Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Άμυνα.
Περίληψη:
Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Στοιχεία. Αιτιολογημένη καταδίκη για επικίνδυνη σωματική βλάβη του αναιρεσείοντος, ο οποίος επέφερε πολλαπλά χτυπήματα με ξύλινο «κλώστη», γροθιές και κλωτσιές σε διάφορα σημεία του σώματος του παθόντος και ιδίως στο κεφάλι. Παραδεκτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού ως προς τις προκληθείσες βλάβες και κακώσεις δι’ αναφοράς κατά τούτο στο διατακτικό της αποφάσεως όπου αναλυτικώς αυτές παρατίθενται. Δεν είναι απαραίτητη η ειδική αιτιολόγηση του καθενός αποδεικτικού μέσου και εδώ των μαρτυρικών καταθέσεων, ούτε η αναφορά του τί προέκυψε από κάθε μία εκ των τελευταίων. Από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού ότι λήφθηκαν υπόψη «οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας» προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και η ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Αιτιολογημένη απόρριψη του περί άρσεως της αδίκου της πράξεως αυτοτελούς ισχυρισμού περί άμυνας. Αόριστοι αυτοτελείς ισχυρισμού περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν απαιτείται αιτιολογία για την απόρριψή τους. Υπέρβαση εξουσίας επί χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου από το δικάσαν έφεσή του δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Πότε υπάρχει τέτοια χειροτέρευση. Απορρίπτει.
Αριθμός 1551/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Παύλου, περί αναιρέσεως της 156/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.4.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 837/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται, αντικειμενικώς, πρόκληση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παρ. 1 κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, κατά την έννοια, ως προς την τελευταία, του άρθρου 310 παρ. 2 ΠΚ και υποκειμενικώς δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ως προς δε τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 156/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων επικίνδυνης σωματικής βλάβης και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία τριετία. Το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος και ο εγκαλών είναι σύγγαμβροι και κατά το Μάιο του 2001 διέμεναν με τις συζύγους τους στην ίδια οικοδομή. Οι σχέσεις του εγκαλούντος με τη σύζυγό του δεν ήταν αρμονικές. Στις 27.5.2001, η σύζυγος του εγκαλούντα, αφού πρώτα συζήτησε με αυτόν και αποφάσισαν να διασπάσουν κατ' αρχήν την έγγαμη συμβίωσή τους, μετέβη στην οικία των γονέων της, που και αυτή βρισκόταν στην ίδια οικοδομή, να τους ανακοινώσει την απόφαση αυτή, ενώ ο εγκαλών παρέμεινε στην μέχρι τότε συζυγική οικία. Παρών στην οικία των γονέων της συζύγου του εγκαλούντος ήταν και ο κατηγορούμενος με τη σύζυγό του. Όταν η σύζυγος του εγκαλούντος ανακοίνωσε στους γονείς, την αδελφή της και στον κατηγορούμενο την απόφασή της για διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η σύζυγος του κατηγορουμένου ανακοίνωσε στην αδελφή της και τον κατηγορούμενο σύζυγό της ότι ο εγκαλών, τον Αύγουστο του 1997, της είχε κάνει ανήθικες προτάσεις στην οικία της ενώπιον των ανηλίκων τέκνων της. Ο κατηγορούμενος, μετά την ανακοίνωση του συμβάντος αυτού από τη σύζυγο του, αποφάσισε να μεταβεί στην οικία του εγκαλούντος, προκειμένου να του προκαλέσει σωματικές βλάβες, για να τον τιμωρήσει για το προ τετραετίας συμβάν που του ανακοίνωσε η σύζυγος του. Επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στην οικία του και του ζήτησε εξηγήσεις. Ο τελευταίος ήταν αρνητικός στο να κάνει μαζί του διάλογο και του συνέστησε να αποχωρήσει από την οικία του, πλην όμως ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώθηκε. Αντίθετα, έχοντας, όπως προαναφέρθηκε, αποφασίσει να "τιμωρήσει" τον εγκαλούντα με ένα ξύλινο κλώστη σε σχήμα γκλομπ, αλλά και με τα χέρια του, του επέφερε κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματος του, προκαλώντας του τις σωματικές κακώσεις που περιγράφονται στο διατακτικό. Αρχικά ο εγκαλών επιχείρησε να αποφύγει τον ξυλοδαρμό απωθώντας τον κατηγορούμενο εκτός οικίας, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατόν. Όταν αντελήφθη ότι ήταν αδύνατον να αποτρέψει τον ξυλοδαρμό του, προσπάθησε να προφυλάξει το κεφάλι του. Επίθεση του εγκαλούντος στον κατηγορούμενο, η οποία να έδωσε αφορμή στον τελευταίο για άμυνα, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν αποδείχθηκε. Οι όποιες κακώσεις αυτός είχε μετά το πέρας του επεισοδίου είναι αποτέλεσμα της πάλης μεταξύ των δύο κατά το διάστημα που ο εγκαλών προσπαθούσε να αποφύγει τον ξυλοδαρμό. Ενισχυτικό της κρίσεως αυτής του δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι, ενώ αμέσως μετά το επεισόδιο, όταν ο εγκαλών εξήλθε της οικίας του και αναζήτησε την βοήθεια του μάρτυρα Γ1 για την κλήση ταξί που θα τον μετέφερε στο Νοσοκομείο, η σύζυγός του και ο αδελφός της, που τον ακολούθησαν μέχρι το κατάστημα του Γ1, επιβεβαίωσαν στον εν λόγω μάρτυρα ότι ξυλοκοπήθηκε ο εγκαλών επειδή, όπως είπαν, "ζήλευε τη γυναίκα του", δεν ανέφεραν τίποτα περί ξυλοδαρμού από μέρους του εγκαλούντος του κατηγορουμένου (βλ. κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα). Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, τόσο κατά την απολογία του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, όσο και στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπου ήταν παραστατικός λέγοντας "έφαγε της χρονιάς του και έπρεπε και άλλο να τον κτυπούσα", ομολόγησε ότι προκάλεσε στον κατηγορούμενο τις σωματικές βλάβες που αναφέρονται στο διατακτικό. Στην ίδια απολογία του, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι, όταν πληροφορήθηκε από τη σύζυγό του το περιστατικό του 1997, αναλογίσθηκε τις περαιτέρω ενέργειές του και μετά από σκέψη επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στην οικία του. Οι σωματικές βλάβες στον κατηγορούμενο, που περιγράφονται στο διατακτικό, ως εκ του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (ξύλινος κλώστης), της βιαιότητας των κτυπημάτων και των ευαίσθητων μερών του σώματος που προκλήθηκαν (κεφάλι), μπορούσαν να προκαλέσουν στον εγκαλούντα βαριά σωματική βλάβη. Υπό τα ανωτέρω περιστατικά, ο κατηγορούμενος είναι αυτός που επιτέθηκε πρώτος στον εγκαλούντα όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να κάνει διάλογο μαζί του και συνεπώς δεν βρέθηκε σε κατάσταση άμυνας, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται. Ούτε όμως η επίθεσή του στον εγκαλούντα ήταν αποτέλεσμα αγανακτήσεως από αμέσως προηγουμένη πράξη του παθόντα εναντίον του ή ενώπιόν του, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτός (κατηγορούμενος) επιτέθηκε πρώτος, από δε τη γνωστοποίηση του επεισοδίου σε βάρος της συζύγου του μέχρι την επίθεση στον εγκαλούντα μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα, που ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος αναφέρει, σκέφθηκε πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί, περιστατικό που δείχνει άνθρωπο νηφάλιο και όχι αγανακτισμένο. Επομένως, οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί άμυνας και εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 308 του Π Κ, που έχει εφαρμογή μόνο σε περιπτώσεις απλής σωματικής βλάβης και όχι επικίνδυνης, όπως εν προκειμένω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πρέπει, κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος, ν' απορριφθούν δε οι ισχυρισμοί του περί αναγνωρίσεως των ελαφρυντικών, του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, ως παντελώς αόριστοι". Περαιτέρω, στο διατακτικό της ίδιας αποφάσεως, που συμπληρώνει την ανωτέρω αιτιολογία της, εκτίθεται αφενός, ότι από τα επανειλημμένα κτυπήματα, που επέφερε ο αναιρεσείων στον παθόντα, προκλήθηκαν στον τελευταίο "απώλεια συνειδήσεως, παροδική περιτραυματική αμνησία, θλαστικό τραύμα στην ινιακή και στην αριστερή κροταφοβρεγματική χώρα, οίδημα και μώλωπες αριστερής παρειάς, ρήξη χαλινού άνω χείλους, εκτεταμένη θλαστική εκχύμωση στον αριστερό βραχίονα και αγκώνα με οίδημα μαλακών μορίων, θλαστική εκχύμωση δεξιού βραχίονα και εκτεταμένο οίδημα αυτού, εκχυμώσεις και οιδήματα αριστερής ωμικής ζώνης, θλαστική εκχύμωση κατά την δεξιά ωμοβραχιόνιο χώρα, θλαστικές κακώσεις κατά το ριζορίνιο, θλαστικό τραύμα κατά τον θόλο του κρανίου, δύο θλαστικές εκχυμώσεις κατά τη δεξιά οσφυϊκή χώρα, θλαστική εκχύμωση κατά το αριστερό θωρακικό τοίχωμα και στους δύο μηρούς, κακώσεις με οίδημα και εκχυμώσεις στο άκρο του αριστερού χεριού, δύο θλαστικές εκχυμώσεις στο οπίσθιο δεξιό ημιθωράκιο, ρωγμώδες κάταγμα έσω χείλους, αριστερής ωμοπλάτης και κεφαλής αριστερής κερκίδας, κλειστή κάκωση αριστερής ιερολαγονίου, κλειστή κάκωση άκρου αριστερού χεριού με προεξάρχουσες τις αρθρώσεις του παράμεσου δακτύλου και εκτεταμένη θλαστική εκχύμωση αριστερής περιοφθαλμίου χώρας με εκδορές και οίδημα", αφού διευκρινίζεται και πάλι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεξε διακινδύνευση για βαριά σωματική βλάβη του παθόντος και ειδικότερα ότι οι ανωτέρω κακώσεις, "ενόψει της πολλαπλότητας και βιαιότητας των κτυπημάτων, του χρησιμοποιηθέντος μέσου και του ευαίσθητου των πληγέντων σημείων του σώματος, μπορούσαν να προκαλέσουν στον παθόντα βαριά πάθηση του σώματος".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προπαρατέθηκε, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 308 και 309 ΠΚ, που εφήρμοσε. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού α) δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθεί στην αιτιολογία της αποφάσεως τι προέκυψε από κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο, ούτε να γίνει ειδική αξιολόγηση αυτών και συσχετισμός μεταξύ τους, β) δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των παραδοχών του σκεπτικού ότι, αφενός, "ο κατηγορούμενος, μετά την ανακοίνωση του συμβάντος αυτού από τη σύζυγό του, αποφάσισε να μεταβεί στην οικία του εγκαλούντος, προκειμένου να του προκαλέσει σωματικές βλάβες για να τον τιμωρήσει για το προ τετραετίας συμβάν που του ανακοίνωσε η σύζυγός του" και ότι, αφετέρου, "επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στην οικία του και του ζήτησε εξηγήσεις", καθόσον η προειλημμένη απόφαση για την οποία γίνεται λόγος στην πρώτη δεν αποκλείει, ως πραγματικό γεγονός, την ύπαρξη διαλόγου πριν από την υλοποίηση της αποφάσεως, στον οποίο αναφέρεται η δεύτερη, γ) από την αναφορά κατά το είδος τους, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, του αποδεικτικού μέσου των μαρτυρικών καταθέσεων και συγκεκριμένα ότι το δικάσαν Εφετείο συνήγαγε την κρίση του "...... από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο δικαστήριο τούτο .........", δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλες τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων άρα και εκείνη του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι βασικός μάρτυρας κατηγορίας και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικώς η μαρτυρία του μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και δ) επιτρεπτώς συμπληρώνεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς τις προκληθείσες στον παθόντα σωματικές βλάβες και κακώσεις, με ολική κατά το σημείο αυτό αναφορά του σκεπτικού στο διατακτικό της, το οποίο είναι κατά τούτο πλήρες και εντεύθεν ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ως προς το στοιχείο αυτό της αξιόποινης πράξεως της επικίνδυνης σωματικής βλάβης για την οποία πρόκειται. Περαιτέρω, οι περί εσφαλμένης αξιολογήσεως των καταθέσεων των μαρτύρων ...... και ...... ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, ενώ δεν είναι ελεγκτέο αναιρετικώς αν οι προεκτεθείσες ουσιαστικές παραδοχές της αποφάσεως είναι σύμφωνες ή όχι με τα αποδεικτικά μέσα που εξετίμησε το δικαστήριο. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως που πλήττει, κατά τις επί μέρους αιτιάσεις του, την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος για την ανωτέρω πράξη.
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που απαιτείται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139) πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα, μη αρκούσης σχετικώς μόνης της επικλήσεως της διατάξεως νόμου που τους προβλέπει. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι διέπραξε την αξιόποινη πράξη ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας, η οποία αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως κατά το άρθρο 22 ΠΚ και είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθεμένου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. Επίσης αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό α') "το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", και (υπό ε'), "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβαλε δια του συνηγόρου του τον ισχυρισμό ότι διέπραξε την πράξη, για την οποία κατηγορείτο, τελώντας σε κατάσταση άμυνας και ειδικότερα ότι ο εγκαλών το μεν τον απώθησε, για να τον εκβάλει από την οικία του όταν εκείνος τον επισκέφθηκε για να συζητήσουν περί του περιστατικού που μόλις του είχε ανακοινώσει η σύζυγός του, το δε "τον άρπαξε μανιωδώς από τα γεννητικά του όργανα και το πουκάμισο για να τον ρίξει κάτω και .......... Άρπαξε από την κουζίνα του σπιτιού του ένα ξύλινο κλώστη και τον κτύπησε στο πόδι και χέρι", εκείνος δε κτύπησε τον αναιρεσείοντα "για να σταματήσει την άδικη σε βάρος του παρατεταμένη επίθεση". Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε κατ' ουσίαν το δικάσαν Εφετείο με την αιτιολογία ότι "επίθεση του εγκαλούντος στον κατηγορούμενο η οποία να έδωσε αφορμή στον τελευταίο για άμυνα, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν αποδείχθηκε. Οι όποιες κακώσεις αυτός είχε μετά το πέρας του επεισοδίου είναι αποτέλεσμα της πάλης μεταξύ των δύο κατά το διάστημα που ο εγκαλών προσπαθούσε να αποφύγει τον ξυλοδαρμό. Ενισχυτικό ......... είναι το γεγονός ότι, ενώ αμέσως μετά το επεισόδιο, όταν ο εγκαλών εξήλθε της οικίας του και αναζήτησε τη βοήθεια του μάρτυρα Γ1 για την κλήση ταξί που θα τον μετέφερε στο νοσοκομείο, η σύζυγός του και ο αδελφός της που τον ακολούθησαν μέχρι το κατάστημα του Γ1, επιβεβαίωσαν στον εν λόγω μάρτυρα ότι ξυλοκοπήθηκε ο εγκαλών επειδή "ζήλευε τη γυναίκα του", δεν ανέφεραν τίποτα περί ξυλοδαρμού του κατηγορουμένου από μέρους του εγκαλούντος". Η αιτιολογία αυτή απορρίψεως του ως άνω ισχυρισμού είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον αναφέρει τα περιστατικά που αναιρούν το περιεχόμενο των ως άνω προβληθέντων από τον κατηγορούμενο και οδήγησαν στην αρνητική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω, από τα αυτά πρακτικά προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα περί της ενοχής του και την ανάπτυξη των θέσεων του πολιτικώς ενάγοντος από το συνήγορό του, ζήτησε, δια του συνηγόρου του αλλά και ο ίδιος, "την αναγνώριση ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και της μεταγενεστέρας επιδειχθείσας συμπεριφοράς". Ο ισχυρισμός αυτός, με το εν λόγω περιεχόμενο, είναι εντελώς αόριστος και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση ν' αποφανθεί επ' αυτού το Εφετείο, το οποίο, απορρίπτοντας αυτόν ως αόριστο, δεν υπέπεσε σε κάποια πλημμέλεια. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλει ο αναιρεσείων ότι χωρίς την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι ανωτέρω ισχυρισμοί του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, συντρέχει και όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο. Αυτό συμβαίνει όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 ΚΠοινΔ, τη θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια χειροτέρευση όταν το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, προβαίνει σε ακριβέστερο προσδιορισμό των πρωτοδίκως δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών, δια διευκρινίσεως και συμπληρώσεως αυτών κατά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, εφόσον δεν μεταβάλλεται ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος επί το βαρύτερον. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας του Τριμελούς Εφετείου που την εξέδωσε και ειδικότερα, διότι οι παρατιθέμενες, ευνοϊκές κατά τον αναιρεσείοντα, παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως δεν περιέχονται στις παραδοχές της προσβαλλομένης, οι οποίες έτσι είναι δυσμενέστερες γι' αυτόν, με επακόλουθο τη χειροτέρευση της θέσεώς του. Συγκεκριμένα δεν περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι εξής, κατά λέξη, παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως, 1) "υπήρξε συμπλοκή μεταξύ των δύο ανδρών", 2) "το πώς ξεκίνησε η συμπλοκή δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, διότι ο καθένας τους δίδει διαφορετική περιγραφή των μεταξύ τους διαμειφθέντων και του τρόπου ενάρξεως της πάλης τους", 3) "ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε η συμπλοκή μεταξύ των δύο ανδρών δεν αποδείχθηκε, καθώς δεν υπάρχει ούτε μαρτυρία ούτε κάποιο αντικειμενικό εύρημα από το οποίο να μπορεί να προκύψει", 4) "στη διάρκεια της συμπλοκής που προκάλεσε γενική αναστάτωση του χώρου της κουζίνας και του σαλονιού της οικίας του εγκαλούντος, έσπασε το τζάμι του παραθύρου της κουζίνας" και 5) "ο σχετικός στην από 11.1.2002 έγκληση - ισχυρισμός του κατηγορουμένου δεν μπορεί να κριθεί ούτε αληθής ούτε ψευδής. Το ότι φέρει δε από τη συμπλοκή κάκωση στο αριστερό του χέρι είναι αληθές, ενώ η βαρύτητα αυτής, το αν δηλαδή έχει πόνους και δυσκαμψία δεν έχει επίδραση επί του αξιοποίνου χαρακτήρα της πράξεως του εγκαλούντος". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι ουδεμία χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση και ουδεμία εκ τούτου υπέρβαση εξουσίας του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που την εξέδωσε, από το γεγονός ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι το επεισόδιο μεταξύ εγκαλούντος και αναιρεσείοντος συνέβη κατά τις παραλλαγές που επισημαίνονται, σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση, οι οποίες αποτελούν ακριβέστερο προσδιορισμό του επεισοδίου και όχι βαρύτερο χαρακτηρισμό της πράξεως και ανεπίτρεπτη εντεύθεν χειροτέρευση της θέσεως του αναιρεσείοντος. Τα αυτά λεκτέα, τέλος, και σε σχέση με την ισχυριζόμενη από τον αναιρεσείοντα, με τον ίδιο ως άνω δεύτερο λόγο αναιρέσεως, διαφορετική κρίση του δικάσαντος Εφετείου από τις, όμοιες με τις ανωτέρω παρατεθείσες, παραδοχές του 87/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων προέβαλε (επικουρικώς) ότι τελούσε σε δικαιολογημένη αγανάκτηση και ζήτησε "να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 3 ΠΚ". Εφόσον, όμως, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος επικίνδυνης σωματικής βλάβης, επί της οποίας δεν έχει εφαρμογή η προβλέπουσα τη δικαιολογημένη αγανάκτηση παρ. 3 του άρθρου 308 ΠΚ, όπως ορθώς δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και απέρριψε για το λόγο αυτό τον ανωτέρω ισχυρισμό, δεν υπήρχε υποχρέωση άλλης περαιτέρω αιτιολογήσεως της κρίσεως αυτής του Εφετείου, ο δε περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει η αίτηση να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 156/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ