Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1667 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Ψευδορκία μάρτυρα, Απόφαση αθωωτική.




Περίληψη:
Αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αθώωση του κατηγορουμένου για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επάρκεια αιτιολογίας. Λήφθηκαν υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και δεν έγινε επιλεκτική χρήση αυτών. Απορρίπτει την αναίρεση.




Αριθμός 1667/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 3035/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον Χ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Καλλιόπη Φιλοκαλιώτου και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 45/25-7-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1330/2007.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους διαδίκους που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δικαιούται να ασκεί αναίρεση για κάθε απόφαση, αθωωτική ή καταδικαστική, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Προκειμένου δε για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας συντρέχει και όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας, αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμό 3035/2006 απόφασης, το Τριμελές Εφετείο (για Πλημμελήματα) Θεσσαλονίκης, κήρυξε με αυτή αθώο τον κατηγορούμενο, της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα με την εξής αιτιολογία: Συγκεκριμένα, το άνω δικαστήριο δέχθηκε ότι: "Από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, το δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την παράνομη πράξη της ψευδορκίας, δοθέντος ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, η ένορκη κατάθεση του δράστη πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς αναληθή. Ως αντικειμενικώς ψευδές θεωρείται το περιστατικό, όχι μόνο όταν είναι αντίθετο με την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνο που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 1257/2004 Ποιν. Δικ. 2004-1215). Ειδικότερα, όταν ο κατηγορούμενος, την 18-11-1998, κατέθεσε ενόρκως ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευαγγελίας Κούρου και βεβαίωσε ότι: την νύχτα που έλαβε χώρα ο εμπρησμός στο γραφείο του κ. Ψ, εγώ ευρισκόμουν στην καφετέρια "...", η οποία βρίσκεται απέναντι από το δικηγορικό του γραφείο. Γνώριζα, ότι εκεί υπήρχε κάποιο δικηγορικό γραφείο επειδή είμαι θαμώνας της καφετέριας, αλλά έμαθα ότι ανήκει στον κ. Ψ μετά το συμβάν. Το βράδυ εκείνο ευρισκόμουν με τη φίλη μου Α, η οποία εργαζόταν εκεί και έβλεπα προς το δρόμο. Κάποια στιγμή η φίλη μου, μου είπε, ότι της φάνηκε ότι κάποιος νεαρός που περνούσε απέναντι πέταξε κάτι προς το γραφείο του. Γύρισα και εγώ και πράγματι είδα ένα νεαρό να περπατάει γρήγορα, να στρίβει σε ένα στενό και να απομακρύνεται. Καθ' όλη τη διάρκεια που τον παρατηρούσα μέχρι που απομακρύνθηκε, δεν έτρεξε καθόλου, αλλά περπατούσε, είχε τρομερή ψυχραιμία και ανεπιφύλακτα δηλώνω ότι δεν είδα κάποιον να τον κυνηγά. Μετά την απομάκρυνση του νεαρού σιγά-σιγά εκδηλώθηκε η πυρκαγιά την οποία παρακολουθήσαμε και ήταν εύκολο να την βλέπουμε στην ανάπτυξή της, διότι το εσωτερικό του γραφείου, στο οποίο εκδηλώθηκε δεν ήταν φωτισμένο. Εγώ με άλλους θαμώνες της καφετέριας, βοηθήσαμε στην κατάσβεσή της. Ειδοποιήθηκε ο ιδιοκτήτης του γραφείου κ. Ψ, αλλά κατά την κατάσβεση της, δεν ήταν παρών, τα οποία επιβεβαίωσε και ενόρκως την 29-6-1999, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκου Θεσσαλονίκης (Β τμήμα), ήταν αληθή, όπως αποδεικνύεται από τις μετά λόγου γνώσεως καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης Β, Γ και Δ, οι οποίοι εξεταζόμενοι ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατέθεσαν μεταξύ άλλων και τα εξής: Α) Β: "Είμαι ο ιδιοκτήτης της καφετέριας ... . Εκείνο του βράδυ κλείσαμε η ώρα 03.00 πρωϊνή. Εκείνο το βράδυ όταν ξέσπασε η πυρκαγιά έδωσα οδηγίες στη σύζυγό μου να τηλεφωνήσει και να καλέσει την αστυνομία και την πυροσβεστική. Εμείς πήραμε και ειδοποιήσαμε εκτός από την αστυνομία την πυροσβεστική και τον κ. Ψ", Β) Γ: "Είμαι σύζυγος του Β. Εκείνο το βράδυ του συμβάντος ήμουνα στην καφετέρια και συγκεκριμένα στην ταμειακή μηχανή. Κλείσαμε αργά το κατάστημα. Όταν ξέσπασε η φωτιά αμέσως είδαμε τη φλόγα. Στην καφετέρια ήταν και η Α και είπε ότι είδε κάποιο άτομο να πετά κάτι στο γραφείο. Εγώ τηλεφώνησα στον κ. Ψ και μίλησα η ίδια μαζί του και τον ειδοποίησα για το τι είχε συμβεί. Ο κατηγορούμενος εκείνο το βράδυ ήταν στην καφετέρια και η κοπέλα του εργαζόταν στο ΜΠΑΡ και περίμενε να σχολάσουν για να φύγουν μαζί." Γ) Δ: " Εκείνο το βράδυ που συνέβη ο εμπρησμός ήμουν στην καφετέρια με το σύζυγό μου και ένα φιλικό μας ζευγάρι. Θυμάμαι ότι είδα τον κατηγορούμενο στην καφετέρια. Κάποιοι είδαν και φωτιά, προκλήθηκε αναστάτωση και βγήκαμε έξω από τη καφετέρια για να δούμε τι συνέβαινε. Αργότερα ο κατηγορούμενος είπε ότι είδε κάποιο άτομο". Ενόψει όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται αδιαμφισβήτητα ότι όσα ο κατηγορούμενος κατέθεσε ένορκα ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου στις 18-11-1998, αλλά και στις 29-6-1999 ενώπιον της Β' Πταισματοδίκου Θεσσαλονίκης, ήταν αληθή και δεν αντικρούονται από την αναληθή κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Ε, αστυνομικού, ο οποίος κατέθεσε ότι ήταν παρών εκείνη τη νύχτα της πυρκαγιάς, διότι είχε ειδοποιηθεί υπηρεσιακά, ενώ προκύπτει από τους πίνακες διάταξης Υπηρεσίας της 8-2-1996, 9-2-96 και 10-2-96 ότι ήταν εκτός υπηρεσίας( βλ. σχετικά έγγραφα).
Συνεπώς, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος". Σύμφωνα με τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία, ότι λήφθηκαν υπόψη, όχι μόνο η χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, αλλά και οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως. Η ιδιαίτερη αποσπασματική αναφορά, κατά τις οικείες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στους μάρτυρες υπερασπίσεως, Β, Γ και Δ, οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αποτελούσε εξειδίκευση σε όσα πραγματικά περιστατικά κατέθεσαν αυτοί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε και τις λοιπές μαρτυρικές αποδείξεις και πολύ περισσότερο, ότι απέκλεισε τους μάρτυρες κατηγορίας, τη στιγμή μάλιστα που δέχεται ειδικά η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι έλαβε υπόψη της και την μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας, αστυνομικού, Ε. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν δεόντως, όχι μόνο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, με τα αναφερόμενα σ' αυτά και αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά και το σύνολο των εγγράφων, που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και οπωσδήποτε δεν κατέληξε στην απαλλακτική του κρίση, μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, αλλά σε συνδυασμό και με τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας και από το σύνολο όλων των εγγράφων, που αναγνώσθηκαν. 'Ετσι, ουδεμία πλέον, αμφιβολία δημιουργείται, αντίθετα, με βεβαιότητα, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, επιπλέον δε αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και από την επισκόπησή της, προκύπτει ότι έγινε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η επιβαλλόμενη από το συνδυασμό των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται παραπάνω και δεν λήφθηκαν επιλεκτικά υπόψη ορισμένα μόνο αποδεικτικά μέσα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει, να απορριφθεί. Μετά από αυτά, και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμό 53/19-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της 3035/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή