Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1064 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Πρόσθετοι λόγοι.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση ιδιαίτερης μεγάλης αξίας (375 παρ. 1 α ΠΚ). 1) Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως. 2) Απορριπτέος ο για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας σχετικός από και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, λόγω μη ακριβούς προσδιορισμού της ταυτότητας ορισμένων εκ των αναγνωσθέντων εγγράφων, διότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, με την αναφορά αυτή και τους τίτλους των εν λόγω αναγνωσθέντων δημόσια στο ακροατήριο εγγράφων και την επίδειξη των επισκοπηθεισών φωτογραφιών, χωρίς να αντιλέξουν οι συνήγοροι του κατηγορουμένου, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα εις τα οποία αφορούν κλπ, αφού με την ανάγνωσή τους στην επί ακροατηρίου διαδικασία στο Τριμελές Εφετείο, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατέστησαν γνωστά όλα τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός, παρών και δια των δύο παρισταμένων συνηγόρων, είχε πλήρη δυνατότητα, να ζητήσει να ελέγξει τα έγγραφα αυτά και να προβεί, κατ' άρθρον 358 ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση με τον τίτλο και το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης αυτής και επομένως ουδόλως παραβλάπτεται το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και ούτε δημιουργείται ασάφεια ως προς το αν λήφθηκαν ή όχι υπόψη και αυτά τα έγγραφα από το Δικαστήριο. 3) Είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του κρίσιμα προσαχθέντα και νόμιμα επικληθέντα έγγραφα (σελ. 3 και 4 της αιτήσεως), καθόσον δεν αναφέρεται ότι αυτά αναγνώστηκαν ή ότι ζητήθηκε η ανάγνωσή τους από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και λόγω αρνήσεως αυτού, ο κατηγορούμενος, δια των συνηγόρων του προσέφυγε στο Δικαστήριο και αυτό αρνήθηκε την ανάγνωσή τους. 4) Είναι απορριπτέος ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από το άρθρο 177 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, λόγω αναγνώσεως και χρησιμοποιήσεως από το δικάσαν Δικαστήριο απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα των εγγράφων κινήσεως των τραπεζικών λογαριασμών της ΕΠΕ, αυτού και των γονέων του και 32 αποδείξεων καταθέσεως χρημάτων στους αναφερόμενους δύο τραπεζικούς λογαριασμούς της Εθνικής Τράπεζας του κατηγορουμένου και τρεις αποδείξεις υπέρ λογαριασμού τρίτων και αποδείξεις εισπράξεως επιταγών της Εθνικής τράπεζας, διότι δεν πρόκειται για ανάγνωση και για χρήση από το Δικαστήριο απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων, καθόσον το ισχύον με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Ν. Δ/τος 1059/1971, όπως αντικ. με το άρθρο 10 παρ. 1, 2 του ν. 1858/1989, τραπεζικό απόρρητο, καθιερώνεται υπέρ των καταθετών και για μη παροχή από τις τράπεζες πληροφοριών σε τρίτους για τραπεζικούς λογαριασμούς άλλων, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση αναγνώστηκαν παραστατικά - αποδείξεις της τράπεζας περί καταθέσεως χρημάτων εκ μέρους της εγκαλούσας σε λογαριασμούς της ΕΠΕ, του κατηγορουμένου και των γονέων αυτού και αποδείξεις τραπεζών περί εισπράξεως επιταγών, που νόμιμα κατείχε ως καταθέτης χρημάτων και ως κομίστρια επιταγών η εγκαλούσα, η οποία και με τις έγγραφες αποδείξεις αυτές, αποδείκνυε την υπ' αυτής κατάθεση, για λογαριασμό της κοινής εταιρείας τους (ΕΠΕ), χρημάτων, που κατά τις παραδοχές εισέπραξε και υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος και δεν πρόκειται για χρήση απαγορευμένων αποδεικτικών στοιχείων, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1064/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γαλετσέλη, περί αναιρέσεως της 8165/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Χριστίνα Καρελλά.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 14 Νοεμβρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 154/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 α του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό πλημμελήματος αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου και ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υποκειμενικά απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, κατά την έννοια του άρθρου 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεση του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και η ένσταση παραγραφής, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αριθ. 8165/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, αναφέρεται ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή κατ'είδος αποδεικτικά μέσα (ανώμοτη εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, στην ..., κατά τον παρακάτω χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή του, κατά τον παρακάτω αναφερόμενο τρόπο, το δε αντικείμενο της εν λόγω υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούμενος και η μηνύτρια, που αρχικά τους συνέδεε φιλική σχέση, με το ... συμβόλαιο της συμ/φου Αθηνών Ν1, συνέστησαν την εταιρεία με την επωνυμία "... ΕΠΕ", στην οποία καθένας συμμετείχε κατά ποσοστό 50%, με έδρα το επί των οδών ... μισθωμένο κατάστημα, με αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την εκμετάλλευση παιδότοπου και διακριτικό τίτλο "...". Η μηνύτρια, εκτός από την αρχική συνεισφορά της στην εταιρεία, ποσού 3.000.000 δραχμών, κατά το χρονικό διάστημα από 3.7.98 έως 23.7.99 κατέβαλε σταδιακά στον κατηγορούμενο, που ασκούσε τη διαχείριση της εταιρείας, με βάση το καταστατικό της, τα ακόλουθα χρηματικά ποσά, με την εντολή να τα διαθέσει για έκτακτες ανάγκες της εταιρείας, όπως εκείνος της είχε ζητήσει: 1) στις 3/7/98 500.000 δραχμές, 2) στις 10/11/98 1.000.000 δραχμές, 3) στις 2/12/98 500.000 δραχμές, 4) στις 11/12/98 2.000.000 δραχμές 5) στις 22/12/98 1.000.000 δραχμές 6) στις 28/12/98 300.000 δραχμές 7) στις 5/1/99 1.000.000 δραχμές 8) στις 14/1/99 227.200 δραχμές 9) στις 27/1/99 300.000 δραχμές 10) στις 30/1/99 169.850 δραχμές 11) στις 20/1/99 100.000 δραχμές 12) στις 25/1/99 250.000 δραχμές 13) στις 24/2/99 400.000 δραχμές 14) στις 24/2/99 84.000 δραχμές 15) στις 29/3/99 250.000 δραχμές 16) στις 2/4/99 185.000 δραχμές 17) στις 28/4/99 300.000 δραχμές 18) στις 24/5/99 300.000 δραχμές 19) στις 2377/99 1.000.000 δραχμές και 20) στις 1/3/99 1.000.000 δραχμές. Το ποσά των περιπτώσεων 1 έως 10, δηλαδή συνολικά 6.997.050 δραχμές κατατέθηκαν στον ... λογαριασμό τον οποίο τηρούσε ο κατηγορούμενος μαζί με τους γονείς του στην ΕΤΕ, τα ποσά των περιπτώσεων 11 έως 19, δηλαδή συνολικά 2.869.000 δραχμές κατατέθηκαν στον ... λογαριασμό, τον οποίο η ως άνω εταιρεία τηρούσε στην ΕΤΕ και το ποσό του 1.000.000 δραχμών της περιπτώσεως 20 καταβλήθηκε στον κατηγορούμενο με την ... επιταγή της Ιονικής Τράπεζας την οποίο εξέδωσε η μητέρα της μηνύτριας Ψ1 σε διαταγή της και με χρέωση του προσωπικού της λογαριασμού στην ως άνω τράπεζα, την οποίο μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον κατηγορούμενο. Τα ποσά των περιπτώσεων 1 και 7 (500.000 και 1.000.000 δραχμές) τα κατέθεσε η ίδια η μηνύτρια, το ποσό της περίπτωσης 6 (300.000 δραχμές) το κατέθεσε ο πατέρα της για λογαριασμό της στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου και τα υπόλοιπα ποσά κατατέθηκαν από τη μητέρα της Ψ1 για λογαριασμό της μηνύτριας ως άτυπη γονική παροχή εκ μέρους της προς οικονομική ενίσχυση της μηνύτριας. Η επίμαχη εταιρεία άρχισε να λειτουργεί από τις 19/11/98, οπότε υποβλήθηκε στη αρμόδια ΔΟΥ ... η ... δήλωση έναρξης της δραστηριότητας της. Όμως από το Δεκέμβριο του 1999 προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των δύο εταίρων κα διαταράχτηκαν οι σχέσεις τους. Η μηνύτρια ζήτησε λογοδοσία, έχοντα αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος ως μοναδικός διαχειριστής κατά το καταστατικό, είχε διαχειριστεί τα παραπάνω χρηματικά ποσά. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να παράσχει τη λογοδοσία και η μηνύτρια με την από 18/10/2000 αίτηση της ασφαλιστικών μέτρων, ζήτησε τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου από ορκωτό λογιστή. Επί της εν λόγω αιτήσεως εκδόθηκε η 724/01 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε τι διενέργεια ελέγχου στο ταμείο της εταιρείας από τον ορκωτό λογιστή ..., τα στοιχεία του οποίου είχαν αναγραφεί εσφαλμένα από παραδρομή στο διατακτικό της απόφασης και διορθώθηκαν με την 4894/02 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Στις 11/10/02 ο ως άνω ορκωτός λογιστής πήγε στην έδρα της εταιρείας στο ..., για να προβεί στο διαταχθέντα έλεγχο. Εκεί διαπίστωσε, πως η επιχείρηση λειτουργούσε με τον ίδιο τίτλο "...", αλλά υπό διαφορετικό φορέα και συγκεκριμένα ως ατομική επιχείρηση της Ε1. Η τελευταία πληροφόρησε τον ως άνω ορκωτό λογιστή, ότι ο κατηγορούμενος από τον Ιανουάριο του 2002, είχε διακόψει τις εργασίες της εταιρείας είχε λύσει τη μίσθωση του καταστήματός της και βρισκόταν στη ... και από τότε η ίδια είχε μισθώσει το εν λόγω κατάστημα, ασκώντας σ' αυτό επιχείρηση με όμοιο αντικείμενο, επιδεικνύοντας σ' αυτόν τόσο το από 31/12/01 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσεως της προηγούμενης μίσθωσης, όσο και το από 11/1/02 νέο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης σ' αυτήν του καταστήματος. Επίσης, ο ως άνω ορκωτός ελεγκτής ζήτησε πληροφορίες από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ..., η οποία του γνωστοποίησε, πως η εταιρεία είχε τεθεί σε αδράνεια, κατόπιν της 221/29.1.02 σχετικής δήλωσης του κατηγορουμένου. Μάλιστα, ο κατηγορούμενος το μεν εξοπλισμό της τον πούλησε, τα δε δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας της τα παραχώρησε με σύμβαση (franchise) στην πρώην υπάλληλο της και νέα μισθώτρια Ε1. Τα φορολογικά βιβλία και στοιχεία της εταιρείας, που ήταν απαραίτητα για τη διενέργεια του ελέγχου, φυλασσόντουσαν σε ιδιαίτερο χώρο του ως άνω μισθίου, τον οποίο η νέα μισθώτρια είχε παραχωρήσει στον κατηγορούμενο, για το σκοπό αυτό. Ο έλεγχος, που διέταξε το δικαστήριο δεν πραγματοποιήθηκε, διότι ο κατηγορούμενος δεν έθεσε στη διάθεση του ορκωτού ελεγκτή τα απαραίτητα προς τούτο φορολογικά βιβλία και στοιχεία. Μάλιστα, ο κατηγορούμενος γνώριζε για την προσέλευση του ορκωτού ελεγκτή στο παραπάνω κατάστημα προς διενέργεια του ελέγχου, διότι η νέα μισθώτρια Ε1 ειδοποίησε τηλεφωνικά τη σύζυγο του ... περί τούτου. Άλλωστε, ο ίδιος είχε παρασταθεί στη σχετική δίκη, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, αλλά και ατομικά, η οποία δίκη έγινε κατ' αντιμωλία των διαδίκων. Έτσι, ο κατηγορούμενος με τη συμπεριφορά του ματαίωσε σκόπιμα τη διενέργεια του ελέγχου. Ανεξάρτητα από το ποσό που χρειάστηκε για το στήσιμο της επίμαχης επιχείρησης, ως προς το οποίο δεν υπάρχουν ασφαλή, επίσημα στοιχεία, ενόψει και της ματαίωσης του ελέγχου (ο κατηγορούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικά εξέθεσε ότι το κόστος του παιδότοπου ήταν πάνω από 30.000.000 δραχμές στη συνέχεια ότι η εταιρεία στοίχισε συνολικά 25.000.000 δραχμές στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέθεσε ότι στοίχισε 23.000.000 δραχμές ενώ η λογίστρια της εταιρείας ... εξέθεσε, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι το στήσιμο της επιχείρησης στοίχισε γύρω στα 10.000.000 δραχμές με βάση τα τιμολόγια που καταχώρησε, ποσό στο οποίο προσδιόρισε την ίδια δαπάνη και η μάρτυρας ..., οικογενειακή φίλη του κατηγορουμένου και εργαζομένη τότε στον παιδότοπο) και ανεξάρτητα από τις πραγματικές εισπράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο μεταξύ, που επίσης δεν αποδεικνύονται, δεν αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούμενος στην κατοχή του οποίου περιήλθε το ποσό των 10.866.050 δραχμών, εκείνα μεν τα ποσά που είχαν κατατεθεί στους τραπεζικούς λογαριασμούς, με αναλήψεις εκ μέρους του, το δε ποσό της επιταγής του 1.000.000 δραχμών με είσπραξη της τα διέθεσε για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων δαπανών της εταιρείας και ποιών, ούτε άλλωστε αποδεικνύεται, ότι τα εισήγαγε στο ταμείο της εταιρείας. Από την όλη αυτή συμπεριφορά του κατηγορουμένου αποδεικνύεται, ότι αυτός ιδιοποιήθηκε παράνομα το πιο πάνω χρηματικό ποσό, που του έδωσε η μηνύτρια με την εντολή να το διαθέσει για τις ανάγκες της εταιρείας τους. Η ιδιοποίηση, ως προς μεν το ποσό των 7.997.050 δραχμών (6.997.050 δραχμές σε μετρητά και Ι.000.000 δραχμές το ποσό της εισπραχθείσας επιταγής), που η μηνύτρια έδωσε απευθείας στον κατηγορούμενο, τελέστηκε σε βάρος της ίδιας, ως προς δε το υπόλοιπο ποσό των 2.869.000 δραχμών, που είχε κατατεθεί από τη μηνύτρια στον εταιρικό λογαριασμό και αυτός ανέλαβε, τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας. Εξάλλου, ο χρόνος κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος εξεδήλωσε προς τα έξω την ενδιάθετη βούληση του να ιδιοποιηθεί το πιο πάνω χρηματικό ποσό, ήταν η 24/3/02, όταν από την επανειλημμένη άρνηση του στις προφορικές οχλήσεις της μηνύτριας να το εισαγάγει στο ταμείο της εταιρείας, η βούληση του αυτή έγινε εμφανής ώστε χρόνος τελέσεως της πράξης υπεξαίρεσης, που του αποδίδεται, είναι η 24/3/02. Επομένως πρέπει, ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί παραγραφής του αξιοποίνου της πράξης του, εφόσον κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (26/9/05) δεν είχε παρέλθει έκτοτε πενταετία, κατά δε την εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δεν είχε παρέλθει οκταετία (άρθρα 111 παρ. 3, 112, 113 παρ. 2,3 του ΠΚ). Κατ' ακολουθία τούτων, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχτεί ένοχος για την πράξη της υπεξαίρεσης κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για εφαρμογή του άρθρου 20 ΠΚ πρέπει, ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος διότι δεν αποδεικνύονται περιστατικά που να τον στοιχειοθετούν, ενόψει μάλιστα και της όλως αόριστης προβολής του. Όμως, θα του επιβληθεί μειωμένη ποινή, διότι μέχρι το χρόνο της πράξης του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρα 83 και 84 παρ. 2α ΠΚ). Επίσης ενόψει του ότι η υπεξαίρεση του ποσού των 7.997.050 δραχμών έλαβε χώρα ατομικά σε βάρος της μηνύτριας-πολιτικώς ενάγουσας η τελευταία διατηρεί αξίωση χρηματικής της ικανοποίησης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του κατηγορουμένου και νομιμοποιείται στην παράσταση της ως πολιτικώς ενάγουσας, ώστε η περί του αντιθέτου ένσταση του κατηγορουμένου είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη". Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε ως αβάσιμους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, περί παραγραφής, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως και εκ του άρθρου 20 ΠΚ, αναγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδαφ. α του ΠΚ και τον κήρυξε ένοχο υπεξαιρέσεως ποσού 10.866.050 δραχμών, ήδη 31.888 ευρώ, που δέχθηκε ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεως του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που ισχύει, την οποία σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, ενώ δεν προκύπτει επιλεκτική αξιοποίηση ορισμένων μόνον εκ των άνω αποδεικτικών μέσων και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται, επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται και η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί παραγραφής του αδικήματος, ανεξάρτητα από το πότε έγιναν οι εκ μέρους της πολιτικώς ενάγουσας συνεταίρου του διαχειριστή της ΕΠΕ κατηγορουμένου χρηματικές καταβολές, που αυτός ως διαχειριστής εισέπραξε και δεν εισήγαγε στο ταμείο της εταιρείας, παρά τις προφορικές οχλήσεις της εγκαλούσας και ούτε δαπάνησε για τις ανάγκες της εταιρείας και τελικά υπεξαίρεσε, αφού, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες από τον Άρειο Πάγο παραδοχές, "ο χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως είναι η 24-3-2002, ότε η βούληση του κατηγορουμένου για υπεξαίρεση έγινε εμφανής"^ οπότε μέχρι 26-9-2005 που επιδόθηκε σε αυτόν το κλητήριο θέσπισμα δεν παρήλθεν η απαιτούμενη για την παραγραφή πενταετία. Επίσης, το αιτιολογικό δεν αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, αλλά περιέχει πλήρεις και ίδιες σκέψεις και νομικούς συλλογισμούς που αιτιολογούν την υπαγωγή των εκτιθεμένων και αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του ΠΚ που εφαρμόστηκε.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναιρέσεως, πρώτος, τρίτος, πέμπτος του κυρίου δικογράφου και δεύτερος των προσθέτων, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λόγοι αναιρέσεως, δεύτερος και τέταρτος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, "ότι το δίκασαν Δικαστήριο, δεν έλαβε παντελώς υπόψη του, άλλως δεν συνεκτίμησε ορθώς κρίσιμα προσαχθέντα και νόμιμα επικληθέντα αποδεικτικά μέσα, όπως τα ιδιόχειρα σημειώματα της μηνύτριας Ψ1 και δεκάδες έγγραφες αποδείξεις για δαπάνες εν γένει της ΕΠΕ και ότι δε λήφθηκαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν ορθώς και νομίμως οι καταθέσεις των μαρτύρων, η απολογία του κατηγορουμένου και οι παραδοχές της μηνύτριας στο Δικαστήριο, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει με επιφυλακτικότητα την αξιοπιστία αυτής", είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, ουσιαστική εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 358,364 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ.δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του και ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα του να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ πιο πάνω δικαιώματα του, δεδομένου μάλιστα, ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο και στο συνήγορο του να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου, που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της αποφάσεως, ως προς το αν το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι και σε αυτό την κρίση του, οπότε, όμως, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε, με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου τους. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητος ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενο του.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ'του ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα, που καθιδρύει, κατά τα ανωτέρω, τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, επικαλούμενος ότι το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση του έλαβε υπόψη του και στήριξε την περί της ενοχής κρίση του σε αναγνωσθέντα έγγραφα και συγκεκριμένα στα κατωτέρω αναφερόμενα στη σελίδα 13 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήτοι " Δήλωση συμμετοχής σε έκθεση marketing. Ποσά εξόδων. Εισπράξεις Ψ1. Χρηματοοικονομικά στοιχεία. Αποδείξεις και σχέδιο του χώρου. Αποδείξεις από franchising. Αποδείξεις εισπράξεως επιταγών της Εθνικής Τράπεζας. Εξώδικες προσκλήσεις 950. Αποδείξεις είσπραξης από την Ψ1. Εντολή δημοσίευσης διαφήμισης. Πρόσκληση για έλεγχο. Τιμολόγιο πώλησης κλιματιστικού. Λογαριασμός ΔΕΗ. Αποδείξεις του ... Επιταγές της Εθνικής Τράπεζας. Κατάλογος προσωπικού και αποδείξεις πληρωμής. Επεδείχθησαν φωτογραφίες", χωρίς από τους τίτλους αυτούς να προκύπτει η ταυτότητα των εν λόγω αναγνωσθέντων εγγράφων και χωρίς το περιεχόμενο τους να προκύπτει από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα, με συνέπεια να παραβιασθούν οι αρχές της προφορικότητας και της δημοσιότητας της δίκης και να μη δοθεί έτσι στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να αντικρούσει το άγνωστο σε αυτόν περιεχόμενο των ανωτέρω αναγνωσθέντων και ληφθέντων υπόψη για την καταδικαστική του κρίση από το δίκασαν Δικαστήριο εγγράφων, επελθούσας έτσι απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας.
Πράγματι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αναγνώσθηκαν, ως άνω τα παραπάνω έγγραφα.
Όμως, με την αναφορά αυτή και τους τίτλους αυτούς των εν λόγω αναγνωσθέντων δημόσια στο ακροατήριο εγγράφων και την επίδειξη των επισκοπηθεισών φωτογραφιών, χωρίς να αντιλέξουν στην ανάγνωση οι συνήγοροι του κατηγορουμένου, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα εις τα οποία αφορούν κ.λ.π., αφού με την ανάγνωση τους στην επί ακροατηρίου διαδικασία στο Τριμελές Εφετείο, κατέστησαν γνωστά όλα τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενο τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός, παρών και δια των δύο παρισταμένων συνηγόρων του, είχε πλήρη δυνατότητα, να ζητήσει να ελέγξει τα έγγραφα αυτά και να προβεί, κατ' άρθρον 358 ΚΠοινΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση με τον τίτλο και το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης αυτής και επομένως ουδόλως παραβλάπεται το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και ούτε δημιουργείται ασάφεια ως προς το αν λήφθηκαν ή όχι υπόψη και αυτά τα έγγραφα από το Δικαστήριο. Επομένως, ο σχετικός από και 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του κρίσιμα προσαχθέντα και νόμιμα επικληθέντα έγγραφα, (σελ. 3 και 4 της αιτήσεως), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον δεν αναφέρεται ότι αυτά αναγνώσθηκαν ή ότι ζητήθηκε η ανάγνωση τους από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και λόγω αρνήσεως αυτού, ο κατηγορούμενος, δια των συνηγόρων του προσέφυγε στο Δικαστήριο και αυτό αρνήθηκε την ανάγνωση τους.
Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Ν. Δ/τος 1059/1971, όπως ισχύουν, ορίζουν τα εξής: Οι κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι απόρρητες. Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, των σχετικών με τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και της εφαρμογής των νομισματικών, πιστωτικών και συναλλαγματικών κανόνων (αρθρ. 1, όπως αντικ. με το άρθρο 10 πταρ.1 του ν. 1858/1989). Διοικητές μέλη διοικητικών συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή υπάλληλοι Τραπεζών, οι οποίοι ως εκ των καθηκόντων τους λαμβάνουν γνώση των τραπεζικών καταθέσεων, παρέχοντες καθ' οιονδήποτε τρόπο, οιανδήποτε περί αυτών πληροφορία, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών. Η συναίνεση ή έγκριση του υπέρ ου το απόρρητο καταθέτη, δεν αναιρεί τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως. Οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται για τη διοίκηση και τα λοιπά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις νομισματικών, πιστωτικών ή συναλλαγματικών κανόνων (άρθρο 2 παρ.1, όπως συμπληρ. με άρθρο 10 παρ.2 ν. 1858/1989). Εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα μετά από ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρμοδίου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος (άρθρο 3, όπως αντικ. με άρθρο 27 παρ.1 του ν. 1868/1989). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι το πιο πάνω πλημμέλημα της παραβιάσεως του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά άλλως, στοιχειοθετείται μόνο αν τελείται με δόλο.
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 177 παρ. 2 εδ. α' του ΚΠοινΔ, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι επήλθεν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω αναγνώσεως (σελ. 11 και 12) και χρησιμοποιήσεως από το δίκασαν Δικαστήριο απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα των εγγράφων κινήσεως των τραπεζικών λογαριασμών της ΕΠΕ, αυτού και των γονέων του και 32 αποδείξεων καταθέσεως χρημάτων στους αναφερόμενους δύο τραπεζικούς λογαριασμούς της Εθνικής τράπεζας του κατηγορουμένου και τρεις αποδείξεις υπέρ λογαριασμού .... Ν1 και ... και αποδείξεις εισπράξεως επιταγών της Εθνικής τράπεζας. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα από το άρθρο 177 παρ.2 και 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, είναι απορριπτέος, διότι δεν πρόκειται για ανάγνωση και για χρήση από το Δικαστήριο απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων, καθόσον το προεκτεθέν τραπεζικό απόρρητο καθιερώνεται υπέρ των καταθετών και για μη παροχή από τις τράπεζες πληροφοριών σε τρίτους για τραπεζικούς λογαριασμούς άλλων, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση αναγνώσθηκαν παραστατικά - αποδείξεις της τράπεζας περί καταθέσεως χρημάτων εκ μέρους της εγκαλούσας σε λογαριασμούς της ΕΠΕ, του κατηγορουμένου και των γονέων αυτού, και αποδείξεις τραπεζών περί εισπράξεως επιταγών, που νόμιμα κατείχε ως καταθέτης χρημάτων και ως κομίστρια επιταγών η εγκαλούσα, η οποία και με τις έγγραφες αυτές αποδείξεις, αποδείκνυε την υπ' αυτής κατάθεση, για λογαριασμό της κοινής εταιρείας τους - ΕΠΕ, χρημάτων, που κατά τις παραδοχές εισέπραξε και υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος, και δεν πρόκειται για χρήση απαγορευμένων αποδεικτικών στοιχείων, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις.
Άρα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ( άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-1-2008 Αίτηση -Δήλωση του Χ1 μετά των προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αριθμό 8165/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας, εκ ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή