Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2189 / 2007    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρπαγή, Εκβίαση, Ληστεία, Οπλοφορία, Σωματική βλάβη απλή.




Περίληψη:
Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και λόγους ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου για τα εγκλήματα: α) της αρπαγής από κοινού, β) της απόπειρας εκβίασης από κοινού, γ) της ληστείας από κοινού, δ) της απλής σωματικής βλάβης από κοινού και ε) της παράνομης οπλοφορίας





Αριθμός 2189/2007


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Φεβρουαρίου 2007 και 2 Φεβρουαρίου 2007, αντίστοιχα αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 547/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 184/11.05.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τας παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσας υπό των κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2) Χ2, από 21 Φεβρουαρίου 2007 και 2 Φεβρουαρίου 2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως, κατά του υπ΄αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτομεν τα εξής:
Ι. Δια του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ΄ουσίαν αι εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων κατά του υπ΄αριθμ. 560/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και επεκυρώθη το βούλευμα τούτο, όσον αφορά τας παραπεμπτικάς αυτού διατάξεις δια τας πράξεις α) αρπαγής κατά συναυτουργίαν, β) ληστείας κατά συναυτουργίαν και γ) αποπείρας εκβιάσεως κατά συναυτουργίαν (άρθρα 42 παρ. 1, 45, 322 στοιχ. β΄ , 380 παρ. 1 και 385 παρ. 1 στοιχ. α΄ Π.Κ.) και δ) παρανόμου οπλοφορίας (άρθρα 1 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 10 παρ. 1 και 13 στοιχ. α΄ ν.2168/1993), δια την οποίαν παρεπέμφθη ο δεύτερος τούτων. Κατά του βουλεύματος αυτού παραπονούνται ήδη οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντες τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ λόγους αναιρέσεως.

ΙΙ. ΄Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ Κ.Π.Δ. προβλεπόμενον λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής δια την παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον (Α.Π. 572/2005 Π Λογ 2005 σελ. 521 κ.ά.). Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδη εις αυτήν διαφορετικήν έννοιαν από εκείνην που πραγματικώς έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται εις την περίπτωσιν που ο δικαστής δεν υπήγαγεν ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν εις την ουσιαστικήν ποινικήν διάταξιν που εφηρμόσθη. Περίπτωσις εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίασις εγένετο εκ πλαγίου. Η παραβίασις αυτή υπάρχει, όταν εις το πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται εις τον συνδυασμόν του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται εις τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος δια το οποίον πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειαι, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (Α.Π. 572/2005 ενθ. ανωτ. κ.ά.).


ΙΙΙ. Εκ της διατάξεως του άρθρου 322 στοιχ. β΄ Π.Κ. προκύπτει, ότι στοιχεία του εγκλήματος της αρπαγής είναι η σύλληψις, απαγωγή ή παράνομος κατακράτησις άλλου, ούτως ώστε να αποστερή αυτόν από την προστασίαν της πολιτείας, β) η επίτευξις της συλλήψεως κ.λ.π. να εγένετο δι΄απάτης ή βίας ή απειλής βίας, ως βίας νοουμένης τόσον της σωματικής, όσον και της ψυχολογικής δια της ασκήσεως της οποίας κάμπτεται η ελευθέρα βούλησις και η ικανότης αντιστάσεως του θύματος και γ) δόλος που καταλαμβάνει τόσον την σύλληψιν, όσον και την αποστέρησιν του συλληφθέντος από την προστασίαν της πολιτείας και επί πλέον σκοπός να εξαναγκασθή ο παθών ή άλλος τις εις πράξιν, παράλειψιν ή ανοχήν, περί της οποίας δεν υφίσταται υποχρέωσίς του (Α.Π. 1357/2005 Π Λογ 2005 σελ. 1274 κ.ά.). Περαιτέρω εκ της διατάξεως του άρθρου 380 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι δια την στοιχειοθέτησιν του συνθέτου εγκλήματος της ληστείας, δια του οποίου προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία και η ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκησις σωματικής βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωσις απειλών ηνωμένων με επικείμενον κίνδυνον σώματος ή ζωής και ταυτόχρονος αφαίρεσις κινητού πράγματος, ξένου εν όλω ή εν μέρει, ή εξαναγκασμός προς παράδοσιν του πράγματος, με σκοπόν την παράνομον, ήτοι την άνευ δικαιώματος, ιδιοποίησίν του (Α.Π. 1331/2006 Ελλ Δνη 47 σελ. 1569 κ.ά.). Τέλος εκ της διατάξεως του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. α΄ ιδίου Κώδικος προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτησιν του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτούνται: α) εξαναγκασμός τινός εις πράξιν, παράλειψιν ή ανοχήν, εκ της οποίας επέρχεται ζημία εις την περιουσίαν του εξαναγκαζομένου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνη δια σωματικής βίας εναντίον προσώπου ή δι΄απειλών ηνωμένων με επικείμενον κίνδυνον σώματος ή ζωής, ικανών να αποκλείσουν το αυτοπροαίρετον της αποφάσεως του εξαναγκαζομένου και γ) σκοπός του δράστου να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομον περιουσιακόν όφελος. Εάν ο παθών δεν ενέδωσεν εις την σωματικήν βίαν ή τας προαναφερθείσας απειλάς και ούτω δεν επήλθε περιουσιακή ζημία υφίσταται απόπειρα εκβιάσεως (Α.Π. 1648/2006 Ελλ Δνη 47 σελ. 1552 κ.ά.). Εξ άλλου εκ των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 13 παρ. 1,3, 6 και 13 στοιχ. α΄ ν. 2168/1993 προκύπτει, ότι το έγκλημα της παρανόμου οπλοφορίας διαπράττεται και υπό του φέροντος πιστόλιον άνευ αδείας της οικείας Αστυνομ. αρχής. IV. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών, που εξέδωσε το πληττόμενον βούλευμα, δια καθολικής αναφοράς εις την ενσωματωθείσαν εις τούτο Εισαγγελικήν πρότασιν, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας του κατηγορουμένου Χ2, προέκυψαν τα αναφερόμενα εις αυτό πραγματικά περιστατικά, που κατά τα ουσιώδη μέρη των έχουν ως ακολούθως:
1) αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ενεργώντας με πρόθεση από κοινού: α) στη ......... και στην ........ κατά το χρονικό διάστημα από 21 έως 22.11.2005 με τη βία και την απειλή βίας απήγαν τον Γ1 αποστερώντας τον συλληφθέντα από την προστασίαν της πολιτείας και δη περιάγοντας τον σε παρόμοια της ομηρίας κατάσταση στέρησης της ελευθερίας με σκοπό να τον εξαναγκάσουν σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του και συγκεκριμένα ευρισκόμενοι στον αύλειο χώρο του θερινού κέντρου διασκέδασης με την επωνυμία "........." επιτέθηκαν στον εγκαλούντα και άρχισαν να τον χτυπούν με σφοδρότητα με κλωτσιές και γροθιές σε όλο του το σώμα, το κεφάλι και τα πόδια, όταν δε ο εγκαλών επιχείρησε να αντισταθεί, ο δεύτερος κατηγορούμενος έβγαλε από την μέση του ένα πιστόλι (τα στοιχεία του οποίου δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθούν κατά τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση) και στρέφοντας το προς το μέρος του εγκαλούντος τον απείλησε λέγοντας του επί λέξει: "μπες μέσα (ενν. στο αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορούμενου) γαμιόλη γιατί θα το αδειάσω επάνω σου". Έτσι κάμπτοντας τη βούληση του τον εξανάγκασαν να καθίσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του πρώτου κατηγορούμενου θέτοντας τον αυτόματα υπό την εξουσία τους και καθιστώντας τον πειθήνιο όργανο τους χωρίς να έχει τη δυνατότητα ατομικής ενέργειας με αποτέλεσμα την στέρηση της ελευθερίας του, και κατευθύνθηκαν προς την εξοχική κατοικία του δευτέρου κατηγορούμενου στην ......... Όταν εισήλθαν εντός αυτής, έδεσαν τον εγκαλούντα με σκοινί σε καρέκλα και άρχισαν και πάλι να τον χτυπούν κατά διαστήματα περίπου μέχρι ώρα 04:00' της 22.11.2005 απειλώντας τον με την φράση "εδώ θα πεθάνεις". Μετά την 04:00' τον έλυσαν μεν πλην όμως συνέχισαν να τον κρατούν παρανόμως φρουρούμενο μέχρι και τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας, οπότε και τον απελευθέρωσαν. Στην ως άνω πράξη της απαγωγής προέβησαν οι κατηγορούμενοι με σκοπό να εξαναγκάσουν τον εγκαλούντα να μεταβεί μαζί τους στην Αθήνα για να προβεί εκεί σε αγορές αγαθών με την χρήση πιστωτικών καρτών άλλων ατόμων τα οποία αγαθά εν συνεχεία θα τα παρέδιδε σε αυτούς (τους κατηγορούμενους), πράξη για την οποία ο παθών δεν είχε καμία υποχρέωση, β) στην .......... κατά το χρονικό διάστημα από 21 έως 22.11.2005 με σκοπό να αποκομίσουν και οι δύο παράνομο περιουσιακό όφελος επιχείρησαν να εξαναγκάσουν κάποιον με σωματική βία και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής να προβεί σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία σε περιουσία άλλου και ειδικότερα, αφού προηγουμένως είχαν απαγάγει τον εγκαλούντα και τον είχαν δέσει σε καρέκλα εντός της εξοχικής οικίας του δευτέρου κατηγορουμένου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο υπό στοιχεία 1α, χρησιμοποιώντας σωματική βία σε βάρος του εγκαλούντος και δη με γροθιές και κλωτσιές σε όλο το σώμα, στο κεφάλι και στα πόδια του και απειλώντας τον με την φράση "εδώ θα πεθάνεις" επιχείρησαν να τον εξαναγκάσουν να μεταβεί σιδηροδρομικώς στην Αθήνα συνοδευόμενος από αυτούς προκειμένου να πραγματοποιήσει αγορές διαφόρων καταναλωτικών ειδών, αξίας τουλάχιστον 6.000,00 ευρώ, επιφέροντας ζημία σε περιουσίες τρίτων προσώπων καθώς oι αγορές θα γίνονταν με τη χρήση πιστωτικών καρτών των οποίων δικαιούχοι ήταν τρίτα πρόσωπα και είχαν περιέλθει κατ' άγνωστο τρόπο στην κατοχή τους, τα οποία αγαθά ακολούθως θα τα παρέδιδε στους κατηγορούμενους προκειμένου να τα πωλήσουν σε διάφορους τρίτους εισπράττοντας το τίμημα αυτών. Η ανωτέρω όμως πράξη τους, στην οποία προέβησαν με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο θα συνίστατο στην είσπραξη του τιμήματος από την πώληση των αγαθών που θα αποκτούσαν παρανόμως, δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους βούληση αλλά από εξωτερικά αίτια και δη διότι ενώ ο εγκαλών αρχικά συμφώνησε να συμμετάσχει σε αυτή την ενέργεια στην συνέχεια κατήγγειλε τις τελεσθείσες εναντίον του πράξεις στην Αστυνομία, η οποία επενέβη και τους συνέλαβε στον ενταύθα Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό προτού δηλαδή καν μεταβούν στην Αθήνα. γ) στην ........ την 21.11.05 με σωματική βία εναντίον προσώπου αφαίρεσαν από άλλον ξένο ολικά κινητό πράγμα και ειδικότερα, αφού προηγουμένως είχαν απαγάγει τον εγκαλούντα και τον είχαν δέσει σε καρέκλα εντός της εξοχικής οικίας του δευτέρου κατηγορουμένου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο υπό στοιχεία 1α, αφαίρεσαν από την κατοχή του το χρηματικό ποσό των 1.300 ευρώ, τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και της οικίας του με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση τους. 2) ο κατηγορούμενος Χ2 στην ......... την 21/11/2005 έφερε μαζί του παρανόμως όπλον, ήτοι πιστόλι, χωρίς να διαθέτη άδεια της οικείας Αστυνομικής αρχής.
V. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιον Εφετών διέλαβεν εις το πληττόμενον βούλευμα την απαιτουμένην ειδικήν και εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν δια τα προαναφερθέντα εγκλήματα, αφού εκθέτει εις το εν λόγω βούλευμά του, με σαφήνειαν, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκρισιν, τας αποδείξεις από τας οποίας επείσθη ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής δια την παραπομπήν των αναιρεσειόντων εις το ακροατήριον, καθώς και τας σκέψεις με τας οποίας υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά εις τας προαναφερθείσας ποινικάς διατάξεις που εφήρμοσε, τας οποίας ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε.
Συνεπώς είναι αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως περί α) ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Κατά τα λοιπά δια των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως το προαναφερθέν βούλευμα δι΄εσφαλμένην εκτίμησιν των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών (Α.Π. 998/2006 Ποιν Δικ 2006 σελ. 1354 κ.ά.).
Κατ΄ακολουθίαν αυτών πρέπει να απορριφθούν αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.


ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να απορριφθούν αι από 21 Φεβρουαρίου 2007 και 2 Φεβρουαρίου 2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1)Χ1 και 2)Χ2, κατά του υπ΄αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
ΙΙ. Να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.

Αθήνα 25 Απριλίου 2007
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου

Ανδρέας Ι. Ζύγουρας"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 322 εδάφ. β, περίπτ. Β του Π.Κ. προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της αρπαγής, το οποίο είναι διαρκές· και αποσκοπεί στην προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας και την αδυναμία παροχής βοήθειας εκ μέρους των πολιτειακών οργάνων, απαιτεί, εναλλακτικά, την άσκηση απατηλής συμπεριφοράς προς ορισμένο πρόσωπο είτε με δόλιες υποσχέσεις και ανύπαρκτα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να ασπασθεί το άτομο τα απατηλά προβαλλόμενα, φερόμενα ως αληθή και υπαρκτά, ή άσκηση βίας με την οποία κάμπτεται η ελεύθερη βούληση με αποτέλεσμα να επέρχεται αντίθετη κατάσταση, ή με την απειλή βίας, η οποία ισοδυναμεί με τη δεδηλωμένη ενέργεια, με συνέπεια, να παρέχεται στον αυτουργό η δυνατότητα να συλλάβει, απαγάγει ή κατακρατήσει παρανόμως το άτομο, έτσι, ώστε να καθίσταται αδύνατη η παροχή της αναγκαίας προστασίας της πολιτείας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει το σκοπό της αποστέρησης του ατόμου της πολιτειακής προστασίας και, επί πλέον, σκοπός να εξαναγκασθεί ο παθών, ή κάποιος άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας, με το οποίο προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία και η ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκηση παράνομης βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών ενωμένων με άμεσο κίνδυνο κατά του σώματος ή της ζωής [πράξεις με τις οποίες ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντίστασης του θύματος που μπορεί να επιτευχθεί και με την αδράνεια αυτού] και ταυτόχρονη αφαίρεση κινητού πράγματος, ολικώς ή μερικώς ξένου, ή εναλλακτικά, ο εξαναγκασμός προς παράδοση του πράγματος με σκοπό την παράνομη, δηλαδή τη χωρίς νόμιμο δικαίωμα, ιδιοποίησή του. Στην κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος της ληστείας η σύμπραξη των περισσοτέρων συμμετόχων συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση αυτής ή στο ότι ο καθένας γίνεται άμεσος αυτουργός κατά την εκτέλεση ενός από τα συνθετικά στοιχεία της ληστείας, οπότε με την ενέργειά του αυτή πραγμάτωνε ι, συγχρόνως ή διαδοχικώς, την πράξη της αντικειμενικής υπόστασης της ληστείας. Τέλος για τη θεμελίωση του αδικήματος της εκβίασης, που προβλέπεται στο άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ., απαιτείται, για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασής του, εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφασή του, για δε τη συγκρότηση της υποκειμενικής του υπόστασης, απαιτείται γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση και θέληση ή αποδοχή του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ιδίου ή άλλου και, επί πλέον, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο σκοπός αυτός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δεν στηρίζεται δηλαδή σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νόμιμης απαίτησης εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλή, αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, εμφανιζόμενη ως άξια μομφής. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 του ΠΚ. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή συναγόμενη από τον τρόπο εκδήλωσης και τη συμπεριφορά του δράστη, άμεση ή έμμεση, να έχει διατυπωθεί εγγράφως ή προφορικώς και, τέλος, αμέσως από το δράστη ή μέσω τρίτου προσώπου. Δεν αποκλείεται και μία προειδοποίηση ή σύσταση να περιέχει μια υποκρυπτόμενη απειλή. Είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί να εξέλαβε αυτήν ως πραγματοποιήσιμη ο αποδέκτης της απειλής. Η εκβίαση είναι τετελεσμένη με την επέλευση της ζημίας, ενώ αν η ασκηθείσα, για τον προαναφερθέντα σκοπό, βία ή απειλή δεν προκαλέσουν στον απειλούμενο φόβο ή δεν επιφέρουν σε αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβίασης δεν είναι τετελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβίασης κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ.
Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα, δια καθολικής αναφοράς στην Εισαγγελική πρόταση, που ενσωματώθηκε σ' αυτό, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες αμφοτέρων των κατηγορουμένων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και η προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου Χ1, η οποία κηρύχτηκε άκυρη, προέκυψαν τα αναφερόμενα σ' αυτό περιστατικά, τα οποία κατά τα ουσιώδη μέρη των έχουν ως ακολούθως? "Ο εγκαλών, Ψ1, ο οποίος από παλιότερα αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, το έτος 2004 γνωρίστηκε με το δεύτερο κατηγορούμενο Χ1, ο οποίος συνεργάζονταν με πληθώρα τραπεζών και μεσολαβούσε για την έκδοση δανείων υπέρ διαφόρων προσώπων. Έτσι, μεσολάβησε και για λογαριασμό του εγκαλούντος μ' αποτέλεσμα να εκδοθεί υπέρ του τελευταίου δάνειο από την Τράπεζα Eurobank, ύψους 60.000 ευρώ, με τη συμφωνία να καταβάλει ο εγκαλών, ως προμήθεια στον κατηγορούμενο Χ1, το ποσό των 6.000 ευρώ. Ο εγκαλών, όμως αθέτησε την υπόσχεσή του και δεν κατέβαλε στον άνω κατηγορούμενο το αντιπροσώπευον την προμήθεια του τελευταίου χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ. Μετά ταύτα, ο Χ1 άφησε να παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα και στις αρχές του Νοέμβρη του 2005 επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο και του ζήτησε να του καταβάλει την πιο πάνω προμήθειά του, ο δε εγκαλών υποσχέθηκε να το πράξει το συντομότερο, πλην, όμως, εκ νέου, φάνηκε ασυνεπής. Έτσι, την 21-11-2005 και περί ώρα 19.30' και ενώ ο εγκαλών, που ακόμη δεν είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του, βρισκόταν στο αεροδρόμιο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", προκειμένου να ταξιδεύσει με την πτήση της 20.30' προς Αθήνα, δέχτηκε τηλεφωνική κλήση από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, τον οποίο γνώριζε από παλιά και ο ίδιος είχε συστήσει στο δεύτερο κατηγορούμενο Χ1 και συμφώνησαν να συναντηθούν εκείνη την ώρα στο αεροδρόμιο. Όταν κατέφθασε ο πρώτος κατηγορούμενος [Χ2], ο εγκαλών επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του για να συζητήσουν, οπότε αυτός [Χ2], όντας προσυνεννοημένος με τον ήδη συγκατηγορούμενό του [Χ1], του δήλωσε ότι θα πήγαιναν στο καζίνο, όπου ευρίσκετο ο τελευταίος για να μιλήσουν και οι τρεις [3]. Τελικά, όμως, και αφού προηγήθηκε σχετική τηλεφωνική συνεννόηση μεταξύ των δύο [2] κατηγορουμένων, ο πρώτος τούτων κατευθύνθηκε προς τον αύλειο χώρο του θερινού κέντρου διασκέδασης με την επωνυμία "........", όπου τους ανέμενε ο δεύτερος Χ1. Μόλις έφθασαν στο προαναφερθέν καθορισμένο σημείο συνάντησης και ο ανυποψίαστος εγκαλών κατέβηκε απ' το όχημα, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι του επετέθησαν και άρχισαν να τον κτυπούν με σφοδρότητα, με κλωτσιές και γροθιές σε όλο του το σώμα, το κεφάλι και τα πόδια ενώ, συγχρόνως, ο εξ αυτών Χ1 τον απειλούσε ότι εάν δεν εξοφλούσε την οφειλή του θα είχε τρομερές συνέπειες. Όταν δε ο εγκαλών επεχείρησε να αντισταθεί, ο Χ2 έβγαλε από τη μέση του ένα πιστόλι [τα χαρακτηριστικά στοιχεία του οποίου δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθούν κατά τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση], που έφερε παρανόμως μαζί του, καθόσον δεν κατείχε την απαιτούμενη από τον Νόμο άδεια οπλοφορίας], και στρέφοντας το προς το μέρος του εγκαλούντος του είπε, κατά λέξη, "μπες μέσα - εννοούσε το αυτοκίνητο του συγκατηγορουμένου του Χ1- γαμιόλη γιατί θα το αδειάσω επάνω σου". Αφού κατ' αυτόν τον τρόπο έκαμψαν τη βούλησή του, τον εξανάγκασαν να καθίσει στο οπίσθιο κάθισμα του αυτοκινήτου του Χ1, ο δε τελευταίος κάθισε στη θέση του οδηγού και κατευθύνθηκε προς την ........ Ο Χ2 τους ακολούθησε κινούμενος με το δικό του όχημα, πλην όμως, όταν έφθασαν στην περιοχή που βρίσκεται το κατάστημα ".......", το άφησε και επιβιβάστηκε ως συνοδηγός στο αυτοκίνητο του συγκατηγορουμένου του, συνεχίζοντας τη διαδρομή τους. Προκειμένου δε να μην αντιληφθεί, ο εγκαλών ποιός ήταν ο προορισμός τους, όταν έφθασαν έξω από τη Νέα ......., τον υποχρέωσαν να σκύψει και του τοποθέτησαν το πανωφόρι του στο κεφάλι του, έτσι ώστε να μην βλέπει. Καθ' όλη δε τη διάρκεια της διαδρομής τον έβριζαν ρωτώντας τον, παράλληλα, γιατί δεν είχε καταβάλει ακόμη το ανωτέρω χρηματικό ποσό [προμήθεια των 6.000 ευρώ], σε ερώτηση δε δική του για τον τελικό προορισμό τους του δήλωσαν υπαινικτικώς ότι "θα καλοπερνούσε". Τελικά έφθασαν στην εξοχική κατοικία του πρώτου κατηγορουμένου [Χ2] στην ........ και οδήγησαν τον εγκαλούντα εντός αυτής με καλυμμένο το κεφάλι του. Ο εγκαλών, όμως, μόλις του απελευθέρωσαν το κεφάλι του, αποσπώντας από το πρόσωπό του το πανωφόρι του, αναγνώρισε την οικία του πρώτου, καθώς το περασμένο καλοκαίρι την είχε επισκεφθεί δύο [2] φορές "για καφέ", γεγονός πούχε λησμονήσει ο πρώτος κατηγορούμενος, γιατί σε προσχηματική ερώτηση του εγκαλούντος σχετικά με το που βρίσκονταν, του απάντησαν ότι δήθεν ήταν στην ....... Ακολούθως, τον έδεσαν με σχοινί σε καρέκλα και άρχισαν και πάλι να τον χτυπούν κατά διαστήματα, μέχρι την 04.00 ώρα περίπου της 22-11-2005, απειλώντας τον με την φράση "εδώ θα πεθάνεις", δίχως να του δώσουν να φάει ή να πιεί οτιδήποτε. Παράλληλα, αφαίρεσαν από την κατοχή του εγκαλούντος 1.300 ευρώ, δύο [2] συσκευές κινητής τηλεφωνίας, εργοστασίου κατασκευής ΝΟΚΙΑ, τύπου ..... και ...... το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας, τα αεροπορικά εισιτήρια, τα κλειδιά της οικίας του και του αυτοκινήτου του. Περί ώραν 04.00, περίπου, τον έλυσαν και τον άφησαν να κοιμηθεί στον ένα από τους υπάρχοντες καναπέδες. Ο εγκαλών, όντας τρομοκρατημένος, δεν προσπάθησε να δραπετεύσει από την οικία στην οποία άκων εκρατείτο και εβασανίζετο διότι, αφενός μεν ήταν κλειδωμένη και τα κλειδιά της τα κρατούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος, και αφετέρου, εφοβείτο ότι στον παραμικρό θόρυβο κατά την προσπάθεια διαφυγής του, θα ξυπνούσαν οι κατηγορούμενοι που κοιμόντουσαν στον ίδιο μ' αυτόν χώρο. Το μόνο που κατόρθωσε να πράξει ήταν να στείλει μήνυμα ότι είναι κρατούμενος στην ........ σε κάποιον φίλο του ονόματι ........., χρησιμοποιώντας τη μια τηλεφωνική συσκευή, πλην όμως, δεν κατάφερε να συνομιλήσει μαζί του, όταν ο πιο πάνω φίλος του κάλεσε, γιατί οι κατηγορούμενοι ξύπνησαν από την κλήση του κινητού τηλεφώνου και όταν αντελήφθησαν τι είχε πράξει ο εγκαλών, άρχισαν και πάλι να τον χτυπούν, προκειμένου να τον συνετίσουν. Στη συνέχεια, του πρότειναν, προς εξόφληση του χρέους του, να μεταβούν και οι τρεις [3] στην Αθήνα, όπου με τη χρήση πιστωτικών καρτών διαφόρων - τρίτων προσώπων, που οι εκκαλούντες κατείχαν κατ' ανορθόδοξο και ανεξιχνίαστο τρόπο, θα αγόραζε αυτός [εγκαλών] διάφορα πράγματα, αξίας τουλάχιστον ίσης με το οφειλόμενο εκ μέρους του χρηματικό ποσό [6.000 ευρώ], σε χρέωση των άνω πιστωτικών καρτών, που ακολούθως θα τα παρέδιδε σ' αυτούς [κατηγορουμένους] και αυτοί, με τη σειρά τους, θα τα μεταπωλούσαν σε τρίτα πρόσωπα με σκοπό το κέρδος. Ο εγκαλών, προκειμένου να γλυτώσει και να απελευθερωθεί από τη δεινή θέση στην οποία τον έθεσαν υπαιτίως οι κατηγορούμενοι, εξαναγκάσθηκε να αποδεχθεί την πρότασή τους κι' έτσι συμφώνησε ο εγκαλών με τον δεύτερο Χ1, να βρεθούν την 23-11-2005 και περί ώρα 06.00 στη συμβολή των οδών ...... - ........ για να μεταβούν στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, όπου θα συναντούσαν τον πρώτο Χ2 και απ' όπου θα έφευγαν σιδηροδρομικώς για την Αθήνα. Έτσι, περί ώραν 18.00 της 22-11-2005 αναχώρησαν και οι τρεις [3] για τη ......., αφού προηγουμένως του επέστρεψαν τις δύο [2] συσκευές κινητής τηλεφωνίας, εργοστασίου κατασκευής ΝΟΚΙΑ, τύπου .... και ......, αντιστοίχως, το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας και τα αεροπορικά εισιτήρια, κρατώντας, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, τα λοιπά αφαιρεθέντα κινητά πράγματά του και κατευθύνθηκαν προς το αεροδρόμιο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ για να πάρει ο εγκαλών τον χαρτοφύλακά του που την προηγούμενη ημέρα είχε αφήσει στην αίθουσα αναχωρήσεων. Προτού δε ο εγκαλών μεταβεί στο Α/Τ του αεροδρομίου για την παραλαβή του χαρτοφύλακά του κι' ενώ ο δεύτερος [Χ1] είχε ήδη αναχωρήσει, ο πρώτος [Χ2] τον προειδοποίησε να μην τολμήσει να πει οτιδήποτε σε κανέναν γιατί θα τον σκότωνε. Μετά ταύτα ο εγκαλών, τελώντας υπό καθεστώς τρόμου, δεν είπε τίποτε στον αστυνομικό που τον εξυπηρέτησε και επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, όπου τον ανέμενε ο Χ2. Προκειμένου δε ο τελευταίος να πιέσει τον κατηγορούμενο έτσι ώστε την επομένη να πάει μαζί τους στην Αθήνα, κατά τα άνω ιστορηθέντα, οδήγησε ο ίδιος το αυτοκίνητο του εγκαλούντος, και αφού τον άφησε στην οικία του, απομακρύνθηκε μ' αυτό. Ο εγκαλών, όμως, αναθαρρήσας, το βράδυ της ίδιας ημέρας μετέβη στην αστυνομία, όπου και κατήγγειλε τα όσα διαδραματίσθηκαν εις βάρος του. Έτσι, την επομένη και περί ώρα 07.05', οι αστυνομικοί που επελήφθησαν της υπόθεσης, είδαν τον Χ1 να καταφθάνει στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης με το αυτοκίνητό του και να επιβιβάζεται σ' αυτό ο εγκαλών και, ακολούθως στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, είδαν να τους συναντά ο Χ2 που είχε μεταβεί εκεί με το αυτοκίνητο του εγκαλούντος. Αμέσως τους πλησίασαν και, αφού τους γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους, προέβησαν στη σύλληψή τους. Σε επακολουθήσασες σωματικές έρευνες επί των κατηγορουμένων και επί του αυτοκινήτου του δευτέρου τούτων [Χ1], βρέθηκαν και κατασχέθηκαν νομοτύπως [επάνω στο δεύτερο Χ1], φωτοαντίγραφο της μ' αριθμό ....... βεβαίωσης κατάθεσης δικαιολογητικών για έκδοση δελτίου ταυτότητας υπό τα στοιχεία "Β1", ένα έγγραφο με πλήρη στοιχεία ταυτότητας του τελευταίου, μία πιστωτική κάρτα MASTERCARD της Εθνικής Τράπεζας, με αριθμό ..........., υπό τα στοιχεία Β1, επάνω δε στον πρώτο [Χ2], μία πιστωτική κάρτα VISA της ATTICA ΒΑΝΚ με αριθμό ............, υπό τα στοιχεία Β2, φωτοαντίγραφο του μ' αριθμό ......... δελτίου αστυνομικής ταυτότητας υπό τα στοιχεία Β2, εντός δε του αυτοκινήτου ανευρέθησαν: Φωτοαντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος εφορίας υπό τα ίδια στοιχεία, φωτοαντίγραφο του μ' αριθμό ......... δελτίου αστυνομικής ταυτότητας υπό τα στοιχεία Β3, φωτοαντίγραφο επανεκτύπωσης βεβαίωσης απόδοσης Α.Φ.Μ. της Β3, βεβαίωση διόρθωσης προσωπικών στοιχείων φυσικού προσώπου της ίδιας, ενδεικτικό εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος της ίδιας και πρωτότυπο εκκαθαριστικό σημείωμα της ίδιας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ενυπάρχουσα στη δικογραφία ιατροδικαστική έκθεση, ο εγκαλών υπέστη, απ' τα προπεριγραφέντα κτυπήματα των κατηγορουμένων και την εν γένει κακοποίησή του υπ' αυτών, απλή σωματική κάκωση και συγκεκριμένα: εκχύμωση των μαλακών μορίων, διαμέτρου 1,5 εκατ., περίπου, μετά εκδοράς κατά την αριστερά μετωπιαία χώρα, παρά το τριχωτό, χροιάς ιώδους, εκχυμωτική εκδορά της δεξιάς μασχαλιαίας χώρας, στρογγυλού σχήματος, διαμέτρου 1,5 εκατοστών περίπου, χροιάς ιώδους, εκδορά της ραχιαίας επιφανείας της δεξιάς άκρας χειρός, εκδορά ωοειδούς σχήματος του αριστερού αγκώνα και πολλαπλές εκδορές, ωοειδούς σχήματος έως 2 εκατοστών περίπου, κατά την πρόσθια επιφάνεια αμφοτέρων των κνημών. Για την κατ' έγκληση διωκόμενη πράξη της απλής σωματικής βλάβης από κοινού κατ' εξακολούθηση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω ανακλήσεως στις 31-5-2006 της εγκλήσεως και μη αποποιήσεως από τους κατηγορουμένους. Οι λοιπές πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους διώκονται αυτεπαγγέλτως. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις λοιπές αποδιδόμενες σ' αυτούς κατηγορίες ισχυριζόμενοι ότι ο εγκαλών σκηνοθέτησε σε βάρος τους μία πλεκτάνη, καθώς ο ίδιος είχε καλέσει τον εκ τούτων Χ2 να τον συναντήσει στο αεροδρόμιο, ότι τους ακολούθησε στην οικία του προαναφερθέντος Χ2 στην ........ με την ελεύθερη βούλησή του, δίχως να ασκήσουν επάνω του σωματική βία ή να τον απειλήσουν και ότι τούτο έγινε προκειμένου να συζητήσουν με την ησυχία τους και να καταλήξουν σε λύση της μεταξύ του δευτέρου [Χ1] και του εγκαλούντος διαφοράς τους, ότι διανυκτέρευσαν εκεί διότι ήσαν κουρασμένοι, ότι την άλλη ημέρα η γιαγιά του πρώτου τούτων [Χ2] Γ1, που διαμένει στο ισόγειο της εν λόγω οικίας, τους σέρβιρε καφέ και γεύμα, ότι την άλλη ημέρα θα μετέβαιναν στην Αθήνα ο μεν δεύτερος [Χ1] για οικογενειακή του υπόθεση, ο δε πρώτος [Χ2] για παρέα του ήδη συγκατηγορουμένου του και, τέλος, ότι ο ίδιος ο εγκαλών χρησιδάνεισε το αυτοκίνητό του στον πρώτο [Χ2], γιατί εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών αδυνατούσε να μεταβεί στο ......., όπου και διέμενε. Όμως, αυτοί οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, που επαναλαμβάνονται και στις υπό κρίση εφέσεις τους, ελέγχονται ως ψευδείς καθ' ολοκληρίαν και παντελώς αβάσιμοι. Συγκεκριμένα: α] Ουδόλως συνάδει με τη στοιχειώδη λογική το ότι ο εγκαλών, τη στιγμή που είναι έτοιμος να αναχωρήσει για την Αθήνα με την πτήση των 20.30 για επαγγελματικούς λόγους, ευρισκόμενος προς τούτο στο αεροδρόμιο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", έχοντας προμηθευτεί και το σχετικό προς τούτο εισιτήριο, αποδέχεται, όμως αιφνιδίως και ανεξηγήτως, την πρόταση του Χ2 να πάνε όλοι μαζί στην........., μόνο και μόνο, για να συζητήσουν μεταξύ τους, καταλείποντας, μάλιστα, και τις αποσκευές του στο αεροδρόμιο, μια ώρα πριν από την αναχώρηση της πτήσης του. Η διαλογική διευθέτηση της διαφοράς μεταξύ του εγκαλούντος και του δευτέρου των κατηγορουμένων [Χ1] θα μπορούσε να λάβει χωράν και σε χώρο εντός του αεροδρομίου και όχι στην ......... που βρίσκεται σε απόσταση εκατό [100] περίπου χιλιομέτρων απ' το αεροδρόμιο. Β] Το ότι προσπαθούν να εμφανίσουν την αναλυτικώς προπεριγραφείσα αξιόποινη συμπεριφορά τους ως φιλική συνάντηση και μετάβαση και διανυκτέρευση του εγκαλούντος στην .......... ως ενέργεια οικεία βουλήσει του, αντικρούεται ο ισχυρισμός τους αυτός από τις σωματικές κακώσεις που έφερε ο εγκαλών - παθών, που, εκτός των άλλων, συνάδουν απολύτως με τον προπεριγραφέντα τρόπο κακοποίησής του [π.χ. δέσιμο σε καρέκλα]. Αυτές τις σωματικές κακώσεις οι κατηγορούμενοι τις αντιπαρέρχονται σιγή, ως να μην υπήρξαν ποτέ, τις επικαλύπτουν με τη σιωπή τους, η οποία έτσι, αποκτά μια πειστικότητα που οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί τους δεν διαθέτουν. Γ] Η μάρτυρας υπεράσπισης Γ1, γιαγιά του πρώτου Χ2, κατέθεσε ότι σέρβιρε στον κατηγορούμενο και στους κατηγορούμενους καφέ και γεύμα και ότι τους είδε αγαπημένους και χωρίς προβλήματα μεταξύ τους. Πρόκειται για μάρτυρα αναξιόπιστη. Αν αντίκρυζε τον εγκαλούντα θα παρατηρούσε τα ευκρινέστατα τραύματα που έφερε ο τελευταίος στο πρόσωπό του, θα αντιλαμβανότανε τον τρόμο που βίωνε ο τελευταίος που απήχθη βιαίως, κακοποιήθηκε, ληστεύθηκε και βρισκότανε σε εξέλιξη η εκβίαση του. Δ] Αφού, κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, ο δεύτερος τούτων θα μετέβαινε στην Αθήνα για οικογενειακή του υπόθεση, συνοδευόμενος "για παρέα" από τον πρώτο τούτων, τότε δεν υφίστατο λόγος να φέρουν επάνω τους ο μεν πρώτος [Χ2] την πιστωτική κάρτα και τα λοιπά προαναφερθέντα έγγραφα του Β2, ο δε δεύτερος [Χ1] την πιστωτική κάρτα και τα προαναφερθέντα έγγραφα του Β1. Τουναντίον, το ότι τελικά τα έφεραν μαζί τους, είναι γεγονός που επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος [για την εξαναγκασμένη δηλαδή χρησιμοποίησή τους απ' αυτόν προς αγορά εμπορευμάτων, αξίας τουλάχιστον 6.000 ευρώ και παράδοσή τους, στη συνέχεια, σ' αυτούς για περαιτέρω μεταπώληση επί κέρδει]. Ε] Κατά την προανακριτική του απολογία ο κατηγορούμενος Χ2 αναφέρει ότι ο συγκατηγορούμενός του και ο εγκαλών "διαπληκτίζονταν φωνάζοντας δυνατά" στο σπίτι του στην ........, ενώ στην ανακριτική του απολογία αναφέρει, αντιφάσκοντας προδήλως προς τον εαυτό του, ότι "... συζήτησαν φιλικά και αποφασίσαμε να παραμείνουμε μέχρι και την επόμενη ημέρα για να ξεκουραστούμε" [βλ. απολογίες τούτου]. ΣΤ] Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, επικαλούμενοι την προσχηματική τους άγνοια και μετερχόμενοι, δολίως και τεχνηέντως, την επινοηθείσα υπ' αυτών αμεριμνησία τους, ισχυρίζονται, στις υπό κρίση εφέσεις τους δια μακρών, ότι ο εγκαλών την ώρα που μετέβη στο Α/Τ του αεροδρομίου μόνος του να παραλάβει τα πράγματά του, θα μπορούσε να τους καταγγείλει στους αστυνομικούς ακωλύτως, αλλά δεν το έπραξε, και δεν το έπραξε διότι ουδέν το αξιόποινο συνέβη. Λησμονούν, όμως, ότι ο εγκαλών είχε απαχθεί, βασανιστεί και εκβιαστεί για 24 ώρες, ότι απειλήθηκε ότι αν έλεγε οτιδήποτε στον αστυνομικό, ο πρώτος [Χ2] θα τον σκότωνε. Η απειλή αυτή δεν ήταν τυχαία. Τουναντίον, ο εγκαλών την εξέλαβε ως σοβαρή μιας και τη συνδύασε με όλη την προηγηθείσα κακοποιό συμπεριφορά που επέδειξαν οι κατηγορούμενοι εις βάρος του. Ήταν, λοιπόν, τρομοκρατημένος και, ως εκ τούτου, ούτε που σκέφθηκε να ζητήσει την προστασία της αστυνομίας". Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο πληττόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τα προαναφερθέντα εγκλήματα, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στις προαναφερθείσες ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε.
Συνεπώς είναι αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως περί α) ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες με ξεχωριστά δικόγραφα. Κατά τα λοιπά δια των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως το βούλευμα που προαναφέρθηκε για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει τις από 21-2-2007 και 2-2-2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 και 2) Χ2 κατά του υπ' αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2007.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή