Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Έλλειψη ακροάσεως που δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, προϋποθέτει προηγούμενη υποβολή σχετικού αιτήματος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 225/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μανούσο Μανουσέλη, περί αναιρέσεως της 924/2006 αποφάσεως του Τριμελους Πλημμελειοδικείου Ροδόπης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 68/07.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται, σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής " Στην ....... στις 22-6-2005, η κατηγορούμενη, προσέβαλε με λόγια και έργα την τιμή του εγκαλούντος Ψ1, απευθύνοντάς του τις φράσεις " αλήτη, παλιοταξιτζή, γαμημένε ποιος είσαι ρε" με σκοπό να προσβάλει την τιμή και την υπόληψή του με τις ως άνω φράσεις, χτυπώντας τον με τα χέρια στο στήθος και σπρώχνοντάς τον, υποτιμώντας έτσι την προσωπικότητά του με πρόθεση. Επίσης, με πρόθεση πρόσβαλε την τιμή και υπόληψη της εγκαλούσας Ψ2, απευθύνοντάς της τις φράσεις " δεν ξέρουμε ποια είσαι εσύ, μέσα στα χαντάκια πηδιόσουνα, είσαι κακόμοιρη, αγράμματη ζώο μην τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου στο χωριό, θα δεις τι θα σου κάνω" οι οποίες είναι πρόσφορες να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της. Τέλος, επιτέθηκε εναντίον της εγκαλούσας Ψ2 και με πρόθεση την τράβηξε από τα μαλλιά και από το χέρι, προκαλώντας της κάκωση αριστερού ωτός και κροταφοβρεγματική, κεφαλαλγία, ζάλη, ναυτία και εκδορές πηχεοκαρπικής,(βλ το με αριθμό ......... πιστοποιητικό του Σισμανόγλειου Γ.Ν Κομοτηνής), που είναι σωματικές βλάβες πολύ ελαφρές. Τα προαναφερθέντα προκύπτουν με σαφήνεια από τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων Ψ1, Ψ2, ...... και ........., οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες των άνω περιστατικών, ο τέταρτος δε ........ ήταν υποψήφιος αγοραστής του διαμερίσματος της κατηγορουμένης, ο οποίος μετέβη εκεί για να το ιδεί και δεν είχε καμία σχέση ούτε με την πολυκατοικία όπου έγιναν τα περιστατικά αυτά, ούτε με τους εγκαλούντες και την κατηγορουμένη. Οι καταθέσεις των παραπάνω τεσσάρων μαρτύρων δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων Γ1, ........., ......... και ............, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό και ό,τι καταθέτουν, το γνωρίζουν από την ίδια την κατηγορούμενη και ο Γ1, ειδικότερα τόσο από την κατηγορούμενη, όσο και από τον αυτόπτη μάρτυρα και θείο του μεσίτη, Γ2, ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και ο οποίος του είπε ότι έγινε φασαρία μεταξύ της κατηγορούμενης, κάποιου ταξιτζή και της Ψ2 και ότι η κατηγορούμενη είχε πεί στο θείο του ότι ο ταξιτζής της έλεγε πρόστυχα λόγια". Επομένως, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων της εξύβρισης με λόγια και έργα κατά συρροή και της πολύ ελαφράς από πρόθεση σωματικής βλάβης". Στη συνέχεια το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, την κήρυξε ένοχη και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 4 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για 3 χρόνια. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και του 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 94 παρ.1, 361 παρ.1 και 308 παρ.1 περ.β του Π.Κ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται ο δόλος της αναιρεσείουσας, η οποία είχε την πρόθεση να προσβάλει την τιμή των παθόντων, Ψ1 και Ψ2, με τη χρησιμοποίηση σε βάρος τους μειωτικών της τιμής και της υπολήψεώς τους λέξεων και φράσεων και μάλιστα, σε βάρος μεν του πρώτου, των λέξεων " αλήτη, παλιοταξιτζή, γαμημένε, χωριάτη, ζώο" και, σε βάρος της δεύτερης, των φράσεων "ξέρουμε ποια είσαι εσύ, που πηδιόσουνα μέσα στα χαντάκια, κακόμοιρη, αμόρφωτη, αγράμματη, ζώο...." και η γνώση της, ότι με τις ενέργειές της αυτές προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψή τους. Περαιτέρω, αιτιολογείται η πρόθεσή της αναιρεσείουσας, να προκαλέσει σε βάρος της Ψ2, πολύ ελαφρές σωματικές κακώσεις, αφού επιτέθηκε εναντίον της και, με τα χέρια της, της προκάλεσε τις αναφερόμενες στην οικεία ιατροδικαστική έκθεση, που αναγνώστηκε, σωματικές βλάβες.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους, κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το δικαστήριο δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Γ2, ο οποίος είχε αποβιώσει και την οποία είχε επικαλεστεί η αναιρεσείουσα, κατά τη συζήτηση ενώπιον αυτού. Από τα πρακτικά όμως της δίκης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από την αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη ή τον παραστάντα συνήγορό της ανάλογο αίτημα, ούτε και ζητήθηκε η διόρθωση των πρακτικών της δίκης εκείνης κατά το σημείο τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα.
Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 924/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ