Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Κράτηση προσωρινή, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
Περίληψη:
1) Δεν συντρέχουν η εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως και η υποδικία. Ορθά το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως αρχίζει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε με δικαστική απόφαση. 2) Το Δικαστήριο μπορεί να ανακαλεί τις μη οριστικές του αποφάσεις. Τέτοιες αποφάσεις είναι και τα βουλεύματα που κρίνουν για την ισχύ της προσωρινής κρατήσεως. 3) Δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η δικογραφία επί 10ήμερο στα γραφεία της Εισαγγελίας εφ’ όσον ο κατηγορούμενος, που υπέβαλε αίτηση για να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, μετέβη και έλαβε γνώση αυτής. Απορρίπτει.
Αριθμός 1262/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλείου Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 434/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, με αριθμό 145/27-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 44 από 3.3.2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η υπ'αριθμόν 557/2007 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 2831/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της απάτης κατ'εξακολούθηση με συνολικό περιουσιακό όφελος και συνολική ζημία άνω των 73.000 €, β) της απόπειρας απάτης με προσδοκώμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη απειληθείσα ζημία άνω των 73.000 €, γ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση με σκοπό τον προσπορισμό στον εαυτόν του περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, τελεσθείσα από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, δ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, ε) της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση και στ) της αντιποίησης άσκησης δικηγορίας, προσέτι δε το ως άνω πληττόμενο βούλευμα διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του 28/2006 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως της 18ης τακτικής ανακρίτριας Αθηνών και όρισε ως χρόνο έναρξης της προσωρινής κράτησης την 14.9.2007, και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου Φωτίου Μήτση, έχοντος προς τούτο ειδική εξουσιοδότηση και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη α) της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' σε συνδ. με άρθρο 171 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), β) της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ Κ.Π.Δ.) και γ) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ούτοι συνίστανται, όπως αναφέρονται στην αίτηση στο ότι α) ενώ ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων είχε υποβάλει αίτηση να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και έλαβε γνώση την 17.9.2007 της εν λόγω προτάσεως, εν τούτοις η πρόταση αυτή με τη δικογραφία δεν παρέμεινε στα εισαγγελικά γραφεία μέχρι της εκπνοής του 10ημέρου, αλλά διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο πλημμελειοδικών την 18.9.2007, το οποίο και συνεδρίασε και εξέδωσε το υπ'αριθμόν 2831/2006 βούλευμά του παραβιάσθηκαν δε με τον τρόπο αυτό οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, πράγμα που δεν έλαβε υπόψη το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, β) αν και το υπ'αριθμόν 28/1.11.2006 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 18ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, δια του υπ'αριθμόν 2475/2007 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών είχε παύσει να ισχύει, εν τούτοις το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του άνω εντάλματος και όρισε ως χρόνο έναρξης της προσωρινής κρατήσεως του αναιρεσείοντος την 14.9.2007, όπως οριζόταν στο άνω ένταλμα και γ) χωρίς καμία αιτιολογία το πληττόμενο βούλευμα δέχτηκε ότι δεν συντρέχουν η εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης και η υποδικία αλλά δέχτηκε ότι ο χρόνος προσωρινής κράτησης αρχίζει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε με δικαστική απόφαση. Επειδή 1) από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ'αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος (Α.Π. 1173/2005 Π.Χ. ΝΣΤ σελ. 154), 2) όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ.στ Κ.Π.Δ., υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά το νόμο, για την άσκησή της ή όταν παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της, προϋποθέσεις (Α.Π. 2396/2004 Π.Χ. ΝΕ/2005 σελ. 818) και 3) η απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν διαλαμβάνονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη προανάκριση ή την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείσθηκε το εκδώσαν το βούλευμα Συμβούλιο περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παρ'αυτού γενόμενα δεκτά περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Επειδή κατά το άρθρο 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. "Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον Εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει τη πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει, σ'αυτή τη περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες....... Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στη γραμματεία της Εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής". Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον το συμβουλίου πλημμελειοδικών αλλά και ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου, η παράβασή της δε επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ'άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί ανάγεται στη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη και ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Όταν όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της πρότασης του Εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση, ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί δέκα ημέρες, αλλά μπορεί η υπόθεση να εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνά της, δίχως να προκύπτει ακυρότητα. Η λύση αυτή είναι άμεση συνέπεια της υλοποίησης της δυνατότητας του κατηγορουμένου, ο οποίος ικανοποίησε το δικαίωμά του (Α.Π. 362/2006 Π.Χ. ΝΣΤ/2006 σελίδα 890). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 87 ΠΚ, 371 παρ. 4, 284 παρ. 1, 552 Κ.Π.Δ., σε περίπτωση συμπτώσεως του χρόνου προφυλακίσεως με το χρόνο εκτίσεως ποινής που επιβάλλεται για άλλο έγκλημα, δεν λογίζεται ως χρόνος προφυλακίσεως ο χρόνος που συμπίπτει με αυτόν της εκτίσεως ποινής, γιατί απότιση ποινών με συνέκτιση αποκλείεται. Δεν αναγνωρίζεται από τη ποινική μας νομοθεσία (Α.Π. 1822/1983 ΠΧ ΛΔ σελ. 608). Αν λοιπόν ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως συμπίπτει με το χρόνο εκτίσεως ποινής, που επιβλήθηκε για άλλο αδίκημα, διακόπτεται η προσωρινή κράτηση (Α.Π. 54/1994 Π.Χ. ΜΔ σελ. 237) βλέπε και την υπ'αριθμ. 2/91 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τέλος κατά το άρθρο 548 Κ.Π.Δ. "Η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις". Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι οι αποφάσεις διακρίνονται σε οριστικές και προδικαστικές ή παρεμπίπτουσες. Οριστικές είναι εκείνες δια των οποίων περατούται η δίκη και ο δικαστής απεκδύεται πάσης περαιτέρω εξουσίας, ενώ προδικαστικές είναι οι μη τελειωτικώς επί της κατηγορίας αποφαινόμενες. Τις αποφάσεις αυτές (προδικαστικές), οι οποίες δεν λύνουν οριστικώς αναφυέν ζήτημα, δύναται πάντοτε να ανακαλέσει το δικαστήριο. (βλέπε Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τόμος πρώτος, έκδοση τρίτη σελίδα 190). Ακόμη η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου προς έλεγχο της διάρκειας της προσωρινής κρατήσεως μετά τη περάτωση της ανακρίσεως και την εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρείται και μετά την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο ακροατήριο και έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, χωρίς η αρμοδιότητά του να υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό εξαρτώμενο από τη χρονική διάρκεια της δίκης (Εφετείο Αθηνών 2066/2003 Π.Χ ΝΓ σελ. 832). Στη προκειμένη περίπτωση α) ο αναιρεσείων είχε υποβάλλει αίτηση να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Πράγματι στις 17-9-2007 ειδοποιήθηκε και μετέβη στο αρμόδιο γραφείο της Εισαγγελίας και έλαβε γνώση της από 13.9.2007 υπ'αριθμ. ΕΓ 73-07/1/4 προτάσεως του Εισαγγελέως. Αφού έλαβε γνώση η υπόθεση διαβιβάστηκε στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο συνεδρίασε την 18.9.2007 και εξέδοσε το υπ' αριθμόν 2831/2007 βούλευμα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πράγματι η εισαγγελική πρόταση με τη δικογραφία δεν παρέμεινε στα γραφεία της Εισαγγελίας επί 10ήμερον, αβασίμως όμως, κατά τα ανωτέρω, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ούτω ιδρύεται λόγος αναιρέσεως καθ' όσον η διαβίβαση της δικογραφίας έγινε αφού έλαβε γνώση της προτάσεως και κατόπιν τούτου δεν ήταν επιβεβλημένο να παραμείνει η δικογραφία στο αρμόδιο γραφείο μέχρις συμπληρώσεως του 10ημέρου. Β) Μετά την απολογία του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος ενώπιον της ανακρίτριας του 18ου τακτικού τμήματος Αθηνών, διατάχθηκε αρμοδίως η προσωρινή κράτηση αυτού δυνάμει του υπ'αριθμόν 28/1-11-2006 εντάλματος. Στις 29-5-2007 και 2-7-2007 ο ανωτέρω υπέβαλε ενώπιον του συμβουλίου Πλημμελειοδικών αιτήσεις αντικαταστάσεως της κράτησής του με περιοριστικούς όρους. Το συμβούλιο, αγνοώντας σχετικό έγγραφο του Δ/τη των φυλακών, κατά το οποίον ούτος κρατείτο για καταδικαστικές αποφάσεις (οι οποίες κατά τα ανωτέρω διέκοψαν την προσωρινή κράτηση) δέχτηκε ότι οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν από τον Εισαγγελέα μετά τη συμπλήρωση 6μήνου προσωρινής κρατήσεως (!) και αποφάνθηκε με το υπ' αριθμόν 2475/2007 βούλευμα ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αποφανθεί το Συμβούλιο για την εξακολούθηση ή μη της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου........ που διατάχθηκε με το υπ'αριθμόν 28/1-11-2006 ένταλμα της άνω ανακρίτριας ............ του οποίου έπαυσε ήδη η ισχύς (!). . Επί της ουσίας της υποθέσεως εκδόθηκε από το άνω συμβούλιο το υπ'αριθμόν 2831/2007 βούλευμα, δια του οποίου, εκτός των άλλων διέταξε τη σύλληψη του κατηγορουμένου και την εντεύθεν προσωρινή του κράτηση έως την οριστική εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας. Της υποθέσεως επελήφθη το συμβούλιο Εφετών Αθηνών κατόπιν της υπ'αριθμόν 557/2007 έφεσης του κατηγορουμένου. Για το θέμα της προσωρινής του κράτησης και της ισχύος του άνω εντάλματος προσωρινής κρατήσεως αφιερώνει περισσότερες από δύο σελίδες (βλέπε φύλλα 11 και 12 του αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος) στο οποίο αφού αναφέρει ότι "η έκτιση της ποινής προηγείται στην εκτέλεση της υποδικίας"και αποδεικνύει με νομικές σκέψεις ότι το συμβούλιο Πλημμελειοδικών "εκτιμώντας λανθασμένα ότι η ισχύς του 28/2007 εντάλματος της 18ης τακτικής ανακρίτριας Αθηνών είχε παύσει να ισχύει....... παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εξέτιε ποινή.....". Ούτως διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του άνω εντάλματος, με χρόνο έναρξης της προσωρινής κρατήσεως την 14.9.2007 ήτοι την ημέρα κατά την οποίαν ολοκλήρωσε την έκτιση ποινών από καταδικαστικές αποφάσεις. Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα υπερέβη την εξουσία του διότι αποφάνθηκε για θέμα το οποίο είχε αμετακλήτως κριθεί από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αφού άλλωστε οι προδικαστικές αποφάσεις δεν δημιουργούν δεδικασμένο και το συμβούλιο μπορεί να τις ανακαλέσει. Αβάσιμος δε είναι και ο ισχυρισμός του ότι η απόφαση του πληττομένου βουλεύματος στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τη προσωρινή κράτηση καθόσον εκ των άνω διαλαμβανομένων προκύπτει ότι με αυτά που δέχτηκε το άνω συμβούλιο, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτουμένη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που καθιστά εφικτόν τον αναιρετικό έλεγχο. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω οι λόγοι που επικαλείται ο αναιρεσείων είναι στο σύνολό τους αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον αναιρεσείοντα. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 44/3.3.2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμόν 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα έξοδα στον άνω αναιρεσείοντα.
Αθήνα 19 Μαρτίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, το άρθρο 308 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει τα ακόλουθα: "Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει. σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες...Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής". Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, για να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όσο και ενώπιον των συμβουλίων των εφετών και του Αρείου Πάγου, η παράβασή της δε επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διότι ανάγεται στη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη, ιδρύοντας λόγον αναιρέσεως. Όταν, όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της εισαγγελικής προτάσεως και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση του περιεχομένου της, τότε ικανοποιείται ο σκοπός το νόμου και δεν είναι αναγκαίο πλέον να παραμείνει η πρόταση αυτή στο γραφείο του γραμματέως, αλλά μπορεί η υπόθεση να εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνά της, χωρίς να προκύπτει ακυρότητα. Τούτο είναι άμεση συνέπεια της υλοποιήσεως της δυνατότητας του κατηγορουμένου, ο οποίος, λαμβάνοντας γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως, ικανοποίησε το σχετικό δικαίωμά του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων είχε υποβάλει αίτηση να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών. Πράγματι, στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 ειδοποιήθηκε και μετέβη στο αρμόδιο γραφείο της Εισαγγελίας και έλαβε γνώση της από 13.9.2007 με αριθμό ΕΓ 73-07/1/4 προτάσεως του Εισαγγελέως. Αφού έλαβε γνώση, η υπόθεση διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο συνεδρίασε στις 18 Σεπτεμβρίου 2007 και εξέδωσε το 2831/2007 βούλευμα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πράγματι η εισαγγελική πρόταση με τη δικογραφία δεν παρέμεινε στα γραφεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερον, χωρίς όμως απ' αυτό και μόνο να ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, όπως αβασίμως διατείνεται ο αναιρεσείων, διότι η διαβίβαση της δικογραφίας στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έγινε αφού ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και κατόπιν τούτου δεν ήταν επιβεβλημένο να παραμείνει η δικογραφία στο αρμόδιο γραφείο μέχρι τη συμπλήρωση του δεκαημέρου.
ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ' αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ., υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά τον νόμο για την άσκησή της ή όταν παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν διαλαμβάνονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση ή την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε το Συμβούλιο που εξέδωσε το βούλευμα για ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων προς παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε πραγματικά περιστατικά που έγιναν απ' αυτό δεκτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 87 του Ποινικού Κώδικα, 371 παρ. 4, 284 παρ. 1 και 552 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε περίπτωση συμπτώσεως του χρόνου προσωρινής κρατήσεως με τον χρόνο εκτίσεως ποινής που επιβάλλεται για άλλο έγκλημα, δεν λογίζεται ως χρόνος προσωρινής κρατήσεως ο χρόνος που συμπίπτει με εκείνο της εκτίσεως ποινής, διότι απότιση ποινών με συνέκτιση αποκλείεται, διότι δεν αναγνωρίζεται από την ποινική μας νομοθεσία. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση που ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως συμπίπτει με εκείνο της εκτίσεως ποινής, που επιβλήθηκε για άλλο αδίκημα, διακόπτεται η προσωρινή κράτηση. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 548 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας "η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι οι αποφάσεις διακρίνονται σε οριστικές και προδικαστικές ή παρεμπίπτουσες. Οριστικές είναι εκείνες με τις οποίες περατώνεται η δίκη και ο δικαστής απεκδύεται από κάθε περαιτέρω εξουσία, ενώ προδικαστικές είναι οι αποφάσεις που δεν αποφαίνονται επί της κατηγορίας τελειωτικώς. Τις αποφάσεις αυτές, οι οποίες δεν λύνουν οριστικώς αναφυέν ζήτημα μπορεί πάντοτε να ανακαλέσει το δικαστήριο. Ακόμη, η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου, για έλεγχο της διάρκειας της προσωρινής κρατήσεως μετά την περάτωση της ανακρίσεως και την εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρείται και μετά την έναρξη της εκδικάσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο και μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, χωρίς η αρμοδιότητά του να υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό εξαρτώμενο από τη χρονική διάρκεια της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατά τα άνω επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν και τα επόμενα: Μετά την απολογία του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ενώπιον της ανακρίτριας του 18ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκδόθηκε το με αριθμό 28/1.11.2006 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, δυνάμει του οποίου διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση του αναιρεσείοντος. Στις 29 Μαΐου 2007 και 2 Ιουλίου 2007, ο αναιρεσείων υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αιτήσεις αντικαταστάσεως της κρατήσεώς του με περιοριστικούς όρους. Το Συμβούλιο, αγνοώντας σχετικό έγγραφο του Διευθυντή των Φυλακών, κατά το οποίο αυτός εκρατείτο σε εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων (οι οποίες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω νομική σκέψη, διέκοψαν την προσωρινή κράτηση) δέχθηκε ότι οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν μετά τη συμπλήρωση εξάμηνης προσωρινής κρατήσεως και αποφάνθηκε με το 2475/2007 βούλευμα ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση για να αποφανθεί το Συμβούλιο σχετικά με την εξακολούθηση ή μη της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου που διατάχθηκε με το παραπάνω ένταλμα της ανακρίτριας, του οποίου, κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών έπαυσε ήδη η ισχύς. Επί της ουσίας της υποθέσεως εκδόθηκε από το ως άνω Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το 2831/2007 βούλευμα, με το οποίο, εκτός των άλλων, διατάχθηκε η σύλληψη του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) και η εντεύθεν προσωρινή του κράτηση μέχρι την οριστική εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας. Κατά του τελευταίου τούτου βουλεύματος, ο αναιρεσείων άσκησε την 557/2007 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στο οποίο με επιτρεπτή αναφορά και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση γίνεται λόγος και για την προσωρινή κράτηση του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα στο ως άνω βούλευμα αναφέρονται και τα ακόλουθα: "Αναφορικά με τη διάταξη του εκκαλουμένου βουλεύματος που διατάσσει τη σύλληψη και προσωρινή του κράτηση, ο εκκαλών 1) διατείνεται ότι είναι αναιτιολόγητο, διότι δεν αναφέρει τίποτε σχετικά με τον τίτλο δυνάμει του οποίου εκρατείτο στη Φυλακή από 14/9/2007 μέχρι 27/9/2007, που εκδόθηκε αυτό (το εκκαλούμενο βούλευμα), πράγμα που ωστόσο όφειλε να κάνει δεδομένου ότι στις 14/9/2007 αυτός έπρεπε να αποφυλακιστεί, αφού αφ' ενός μεν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2475/6.8.2007 προγενέστερο βούλευμά του είχε αποφανθεί ότι το 28/1.11.2007 ένταλμα του 18ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών είχε παύσει να ισχύει, αφετέρου δε αυτός στις 14.9.2007 πλήρωσε την ποινή που του επεβλήθη με την 2436/2007 συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και 2) διατείνεται ότι δεν είναι αναγκαία η προσωρινή του κράτηση, διότι είναι γνωστής διαμονής, δεν είναι ύποπτος φυγής, δεν υπάρχει περίπτωση τέλεσης άλλων αδικημάτων από αυτόν και τέλος στο παρελθόν, όποτε κλήθηκε αρμοδίως, εμφανίστηκε όπου και όποτε του ζητήθηκε και επομένως ζητά την άρση αυτής. Για το θέμα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σε βάρος του κατηγορουμένου εκδόθηκε το 28/1.11.2006 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, με χρόνο έναρξης της προσωρινής κράτησης την 27.10.2006. Όμως, η προσωρινή του κράτηση δεν άρχισε τότε, επειδή αυτός εξέτιε αρχικά και μέχρι την 9.3.2007 την 3104/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, με την οποία του επεβλήθη ποινή φυλάκισης τριών ετών άνευ μετατροπής (βλ. το με αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου), έκτοτε δε την κατά συγχώνευση της ανωτέρω με άλλες, συνολική ποινή φυλάκισης των τεσσάρων ετών και έξι μηνών που καθορίστηκε με την 2436/9.3.2007 συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών (βλ. την 2436/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών αυτήν, την 57/2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και το με αριθ. πρωτ. ..... πιστοποιητικό κράτησης της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου). Στις 14.9.2007 ο κατηγορούμενος εξαγόρασε το υπόλοιπο της ποινής του που καθορίστηκε με την ανωτέρω συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε μετατραπεί προς 4, 40 ευρώ και αποφυλακίστηκε τυπικά γι' αυτήν (βλ. τον από 14.9.2007 πίνακα εκκαθάρισης ποινών του Γραμματέα της Εκκαθάρισης του Εφετείου Αθηνών και την με αριθ. πρωτ. 48286/14.9.2007 παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προς τη Δικαστική Φυλακή Ναυπλίου). Έκτοτε δε κρατείται με το 28/2006 ένταλμα του 18ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών (βλ. το με αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου και το με αριθ. πρωτ. .... πιστοποιητικό κράτησης της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου). Χρόνος δηλ. έναρξης της προσωρινής του κράτησης βάσει του ανωτέρω εντάλματος είναι η 14.9.2007. Να σημειωθεί ότι είναι πάγια η νομολογία των δικαστηρίων ως προς το ότι η έκτιση της ποινής προηγείται στην εκτέλεση της υποδικίας. Έτσι, αν ο κατηγορούμενος τελεί υπό προσωρινή κράτηση και εκτίει ποινή συγχρόνως και δεδομένου ότι η έκτιση της ποινής διακόπτει υποχρεωτικά την προσωρινή κράτηση, αφού δεν μπορεί κάποιος να είναι συγχρόνως και κατάδικος και υπόδικος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμπλήρωση των ορίων του 287 ΚΠΔ ή για εξακολούθηση προσωρινής κρατήσεως, αφού η τελευταία δεν έχει καν αρχίσει (εάν δε παρά ταύτα εξακολουθήσει ή παραταθεί είναι χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σχετικό βούλευμα είναι άκυρο. Απλώς είναι άκαιρο). Το ότι είναι ενδεχόμενο να απολυθεί ο κατηγορούμενος εάν ακυρωθεί κλπ. ο τίτλος κρατήσεως - π.χ. εδώ η απόφαση - δεν αληθεύει αφού τότε θα ενεργοποιηθεί η προσωρινή κράτηση και δη στα όρια του άρθρου 287 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από το εκκαλούμενο βούλευμα και συγκεκριμένα στις 6.8.2007 εκδόθηκε το 2475/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αφενός μεν απείχε να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως, αφετέρου δε αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αποφανθεί επί της εξακολούθησης ή μη της προσωρινής κράτησης του αιτούντος, εκτιμώντας λανθασμένα ότι η ισχύς του 28/2006 εντάλματος της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών είχε παύσει να ισχύει, καθόσον ο Εισαγγελεύς είχε υποβάλει την πρότασή του μετά το πέρας του εξαμήνου και παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εξέτιε άλλη ποινή. Το ανωτέρω βούλευμα ωστόσο σε κάθε περίπτωση δεν διαλαμβάνει στο διατακτικό του σαφή καταργητική διάταξη του εντάλματος, αλλά μόνο την ανωτέρω νομική σκέψη επί του θέματος. Έτσι και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν το 28/1.11.2006 ως άνω ένταλμα δεν έπαψε να ισχύει, ενεργοποιήθηκε δε από τις 14.9.2007, ενώ από 27.9.2007 ο κατηγορούμενος κρατείται και δυνάμει του εκκαλουμένου 2831/2007 βουλεύματος, το οποίο, αφού δέχθηκε ότι δεν ίσχυε πλέον το ανωτέρω ανακριτικό ένταλμα, όπως έκρινε το προγενέστερό του 2475/2007 βούλευμα, διέταξε τη σύλληψη του κατηγορουμένου και την προσωρινή του κράτηση, χωρίς να οφείλει να ερευνήσει ή να αιτιολογήσει το γιατί αυτός δεν αποφυλακίστηκε στις 14.9.2007, αφού αυτό δεν ήταν θέμα της αρμοδιότητάς του. Οι από 27.9.07 εξάλλου αντιρρήσεις του κατηγορουμένου κατά της συνέχισης της προσωρινής του κράτησης (άρθρο 287 παρ. 5 ΚΠΔ) απορρίφθηκαν με το 3297/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Πλην όμως, το εκκαλούμενο βούλευμα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, εσφαλμένα δέχτηκε ότι το ανωτέρω ένταλμα δεν ίσχυε και διέταξε τη σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου. Επομένως, πρέπει να εξαφανιστεί ως προς την ανωτέρω διάταξή του και να διαταχθεί η διατήρηση της ισχύος του 28.1.11.2006 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, με χρόνο έναρξης της προσωρινής κράτησης την 14.9.2007, μέχρι την οριστική εκδίκαση της κατ' αυτού κατηγορίας, όχι όμως πέραν του ανωτάτου ορίου. Περαιτέρω, επειδή, όπως προεκτέθηκε, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, από δε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών, κυρίως δε εν όψει του ότι βλάπτει με τις ενέργειές του το όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, εκμεταλλευόμενος συγχρόνως οικονομικά ανθρώπους που ζητούν νομική συνδρομή, προς πορισμό εισοδήματος, ενώ αυτός έχει διαπράξει και στο παρελθόν αξιόποινες πράξεις, κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, επομένως είναι αναγκαία η συνέχιση της σε βάρος του προσωρινής κρατήσεως και το αίτημά του για την άρση της πρέπει να απορριφθεί". Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών με τις παραπάνω νομικές του σκέψεις και τις παραδοχές του, ως προς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε τυπικά την έφεση και στη συνέχεια μεταρρυθμίζοντας το πρωτόδικο βούλευμα, διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του 28/2006 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, με έναρξη της προσωρινής κρατήσεως την 14.9.2007 μέχρι την οριστική εκδίκαση της κατά του αναιρεσείοντος κατηγορίας, όχι όμως πέραν του ανωτάτου ορίου, άσκησε εξουσία που του παρέχει ο νόμος και ο συναφής από το άρθρο 484 παρ. 1 στ' ΚΠΔ, περί υπερβάσεως εξουσίας, λόγος αναιρέσεως και κατά τα τρία μέρη του, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι το Συμβούλιο Εφετών με το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα υπερέβη την εξουσία του, διότι αποφάνθηκε για θέμα το οποίο είχε αμετακλήτως κριθεί από το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αφού οι προδικαστικές αποφάσεις, όπως εν προκειμένω η αφορώσα στην ισχύ ή μη του ένδικου εντάλματος προσωρινής κρατήσεως, δεν δημιουργούν δεδικασμένο και το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να τις ανακαλέσει. Τέλος, αβάσιμη είναι και η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την προσωρινή κράτηση, αφού από τις παραπάνω εκτιθέμενες νομικές σκέψεις του βουλεύματος και τις παραδοχές του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση τα οποία δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση του αναιρεσείοντος. ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, και ενόψει του ότι όλοι οι παραπάνω λόγοι που επικαλείται ο αναιρεσείων είναι στο σύνολό τους αβάσιμοι και δεν υπάρχει άλλος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 44/3.3.2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ