Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος.
Περίληψη:
Όροι και προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 25 Ν. 1882/1990, όπως ισχύει. Προϋποθέσεις εφαρμογής ευμενέστερου νόμου κατά το άρθρο 2 του ΠΚ. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1083/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, περί αναιρέσεως της 713/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 570/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για δάνεια, με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές, όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι (6) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, γ) ενός (1) τουλάχιστον έτους προκειμένου για δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και έξι (6) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4.500.000) δραχμές, όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του πιο πάνω εγκλήματος είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν αυτό καταβάλλεται σε δόσεις και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολοκλήρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 713/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, μετατραπείσαν σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 γ, 2, 3 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, ήτοι για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1γ, 2, 3 του Ν. 1882/1920 και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στην Αθήνα την 1-3-2002, ενώ είχαν βεβαιωθεί την 31-12-2001 στην Ι' ΔΟΥ Αθηνών σε βάρος της ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ "ΑΑ" με ΑΦΜ ..., της οποίας ο κατηγορούμενος ήταν διαχειριστής, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, τα οποία αναφέρονται στον πίνακα χρεών της παραπάνω ΔΟΥ (αριθμός ειδικού βιβλίου ...), που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 21-4-2003 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της ίδια ΔΟΥ, ηθελημένα δεν κατέβαλε το ποσό των 112.350,40 ευρώ, που αφορά σε λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, δηλαδή καθυστέρησε την καταβολή πέραν των δύο μηνών από τη λήξη καταβολής για τα παραπάνω χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ. Πρέπει όμως να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ, διότι τέλεσε την πράξη του από μη ταπεινά αίτια, και συγκεκριμένα, διότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε συμφωνήσει με τον έτερο διαχειριστή της ανωτέρω Κοινοπραξίας ΑΑ να αναλάβει ο τελευταίος την κάλυψη οποιωνδήποτε οφειλών της Κοινοπραξίας έναντι τρίτων μεταξύ των οποίων και τις οφειλές έναντι του Δημοσίου, χωρίς ωστόσο ο τελευταίος να εκπληρώσει την έναντι του συνεταίρου του αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση (βλ. κατάθεση μάρτυρα ΑΑ , από 1-4-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης και εκκαθάρισης της Κοινοπραξίας ΑΑ ). Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η εν λόγω Κοινοπραξία είχε αναλάβει την εκτέλεση του δημοσίου έργου "Εγκατάσταση Δασικού Χωριού - ...", το 80% του οποίου αφορούσε σε οικοδομικές εργασίες, για τις οποίες αρμόδιος ήταν ο ΑΑ, και το 20% αυτού αφορούσε σε ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες, για τις οποίες ήταν αρμόδιος ο κατηγορούμενος. Αφού λοιπόν ο τελευταίος ανέλαβε το μικρότερο μέρος του έργου, συμμετείχε ανάλογα και στο κεφάλαιο της Κοινοπραξίας, ενώ στα κέρδη αυτής συμμετείχε κατά ποσοστό 115 (βλ. από 8-7-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης κοινοπραξίας)".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. αξιούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στις προαναφερθείσες διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους, καθόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλομένης, το χρέος βεβαιώθηκε στην αρμόδια Ι' ΔΟΥ Αθηνών, στις 31.12.2001 και στα 1.3.2002, μετά δηλαδή την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας που απαιτεί ο νόμος για την καταβολή των εφάπαξ καταβαλλόμενων χρεών, όπως είχε χαρακτηρισθεί και το επίδικο, ο αναιρεσείων ηθελημένα δεν κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό των 112.350,40 ευρώ. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν αναγκαία η καταχώριση του περιεχομένου του πίνακα χρεών στην προσβαλλομένη, ενόψει του ότι, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό, διαλαμβάνονται όλα τα κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, ήτοι, η αρχή που βεβαίωσε το χρέος, το ύψος αυτού, ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ), ο χρόνος πληρωμής του και η μη πληρωμή του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, ο πίνακας χρεών, σαν αναπόσπαστο μέρος της από 21.4.2003 μηνυτήριας αναφοράς της Ι' ΔΟΥ Αθηνών, αποτελεί έγγραφο της δικογραφίας και ως εκ τούτου ήταν γνωστός στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο από τότε που επιδόθηκε σ'αυτήν το κλητήριο θέσπισμα.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι.
ΙΙ. Μετά την με το άρθρο 34 (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών) του Ν. 3220/2004, που η ισχύς του άρχισε από 1.1.2004, αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμό ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες της προηγούμενης νομικής ρύθμισης. Αναφορικά, δε, με το χρόνο διάπραξης του εν λόγω ποινικού αδικήματος, ο οποίος είναι εκείνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, άσχετα αν η καταβολή των χρεών γίνεται με δόσεις ή εφάπαξ, η διάταξη αυτή είναι προφανώς ευμενέστερη της προηγούμενης ρύθμισης, η οποία προέβλεπε, προκειμένου για χρέος που έχει ρυθμισθεί να καταβληθεί σε δόσεις, να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και, προκειμένου για χρέος καταβαλλόμενο εφάπαξ, να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Όμως, η διάταξη αυτή, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αποσπασματικά, μόνο δηλαδή κατά το μέρος του, προκειμένου να διαπραχθεί το αναφερόμενο ποινικό αδίκημα, έπρεπε να συμπληρωθεί χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών από τότε που ήταν καταβλητέο το χρέος, διότι αυτό αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ., το οποίο προβλέπει την εφαρμογή του ευμενέστερου νόμου στο σύνολό του. Επομένως, ο τρίτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο, με την επίκληση της εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. πλημμέλεια, προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 252/1997, η οποία προέβλεπε ότι το αδίκημα της εφάπαξ καταβολής χρεών προς το Δημόσιο τελείται με την καθυστέρηση καταβολής τους πέραν των δύο (2) μηνών, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει την ευμενέστερη γι' αυτόν διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, η οποία προβλέπει ότι το αδίκημα τελείται με τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, είναι αβάσιμος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 176/14.3.2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 713/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ