Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 521 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Ποινή, Αναίρεση μερική.




Περίληψη:
Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ’ εξακολούθηση. Ανεπάρκεια αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση άρθρου 19 παρ. 1-4 του Ν. 2325/1997 για μία των μερικότερων πράξεων. Μερική αναίρεση κατά τούτο της αποφάσεως και της διάταξης αυτής για την ποινή.





Αριθμός 521/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Μέντη, περί αναιρέσεως της 1741/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1394/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

ΙΙ. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα ακόλουθα: "... Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε, στις ......, από υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. της Περιφερειακής Δ/νσης Κρήτης, στην εδρεύουσα στο Ηράκλειο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Εκθεσιακό Κέντρο Επίπλου Βλαντής Α.Ε.", οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία και κατασκευή επίπλων, και της οποίας Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος ήταν ο κατηγορούμενος (εκκαλών), διαπιστώθηκε ότι, υπό την ιδιότητά του αυτή, ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 5-2-2003 έως 30-6-2003 απεδέχθη, και περιέλαβε στην τελευταία περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. της εταιρείας που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., τα ακόλουθα εικονικά φορολογικά στοιχεία εφόσον εξεδόθησαν για συναλλαγές στο σύνολό τους ανύπαρκτες, ήτοι δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως, και ειδικότερα ι) τα υπ' αριθ. ........... αξίας 14.108 € πλέον Φ.Π.Α. 2539,44 €, ........ αξίας 11.490 € πλέον ΦΠΑ 2.068,64 €, ...... αξίας 14.108 € πλέον ΦΠΑ 2.539,44 €, ..... αξίας 11.868 € πλέον ΦΠΑ 2.136,00 €, ......, αξίας 14.081 € πλέον Φ.Π.Α. 2.534,58 €, ....... αξίας 14.948 € πλέον Φ.Π.Α. 2.690,64 €, ....... αξίας 12.710 € πλέον Φ.Π.Α. 2.287,80 €, ....... αξίας 13.960 € πλέον ΦΠΑ. 2.464,20 €, ..... αξίας πλέον Φ.Π.Α. 2.773, 44 €, ...... αξίας 12.724 € πλέον ΦΠΑ 2.290,32 € και ......... αξίας 13.280 € πλέον ΦΠΑ 2.390,40, εκδόσεως όλων Ζ1, και ιι) τα υπ' αριθμ. ....... αξίας 14.445 € πλέον ΦΠΑ 2.600,10 €, ....... αξίας 15.036 € πλέον ΦΠΑ 2.706,48 €, ...... αξίας 15.139 € πλέον ΦΠΑ 2.725,02 €, ..... αξίας 12.162 € πλέον ΦΠΑ 2.189,16 € ..... αξίας 12.270 € πλέον Φ.Π.Α. 2/208,60 €, ..... αξίας 12.945 € πλέον Φ.Π.Α. 2.330,10 €, ...... αξίας 6.790 € πλέον Φ.Π.Α. 1.222,20 €, ....... αξίας 10.395 € πλέον Φ.Π.Α. 1.871,10 €, ....... αξίας 11.125 € πλέον Φ.Π.Α. 2.002,50 €, ..... αξίας 11.470 € πλέον Φ.Π.Α. 2.064,60 € ..... αξίας 11.475 € πλέον Φ.Π.Α. 2.065,50 ευρώ, ....... αξίας 11.575 € πλέον ΦΠΑ 2.083,50 €,.... αξίας 11.322, 50 € πλέον ΦΠΑ 2.038,05 € .... αξίας 12.125 € πλέον Φ.Π.Α. 2.182,50 €, ..... αξίας 11.190 € πλέον Φ.Π.Α. 2.014,20 €, ..... αξίας 11.640 € πλέον Φ.Π.Α. 2.095,20 €, ..... αξίας 12.267,50 € πλέον ΦΠΑ 2.208,15 €, ....... αξίας 11.800 € πλέον Φ.Π.Α. 2.124 €, .... αξίας 13.520 € πλέον Φ.Π.Α. 2.433,60 €, .......αξίας 11.470 € πλέον Φ.Π.Α. 2.064,60 € και ....... αξίας 11.600 € πλέον Φ.Π.Α. 2.088 €, εκδόσεως όλων Ζ2. Οι επιχειρήσεις των ανωτέρω προσώπων που εξέδωσαν τα προαναφερόμενα δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως ήσαν ουσιαστικά ανύπαρκτες καθόσον, ουδεμία από αυτές ευρέθη στη διεύθυνση που είχε δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τόσο κατά την έναρξη των εργασιών της όσο κατά τη βεβαίωση μεταβολής εγκαταστάσεώς της. Τα διαλαμβανόμενα δε στα παραπάνω δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως εμπορεύματα ουδέποτε επωλήθησαν ή διακινήθηκαν, και ως εκ τούτου είναι αυτά εικονικά και αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, εφόσον, οι επιχειρήσεις αυτές ουδέποτε άσκησαν ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα στις διευθύνσεις που είχαν δηλώσει. Μοναδικός αντιθέτως σκοπός των επιχειρήσεων αυτών, οι οποίες υπέβαλαν δηλώσεις ενάρξεως επαγγέλματος χωρίς ουδέποτε να λειτουργήσουν ουσιαστικά, ήταν να εκδίδουν εικονικά και πλαστά, φορολογικά στοιχεία, τα οποία παρέδιδαν μετέπειτα στους λήπτες τούτων, χωρίς οι ίδιες να καταβάλουν τον Φ.Π.Α. που αναλογούσε σε αυτά, ενώ οι λήπτες αυτών εξέπιπταν παράνομα τον μη καταβληθέντα Φ.Π.Α. στο φόρο των εισροών τους. Ο κατηγορούμενος εξ άλλου, ενώ δήλωσε ότι συνεργαζόταν και είχε επαφές (μόνον) με αντιπροσώπους των άνω προμηθευτών, καθώς και ότι η διακίνηση των εμπορευμάτων προς την ανώνυμη εταιρεία γινόταν με μεταφορικά μέσα αυτών (προμηθευτών), η δε εξόφληση των αντιστοίχων φορολογικών στοιχείων τοις μετρητοίς κατά την παραλαβή των εμπορευμάτων, εν τούτοις, (και) παρά το γεγονός ότι επρόκειτο περί εκτεταμένων συναλλαγών, δεν μπόρεσε να κατονομάσει τους (δήθεν) αντιπροσώπους, τους οδηγούς των μεταφορικών μέσων ούτε άλλως εκείνους προς τους οποίους παρέδιδε τα χρήματα, ούτε και παρουσίασε αντίστοιχες αποδείξεις περί των καταβολών, όπως εάν ήσαν αληθείς οι συναλλαγές θα συνέβαινε. Επιπλέον, με βάση τα ελεγχόμενα ως άνω φορολογικά στοιχεία, η ανώνυμη εταιρεία αγόρασε, και παρέλαβε, ικανές ποσότητες εμπορευμάτων (διαφόρων ειδών ξυλεία), πλην όμως κατά το χρόνο του ελέγχου δεν ευρέθησαν αποθέματα τούτης, παρότι η μεταποίηση του συνόλου αυτής ήταν αδύνατον να έχει πραγματοποιηθεί εντός του (μικρού) χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από της εκδόσεως των οικείων φορολογικών στοιχείων έως του ελέγχου, δοθέντων και του μικρού αριθμού του προσωπικού της ανώνυμης εταιρείας ως και του περιορισμένου παγίου εξοπλισμού αυτής' το γεγονός δε τούτο ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει. Σημειωτέον και ότι, αν και πρόκειται για τιμολόγια πωλήσεως - δελτία αποστολής, δεν αναγράφονται στα άνω φορολογικά στοιχεία οι αριθμοί κυκλοφορίας των μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διακίνηση (μεταφορά) των αναγραφομένων σε αυτά ως αγορασθέντων εμπορευμάτων (βλ. και άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 2992/2002) ούτε η εξόφληση όσων εξ αυτών η αξία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € έγινε μέσω τραπεζικών λογαριασμών των προμηθευτών άλλως με δίγραμμες επιταγές, ως ο νόμος ορίζει (άρθρο 16 παρ. 5 Ν 2992/2002' αλλά τοις μετρητοίς όπως ο κατηγορούμενος εδήλωσε χωρίς να δύναται να αποδείξει όπως προεκτέθηκε ότι κατέβαλε πράγματι και σε ποιους την αξία αυτών). Εξ άλλου, πλέον των άλλων, δεν έχουν θεωρηθεί στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία' και συνεπώς, εκτός από εικονικά, είναι τούτα και πλαστά, καθόσον, η μεν επιχείρηση του Ζ1 ουδέποτε θεώρησε βιβλία και στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ούτε υπέβαλλε περιοδικές ή εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. άλλωστε, ενώ η επιχείρηση Ζ2, θεώρησε στελέχη εκδόσεως ΔΑ-ΤΠ με α/α ....., δηλαδή διαφορετικής αρίθμησης των παραπάνω φορολογικών στοιχείων εκδόσεως αυτής τα οποία απεδέχθη ο κατηγορούμενος. Επομένως, η ελεγχόμενη ανώνυμη εταιρεία, λήπτρια των οικείων φορολογικών στοιχείων, μόνον κατά το φαινόμενο (εικονικά) συναλλάχθηκε με τις εκδότριες τούτων ανύπαρκτες ουσιαστικά επιχειρήσεις των Ζ1 και Ζ2, εφόσον οι αναγραφόμενες σε αυτά συναλλαγές ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν, απεδέχθη δε τούτα ο κατηγορούμενος με σκοπό να μην καταβάλει η ανώνυμη εταιρεία τον Φ.Π.Α. που αναλογούσε συμψηφίζοντάς τον παράνομα στο φόρο εισροών. Ως εκ τούτων, τα προαναφερόμενα δελτία αποστολής -τιμολόγια πωλήσεως είναι (πλαστά και) εικονικά ως προς το σύνολο των αναγραφομένων σε τούτα συναλλαγών. Εκ παραλλήλου, κατά τον διενεργηθέντα ως άνω έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος υπό την αυτή ιδιότητά του, εντός του έτους 2002 απεδέχθη και καταχώρησε στη συγκεντρωτική κατάσταση προμηθευτών της ανώνυμης εταιρείας του έτους τούτου που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., πέντε (5) φορολογικά στοιχεία (δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως), συνολικής αξίας 118.425,03 € εκδόσεως του Ζ1, καθώς και τρία (3) φορολογικά στοιχεία (δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως),συνολικής αξίας 106.169,52 €, εκδόσεως του Ζ2. Σημειωτέον, ότι, τα πρωτότυπα των τελευταίων τούτων (οκτώ συνολικά) φορολογικών στοιχείων, μολονότι εζητήθησαν επανειλημμένως από τους ενεργούντες τον έλεγχο, -υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε., ο κατηγορούμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της ελεγχόμενης ανώνυμης εταιρείας, δεν έθεσε στη διάθεση αυτών. Είναι δε και τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία εικονικά, γεγονός που ήταν γνωστό στον κατηγορούμενο, εφόσον αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους και τα απεδέχθη, προκειμένου να τα καταχωρήσει στα βιβλία της εταιρείας με τον κατωτέρω σκοπό. Πράγματι, σύμφωνα με όλα όσα σχετικά ανωτέρω εξετέθησαν, οι επιχειρήσεις που τα εξέδωσαν ουδέποτε άσκησαν ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα στις διευθύνσεις που είχαν δηλώσει, εκ των οποίων μάλιστα αυτή του Ζ1 ουδέποτε θεώρησε βιβλία και στοιχεία, μη δυνάμενος άλλωστε να δικαιολογήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος καθ' οιονδήποτε τρόπο τη συνεργασία με αυτές, αλλά σκοπός τους ήταν η έκδοση εικονικών, και πλαστών, φορολογικών στοιχείων, ώστε, αφορούσαν και τούτα ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, εφόσον τα απεδέχθη αποκλειστικά, προκειμένου να τα καταχωρήσει στα βιβλία της εταιρείας ώστε να εμφανίσει διογκωμένες τις δαπάνες και αντιστοίχως μειωμένα τα κέρδη αυτής (ελεγχόμενης, ανώνυμης εταιρείας) και με τον τρόπο αυτό να μειωθεί ο φόρος εισοδήματος αυτής αλλά και να αποδώσει μειωμένο Φ.Π.Α. στο Δημόσιο (συμψηφισμός Φ.Π.Α. εισροών με αυτόν των εκροών της εταιρείας). Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος του αδικήματος της φοροδιαφυγής που του αποδίδεται και υπό την άνω ιδιότητά του ετέλεσε, καθόσον απεδέχθη τα εικονικά φορολογικά στοιχεία εκδόσεως των επιχειρήσεων Ζ1 και Ζ2". Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση και επέβαλε σ' αυτόν σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το δικαστήριο, και αναφορικά ειδικότερα με τις μερικότερες πράξεις της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που εμπίπτουν στην χρονική περίοδο από 5-2-2003 έως 30-6-2003, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού με αυτά που δέχθηκε δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως. Ειδικότερα, προσδιορίζονται κατά τα αριθμητικά τους στοιχεία και την αξία τους καθένα από τα τιμολόγια-δελτία αποστολής εκδόσεως του Ζ1 και εκείνα του Ζ2 και παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο άγεται στο αποδεικτικό πόρισμα αφενός μεν ότι όλα τα άνω τιμολόγια ήσαν εικονικά, αφετέρου δε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την εικονικότητα αυτών. Η αιτίαση για ασαφή αιτιολογία της αποφάσεως δεν είναι βάσιμη. Από το γεγονός ότι στο διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, διαλαμβάνεται "... εξέδωσε πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νόθευσε τέτοια στοιχεία...", ουδεμία ασάφεια δημιουργείται αναφορικά με ποιόν από τους υπαλλακτικούς τρόπους, το δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη. Αδοκίμως μεν τίθεται στην αρχή του διατακτικού το περιεχόμενο της διατάξεως ως η μείζων σκέψη του δικανικού συλλογισμού, σαφώς όμως τόσο στο διατακτικό όσο και στο σκεπτικό διαλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος " αποδέχθηκε" εικονικά φορολογικά στοιχεία. Αναφορικά, όμως, με την μερικότερη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά το έτος 2000 και δή α) πέντε (5) τιμολογίων - δελτίων αποστολής εκδόσεως Ζ1, συνολικού ποσού 118.425,03 ευρώ και β) τριών (3) τιμολογίων - δελτίων αποστολής εκδόσεως Ζ2 συνολικού ποσού 106.169,52 ευρώ, για την οποία πράξη επίσης ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε στο σκεπτικό της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται κατά την ταυτότητά τους και τον χρόνο εκδόσεως τα ως άνω οκτώ (8) τιμολόγια-δελτία αποστολής αλλά αναφέρεται γενικώς ότι καταχωρίσθηκαν αυτά σε συγκεντρωτική κατάσταση την οποία ο κατηγορούμενος υπέβαλε στην αρμόδια ΔΟΥ και ενώ, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, τα τιμολόγια αυτά ζητήθηκαν από το ΣΔΟΕ και ο κατηγορούμενος δεν τα έθεσε στη διάθεση της άνω υπηρεσίας, δεν εξηγείται από ποια στοιχεία το δικαστήριο καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι και τα τιμολόγια αυτά, τα οποία ούτε το ΣΔΟΕ είχε στη διάθεσή του, αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές και είναι εικονικά. 'Ετσι, όμως, κατά τούτο εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, διότι με αυτά που δέχθηκε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 19 παρ.1 έως 4 του Ν.2523/1997.
Συνεπώς, κατά παραδοχή και ως ουσία βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, ως προς την κατά τα άνω μερικότερη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, συνακόλουθα δε και ως προς την περί ποινής διάταξη αυτής και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 1.741/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου α) ως προς την πράξη της αποδοχής οκτώ (8) εικονικών φορολογικών στοιχείων τα οποία φέρεται ότι αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος το έτος 2000 και β) ως προς την περί ποινής διάταξη αυτής.
Παραπέμπει κατά τούτο και μόνο την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή