρος αυτού. Το γεγονός αυτό η Ψ2 δεν το εξέλαβε σοβαρώς, το εκμυστηρεύτηκε μόνο στη φίλη της ...., χωρίς να αναφέρει περί αυτού στην μητέρα της και την αδελφή της. Δύο ημέρες αργότερα η ανήλικη Ψ2 έκαναν πρόβες με την ανωτέρω φίλη της στην αυλή, διότι πήγαιναν στη σχολή χορού μαζί και ετοιμάζοντο για τις επιδείξεις. Μόλις την είδε ο κατηγορούμενος, την φώναξε πάλι μέσα στο σπίτι του, ενώ η φίλη της, η οποία θεώρησε αστεία ό,τι της είχε πει η Ψ2 για τα χάδια του κατηγορουμένου, την ακολούθησε μέχρι έξω από αυτό, για να δει από περιέργεια αν συμβεί κάτι. Ο κατηγορούμενος, μόλις εισήλθε η μικρή, έβαλε το χέρι του μέσα από την μπλούζα και την χάϊδεψε στο στήθος της, όταν εξήλθε δε αυτή το συζήτησε με τη φίλη της .... και γελούσαν. Λίγες ημέρες αργότερα, ο κατηγορούμενος είπε στην Ψ2 να πάει να δούνε τηλεόραση και την πήγε στον καναπέ που είχε στην κουζίνα και την έβαλε να καθίσει στα πόδια του και την χάϊδευε αγκαλιά. Και άλλη φορά την φώναξε μέσα και την έβαλε να καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας το πλαστικό, και αφού της άνοιξε τα πόδια και ακούμπησε το πέος του, αυνανίστηκε, μέχρι που εκσπερμάτωσε, μετά ταύτα δε το τραπέζι έπεσε "σαν να γλίστρησαν τα πόδια", με θόρυβο, ώστε το άκουσε και η .... που ευρίσκετο στο παραθυράκι της τουαλέτας. Όλα τα παραπάνω εγένοντο κατά το μήνα Ιούνιο και Ιούλιο 2003 με τελευταία την 30-7-2003, ημέρα Πέμπτη, κατά την οποίαν ο κατηγορούμενος κάλεσε την ανήλικη Ψ2 και όταν πήγε, την έβαλε να καθίσει στον καναπέ της κουζίνας, έβγαλε το πέος του από το σλίπ και της πίεζε το κεφάλι με τα δυο του χέρια και το έβαλε στα πόδια του να το δεί αυτή και να το ακουμπήσει, η δε μικρή φοβήθηκε και του ξέφυγε. Όλες τις άνω ασελγείς πράξεις ο κατηγορούμενος ενήργησε γνωρίζων την ηλικία της παθούσης, αφού ήταν γείτονες από το 1996, προς δε και λόγω της σωματικής διαπλάσεως, η οποία ήτο ατελής, (ο ίδιος μάλιστα την χαρακτηρίζει παιδί) εξεμεταλλεύθη ακριβώς δε την ηλικία της αυτή, την σεξουαλική απειρία της, την αγνότητα της ψυχής και την αφέλεια της, για να διεγείρει και ικανοποιήσει την γενετήσια ορμή και επιθυμία του, τα οποία η παθούσα εξέλαβεν ως αστειότητα και ως μία συμπεριφορά από την οποία ουδόλως κινδύνευεν αυτή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δοκιμασία της ψυχικής υγείας της παθούσης, συνεπεία δε αυτού, άλλαξε σχολείο, διότι είχε ακουστεί το περιστατικό, δεν τα έλεγε δε ούτε στην αδελφή της ούτε στην μητέρα της, η οποία τελικώς τα έμαθε από την μητέρα της φίλης της ....., την 6-8-2003. Περί πάντων των ανωτέρω σαφείς είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ιδία, της παθούσης και της φίλης της .....οι οποίες οσάκις ερωτήθηκαν υπό των παραγόντων της δίκης τα αυτά εκάστη απήντησε, με ακρίβεια και λεπτομέρεια, χωρίς να αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίοι ουδέν για τα περιστατικά και τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, γνωρίζουν, απλώς δεν πιστεύουν ότι έκανε αυτά τα πράγματα ο κατηγορούμενος, διότι το ποιόν του και τα άτομα της οικογένειας του είναι εξαιρετικά. Βέβαια ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται κατά την απολογία του σήμερα ότι οι σε βάρος του καταγγελίες είναι αποκυήματα της φαντασίας της παθούσης, δεν μπορεί να μπεί στο μυαλό αυτού του παιδιού και διερωτάται ότι αν υποτίθεται ότι γινόταν το περιστατικό, δεν θα αφυπνιζόταν, δεν θα υπήρχε ένα όριο για εκείνη. Όμως δεν απεδείχθη ότι είναι της φαντασίας της ανηλίκου και καταρρίπτονται τα άνω υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο, αφού η κατάθεση της είναι ειλικρινής και αυθόρμητη και με τον τρόπο που αντελήφθη και αντιμετώπισε τα γεγονότα και όπως τα περιέγραψε στη φίλη της, λαμβανομένου μάλιστα υπ'όψη ότι ο ίδιος ο πατέρας του κατηγορουμένου .... καταθέτει, σήμερον, ότι ρώτησε το γυιό του αν η μικρή πήγαινε στο σπίτι και του είπε "να ήρθε 5-6 φορές" χωρίς όμως να πει στον πατέρα του τι λόγο είχε η μικρή να πηγαίνει στο σπίτι του κατηγορουμένου. Επίσης ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι εκείνη την εποχή ειργάζετο πάρα πολύ και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τίποτα, άλλο, ήτο δε και ο αδελφός του στο σπίτι, διότι έδινε τρία μαθήματα στη σχολή του. Όμως αυτά είναι εντελώς αόριστα και δεν κρίνονται πειστικά, πέραν του ότι και εάν έτσι είχαν τα πράγματα, το μεν η εργασία του δεν τον εμπόδιζε να ενεργήσει ασελγείς πράξεις στην ανήλικη, με διάρκεια πέντε έως δεκαπέντε λεπτά κάθε φορά, το δε, όπως καταθέτει η παθούσα σήμερα, όταν ήταν ο αδελφός του στο σπίτι δεν την φώναζε να πάει εκεί. Άλλωστε και όταν η μητέρα της ανήλικης του τηλεφώνησε στην .... και του είπε τι έκανες και γιατί στο παιδί μου, ο κατηγορούμενος ηρνήθη αμέσως, χωρίς να ρωτήσει σε ποιο από τα δυο σου παιδιά, αφού ήξερε σε ποιο από τα κορίτσια της Ψ1 είχεν ασελγήσει. Και μπορεί η εξέταση της Ιατροδικαστού να ηύρε την ανήλικη ανατομικά παρθένο, σχολιάζει όμως ότι " τυχούσες ασελγείς προστριβές δεν είναι δυνατόν να βεβαιωθούν ή να αποκλεισθούν ιατροδικαστικώς". Τέλος ενόψει του ότι η οικογένεια Ψ1 ουδεμία αξίωση αστική ήγειρε κατά του κατηγορουμένου μέχρι σήμερα, δεν μπορεί γίνει πιστευτό ότι η μητέρα της ανήλικης θα υπέβαλε την τελευταία σε τόσο επώδυνη δοκιμασία, καταθέτουσα ψευδή έγκληση για ένα τόσο σοβαρό αδίκημα, επιδιώκουσα ένα επισφαλές (ποινικό) αποτέλεσμα, επιστρατεύουσα προς τούτο την ανήλικη θυγατέρα της, και να τραυματίσει την παιδική της ψυχή. Εν κατακλείδι δεν μας εξηγεί, ούτε αιτιολογεί ο κατηγορούμενος, ο οποίος δέχεται στην απολογία του ότι ήρθε (η μικρή) εκείνη την περίοδο 4-5 φορές, τι εννοεί όταν λέγει ότι της εφέρετο ευγενικά και εάν τον ενοχλούσε θα της το έλεγε, επειδή, προσέτι, είχε τότε και μία σχέση πέντε χρονών με την ...... Μετά πάντα ταύτα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης εις αυτόν πράξεως της αποπλανήσεως παιδιού νεοτέρου των δεκατριών ετών κατ' εξακολούθηση κατά πλειοψηφίαν, ενός μέλους του Δικαστηρίου, του ενόρκου Αντωνίου Παναγοπούλου, έχοντος την γνώμη ότι έπρεπε να κηρυχθεί αθώος, διότι ο ένορκος ούτος διατηρεί ορισμένες αμφιβολίας, συντρεχούσης όμως υπέρ του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, αφού αυτή ανεγνωρίσθη συντρέχουσα και πρωτοδίκως, ως και της ελαφρυντικής περιστάσεως άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ. διότι σήμερον απεδείχθη και ότι ο κατηγορούμενος συμπεριεφέρθη καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του.". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερομένου εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 περ'. β' ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος οι οποίες προβάλλονται, αντίστοιχα, με τους δεύτερο, τρίτο και πέμπτο λόγους αναιρέσεως, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γιατί 1) το Δικαστήριο που την εξέδωσε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1 2) η περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου "δεν στηρίζεται σε σκέψεις και συλλογισμούς που αιτιολογούν τη σχετική κρίση του, ούτε σε επιχειρήματα που προκύπτουν από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά στηρίζεται σε αυθαίρετες σκέψεις που εδράζονται κυρίως στο ότι κρίνονται αόριστα και ασθενή τα επιχειρήματα εμού ως κατηγορουμένου" και "όλα αυτά συνιστούν λογικό κενό" και 3) υπάρχει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού, είναι αβάσιμες και τούτο διότι 1)κατά τρόπο αναμφισβήτητο συνάγεται από το περιεχόμενο του σκεπτικού της αποφάσεως, ότι η προαναφερομένη κατάθεση λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο μαζί με όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αφού αναφέρεται σ' αυτό ότι "οι σχέσεις με τον κατηγορούμενο και την οικογένεια του ήσαν καλές γειτονικές σχέσεις, η Ψ1 μάλιστα, όταν η μητέρα του κατηγορουμένου ήταν ασθενής την επεσκέφθη στο ισόγειο διαμέρισμα των... όπως και η ίδια η άνω Ψ1 καταθέτει σήμερα", δεν ήταν δε αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά σ' αυτήν και αξιολογική συσχέτιση της με τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων, διότι αρκεί το γεγονός ότι λήφθησαν αυτές υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, 2)όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, εκθέτει στο σκεπτικό της απόφασης του, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία και θεμελιώνουν την πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν, καθώς και τους συλλογισμούς του με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη που εφάρμοσε, δίχως να προκύπτει από αυτά λογικό κενό και να υπάρχει αντίφαση μεταξύ των, ενώ τα παραπάνω προβαλλόμενα, ειδικότερα, με τη δεύτερη αιτίαση, αναφέρονται σε ορισμένες σκέψεις και συλλογισμούς, που σχετίζονται με τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, τα οποία δεν είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε και ακόμη, με το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, απαραδέκτως αμφισβητείται με αυτήν η ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και 3) από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της, όσον αφορά ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, δοθέντος ότι το χρονικό διάστημα που αυτή τελέστηκε, (αρχές Ιουνίου του έτους 2003 μέχρι τέλος Ιουλίου του ίδιου έτους), συμπίπτει, οι ασελγείς πράξεις (θωπείες στο στήθος, στα γεννητικά όργανα της ανήλικης, εκσπερμάτωση ενώπιον της, επαφή του πέους στα γεννητικά της όργανα, επίδειξη του πέους του και πίεση του χεριού της να το πιάσει), ταυτίζονται, ενόψει δε του ότι το σκεπτικό και διατακτικό, παραδεκτά, αλληλοσυμπληρώνονται, δεν δημιουργείται αντίφαση από το ότι μία επί μέρους ασελγής πράξη δεν περιγράφεται λεπτομερώς σε κάποιο από αυτά, ενώ αναφέρεται στο άλλο. Τέλος με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις, κατά τις οποίες το Δικαστήριο, εσφαλμένα και αντιφατικά, ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ, γιατί ενώ 1) κατά συσταλτική ερμηνεία δέχθηκε ότι "οι ασελγείς πράξεις είναι τα υποκατάστατα της συνουσίας που χαρακτηρίζονται από σωματική επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστου με το σώμα του θύματος προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του" 2) στη συνέχεια ερμηνεύοντας, διασταλτικά, την ίδια διάταξη, δέχθηκε ότι υπάρχει αποπλάνηση με την ψαύση και θωπεία των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, εφ' όσον οι ενέργειες αυτές, αντικειμενικώς, προσβάλλουν σοβαρώς το κοινό αίσθημα της αιδούς λ.χ. η θωπεία του στήθους και της περιοχής του αιδοίου, η προστριβή του πέους του δράστου επί των ποδών της παθούσης μέχρις εκσπερματώσεως, η επαφή των γεννητικών οργάνων με το σώμα του παιδιού ή η θωπεία των οργάνων του παιδιού, χάδια 11ετούς ανηλίκου θήλεος, με αποτέλεσμα να υπάρχει αντίφαση και να δημιουργείται ασάφεια ως προς την ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, που δέχθηκε το Δικαστήριο. Και οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, γιατί, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Δικαστήριο κατά τρόπο σαφή και δίχως να υπάρχει αντίφαση, δέχεται ότι η έννοια της ασελγούς πράξεως είναι εκείνη που αναφέρεται παραπάνω και μάλιστα στη δεύτερη περικοπή (με αριθμό 2), παραπέμποντας μάλιστα και στη νομολογία. Επομένως, σύμφωνα και με όσα στην αρχή της απόφασης αυτής αναφέρονται, ορθώς, κατά τρόπο δε σαφή και χωρίς αντιφάσεις, ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ, ως προς την έννοια της ασελγούς πράξεως και στη συνέχεια υπήγαγε σ' αυτήν τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα οποία θεμελιώνουν την πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως απαράδεκτοι. Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 2172/1993, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως επέρχεται αφ' ενός μεν όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως αυτού, αφ' ετέρου δε όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα ως προς τον τρόπο και το χρόνο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 63, 64, 68, 82, 84 ΚΠΔ και 914, 932 ΑΚ, η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι δυνατόν να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) που ζημιώθηκε άμεσα από το έγκλημα, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς να προηγηθεί έγγραφη προδικασία. Η δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠΔ, να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμά του, δηλαδή όλα τα στοιχεία της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, καθώς και τα περιστατικά που συγκροτούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης, εκτός αν από τη φύση και τα συγκροτούντα την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη περιστατικά είναι αυτονόητη ή προκύπτει ως άμεσο αποτέλεσμα η από την τέλεση αυτής επικαλούμενη ηθική βλάβη. Η δήλωση δε αυτή όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, διότι κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή απ' αυτό. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι απόλυτη ακυρότητα επέρχεται και όταν η πολιτική αγωγή ασκηθεί, χωρίς να αποβληθεί, το πρώτον ενώπιον του Εφετείου ή από το ίδιο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) υπό ιδιότητα όμως διαφορετική από εκείνη που είχε παρασταθεί πρωτοδίκως. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, εμφανίστηκε στο ακροατήριο η Ψ1 ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της Ψ2, η οποία δήλωσε ότι η ανήλικη κόρη της παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα δι' αυτής κατά του κατηγορουμένου και ζήτησε να επιδικαστεί σε αυτήν το ποσόν των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, με επιφύλαξη, που επιδικάστηκε πρωτόδικα, σαν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη η ανήλικη κόρη της Ψ2 από την πράξη του κατηγορουμένου, της αποπλάνησης παιδιού νεότερου των 13 ετών, κατ' εξακολούθηση και ότι διορίζει πληρεξούσιο δικηγόρο της, τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χρονόπουλο. Περαιτέρω από τα πρακτικά και τη με αριθμό 17,18,19/2005 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκύπτει ότι ενώπιον του εμφανίστηκε η Ψ1 η οποία δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα, με την ιδιότητα της ως ασκούσα την γονική μέριμνα της ανήλικής κόρης της Ψ2, κατά του κατηγορουμένου Χ1, αιτούμενη απ' αυτόν το ποσόν των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία έχει υποστεί από την πράξη της αποπλάνησης παιδιού νεότερου των 13 ετών κατ εξακολούθηση, που τελέσθηκε σε βάρος της ανήλικης κόρης της Ψ2. Εξάλλου από το διατακτικό της ίδιας απόφασης προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε τον κατηγορούμενο να καταβάλει στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 με την ιδιότητα της ως ασκούσα την γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της Ψ2 το ποσό των σαράντα τεσσάρων ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί από την πράξη του κατηγορουμένου. Επομένως προκύπτει σαφώς ότι τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου, όσο και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, παρέστη, παραδεκτά, ως πολιτικώς ενάγουσα η ανήλικη, σε βάρος της οποίας τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, η οποία λόγω της ανηλικότητας της εκπροσωπήθηκε από την μητέρα της Ψ1, σ' αυτήν δε και επιδικάστηκε η χρηματική ικανοποίηση που ζήτησε. Η αιτίαση του κατηγορουμένου σύμφωνα με την οποία προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο εκ του λόγου ότι η ανήλικη για πρώτη φορά δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και παραστάθηκε ενώπιον του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστηρίου, γιατί στον πρώτο βαθμό πολιτικώς ενάγουσα ήταν μόνο η μητέρα της, είναι αβάσιμη, αφού ενώπιον και των δύο Δικαστηρίων η Ψ1 παραστάθηκε με την ιδιότητα της ασκούσας τη γονική μέριμνα στην ανήλικη και όχι ατομικά. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, πρώτος, λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολό της, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-2-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της με αριθμό 252,253,258,259/2007 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ